Ένας μετανάστης, εργάτης στη Γερμανία, γυρίζει στο σπίτι του, σ’ ένα μισοεγκαταλειμμένο ορεινό χωριό της Ηπείρου. Η γυναίκα του Ελένη, με τη βοήθεια του αγροφύλακα της περιοχής και εραστή της τον σκοτώνει. Οι δράστες συλλαμβάνονται και καθώς η ανάκριση προχωρεί, έρχεται η στιγμή της αναπαράστασης.
Στην ταινία δεν παρουσιάζεται ποτέ η πράξη του φόνου. Οι δικαστικές αρχές, η Χωροφυλακή κι ένα κινηματογραφικό συνεργείο συνοδευόμενο από δημοσιογράφους, προσπαθούν να σχηματίσουν την ακριβή εικόνα του γεγονότος. Ο όλος χειρισμός του θέματος οδηγεί σε έναν στοχασμό περί την αναπαράσταση, και ιδιαιτέρως την κινηματογραφική, όπου αμφισβητείται το απόλυτο της πληρότητάς της, σε σχέση με τα όποια γεγονότα και κυρίως τα αίτιά τους. Εν προκειμένω, η ευθύνη του εγκλήματος δεν αποδίδεται μόνον στα συγκεκριμένα πρόσωπα, που εκτέλεσαν την πράξη, αλλά κυρίως στις συνθήκες που διαμόρφωσαν την αναγκαιότητά της. Το μοντάζ της ταινίας είναι μη-γραμμικό και υπακούει στη συλλογιστική διεργασία έκθεσης του θέματος. Πρόκειται για μια απ’ τις λιγοστές ταινίες-σταθμούς, οι οποίες απ’ τη σκοπιά της ανεξάρτητης κινηματογραφικής γραφής διαμόρφωσαν το ιστορικό φαινόμενο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.