Ο αυταρχικός ιμπρεσάριος Μπόρις Λερμοντόφ απαιτεί από τους συνεργάτες του απόλυτη αφοσίωση στην τέχνη τους αλλά και στον ίδιο. Κάτω από αυτήν την σχεδόν βασανιστικής καθοδήγηση, η νεαρή αριστοκρατικής καταγωγής μπαλαρίνα Βικτόρια Πέιτζ βρίσκεται ξαφνικά με την πρώτη της μόλις πρωταγωνιστική εμφάνιση στο μεταίχμιο να εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη επιτυχίας . Η Βίκυ χορεύει στον κεντρικό ρόλο στη μεταφορά του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν Τα Κόκκινα Παπούτσια, στην παράσταση των Μπαλέτων Λερμεντόφ η οποία κάνει πρεμιέρα στο Μόντε Κάρλο με εξαιρετική ανταπόκριση.
Υπό την μέθη της επιτυχίας και της ειδυλλιακού τοπίου, η Βίκυ ερωτεύεται τον Τζούλιαν Κράστερ, τον νεαρό συνθέτη της μουσικής των Κόκκινων Παπουτσιών.
Όταν ο Λερμοντόφ πληροφορείται τη σχέση των δύο νέων, οργισμένος τους απομακρύνει από το μπαλέτο και ματαιώνει τις παραστάσεις των Κόκκινων Παπουτσιών. Η Βίκυ και ο Τζούλιαν επιστρέφουν στο Λονδίνο και παντρεύονται. Ο Τζούλιαν συνεχίζει να ασχολείται με επιτυχία με τη σύνθεση αντλώντας έμπνευση από τον έρωτά τους, όμως η Βίκυ δεν καταφέρνει να έχει ανάλογη συνέχεια στην καριέρα της. Περνώντας ο καιρός βρίσκει τον εαυτό της όλο και περισσότερο διχασμένο ανάμεσα στις απαιτήσεις του Λερμοντόφ για να την δεχτεί ξανά κοντά του και εκείνων της καρδιάς της...
Πληροφορίες
Τον Μάιο του 2009 στο Φεστιβάλ των Καννών, το Ίδρυμα Μάρτιν Σκορσέζε και τα Αρχεία Κιν/φου του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (UCLA) μετά από προσπάθειες χρόνων παρουσίασαν την ταινία πλήρως αποκατεστημένη με εξαιρετική υποδοχή. Αυτή η αποκατεστημένη εκδοχή θα προβληθεί στους Ελληνικούς κινηματογράφους στις 22 Ιουλίου.
2 Βραβεία Όσκαρ: Μουσικής & Σκηνικών
"Ένα από τα αληθινά θαύματα στην ιστορία του σινεμά" Μάρτιν Σκορσέζε
Αν και το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, εικάζεται ότι πηγή έμπνευσης ήταν η σχέση του διάσημου ιμπρεσάριου της εποχής Σεργκέι Νταγκιλέφ, ιδρυτή των Ρωσικών Μπαλέτων και μέντορα του Νιζίνσκι, με τη βρετανίδα μπαλαρίνα Νταϊάνα Γκουντ. Οι Πάουελ & Πρεσμπέργκερ (γνωστοί και ως "Οι Άρτσερ") έχουν επίσης υποστηρίξει ότι στοιχεία του χαρακτήρα του Λερμοντόφ τα εμπνεύστηκαν από τον πρώτο τους μέντορα σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα.
Ο Πρεσμπέργκερ αρχικά έγραψε το σενάριο το 1937 για τον Αλεξάντερ Κόρντα και τη μέλλουσα γυναίκα του Μερλ Όμπερον. Αφού όμως πέρασαν αρκετά χρόνια χωρίς να ξεκινά η παραγωγή της ταινίας, οι Πρεσμπέργκερ και Πάουελ αποφάσισαν να αποκτήσουν ξανά αγοράσουν τα δικαιώματα του σεναρίου και να το γυρίσουν μόνοι τους. Για να γίνει αυτό όμως προσποιήθηκαν ότι ήταν καθαρά για συναισθηματικούς λόγους αφού έχοντας συνεργαστεί με τον Κόρντα στο παρελθόν, ήξεραν ότι αν του έλεγαν την αλήθεια θα ανέβαζε πολύ το αντίτιμο.
Οι Πάουελ & Πρεσμπέργκερ είχαν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν επαγγελματίες χορευτές με υποκριτικές ικανότητες, αντί για ηθοποιούς που θα μπορούσαν να χορέψουν λίγο, ώστε να δώσουν μια ρεαλιστική αίσθηση στην ταινία. Η Μόιρα Σίρερ , ο Λεονίντ Μασίν, ο Ρόμπερτ Χέλπμαν και η Λουντμίλα Τσερίνα που ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους χορευτών αλλά και υπόλοιποι χορευτές που εμφανίζονται, προέρχονταν από διάσημους θιάσους, όπως το Royal Ballet.
Για το πρωταγωνιστικό ρόλο της Βίκι Πέιτζ οι Πάουελ και Πρεσμπέργκερ ήθελαν μία μπαλαρίνα που να έχει υποκριτικές ικανότητες αλλά να είναι και εκθαμβωτική. Όταν ανακάλυψαν την Μόιρα Σίρερ, δεύτερη στη σειρά στα Μπαλέτα Σάντλερ Ουέλς μετά την Μαργκότ Φοντέν, θεώρησαν ότι βρήκαν ακριβώς αυτό που έψαχναν. Προς μεγάλη τους έκπληξη όμως δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα στο να την πείσουν να δεχτεί. Για έναν χρόνο δεν τους έδινε θετική απάντηση και χρόνια αργότερα μάλιστα θα αναφερθεί στην εμπειρία της από τα γυρίσματα ως ιδιαίτερα δυσάρεστη: ο Πάουελ ήταν απόμακρος και υπερόπτης και δεν την βοήθησε με την ερμηνεία της και οι ατελείωτες ώρες χορού στα σκληρά πατώματα τής δημιούργησαν πρόβλημα στα πόδια.
Τη χορογραφία για τη σκηνή του μπαλέτου στα Κόκκινα Παπούτσια στην ταινία έκανε ο Ρόμπερτ Χέλπμαν, ο οποίος ερμηνεύει και το ρόλο του πρώτου χορευτή στα μπαλέτα Λερμοντόφ. Ο Λεονίντ Μασίν έκανε μόνος του τη χορογραφία για το ρόλου του παπουτσή που ερμηνεύει. Τόσο ο Χέλπμαν όσο και ο Μασίν ήταν πολύ διάσημοι χορευτές της εποχής.
Για την δεκαπεντάλεπτη περίπου σκηνή του "Μπαλέτου των Κόκκινων Παπουτσιών" χρειάστηκαν γυρίσματα έξι εβδομάδων, 53 χορευτές και ο ζωγράφος Χάιν Χέκροθ, που δούλεψε στην ταινία ως καλλιτεχνικός διευθυντής για πρώτη φορά, σχεδίασε 120 πίνακες για να χρησιμοποιηθούν ως σκηνικά. Ο Χάιν Χέκροθ μαζί με τον Άρθουρ Λόσον μάλιστα κέρδισαν το Όσκαρ για την καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας.
Όλη η μουσική της ταινίας είναι αυθεντική σύνθεση του Μπράιαν Ήσντεϊλ ο οποίος έκανε και την ενορχήστρωση, εκτός από τη μουσική του μπαλέτου, της οποίας την ενορχήστρωση έκανε ο Σερ Τόμας Μπίτσαμ. Ο Μπράιαν Ήσντεϊλ για τη μουσική στα ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ κέρδισε το Όσκαρ το 1948.
Η ταινία είναι πολύ διάσημη εκτός των άλλων για τη φωτογραφία της και ιδιαίτερα για τη χρήση του χρώματος. Στην εισαγωγή του ο Μάρτιν Σκορσέζε για το φιλμ του Ρενουάρ "Το ποτάμι" στην έκδοση DVD της Criterion αναφέρει πως αυτές οι δύο ταινίες είναι αναμφισβήτητα οι πιο όμορφες έγχρωμες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.
Αν και τα ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ έτυχαν θετικής υποδοχής από τους κριτικούς όταν η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται στην Αγγλία, η εισπρακτική της επιτυχία ήταν μέτρια εξαιτίας της περιορισμένης προώθησης που έκανε η εταιρία διανομής Rank Organization, η οποία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Αρχικά στις ΗΠΑ η ταινία βγήκε σε περιορισμένη διανομή από την Universal, όμως η επιτυχία της ταινίας την κράτησε στις αίθουσες για 110 εβδομάδες συνολικά και το 1951 ήταν η πιο επιτυχημένη Βρετανική ταινία που είχε παιχτεί μέχρι τότε στην Αμερική.
Τα ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που αντιμετώπισαν σοβαρά τον κλασικό χορό, ακόμα και οι κριτικοί μπαλέτου την αντιμετώπισαν πολύ θετικά. Μάλιστα ο Τζιν Κέλι προκειμένου να πείσει τους παραγωγούς της MGM να συμπεριλάβει μια σκηνή μπαλέτου στο φιλμ "Ένας Αμερικάνος στο Παρίσι", τούς έδειξε πολλές φορές τα ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ.
Εκτός από τα δύο Όσκαρ που κέρδισε η ταινία (μουσικής και καλλιτεχνική διεύθυνσης) είχε άλλες τρεις υποψηφιότητες: καλύτερης ταινίας, σεναρίου και μοντάζ.
Τον Μάιο του 2009 στο Φεστιβάλ των Καννών, το Ίδρυμα Μάρτιν Σκορσέζε και τα Αρχεία Κιν/φου του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (UCLA) μετά από προσπάθειες χρόνων παρουσίασαν την ταινία πλήρως αποκατεστημένη με εξαιρετική υποδοχή. Αυτή η αποκατεστημένη εκδοχή θα προβληθεί στους Ελληνικούς κινηματογράφους.
"Στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με το σκληρό ηθικό δίδαγμα, τα κόκκινα παπούτσια που θέλει να φορέσει ένα κορίτσι θα το οδηγήσουν στην καταστροφή καθώς θα το υποχρεώσουν να χορέψει μέχρι τελικής πτώσης. Στην ταινία των Άρτσερς το κορίτσι ζει μια πιο σύνθετη εκδοχή της ιστορίας τόσο στη σκηνή και στη ζωή: χορεύοντας για έναν διεθνώς επιτυχημένο θίασο το ομώνυμο μπαλέτο "Τα Κόκκινα Παπούτσια" θα της φέρει δόξα και αγάπη, αλλά και πίεση να υποστεί τις απαιτήσεις του αυστηρού ιμπρεσάριου προκειμένου να ζήσει το όνειρό της. Το 1948 ήταν η επαναστατικό για το σινεμά να γυριστεί και να προβληθεί μια δεκαπεντάλεπτη σκηνή μπαλέτου, που θα μεταφέρει το θεατή από το εικονικό κόσμου της σκηνής σε αυτόν των επιθυμιών και των εσωτερικών συγκρούσεων της πρωταγωνίστριας. Η μουσική του Ήσντεϊλ, τα σουρεαλιστικά σκηνικά του Χέκροθ, η χρήση του τεχνικόλορ από τον Κάρντιφ στη διεύθυνση φωτογραφίας και η εμπνευσμένη σύμπραξη των κορυφαίων χορευτών Χέλπμαν και Μασίν με την Σίρερ, όλα συνδυάζονται μοναδικά ώστε να αναδειχθεί η ταινία ως ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και να γίνεται λόγος συνολικά για ένα "έργο τέχνης". Η ταινία έγινε άμεσα πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους της εποχής κινηματογραφιστές όπως οι Βινσέντε Μινέλι και Στάνλεϊ Ντόνεν. Όντας κάτι μοναδικό μεταξύ ενός avant-garde ψυχοδράματος της Μάγια Ντερέν όπως "Το Απόγευμα" (1943) και της ποιητικής αλληγορίας του Ζαν Κοκτό "Ορφέας" (1950), η ταινία ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ πλέον αναγνωρίζεται ως σημαντικό επίτευγμα του νέο-ρομαντικού κινήματος της Βρετανίας, που συνήθως ταυτίζεται με την ζωγραφική και την ποίηση, αλλά εδώ μεταφέρθηκε θριαμβευτικά στο σινεμά.
Η ταινία επίσης υπήρξε για το κοινό, το οποίο ήταν κουρασμένο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. μια υπενθύμιση του ευρύτερου κόσμου. Τα ταξίδια στο Παρίσι και τη Γαλλική Ριβιέρα, η φυσική ομορφιά της Μεσογείου ως φόντο της ρομαντικής σχέσης των νέων εραστών και η ανεμελιά της ζωής των μελών του θιάσου, ήταν τόσο μακρινά για τους περισσότερες θεατές το 1948 και αποτέλεσαν ευκαιρία για επαφή με το ωραίο στην εποχή της αυστηρής λιτότητας που ακολούθησε τον πόλεμο."
Ίαν Κρίστι (συγγραφέας και ιστορικός κινηματογράφου)