Ιαπωνία, 1870.
Ο Λοχαγός Νέιθαν Άλγκρεν (ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ) είναι πια ένας άντρας χωρίς σκοπό στη ζωή του. Οι μάχες στις οποίες κάποτε πολέμησε τώρα τού φαίνονται όχι μόνο μακρινές αλλά και μάταιες. Κάποτε ριψοκινδύνευσε τη ζωή του για την τιμή και τη χώρα του αλλά στα χρόνια που μεσολάβησαν, μετά τον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο, ο κόσμος έχει αλλάξει. Ο πραγματισμός έχει αντικαταστήσει το κουράγιο, η ιδιοτέλεια πήρε τη θέση της αυτοθυσίας και η τιμή είναι δυσεύρετο προσόν –ειδικά στη Δύση, όπου ο ρόλος του στις εκστρατείες εναντίον των Ινδιάνων, κατέληξε στην απογοήτευση και τη θλίψη.
Κάπου στις αφιλόξενες πεδιάδες, κοντά στις όχθες του Ποταμού Γουασίτα, ο Άλγκρεν έχασε την ψυχή του. Στην άλλη άκρη του κόσμου, ένας άλλος στρατιώτης βλέπει τη δική του ζωή έτοιμη να καταρρεύσει. Είναι ο Κατσουμότο (ΚΕΝ ΓΟΥΑΤΑΝΑΜΠΙ), ο τελευταίος ηγέτης μιας αρχαίας γενιάς πολεμιστών, των αξιοσέβαστων Σαμουράι, οι οποίοι αφιέρωσαν τις ζωές τους για να υπηρετήσουν τον αυτοκράτορα και τη χώρα τους. Όπως ο μοντέρνος τρόπος ζωής υπεισέρχεται στην Αμερικάνικη Δύση, πιέζοντας όλο και πιο ασφυκτικά τους Ινδιάνους, με τον ίδιο τρόπο καταστρέφει και την παραδοσιακή Ιαπωνία.
Οι γραμμές του τηλέγραφου κι οι αντίστοιχες των σιδηροδρόμων, που κάποτε έφεραν την πρόοδο, τώρα απειλούν αυτές τις αξίες και τους κώδικες κάτω από τους οποίους οι Σαμουράι έζησαν και πέθαναν, για αιώνες ολόκληρους. Όμως ο Κατσουμότο δεν θα παραδοθεί πριν δώσει τη μάχη του.
Οι δρόμοι αυτών των δύο πολεμιστών συναντώνται όταν ο νεαρός Αυτοκράτορας της Ιαπωνίας, πέφτοντας στην παγίδα των αμερικανικών συμφερόντων που εποφθαλμιούν την αναπτυσσόμενη γιαπωνέζικη αγορά, προσλαμβάνει τον Άλγκρεν για να εκπαιδεύσει τους πρώτους κληρωτούς στρατιώτες της σύγχρονης Ιαπωνίας. Όμως, καθώς οι σύμβουλοι του Αυτοκράτορα επιχειρούν να εξαφανίσουν τους Σαμουράι, ώστε να ετοιμάσουν το έδαφος για μια κυβέρνηση περισσότερο φιλική προς τη Δύση και πιο ανοιχτή στις κερδοφόρες εμπορικές συναλλαγές, ο Άλγκρεν νιώθει μιαν απρόσμενη γοητεία για τον τρόπο ζωής των Σαμουράι. Οι γεμάτες δύναμη πεποιθήσεις τους του θυμίζουν τον άνθρωπο που κάποτε υπήρξε. Τώρα πια βρίσκεται σε μια άγρια και αφιλόξενη περιοχή, με τη ζωή του και ίσως, πολύ πιο σημαντικό, την ψυχή του σε κρίσιμη ισορροπία. Ο αποπροσανατολισμένος Αμερικανός στρατιώτης βρίσκεται ξαφνικά στο κέντρο μιας βίαιης όσο και επικής διαμάχης ανάμεσα σε δύο κόσμους και δυο εποχές, όπου το μόνο στοιχείο που τον καθοδηγεί είναι η αίσθηση της τιμής που διαθέτει...
Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Αν και τα γυρίσματα της ταινίας
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΑΜΟΥΡΑΪ ξεκίνησαν επίσημα τον Οκτώβριο του 2002, ο σκηνοθέτης ‘Εντουαρντ Ζούικ ήταν για πάρα πολύ καιρό γοητευμένος από τη γιαπωνέζικη κουλτούρα και ειδικότερα τον γιαπωνέζικο κινηματογράφο. Κατά κάποια έννοια, είχε αρχίσει να οραματίζεται τον ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΑΜΟΥΡΑΪ από την εποχή που ήταν έφηβος.
«Πρώτα είδα τους Επτά Σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα όταν ήμουν 17 χρονών κι από τότε δεν θυμάμαι πια πόσες φορές το έχω ξαναδεί,» παραδέχεται. «Σε αυτή και μόνο την ταινία υπάρχουν τα πάντα που πρέπει να μάθει ένας σκηνοθέτης σχετικά με την αφηγηματική πλοκή, την ανάπτυξη των χαρακτήρων, τη διαδικασία του γυρίσματος, το πώς μετατρέπεις μια ιδέα σε ολοκληρωμένο σενάριο. Αφού είδα αυτήν, ξεκίνησα να μελετήσω προσεκτικά και όλες τις υπόλοιπες ταινίες του. Αν και δεν το υποψιαζόμουν εκείνο τον καιρό, αυτό ήταν που με έβαλε στη διαδικασία να γίνω σκηνοθέτης.»
Ο Ζούικ, που υπήρξε φοιτητής ιστορίας, θεωρεί την ιστορική περίοδο που είναι γνωστή ως «Meiji Restoration» ιδιαίτερα συναρπαστική. Το τέλος της κυριαρχίας των παλιών Σογκούν, οδήγησε στην πρώτη σημαντική επαφή της Ιαπωνίας με τη Δύση, μετά από μια απομόνωση διακοσίων χρόνων, την οποία είχαν επιβάλλει οι Ιάπωνες στην ίδια τους τη χώρα.
«Πάνω απo όλα,» λέει ο ίδιος, «ήταν μια μεταβατική περίοδος. Σε κάθε πολιτισμό, αυτή η στιγμή της αλλαγής από το παλιό προς το μοντέρνο είναι ιδιαίτερα πικρή και θλιβερή. Είναι όμως και οπτικά συναρπαστική. Η κάθε εικόνα, το κάθε τοπίο, το κάθε δωμάτιο αφηγείται και μια ιστορία: την αντιπαράθεση του παλιού με το καινούργιο. Ένας άντρας με μαύρο ημίψηλο καπέλο κάνει τη βόλτα του συνοδεύοντας μια γυναίκα που φοράει κιμονό. Κι ένας άλλος που ρίχνει μία τουφεκιά είναι αντιμέτωπος με κάποιον που χειρίζεται ένα σπαθί.»
Ο Ζούικ, είναι πολύ εξοικειωμένος με τις ιστορίες αυτής της περιόδου. Οι ταινίες του Glory και Legends of the Fall εκτυλίσσονται στο τέλος του 19ου αιώνα.
«Επιστρέφω διαρκώς, ξανά και ξανά, στην ίδια ιστορική περίοδο,» λέει. «Υπάρχει κάτι που με συγκινεί, σχεδόν με υπνωτίζει όταν βλέπω έναν ήρωα να υφίσταται μία εσωτερική μεταμόρφωση σε μια περίοδο όταν όλος ο κόσμος γύρω του βρίσκεται σε περίοδο αναστάτωσης και αλλαγών.»
Ο πολλές φορές υποψήφιος για Όσκαρ,
ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ, που ερμηνεύει το βασανισμένο ψυχικά Λοχαγό Άλγκρεν, μοιράζεται το ενδιαφέρον και το θαυμασμό του Ζούικ για τα γιαπωνέζικα ήθη, ειδικά αυτά των Σαμουράι. Ανακάλυψε κι ο ίδιος τον Κουροσάβα και τα γιαπωνέζικα έργα, με παρόμοιο τρόπο με τον Ζούικ, την εποχή της εφηβείας του κι αναγνωρίζει ότι πάντοτε έτρεφε «ένα βαθύ σεβασμό και έντονα αισθήματα για τη γιαπωνέζικη κουλτούρα και τους ανθρώπους της, για τη φινέτσα και την ομορφιά του κόσμου των Σαμουράι, το πνεύμα τιμής που κυριαρχεί στον κώδικα
Μπουσίντο, ο οποίος προτρέπει να έχεις δύναμη, συμπόνια, τυφλή πίστη, να κρατάς το λόγο της τιμής σου και να είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις ακόμη και την ίδια σου τη ζωή γι αυτό που είναι δίκαιο. Είναι σημαντικό να αναλαμβάνεις τις ευθύνες για όσα κάνεις και λες, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι επιπτώσεις. Ο Μπουσίντο είναι κάτι παραπάνω από ένας κώδικας τιμής για τους πολεμιστές Σαμουράι, -είναι ένας ολόκληρος τρόπος για να ζήσεις μια ζωή –οποιαδήποτε ζωή, ακόμη κι αν δεν είσαι Σαμουράι. Ήταν κάτι στο οποίο δεν μπορούσα να αντισταθώ. Όταν ο Εντ κι εγώ συζητήσαμε για πρώτη φορά αυτό το σχέδιο, ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω αυτή την ταινία. Νιώθω μια πολύ έντονη έλξη για το θέμα της, όπως επίσης και για τον ήρωα αυτής της ιστορίας.»
Ο ΚΡΟΥΖ, που είναι και παραγωγός της ταινίας Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΑΜΟΥΡΑΪ, λέει ότι ο επικός χαρακτήρας της ιστορίας σε συνδυασμό με το συναισθηματικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο του Άλγκρεν καθώς και η ευκαιρία να δουλέψει με τους Έντουαρντ Ζούικ και Μάρσαλ Χέρσκοβιτζ, υπήρξαν δελεαστικά κίνητρα.
Η ταινία έχει προταθεί για 4 Όσκαρ:
Δεύτερου Ανδρικου Ρόλου - Κεν Γουατανάμπι
Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης
Koστουμιών
Ήχου
Η ταινία προτάθηκε για 4 Οσκαρ: Β' Ανδρικού Ρόλου (Κεν Γουατανάμπι), Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Ηχου και Κοστουμιών. Ακόμη 3 υποψηφιότητες για τις Χρυσές Σφαίρες Α' Ανδρικού Ρόλου-Δράμα (Τομ Κρουζ), Β' Ανδρικού Ρόλου (Κεν Γουατανάμπι) και Μουσικής Επένδυσης.
Σε αυτό το μεγαλειώδες έπος, ο σκηνοθέτης Έντουαρντ Ζούικ (Glory), διηγείται τη γέννηση της σύγχρονης Ιαπωνίας. Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία και τις Η.Π.Α. Πίσω απο τις κάμερες, εκτός απο τον Ζούικ, βρίσκεται και ο βραβευμένος με Όσκαρ διευθυντής φωτογραφίας Τζον Τολ (Legends of the Fall).