Ένας φωτογράφος, ο Λουκάς, κι ο βοηθός του, ο Σωτήρης, είναι δύο φτωχαδάκια που αντιμετωπίζουν νυχθημερόν, απ’ τη μια την γκρίνια της αρραβωνιαστικιάς του πρώτου επειδή θέλει να παντρευτούν επιτέλους, κι απ’ την άλλη το κυνήγι της σπιτονοικοκυράς τους, η οποία ζητά τα ενοίκια που της χρωστάνε. Κάποια στιγμή εργάζονται σαν πλασιέ βιβλίων, μήπως και κερδίσουν κάτι. Έτσι πέφτουν πάνω σ’ έναν θεοπάλαβο ζωγράφο, τον Μισέλ, και στην εξαδέλφη του, τη Φώφη, η οποία ζητά εναγωνίως κάποιον για να παραστήσει τον άντρα της, ώστε να μη χάσει το διαμέρισμα που της δώρισε η θεία της για το γάμο. Ο Λουκάς δέχεται να παίξει το ρόλο του ψευτοσυζύγου κι ο Μισέλ προσλαμβάνει τον Σωτήρη ως μοντέλο, αλλά μια μικρογκάφα του τελευταίου γίνεται η αιτία να αποκαλυφθεί η πλεκτάνη. Η προφανής όμως εντιμότητα του Λουκά εκτιμάται δεόντως από τον Τζον, έναν ομογενή εκ Κονγκό, ο οποίος έχει έρθει στην Ελλάδα μαζί με την Τζούλια, και ο οποίος τον προσλαμβάνει ως υπάλληλό του, ενώ η θεία Τζούλια αφενός συγχωρεί την ανιψιά κι αφετέρου αποφασίζει να παντρευτεί τον Λουκά.