Το θύμα αυτή τη φορά είναι η μεγαλύτερη αδελφή της Βάλερι (Σέιφριντ), μιας όμορφης νεαρής κοπέλας, που έχει μόλις μάθει ότι οι γονείς της (Μπερκ και Μάντσεν) έχουν κανονίσει να την παντρέψουν με τον Χένρι (Άιρονς), κληρονόμο της πιο πλούσιας οικογένειας της πόλης. Αλλά στην καρδιά της Βάλερι υπάρχει χώρος μόνο για τον Πίτερ (Φερνάντεζ), ένα φτωχό ξυλοκόπο που αγαπά εδώ και πολλά χρόνια.
Για να αποφύγει το χωρισμό, το ζευγάρι σχεδιάζει να το σκάσει, αλλά η τρομακτική παρουσία του λυκάνθρωπου τους αλλάζει τα σχέδια. Καθώς η πόλη διψά για εκδίκηση, καλεί στο Ντάγκερχορν το διάσημο κυνηγό λυκάνθρωπων, τον Πάτερ Σόλομον (Όλντμαν) προκειμένου να τους δώσει διέξοδο στο πρόβλημά τους. Αλλά η άφιξη του Σόλομον μόνο μεγαλύτερη αναταραχή φέρνει, καθώς προειδοποιεί τους κατοίκους, ότι ο λυκάνθρωπος παίρνει ανθρώπινη μορφή τη μέρα, και συνεπώς θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε ανάμεσά τους. Κανείς δεν είναι υπεράνω υποψίας. Πανικός καταλαμβάνει την πόλη, καθώς ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται κάθε φορά που το φεγγάρι γίνεται κόκκινο, σπέρνοντας τη διχόνοια στην κλειστή κοινωνία του Ντάγκερχορν. Στο μεταξύ, η Βάλερι ανακαλύπτει ότι έχει μια ιδιαίτερη σύνδεση με το λυκάνθρωποι, γεγονός που τους φέρνει κοντά, κάνοντάς την, να θεωρείται ταυτόχρονα ύποπτη και δόλωμα.
Πληροφορίες
Η σκηνοθέτης του «Twilight», Κάθριν Χάρντγουϊκ αφήνει τους βρικόλακες για έναν λυκάνθρωπο και αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της ταινίας «Red Riding Hood», μια σύγχρονη, ελεύθερη προσαρμογή της κλασικής ιστορίας των Αδερφών Γκριμ, «Η Κοκκινοσκουφίτσα». Ηρωίδα μια έφηβη κοπέλα που θα βρεθεί σε κίνδυνο, όταν οι συγχωριανοί της αποφασίζουν να κυνηγήσουν ένα λυκάνθρωπο που σκορπά πανικό στην περιοχή, σε κάθε πανσέληνο. Στο ρόλο της πρωταγωνίστριας, Βάλερι, θα δούμε την Αμάντα Σέιφριντ, («Mamma Mia», «Dear John», «Big Love»). Δίπλα της πρωταγωνιστούν οι Σίλο Φερνάντεζ («Cadillac Records», «United States of Tara»), Γκάρι Όλντμαν («Harry Potter and the Deathly Hallows», «The Dark Knight», «Batman Begins»), Τζούλι Κρίστι («Finding Neverland») και Λούκας Χάας («Inception», «Alpha Dog»).
Παλιά ιστορία. Νέο αίμα.
Για το σημερινό κοινό, η ταινία «Κοκκινοσκουφίτσα» μπορεί να φέρνει στο μυαλό εικόνες από το παραμύθι ενός αθώου μικρού κοριτσιού που φορά μια κόκκινη κάπα και πηγαίνει προς το σπίτι της γιαγιάς της. Αλλά, στην πραγματικότητα, η πρωτότυπη ιστορία ήταν μία προειδοποίηση για τον κίνδυνο και την εξαπάτηση που θα ακολουθούσε, προκαλώντας τρόμο στα ευαίσθητα, νεαρά μυαλά.
Η σκηνοθέτης Κάθριν Χάρντγουϊκ επισημαίνει ότι οι σκοτεινές ρίζες της ιστορίας προσφέρουν εύφορο έδαφος για τη δημιουργία ενός θρίλερ φαντασίας. «Οι περισσότεροι από μας μεγαλώσαμε με μια αποστειρωμένη εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας, αλλά το πρωτότυπο παραμύθι έχει πολύ πιο σκοτεινά στοιχεία που το καθιστούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Ένα κορίτσι προχωρά στο δάσος μόνο του και ένας λύκος την ακολουθεί και της πιάνει την κουβέντα... Αυτή η ιστορία κρύβει πολύ μυστήριο και αιχμαλωτίζει τη φαντασία σε πολλά επίπεδα. Όσο κάποιος είναι παιδί, η ιστορία μπορεί να σημαίνει ένα μόνο πράγμα, αλλά όταν την ξανασκεφτόμαστε ως έφηβοι ή ενήλικοι, την αντιλαμβανόμαστε με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.»
Η παραγωγός Τζένιφερ Ντέιβινσον Κίλοραν προσθέτει, «Είναι μια συμβολική ιστορία, και παρόλο που μπορεί να έχουμε ακούσει διαφορετικές εκδοχές της, υπάρχουν κάποια στοιχεία που είναι σταθερά: η κόκκινη κάπα, ο λύκος, το ψέμα, ο φόβος. Είναι τόσο απλή και ταυτόχρονα τόσο τρομακτική. Ήμασταν ενθουσιασμένοι επειδή θα μπορούσαμε να βασιστούμε σε αυτή, την διάσημη ιστορία και να τη διασκευάσουμε για ένα σύγχρονο κοινό.»
Το βασικό δίδαγμα το παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας είναι το εξής: δεν πρέπει να μιλάς σε ξένους. Τι γίνεται όμως όταν ο λύκος αποδεικνύεται ότι είναι κάποιος που γνωρίζεις, κάποιος που εμπιστεύεσαι, κάποιος που αγαπάς; Η Κίλοραν παρατηρεί, «Η ιστορία παίζει με το φόβο ότι κάποιος που είναι κοντά μας δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός που φαίνεται να είναι. Για μένα, ο μεγάλος, κακός λύκος αντιπροσωπεύει την αγωνία που αισθανόμαστε όταν δεν ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε.» Παραλλάσσοντας το κλασικό παραμύθι, το αρπακτικό στην ταινία είναι ένας λυκάνθρωπος, με ανθρώπινη μορφή μέχρι που η πανσέληνος φωτίζει την πραγματική του φύση. Βασιζόμενος στην εν λόγω υπόθεση, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Λέσλι Τζόνσον δημιούργησε ένα μυστήριο φόνο, όπου ο καθένας θα μπορούσε να είναι πιθανός ύποπτος. Και πολύ γρήγορα, ο τρόμος και η παράνοια κυριεύουν ολόκληρη την κοινότητα.
Η Κίλοραν προσθέτει, «Κάθε χαρακτήρας φαίνεται ύποπτος. Το σχεδιάσαμε έτσι πολύ συνειδητά, ώστε ο καθένας να μπορούσε να είναι ο λυκάνθρωπος.». «Νομίζω ότι ο Ντέιβιντ έκανε πολύ καλή δουλειά», δηλώνει η Χάρτγουϊκ. «Έψαξε στις ρίζες του μύθου, ώστε να βρει την ουσία του. Και στη συνέχεια προσέθεσε τη δική της γόνιμη φαντασία στο μίγμα, εμπλουτίζοντας την ιστορία.»
Ο Τζόνσον λέει, «ερεύνησα πολύ το πώς έχει αλλάξει ο μύθος, καθώς περνούσε από γενιά σε γενιά, ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο. Πολύ πριν παρουσιαστεί σαν ένα παιδικό παραμύθι, περιείχε κάποιες εικόνες και τρομακτικές λεπτομέρειες, τέτοιες που εν τέλει δεν θα το χαρακτήριζες και τόσο ‘ελαφρύ’. Μου άρεσε η ιδέα του να ψάξουμε στις ρίζες της ιστορίας για να εντείνουμε την αίσθηση του κινδύνου, της αγωνίας και της περιπέτειας.»
Υπάρχει επίσης και ρομαντισμός. Ο κεντρικός χαρακτήρας, η Βάλερι, είναι μεταξύ δύο όμορφων αντρών: του Πίτερ, που αγαπά από παιδί και του Χένρι, του ανθρώπου που οι γονείς της έχουν επιλέξει για να παντρευτεί. Τα ερωτηματικά σχετικά με την ταυτότητα του λυκανθρώπου κάνουν την επιλογή της, ένα ζήτημα όχι μόνο καρδιάς, αλλά και ζωής ή θανάτου. Τα πράγματα, περιπλέκονται περισσότερο όταν συναντιέται με τον λυκάνθρωπο και συγκλονισμένη συνειδητοποιεί ότι έχει μαζί του μια μοναδική και πολύ προσωπική σχέση.
Η Αμάντα Σέιφριντ παίζει το ρόλο της Βάλερι, της ηρωίδας που η κόκκινη κάπα, δίνει στην ιστορία το όνομά της. «Το ερωτικό τρίγωνο καθιστά πιο ενδιαφέρουσα την ιστορία, επειδή η Βάλερι δεν ξέρει ποιον να εμπιστευτεί», λέει η ηθοποιός. «Αγαπά τον Πίτερ, αλλά παρατηρεί κάποιες λεπτομέρειες που την κάνουν να αρχίζει να αναρωτιέται. Μήπως ο έρωτας της ζωής της είναι ο λυκάνθρωπος; Και παράλληλα αναπτύσσει μια στενότερη σχέση με τον Χένρι και διαπιστώνει πόσο καλός άνθρωπος είναι. Ωστόσο και γι αυτόν προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το ποιος είναι στην πραγματικότητα. Πρέπει να καταλάβει αν αυτό που θέλει είναι αυτό που χρειάζεται.» Ο συνδυασμός της νεανικής αγάπης, της αγωνίας και του αρχαίου μύθου τράβηξαν το ενδιαφέρον της Χάρτγουϊκ, που θυμάται, «Συγκινήθηκα καθώς διάβαζα το σενάριο, διότι λάμβανε χώρα σε έναν φανταστικό κόσμο και είχε μια σκοτεινή πλευρά. Ήταν ένα θρίλερ με απρόβλεπτες εξελίξεις και ταυτόχρονα μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης, που επίσης έκρυβε εκπλήξεις. Μου κινούσε όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον καθώς εξελισσόταν η ιστορία και όλο και περισσότερα μυστικά και ψέματα αποκαλύπτονταν.»
Για τους παραγωγούς, η επιλογή της Κάθριν Χάρντγουϊκ για το ρόλο της «Κοκκινοσκουφίτσας» ήταν εύκολη. Η Κίλοραν βεβαιώνει, «η Κάθριν έχει αποδείξει την ικανότητά της να μιλά στην ψυχή του νεανικού κοινού με έναν τρόπο που λίγοι άλλοι μπορούν. Αυτό είναι φανερό σε όλες τις ταινίες της. Και αυτό δεν το κάνει με συγκατάβαση ή στερεότυπο τρόπο. Υπάρχει κάτι πολύ ειλικρινές στον τρόπο που ενσαρκώνει το πώς οι έφηβοι επικοινωνούν, σκέφτονται και βλέπουν τον κόσμο.»
Όλοι οι ηθοποιοί του καστ, είτε ήταν ανερχόμενα ταλέντα είτε βετεράνοι της μεγάλης οθόνης, εκτίμησαν πολύ το γεγονός ότι θα είχαν την ευκαιρία να συνεργαστούν με την Χάρντγουϊκ.
Πως μπορείς ν’ αφήσεις απ έξω, αυτό που είναι ήδη μέσα;
Η Χάρντγουϊκ λέει ότι η Αμάντα Σέιφριντ ήρθε αμέσως στο μυαλό της, όταν έψαχναν για το ρόλο της Βάλερι. «Από την πρώτη φορά που είδα την Αμάντα, ήξερα ότι ήταν ξεχωριστή», επιβεβαιώνει η σκηνοθέτης. «Είχε όλα όσα χρειάζονται για το χαρακτήρα, ιδίως επειδή δεν είναι απλά μία νεαρή που βρίσκεται σε κίνδυνο. Η Αμάντα είναι σκληρή, σέξι, αστεία, αλλά και ευάλωτη. Τα έχει όλα. Και η όψη της είναι λες και βγαίνει κατ' ευθείαν από ένα παραμύθι. Έχει μια αιθέρια ποιότητα, και μάτια τα οποία σε μαγνητίζουν.»
Με τη σειρά της, η Σέιφριντ λέει ότι εκείνο που της τράβηξε το ενδιαφέρον ήταν το ότι διασκεύαζαν ένα κλασικό παραμύθι. «Δεν ξέρω κανέναν που να μην μεγάλωσε με την Κοκκινοσκουφίτσα, οπότε είχε πολύ ενδιαφέρον που βασιζόμασταν σε μια ιστορία που όλοι γνωρίζουμε. Και η πτυχή του θρίλερ ήταν πολύ συναρπαστική για μένα. Το μεσαιωνικό σκηνικό έκανε την ιστορία να μοιάζει ακόμα πιο γκόθικ και ενέτεινε το στοιχείο του ρομαντισμού.»
Η Βάλερι είναι, ταυτόχρονα, στην κορυφή του ρομαντικού τριγώνου της ταινίας, αλλά και άμεσα συνδεδεμένη με το μυστήριο του λυκανθρώπου. Όταν καθίσταται προφανές ότι το θηρίο είναι κάποιος κοντά σε αυτήν, η Βάλερι έχει λόγο να έχει αμφιβολίες για όλους γύρω της. «Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, προσπαθεί να καταλάβει ποιος θα μπορούσε να είναι, με βάση τα σημάδια που της έχουν δοθεί,» εξηγεί η Σέιφριντ. «Είναι τρομακτικό, γιατί σε διαφορετικές περιστάσεις έχει υπόνοιες για όλους.»
Η Χάρντγουϊκ προσθέτει, «αρχίζει να την κυριεύει η παράνοια όσο αρχίζει να βλέπει μικρές λεπτομέρειες που δεν είχε παρατηρήσει πριν, οι οποίες τώρα παίρνουν νέο νόημα. Όλη της τη ζωή, έβλεπε την οικογένεια και τους φίλους της μέσα από μία συγκεκριμένη γωνία και ξαφνικά τα πράγματα αλλάζουν, δημιουργώντας σκιές αμφιβολίας.»
Πολύ σύντομα αυτές οι σκιές πέφτουν και σε δύο πολύ διαφορετικούς νέους άνδρες που πολιορκούν την καρδιά της Βάλερι, τον Πίτερ και τον Χένρι, που ενσαρκώνουν οι ανερχόμενοι Σίλο Φερνάρντεζ και Μαξ Αϊρονς, αντίστοιχα. Ο Φερνάντεζ λέει, «ο Πιτερ είναι ξυλοκόπος και το αγόρι της Βάλερι. Κρύβουν τη σχέση τους, γιατί εκείνος είναι ορφανός και θεωρείται κατώτερός της. Στην αρχή της ταινίας, ανακαλύπτει ότι η Βάλερι είναι αρραβωνιασμένη με τον Χένρι, έτσι της ζητά να το σκάσουν. Θέλει να της δείξει τον κόσμο. Ό,τι δεν έχει δει ποτέ της -την πόλη, τον ωκεανό ... οτιδήποτε, αρκεί να είναι μαζί. Αλλά πριν προλάβουν να φύγουν τους χτυπά το κακό. Ανακαλύπτουν ότι η αδελφή της Βάλερι, η Λούσι, έχει δολοφονηθεί από τον λυκάνθρωπο.»
Μαθαίνουμε επίσης, ότι η Λούσι ήταν ερωτευμένη με τον Χένρι, αλλά εκείνος έχει μάτια μόνο για την Βάλερι. Ο Άιρονς σημειώνει, «ο Χένρι είναι σιδεράς και ο γιος της πλουσιότερης οικογένειας στην πόλη. Ο Πίτερ δεν μπορεί να πιστέψει το ότι η Βάλερι εξακολουθεί να τον θέλει, επειδή πιστεύει ειλικρινά ότι ο Χένρι είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να της τύχει στη ζωή.»
«Πρόκειται γι αυτό το αιώνιο ρομαντικό δίλημμα: θα πρέπει να κάνει την ασφαλή επιλογή, η οποία στην προκειμένη περίπτωση, συμβαίνει να είναι και ιδιαίτερα… εμφανίσιμη, ή αυτή που φαίνεται ριψοκίνδυνη, αλλά συναρπαστική; Νομίζω ότι κάθε γυναίκα θα ονειρευόταν να έχει αυτή την επιλογή, ειδικά αν ερχόταν με τις μορφές των Σίλο και Μαξ,» λέει γελώντας η Χάρντγουϊκ.
«Ο Σίλο έχει μεγάλη καρδιά και ψυχή, αλλά και χημεία με την Αμάντα», συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Υπάρχει ένα μυστήριο γύρω από το χαρακτήρα του που μας κάνει να αναρωτηθούμε για το τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια.»
Η Κίλοραν προσθέτει, «ο Μαξ έχει μία υπέροχη παρουσία. Αυτό που μου άρεσε στην ερμηνεία του είναι ότι, ό, τι κάνει διαπνέεται από δύναμη και αξιοπρέπεια, αλλά σε κάνει και να υποπτεύεσαι ότι ίσως θα μπορούσε να έχει και μια σκοτεινή πλευρά. Όταν διαλέγαμε τους ηθοποιούς για αυτούς τους ρόλους, δεν θέλαμε να κάνουμε την απόφαση της Βάλερι να είναι προφανής. Έπρεπε να είναι μια σκληρή επιλογή μεταξύ δύο εξίσου υπέροχων αλλά διαφορετικών ανδρών, που να της αξίζουν και οι δύο.»
Προερχόμενοι από διαφορετικά background, οι γονείς της Βάλερι, η Σουζέτ και ο Σεζάρ, έχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το αν είναι ο Πίτερ ή ο Χένρι, εκείνος που να μπορεί να κάνει την κόρη τους ευτυχισμένη μακροπρόθεσμα. Η Βιρτζίνια Μάντσεν που παίζει την Σουζέτ, λέει, «η Σουζέτ πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος για να έχει η κόρη της μια καλύτερη ζωή είναι να παντρευτεί τον πλούσιο, Χένρι, που τυγχάνει να είναι και πολύ εμφανίσιμος. Σκέφτεται ότι η Βάλερι αξίζει κάτι καλύτερο από έναν φτωχό ξυλοκόπο, τον Πίτερ. Θεωρεί ότι πρόκειται απλά για ένα καπρίτσιο που δεν θα διαρκέσει. Στη συνέχεια, η δολοφονία της κόρης της, της Λούσι, απειλεί να αποκαλύψει κάποια μυστικά που την κάνουν να γίνεται ακόμη πιο προστατευτική με το άλλο παιδί της. Στην πραγματικότητα, η Σουζέτ δεν θέλει η Βάλερι να καταλήξει σαν και αυτήν – να παντρευτεί έναν ξυλοκόπο, ο οποίος είναι επίσης και μεθύστακας.»
Για το ρόλο του Σεζάρ, επιλέχτηκε ο Μπίλι Μπερκ που παραδέχεται ότι ο χαρακτήρας του «είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει να πίνει λίγο παραπάνω, αλλά η κόρη του τον αγαπά και συγχωρεί τα λάθη του. Ίσως η έλξη της για τον Πίτερ να οφείλεται εν μέρει στο παλιό στερεότυπο ότι τα κορίτσια τείνουν να έλκονται από άνδρες που τους θυμίζουν τον πατέρα τους. Ο Σεζάρ είναι και αυτός ξυλοκόπος, έτσι του αρέσει ο Πίτερ και θεωρεί ότι είναι αντάξιος της κόρης του. Αυτό είναι μόνο ένα μέρος του χάσματος που έχει δημιουργηθεί μεταξύ αυτού και της συζύγου της με το πέρασμα των χρόνων, το οποίο πιθανότατα οφείλεται και στο γεγονός ότι πίνει πολύ. Αλλά ο Σεζάρ δεν πιστεύει ότι κάνει κακό σε κάποιον με αυτό του το κουσούρι, ούτε και στον εαυτό του.»
Το μέλος της οικογένειας, με το οποίο η Βάλερι αισθάνεται πιο κοντά είναι η γιαγιά της. «Είναι πολύ δεμένες μεταξύ τους», επιβεβαιώνει η Σέιφριντ. «Συνδέονται σε ένα άλλο επίπεδο, παραπάνω από ότι η Βάλερι με τους γονείς της. Η Βάλερι θαυμάζει τη γιαγιά της για την ανεξαρτησία της.»
Στην «Κοκκινοσκουφίτσα», τη γιαγιά υποδύεται η Τζούλι Κρίστι που αναμφισβήτητα δεν είναι η εικόνα που έχει ο χαρακτήρας στο κλασική ιστορία. Η Χάρντγουϊκ τονίζει, «Ένα από τα πρώτα πράγματα που είχα δηλώσει ήταν ότι δεν ήθελα η γιαγιά στην ταινία να είναι απρόσιτη και παράξενη. Την παρουσιάζουμε πολύ μποέμ - φορά ιδιαίτερα ρούχα και ζει έξω από το χωριό, βαθιά μέσα στο δάσος. Υπάρχει μια αίσθηση μυστηρίου που την περιβάλλει.»
«Ήμασταν ενθουσιασμένοι όταν πήραμε την Τζούλι Κρίστι για το ρόλο,» συνεχίζει. «Είναι τόσο καταπληκτική και τόσο όμορφη που σου κόβει την ανάσα. Και η Τζούλι τονίζει για τον χαρακτήρα της ότι δεν πρόκειται για μία ξινή, παλαιού τύπου γιαγιά.»
«Είναι μη συμβατική», λέει η Κρίστι περιγράφοντας το εκλεκτικό τρόπο ζωής του χαρακτήρα της. «Είναι καλλιτέχνης, βοτανολόγος και ξέρει να θεραπεύει. Είναι πολύ σοφή και με κατανόηση και υπήρξε πάντα ένα είδος προστάτη για την Βάλερι, η οποία πάντα εμπιστευόταν στη γιαγιά της, τα πιο μύχια μυστικά της.»
Όταν ο λυκάνθρωπος χτυπά την ίδια της την οικογένειά, η Βάλερι τρέχει στο σπίτι της γιαγιάς της, την ώρα που οι άνδρες του χωριού, διψασμένοι για εκδίκηση, συγκροτούν ομάδες ώστε να εντοπίσουν και να σκοτώσουν το θηρίο. Παρόλο που το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές είναι μεγάλο, οι άνδρες επιστρέφουν πιστεύοντας ότι έχουν σκοτώσει το λυκάνθρωπο. Εν τω μεταξύ, ο ιερέας του χωριού, ο Πάτερ Όγκαστ, πιστεύοντας ότι κάνει ό, τι είναι καλύτερο για το ποίμνιό του, καλεί στο Ντάγκερχορντον το διάσημο κυνηγό λυκανθρώπων τον Πάτερ Σόλομον.
Ο Λούκας Χάας, ο οποίος ενσαρκώνει τον Πάτερ Όγκαστ, λέει, «τρέφει δέος για τον Πάτερ Σόλομον. Πιστεύω ότι ο Πάτερ Όγκαστ θέλει ειλικρινά να κάνει το σωστό, έτσι με αφορμή το γεγονός ότι ο λυκάνθρωπος έχει σκοτώσει και πάλι, βρίσκει μία αφορμή για να ζητήσει τη βοήθεια του ανθρώπου που θαυμάζει. Η λατρεία που τρέφει για τον ‘ήρωα’ του, μπορεί να θολώνει την κρίση του στην αρχή, αλλά ο Όγκαστ δεν θα αργήσει να συνειδητοποιήσει ότι θα μπορούσε να θέσει σοβαρό κίνδυνο για το χωριό του.»
Ο Γκάρι Όλντμαν παίζει το ρόλο του Πάτερ Σόλομον, που διακατέχεται από υπερβάλλοντα ζήλο. Λέει για αυτόν «Υπάρχει κάτι σκοτεινό μέσα του. Αλλά δε νομίζω ότι είναι κακός. Περισσότερο, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έχει βρεθεί στην άβυσσο και είναι πλέον απολύτως πεπεισμένος για την αποστολή του. Πιστεύει πραγματικά ότι είναι το ξίφος του Θεού... και ότι έχει το χάρισμα. Ο ρόλος μου φάνηκε πολύ διασκεδαστικός. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον το γεγονός ότι ήταν μια πιο σκοτεινή εκδοχή της ενός ήδη ‘μαύρου’ παραμυθιού. Όταν ήμασταν παιδιά, ιστορίες, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν αυτές που μας έκαναν πρώτη φορά να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει φόβος. Τι καραδοκεί εκεί έξω στο δάσος; Στα χέρια της Κάθριν Χάρντγουϊκ, βλέπουμε την ιστορία μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα.»
«Το να συνεργαστώ με τον Γκάρι Όλντμαν ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα», δηλώνει η Χάρντγουϊκ. «Ποτέ δεν έπαψε να με εκπλήσσει. Δεν είναι μόνο ένας τολμηρός ηθοποιός, αλλά και γενναιόδωρος, συνεργάσιμος και ιδιαίτερα αστείος. Όλοι στο καστ λάτρεψαν τόσο τον Γκάρι όσο και την Τζούλι.»
Ο Πάτερ Σόλομον καταφτάνει την ώρα που το χωριό είναι έτοιμο να γιορτάσει τη σφαγή του λυκάνθρωπου. Εκείνος όμως τους επισημαίνει ότι το κακό δεν έχει ακόμα εξολοθρευτεί. Τους ενημερώνει ότι αυτό που σκότωσαν, ήταν ένας συνηθισμένος γκρι λύκος, και ότι ο λυκάνθρωπος παραμένει ζωντανός. Στη συνέχεια τους αποκαλύπτει ότι το πλάσμα, που έχει τη μορφή ανθρώπου κατά τη διάρκεια της ημέρας, ζει ανάμεσά τους και ότι μόνο κατά στην πανσέληνο, αυτός ο φαινομενικά «αξιόπιστος» γείτονάς τους, παίρνει τη μορφή λύκου. Ακόμα χειρότερα, αυτό δεν γίνεται κατά τη διάρκεια μίας συνηθισμένης πανσελήνου, αλλά κάθε δεκατρία χρόνια, όταν ο Άρης και το φεγγάρι είναι ευθυγραμμισμένα και το φεγγάρι παίρνει κόκκινο χρώμα. Όταν το κόκκινο φεγγάρι βγαίνει στο νυχτερινό ουρανό, το μη θανατηφόρο δάγκωμα του λυκάνθρωπου μετατρέπει το θύμα, από θήραμα σε θύτη, από άνθρωπο σε λυκάνθρωπο. Για τις επόμενες τρεις ημέρες, εκείνο που είναι σε κίνδυνο είναι κυρίως οι ψυχές των χωρικών.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ: 18 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ: 7 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011