Βρισκόμαστε στο 1962 και ο πόλεμος πλησιάζει απειλητικά. Ο φόβος κυριαρχεί στον κόσμο. Οι κοινωνικές αξίες αναπαρίστανται με ασπρόμαυρους όρους, αλλά η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων παραμένει το ίδιο πολύπλοκη όπως και σήμερα. Τοποθετημένη 50 χρόνια πριν, στο Λος Άντζελες, στο απόγειο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, η ταινία ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ είναι η ιστορία του Τζορτζ Φάλκονερ ενός 52χρονου Βρετανού καθηγητή κολλεγίου (Κόλιν Φερθ) που παλεύει να βρει νόημα στη ζωή του, μετά το θάνατο του συντρόφου του Τζιμ (Μάθιου Γκουντ). Ο Τζορτζ είναι κολλημένος στο παρελθόν του. Καθώς παρακολουθούμε μία μέρα του, μία σειρά γεγονότων και συναντήσεων, τον οδηγεί αναπόφευκτα να αποφασίσει αν τελικά υπάρχει νόημα στη ζωή του μετά το χαμό του Τζιμ. Τον Τζορτζ παρηγορεί η στενή του φίλη Τσάρλι (Τζουλιάν Μουρ), μία 48χρονη καλλονή που έχει και αυτή να αντιμετωπίσει το δικό της αβέβαιο μέλλον. Ένας νεαρός μαθητής του Τζορτζ, ο Κένι (Νίκολας Χουλτ), που πρέπει και αυτός με τη σειρά του να αποδεχτεί τη φύση του, «κυκλώνει» τον Τζορτζ, καθώς βρίσκει σε αυτόν μία αδερφή ψυχή.
Πληροφορίες
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ – Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου (Κόλιν Φέρθ)
Βραβείο BAFTA Ά Ανδρικού Ρόλου (Κόλιν Φερθ)
Υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Α’ Ανδρικού Ρόλου – Δράμα (Κόλιν Φερθ)
Υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Β’ Γυναικείου Ρόλου (Τζούλιαν Μουρ)
Υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Μουσικής (Άμπελ Κορζενιόφσκι)
Πληροφορίες για την παραγωγή
«Πρωτοδιάβασα το ομότιτλο βιβλίο στις αρχές του 1980 και με συγκίνησε η ειλικρίνεια και η απλότητα της ιστορίας,» λέει ο Τομ Φορντ, ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός της ταινίας. «Τρία χρόνια μετά, ψάχνοντας το κατάλληλο project για τη πρώτη μου ταινία, συνειδητοποίησα ότι το μυθιστόρημα αυτό και ο πρωταγωνιστής του, ο Τζορτζ, ήταν συνέχεια στο μυαλό μου.»
«Όταν το ξαναδιάβασα, το βιβλίο μου ‘μίλησε’ με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Είναι μία βαθιά, συναισθηματική ιστορία για μία μέρα της ζωής ενός άντρα που δεν μπορεί να δει μέλλον μπροστά του. Είναι μία παγκόσμια ιστορία, που έχει σχέση με τη συμφιλίωση, με τη μοναξιά που όλοι νιώθουμε και τη σημασία του να ζεις στο παρόν και να συνειδητοποιείς ότι τα μικρά πράγματα είναι εκείνα που έχουν σημασία στη ζωή.»
Ο Φορντ προετοιμαζόταν χρόνια για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Τόσο ως μαθητής και φανατικός οπαδός των κινηματογραφικών ταινιών, ο Φορντ ήταν εξοικειωμένος με όλες τις κατηγορίες ταινιών που τον συγκινούσαν και τον ενέπνεαν συναισθηματικά. Η δουλειά του ως καλλιτεχνικός διευθυντής για φωτογραφίσεις, διαφημιστικές καμπάνιες και σποτ στη βιομηχανία μόδας, τα τελευταία 25 χρόνια τον βοήθησαν να καταλάβει τη σημασία του κάδρου, του φωτισμού και της εικόνας όταν θέλεις να πεις μία ιστορία. Ο Φορντ σημειώνει ωστόσο ότι η εικόνα και το στιλ μπορούν να καταστρέψουν μία ταινία αν δεν υπάρχει μία ιστορία ή μήνυμα που να αξίζει να ειπωθεί και που να προκαλεί το θεατή. Για τον Φορντ το πιο σημαντικό είναι η ιστορία: «Μου φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πια ταινίες που να επικεντρώνονται σε δυνατούς χαρακτήρες και στους καλούς διάλογους, και δυστυχώς αυτές είναι για μένα, ως θεατή, οι πιο αξιόλογες ταινίες. Τέτοιου είδους ταινίες προσπαθώ να κάνω.»
Τελικά, για τον Φορντ η ταινία ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ ήταν η κατάλληλη ιστορία που ήρθε την κατάλληλη στιγμή. «Πάντα είχα μία διαίσθηση, μία εσωτερική φωνή που με βοηθούσε να πάρω αποφάσεις. Η μόδα έχει να κάνει πολύ με τη διαίσθηση, επειδή πρέπει να προβλέπεις το τι θέλει ο κόσμος ένα χρόνο πριν το θελήσει.» Καθώς το ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ άγγιξε την ψυχή του, η διαίσθησή του, του έλεγε ότι είχε στα χέρια του το κατάλληλο υλικό.
«Δούλευα αυτό το project για αρκετό καιρό. Δούλευα το σενάριο σχεδόν δύο χρόνια και έκανα πολλά προσχέδια. Όταν φαντάζεσαι μία σκηνή, όσο τη γράφεις δεν φαίνεται να υπάρχουν προβλήματα. Οι ηθοποιοί λένε αυτά που πρέπει να πουν. Η λήψη είναι εξαιρετική. Αλλά, δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα,» συλλογίζεται ο Φορντ.
Στην αρχή ο Φορντ είχε στο μυαλό του το μυθιστόρημα του Ίσεργουντ βασισμένο σε ένα ολοκληρωμένο σενάριο γραμμένο από τον Ντέιβιντ Σκέρς, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι κανένα από τα δύο δεν θα οδηγούσε στην ταινία που ήθελε να κάνει. Έτσι αποφάσισε να δημιουργήσει τη δική του ιστορία από την αρχή και να γράψει ένα δικό του σενάριο. Το τελικό του σενάριο διαφέρει σημαντικά τόσο από το βιβλίο, όσο και από το πρώτο σενάριο, αλλά ο πρωταρχικός του στόχος ήταν να διατηρήσει την ουσία της ιστορίας. Κατάλαβε ότι ο εσωτερικός μονόλογος το Ίσεργουντ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει οπτικά στην ταινία, οπότε εφηύρε μια ποικιλία προσωπικών συναντήσεων κατά τη διάρκεια της ημέρας του Τζορτζ. Κυρίως, προσέθεσε μία σημαντική νέα οπτική γωνία στην ιστορία – την πρόθεση του Τζορτζ να αυτοκτονήσει στο τέλος της ημέρας. «Ο Τζορτζ ζει στο παρελθόν, δεν μπορεί να δει μέλλον για τον εαυτό του, δεν μπορεί να βγει από την κατάθλιψη και έτσι αποφασίζει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Σκεπτόμενος ότι βλέπει για μία τελευταία φορά τα πράγματα, αρχίζει να βλέπει τον κόσμο διαφορετικά και βρίσκει τον εαυτό του μετά από χρόνια να ζει στο σήμερα και να έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ομορφιά του κόσμου. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα διαχρονικό θέμα, επειδή τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη να εκτιμούμε τα δώρα που έχουμε στη ζωή μας.
Παρόλο που ο ήρωας της ιστορίας είναι ομοφυλόφιλος, ο Φορντ σημειώνει ότι η ταινία υπερβαίνει τα όρια του φύλου. «Η ταινία έχει να κάνει με την απώλεια και τη μοναξιά. Θα μπορούσε να είναι η ίδια ιστορία αν επρόκειτο για τη σύζυγό του Τζορτζ, αντί για το σύντροφό του, που είχε πεθάνει. Είναι μία ιστορία αγάπης και η αναζήτηση ενός άντρα για να βρει νόημα στη ζωή του. Το θέμα είναι παγκόσμιο.»
Ο Φορντ έβαλε το προσωπικό του αποτύπωμα στην ταινία ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ. Η αυτοκτονία που βάζει ο Τζορτζ στην ταινία είναι μία αναφορά σε μία αυτοκτονία που έγινε στην οικογένειά του. Το πιο σημαντικό, ο Φορντ πέρασε αυτή την δοκιμασία, όπως και ο Τζορτζ, μόλις μερικά χρόνια πριν. «Βλέπω πολλά σημεία του εαυτού μου στον Τζορτζ. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν ένας είδος πνευματικής κρίσης στο μέσο της ζωής τους. Κέρδισα πολλά υλικά αγαθά στη ζωή μου από πολύ νωρίς: οικονομική ασφάλεια, δόξα, επαγγελματική επιτυχία, περισσότερα υλικά αγαθά, τόσα που δεν ήξερα τι να τα κάνω. Είχα μία ολοκληρωμένη προσωπική ζωή, έναν εξαιρετικό σύντροφο για 23 χρόνια, δύο θαυμάσια σκυλιά και πολλούς φίλους, αλλά για κάποιο λόγο έχασα το δρόμο μου για λίγο. Ως σχεδιαστής μόδας, έπρεπε να σχεδιάζω ρούχα για το μέλλον, για να φορεθούν και να μπουν στα καταστήματα πολλά χρόνια μετά. Η κουλτούρα μας, ενισχύει μία θεωρία ότι όλα μας τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με υλικά αγαθά. Είχα αμελήσει εντελώς το πνευματικό κομμάτι της ζωής μου.»
«Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Ίσεργουντ σε αυτό το σημείο της ζωής μου, συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα βιβλίο που είχε γραφτεί από τον αληθινό του εαυτό για τον ψεύτικο εαυτό του. Ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ σπούδαζε Vedanta και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο μυθιστόρημά του. Είναι ιδιαίτερα πνευματικό και αναφέρεται στον αγώνα του να ζει κάποιος στο σήμερα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που ξέρουν τη δουλειά μου ως σχεδιαστή μόδας θα ξαφνιαστούν με αυτήν την ταινία. Είναι πολύ προσωπική και εκφράζει μία πλευρά του χαρακτήρα μου που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν.»
Μόλις ο Φορντ έμεινε ευχαριστημένος με το σενάριο, η ταινία ολοκληρώθηκε σε πολύ σύντομο διάστημα, μιλώντας πάντα με κινηματογραφικούς όρους. «Η Τζουλιάν ήταν η πρώτη ηθοποιός που είπε ‘ναι’», θυμάται ο Φορντ. «Ο ρόλος του Κόλιν ήταν ο δυσκολότερος επειδή υπάρχουν πολλοί λίγοι ηθοποιοί στον κόσμο με την κατάλληλη ευαισθησία για να παίξουν το ρόλο του Τζορτζ.»
Ο Φερθ δούλευε αρχικά σε μία ταινία και δεν μπορούσε να συμμετάσχει στο ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ, αλλά όταν άλλαξαν οι ημερομηνίες γυρισμάτων, απάντησε θετικά. Ο Φορντ πήγε αμέσως στο Λονδίνο και έπεισε τον Φερθ να πάρει το ρόλο. Ο Φερθ του οποίου η παιδεία και η εμπειρία σχετιζόταν με το κλασικό θέατρο της Βρετανίας έχει αναγνωριστεί για τη δουλειά του λαμβάνοντας πολυάριθμες υποψηφιότητες για βραβεία, όπως Screen Actors Guild, Emmys και BAFTA.
Ο Φορντ λέει, «Το θαυμάσιο σχετικά με τον Κόλιν είναι η ικανότητά του να αποδίδει ‘τηλεγραφικά’ και με τα μάτια του αυτό που σκέφτεται, σχεδόν χωρίς να συσπάται το πρόσωπό του και κυρίως χωρίς να λέει μία λέξη.» Προσθέτει ότι τα ιδιαίτερα υποκριτικά ταλέντα του Φερθ βοήθησαν στο να αποδοθεί τέλεια ο εσωστρεφής χαρακτήρας του Τζορτζ.
«Η Τζουλιάν ήταν καταπληκτική στο σετ,» λέει ο Φορντ. «Μιλούσε με τον Κόλιν μέχρι που φωνάζαμε ‘δράση’ και αμέσως έπαιρνε τη βρετανική της προφορά και έμπαινε στο χαρακτήρα της. Το έκανε τόσο ομαλά αυτό… αλλά ασφαλώς δεν ξέραμε τι προετοιμασία γινόταν γι αυτό στο κεφάλι της.»
Η υποψήφια για Όσκαρ Μουρ ενσαρκώνει την Τσάρλι, την καλύτερη φίλη του Τζορτζ. «Δημιούργησα μία νέα Τσάρλι, διαφορετική απ΄ότι αυτή που εμφανίζεται στο βιβλίο,» εξηγεί ο Φορντ, «η οποία αποτελεί μία μίξη από όλες τις φίλες μου, και μου θυμίζει τελικά τη γιαγιά μου. Ένας άλλο λόγος που έστησα μία νέα ιστορία για τον Τζορτζ και την Τσάρλι ήταν για να απεικονίσω τη σχέση που έχω με πολλές γυναίκες στη ζωή μου. Η Τσάρλι του κ. Ίσεργουντ ήταν λίγοτερο πολύπλοκη και κυρίως λιγότερο γοητευτική,’ σχολιάζει ο Φορντ. «Και οι τρεις βασικοί χαρακτήρες υφίστανται αλλαγές στη ζωή τους. Η Τσάρλι περνά κρίση μέσης ηλικίας την ίδια στιγμή με τον Τζορτζ. Και αυτή, όπως και ο Τζορτζ δεν μπορεί να δει μέλλον να ανοίγεται μπροστά της.»
Το σύντροφο του Τζορτζ, τον Τζιμ, ενσαρκώνει ο Μάθιου Γκουντ, κυρίως γνωστός για τους ρόλους του στις ταινίες MATCHPOINT, BRIDESHEAD REVISITED, καθώς και στο WATCHMEN. Ο χαρακτήρας του Τζιμ, αντιπροσωπεύει για τον Τζορτζ όλα τα καλά πράγματα της Αμερικής. Είναι ευθύς, απλός, τίμιος και σίγουρος για τον εαυτό του. «Ο Μάθιου ήταν τέλειος για το ρόλο. Έφερε ένα φρέσκο αέρα και ακριβώς αυτό που είχαμε ανάγκη, παρόλο που ο τρόπος που παίζει είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν του Κόλιν και της Τζουλιάν Ήταν πιο χαλαρός, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν στο σετ, αλλά όποια διαδικασία και αν ακολουθούσε εσωτερικά, το τελικό αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό,» λέει ο Φορντ.
Ο Φορντ δίνει ιδιαίτερα εύσημα στον Νίκολας Χουλτ, του οποίου ο χαρακτήρας, ο Κένι, είναι ένας μαθητής στην τάξη του Τζορτζ, ο οποίος βρίσκει την αδερφή ψυχή του στο πρόσωπο του καθηγητή του. Και ο Κένι είναι σε ένα σταυροδρόμι στη ζωή του. Είναι στη φάση που ετοιμάζεται να ενηλικιωθεί και να συμφιλιωθεί με την αληθινή του φύση. «Ο Νίκολας ήταν απλά σπουδαίος. Ήταν μόνο 18 χρονών όταν κάναμε τα γυρίσματα. Τόσο σοβαρός και τόσο επαγγελματίας, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που είναι στην πραγματική του ζωή. Είναι πολύ αστείος όταν δεν βρίσκεται μπροστά στην κάμερα.»
Ο Χουλτ εργάζεται ως ηθοποιός από τότε που ήταν παιδί, και συμπρωταγωνίστησε στην ταινία ABOUT A BOY με τον Χιου Γκραντ. Είναι επίσης γνωστός από την βρετανική τηλεοπτική σειρά SKINS. “O Κένι είναι σαν ένας άγγελος,» λέει ο Φορντ. «Σώζει τον Τζορτζ συναισθηματικά, αλλά και κυριολεκτικά.»
Ακόμα και κάποιοι μικρότεροι ρόλοι στην ταινία, έχουν συμβολική σημασία, όπως αυτός του Κάρλος, του ζιγκολό, που συναντά ο Τζορτζ και τον οποίο παίζει ο Τζον Κορταχαρένα. Σαν να είναι ένα λουλούδι, ο Τζορτζ θαμπώνεται σε αυτό το σημείο της ιστορίας από την ομορφιά του και όταν βλέπει τον Κάρλος, γοητεύεται από την παρουσία του. Η έλξη που του ασκεί δεν είναι ερωτική: θέλει απλά να κοιτά τη θεσπέσια ομορφιά του. Στο τέλος οι δυο τους, κάνουν μία πολύ ανθρώπινη κουβέντα και ο Τζορτζ συνεχίζει την πορεία του.
Η Τζίνιφερ Γκούντγουιν ενσαρκώνει την κα Στρανκ, τη γειτόνισσα του Τζορτζ, με την οποία δεν τα πάνε και τόσο καλά. Όταν τη συναντά όμως στην τράπεζα, την αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο. Την Γκούντγουιν, ηθοποιό στη σειρά BIG LOVE, είδαμε πρόσφατα στην κινηματογραφική επιτυχία HE’S JUST NOT THAT INTO YOU. Το ρόλο του Γκραντ, ενός συναδέλφου του Τζορτζ που ενσαρκώνει τη φοβία που διατρέχει την αμερικανική κουλτούρα, παίζει ο υποψήφιος για Έmmy, Λι Πέις, που είναι γνωστός για το ρόλο του στην αμερικανική τηλεοπτική σειρά PUSHING DAISIES.
Η εικόνα της ταινίας ήταν επίσης πολύ σημαντική για τον Φορντ επειδή θα ήταν ένας τρόπος να βοηθήσει το κοινό να καταλάβει τους χαρακτήρες και ιδιαίτερα να κατανοήσει τα συναισθήματα του Τζορτζ καθώς περνά η μέρα. «Η χρήση του χρώματος παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία. Στο βιβλίο είμαστε μέσα στο μυαλό του Τζορτζ οπότε ξέρουμε τα συναισθήματα που νιώθει κάθε στιγμή. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να καταφέρω να περάσει η διάθεσή του Τζορτζ και στο κοινό. Στην αρχή της ημέρας, όταν ο Τζορτζ είναι πολύ άσχημα συναισθηματικά, το χρώμα είναι ξεθωριασμένο και το φως φλατ, καθώς ο Τζορτζ, επειδή ακριβώς είναι θλιμμένος, η ζωή γι αυτόν δεν έχει ουσιαστικά κανένα χρώμα. Όταν ο Τζορτζ αρχίζει να ζει όμορφες στιγμές κατά τη διάρκεια της ημέρας το χρώμα αρχίζει να γεμίζει την οθόνη, ώστε να αντανακλά τη βελτίωση της διάθεσής του. Και αυτό γίνεται πιο έντονο όταν ο Τζορτζ συναντά την Τζένιφερ Στρανκ στην τράπεζα. Ο Τζορτζ, κάνοντας μαύρες σκέψεις, συνήθως έχει στο μυαλό του αυτό το κορίτσι ως ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό παιδί. Όταν το συναντά στην τράπεζα βλέπει επιτέλους αυτό που είναι στην πραγματικότητα: ένα αξιαγάπητο, φρέσκο και όμορφο κορίτσι και ξεκινά να κουβεντιάζει μαζί της. Μέχρι το απόγευμα, όταν η ομορφιά της ζωής έχει αποκαλυφθεί στον Τζορτζ, περνάμε στο technicolor.»
Ο Φορντ γύρισε το ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ μέσα σε 21 μέρες, αλλά ήταν ιδιαίτερα οργανωμένος για να μπορεί να ανταπεξέλθει με την καθημερινή δουλειά. Αποφεύγοντας τα storyboards στην αρχή της ταινίας, χρησιμοποίησε στη θέση τους αναλυτικές λίστες με το τι θα περιλάμβανε το κάθε γύρισμα, για την κάθε κάμερα, για την κάθε σκηνή.
Η εμπειρία των βασικών του ηθοποιών, καθώς και η άριστα ενορχηστρωμένη δουλειά από τη μεριά του συνεργείου βοήθησε ώστε η παραγωγή να έχει τον απαιτούμενο ρυθμό. Ο Φορντ λέει χαριτολογώντας, «Εγώ ήμουν αυτός που πίεζα τον παραγωγό, το οποίο είναι το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει συνήθως.»
«Το καλό ήταν ότι είχα ένα πλεονέκτημα ως σκηνοθέτης, επειδή ήμουν συνηθισμένος στο να συνεργάζομαι με πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, προσπαθώντας να βγάλω τον καλύτερο εαυτό τους και να τους κάνω να γίνουν όσο πιο δημιουργικοί μπορούν, ενώ ταυτόχρονα τους καθοδηγώ προς το όραμά μου,» σημειώνει ο Φορντ. Η μεγαλύτερη έκπληξή του ως σκηνοθέτη για πρώτη φορά, ήταν η διαδικασία του μοντάζ. «Το μοντάζ κράτησε έξι μήνες. Αν με ρωτούσε κάποιος στην αρχή της διαδικασίας πόσο θα διαρκούσε, θα έλεγα το μισό χρόνο. Πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω πως κάποιος θα μπορούσε να αλλάξει ολοκληρωτικά τη σημασία μίας σκηνής ή ακόμα και την ίδια την ιστορία μέσω του μοντάζ. Ήμουν τυχερός που δούλεψα με τον Τζόαν Σόμπελ, έναν πραγματικά εμπνευσμένο μοντέρ, που έγινε ένας από τους πιο στενούς μου συνεργάτες.» Ο Φορντ αντιμετωπίζει το μοντάζ, «σαν ένα γρίφο, σαν να έχει μπροστά του τον κύβο του Rubik. Ξεκίνησα την ταινία και μετά έκανα τόσες αλλαγές, τη ‘στριφογύρισα’ προς τόσες διαφορετικές κατευθύνσεις, μέχρι που εξουθενώθηκα. Τη δούλεψα μέχρι που όλα να γίνουν όπως έπρεπε. Και μόνο έτσι θα μπορούσε και έπρεπε να γίνει.»
Ένα από τα πιο μεγάλο πάθη του Φορντ για τις ταινίες είναι η αγάπη του για τα soundtrack. Είχε κάποιες αρχικές ιδέες για το πώς θα ήθελε να είναι η μουσική στην ταινία ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ. «Συνήθως όταν βλέπουμε μία ταινία που να εκτυλίσσεται στα ‘60s είναι γεμάτη δημοφιλή κομμάτια της εποχής, το οποίο είναι λίγο κουραστικό και όχι κατάλληλο για μία ταινία που είναι πολύ συναισθηματική και που αφορά τις σκέψεις ενός ανθρώπου,» λέει. «Οπότε προσπάθησα να σκεφτώ τι μουσική υπήρχε μέσα στο κεφάλι του Τζορτζ. Δεν ήθελα να το περιορίσω στην μουσική που παιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αλλά ήθελα να έχει κάποιες αναφορές στην κλασική μουσική, χρησιμοποιώντας μία πραγματική ορχήστρα.»
Η πρώτη κρούση που έκανε ο Φορντ για τη μουσική της ταινίας, ήταν στην Ιαπωνία. «Πάντα μου άρεσε η μουσική του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι και οι ταινίες του Γουονγκ Καρ Βάι, ειδικά το θέμα που έκανε ο Ούμε για την ταινία IN THE MOOD FOR LOVE. Είναι ένα από τα αγαπημένα μου μουσικά κομμάτια.»
Ο Φορντ συνάντησε τον Ουμεμπαγιάσι που ταξίδεψε στο Λος Άντζελες από το Τόκιο, και μαζί είδαν την ταινία πολλές φορές. «Έγραψε τρία μουσικά θέματα για την ταινία που αντικατόπτριζαν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα του Τζορτζ και τον τρόπο που σκεπτόταν.» Περιορισμένος τόσο από άποψη χρόνου όσο και χρημάτων, ο Φορντ ξεκίνησε μία κουραστική αναζήτηση για να βρει ένα νέο συνθέτη να δημιουργήσει τη μουσική της ταινίας. «Άκουσα ότι μπορούσα να ακούσω και έπεσα πάνω στον Αμπέλ Κορζενιόφσκι. Η μουσική του πραγματικά με συγκίνησε. Πιστεύω πως έχει ταλέντο και ότι ήμουν τυχερός να τον πετύχω σε αυτό το στάδιο της καριέρας του.»
Ο Φορντ δούλεψε στενά με τον Κορζενιόφσκι ώστε να αιχμαλωτίσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για την κάθε σκηνή και βρήκε αυτήν τη διαδικασία ιδιαίτερα συγκινητική, ειδικά όταν ηχογραφούσε η ορχήστρα. «Πάντα ήξερα ότι ήθελα ένα καθηλωτικό σάουντρακ για την ταινία,» λέει ο Φορντ. «Ήθελα ένα πλούσιο εισαγωγικό θέμα και ήθελα η μουσική να είναι η απολύτως κατάλληλη, να είναι κλασική.»
«Σε πολλά σημεία στην ταινία ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ δεν υπάρχει διάλογος. Απλά παρατηρούμε τον Τζορτζ να κάνει πράγματα. Οπότε ο ήχος ή η απουσία του ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Η σιωπή για μένα, ήταν ένα επίσης σημαντικό στοιχείο. Μερικά από τα πιο εντυπωσιακά σημεία που μπορεί να δει κανείς στον κινηματογράφο είναι βουβά. Και είναι σε αυτά τα σημεία που δίνει κάποιος προσοχή,» λέει ο Φορντ.
Ο Φορντ είχε συνεχώς στο μυαλό του τις ταινίες που τον συγκινούν ως κινηματογραφόφιλο, όσο δούλευε το ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ. «Μία μεγάλη ταινία την κουβαλάς πάντα μαζί σου,» λέει ο Φορντ. «Είναι ψυχαγωγική, αλλά και προκλητική. Ελπίζω η ταινία ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ να κάνει το κοινό να αναρωτηθεί για κάποια πράγματα…να σκεφτεί με ένα διαφορετικό τρόπο.» Προσθέτει, «Ελπίζω να μπορέσει να αποδείξει στο κοινό ότι τα μικρά πράγματα στη ζωή είναι και τα πραγματικά μεγάλα.»
Σχετικά με τον Τομ Φορντ
Ο Τομ Φορντ γεννήθηκε στο Όστιν του Τέξας, στις 27 Αυγούστου του 1961. Μεγάλωσε στο Τέξας και στη Σάντα Φε, του Νιου Μέξικο. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο New York και στο Parsons School of Design όπου σπούδασε ιστορία της τέχνης και αρχιτεκτονική. Ο Τομ Φορντ είναι κυρίως γνωστός ως σχεδιαστής μόδας και σε αυτόν οφείλεται η αναγέννηση των οίκων μόδας Gucci και Yves Saint Laurent. Οι πρωτοποριακές τους δημιουργίες και οι προκλητικές του διαφημιστικές καμπάνιες ανέδειξαν τον όμιλο Gucci ως μία από τι μεγαλύτερες και πιο εύρωστες οικονομικά επιχειρήσεις μόδας του κόσμου. Ο Φορντ αποχώρησε από τον οίκο Gucci το 2004 και ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, με το όνομα FADE TO BLACK, καθώς και μία προσωπική επιχείρηση μόδας, το 2005. Η επιτυχία του Τομ Φορντ στη βιομηχανία της μόδας αποδεικνύεται από τα πολυάριθμα βραβεία που έχει λάβει, μεταξύ των οποίων, 5 από το CFDA (Council of Fashion Designers of America ) , 5 από το VH-1/Vogue Fashion Awards., καθώς και από το Fashion Design Achievement Award που του απονεμήθηκε στο Cooper Hewitt Design Museum’s στο πλαίσιο των National Design Awards. Τον Μάρτιο του 2007 ο Τομ Φορντ τιμήθηκε με το Vito Russo Award από το GLAAD. Ο Τομ Φορντ μένει στο Λονδίνο και στο Λος Άντζελες.
Η ταινία είναι η ρομαντική ιστορία μιας αγάπης που έμεινε στη μέση, της απομόνωσης που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και της εξαίρετης σημασίας που έχουν οι φαινομενικά ασήμαντες στιγμές στη ζωή μας.
Η ιστορία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κρίστοφερ Ίσεργουντ και η σκηνοθεσία είναι του Τομ Φορντ.