Μια νεαρή γυναίκα, η οποία πάσχει από καρκίνο, πρέπει να αποδεχθεί την πραγματικότητα της αρρώστιας της και να επιτρέψει στον εαυτό της να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Στο πλευρό της ο ογκολόγος της, θα την βοηθήσει να συνειδητοποιήσει πως καμιά φορά η αγάπη μπορεί να είναι ακόμη πιο τρομακτική από τον θάνατο.
Πληροφορίες
Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Κέιτ Χάντσον («Nine», «Fool’s Gold», «You, Me and Dupree»), Γούπι Γκόλντμπεργκ (Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου στην ταινία «Ghost»), Κάθι Μπέιτς (Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου στην ταινία «Misery»), Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ («The Science of Sleep», «Babel»), Λούσι Παντς («Dinner for Schmucks»), Ρόμανι Μάλκο («The 40 Year Old Virgin»), Ρόζμαρι ΝτεΒίτ («Rachel Getting Married»), Στίβεν Γουέμπερ («My One And Only») και Τριτ Γουίλιαμς («What Happens in Vegas»).
Η ταινία φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή της Νικόλ Κασέλ (“The Woodsman”) ενώ το σενάριο υπογράφει ο Γκρεν Γουέλς.
Λίγα λόγια για την παραγωγή
Ο τρόπος με τον οποίο το σενάριο έφτασε στα χέρια του παραγωγού Τζον Ντέιβις είναι μάλλον κοινότοπος για τα δεδομένα του Χόλυγουντ. Ενώ περίμενε έναν φίλο του στο ξενοδοχείο Four Seasons του Λος Άντζελες, ο Ντέιβις έπιασε κουβέντα με την κοπέλα που καθόταν δίπλα του. Εκείνη είχε ένα σενάριο, εκείνος ενθουσιάστηκε, όταν άκουσε την ιδέα κι έτσι όλα πήραν τον δρόμο τους. Το καθόλου κοινότοπο βέβαια, στην όλη ιστορία είναι ο περίεργος συνδυασμός κωμωδίας και συναισθήματος που συνθέτουν το ύστατο ταξίδι αυτογνωσίας της ηρωίδας.
«Η ταινία “Ένας Μικρός Παράδεισος” περιγράφει την ιστορία μιας γυναίκας που ενώ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον θάνατο, δεν χάνει ούτε στιγμή το χιούμορ της,» εξηγεί ο Ντέιβις. «Η Μάρλεϊ έχει τα πάντα, αλλά χρησιμοποιεί το χιούμορ της προκειμένου να ξεφύγει από την πίεση που νιώθει ότι της ασκεί η δέσμευση μίας σχέσης. Όταν ανακαλύπτει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πεθάνει, η Μάρλεϊ βρίσκει το πραγματικό νόημα της ζωής της.»
Ο Ντέιβις ήξερε ότι το δραματικό και το κωμικό στοιχείο της ταινίας έπρεπε να είναι σε απόλυτη ισορροπία, προκειμένου να αναδειχθεί το ηθικό μήνυμα. Έτσι, αναζήτησε ένα περιβάλλον που θα αγκάλιαζε αυτή την παράξενη ιστορία. Και το βρήκε στην The Film Department, μια εταιρία παραγωγής ταινιών, που ίδρυσαν τα πρώην στελέχη της Miramax και Warner Bros, Μαρκ Γκιλ και Νιλ Σάκερ.
«Πολύ σπάνια διαβάζεις ένα σενάριο, όπου όταν γελάς, ξεκαρδίζεσαι και όταν κλαις, κλαις με λυγμούς,» λέει ο Σάκερ. «Μια πληθωρική καλόκαρδη γυναίκα, η καλύτερη φίλη που θα μπορούσε κανείς να έχει, αυτή που δίνει χαρά σε όποιον βρίσκεται γύρω της και που έχει όλες τις προδιαγραφές για να αποκτήσει ό,τι θα μπορούσε να θέλει στη ζωή της, μαθαίνει ότι έχει πολύ περιορισμένο χρόνο ζωής και μέχρι να κλείσει τα μάτια της, δείχνει σε όλους τους άλλους πώς πρέπει να ζουν. Το σενάριο το διάβασα πάρα πολλές φορές. Ακόμα γελάω και κλαίω κάθε φορά που το διαβάζω. Είναι ένα σπουδαίο μάθημα για όλους μας, για το πώς να διαχειριστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον όσο χρόνο ζωής έχουμε.»
Ο Ντέιβις και η The Film Department ξεκίνησαν την επιλογή των ηθοποιών που θα ενσάρκωναν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενώ παράλληλα άρχισαν να αναζητούν και τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε τη σκηνοθεσία. Η Χάντσον και η σκηνοθέτιδα Νικόλ Κασέλ «έμοιαζαν ο ιδανικός συνδυασμός και τελικά ήταν,» λέει ο Ντέιβις, που δούλευε το σενάριο οκτώ χρόνια πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Νικόλ, «The Woodsman», που αγκάλιασαν κριτικοί και θεατές, αποτελούσε την περίτρανη απόδειξη ότι μπορούσε να βγάλει από τους ηθοποιούς το κράμα κωμωδίας, ηρωισμού και δράματος που απαιτούσαν τα βαθύτερα μηνύματα της ταινίας.
Λίγο αφότου γιορτάζει την προαγωγή της με φίλους, η Μάρλεϊ ανακαλύπτει ότι πάσχει από καλπάζοντα καρκίνο. «Αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε είναι τόσο η διαδρομή της, καθεαυτή, όσο και ο τρόπος που η ύπαρξή της επηρέασε όλο της το περιβάλλον, γιατί καθώς εκείνη ετοιμάζεται να ‘φύγει’ όλοι οι υπόλοιποι προσγειώνονται,» λέει η Κασέλ. «Αισθάνθηκα, ότι το σενάριο πραγματεύεται με πολύ ειλικρινή και αληθινό τρόπο το θέμα. Μίλησε στην ψυχή μου και ένιωσα ότι είναι μια ιστορία με την οποία μπορούσα να ταυτιστώ.»
«Μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία και ένιωσα ότι έχει πάρα πολύ καιρό να γυριστεί μια τέτοια ταινία,» λέει η Χάντσον. «Την πρώτη φορά θυμάμαι, που διάβασα το σενάριο, έκλαιγα επί 20 λεπτά. Μετά από τη συνάντηση που είχα με την Νίκι, συνειδητοποίησα ότι η ιστορία αυτή αντιπροσωπεύει πάρα πολλούς ανθρώπους που επέδειξαν τη γενναιότητα να δεχθούν τη ζωή τους όπως είναι. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελα να συνεργαστώ με την Νίκι και να γυρίσουμε μια ταινία με την οποία το κοινό θα κλάψει, θα γελάσει και θα ταυτιστεί.»
«Με βάση τα όσα είχαμε δει στο “The Woodsman”, περιμέναμε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο δραματικό στοιχείο, όπως και έκανε. Το εντυπωσιακό ήταν ότι κατάλαβε και αγκάλιασε απόλυτα και το κωμικό στοιχείο που αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την επιτυχία της ταινίας. Η απόφαση να της αναθέσουμε τη σκηνοθεσία ήταν αβίαστη και ομόφωνη, και αυτό πιστέψτε με είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά.» Η Κασέλ σχολιάζει λέγοντας: «Ήμουν από την αρχή πολύ ειλικρινής απέναντί τους ως προς το πώς θα ήθελα να είναι η ταινία, ότι δηλαδή ήθελα όταν γελάς, να γελάς με την καρδιά σου και όταν κλαις, να κλαις με λυγμούς.»
«Υπάρχουν σκηνές που το κοινό θα νιώσει ότι ταυτίζεται απόλυτα με αυτό που βλέπει,» εξηγεί η Κέιτ. «Κάθε φορά που διάβαζα το σενάριο ή γυρίζαμε μια σκηνή, υπήρχε κάτι που με εντυπωσίαζε και με άγγιζε περισσότερο από την προηγούμενη φορά. Οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι και άρτιοι. Ο θεατής έχει την ευκαιρία να δει τα ελαττώματά τους και πώς ο καθένας από αυτούς διαχειρίζεται τα δικά του θέματα παράλληλα με την πορεία της Μάρλεϊ».
Η Χάντσον επίσης, πιστεύει ότι θα είναι πολλοί αυτοί που θα αναγνωρίσουν κάτι από τη δική τους ζωή, σε ό,τι αφορά τη σχέση της Μάρλεϊ με τους γονείς της. Οι γονείς της, η Μπέβερλι (Κάθι Μπέιτς) και ο Τζακ (Τριτ Γουίλιαμς) σπεύδουν στο πλευρό της, αλλά μια υπερπροστατευτική μητέρα και ένας αποστασιοποιημένος και απών πατέρας δεν είναι και η καλύτερη συντροφιά. «Η Μπέβερλι αρχικά εμφανίζεται ως μια υπερευαίσθητη γυναίκα που μεγαλοποιεί τα πάντα,» λέει η Μπέιτς σχολιάζοντας τον ρόλο της, που γνωρίζουμε για πρώτη φορά σε ένα δείπνο με την κόρη της και τον πρώην σύζυγό της. «Είναι αστείο πώς όλοι βρίσκουμε τα κουμπιά των άλλων, ειδικά όταν υπάρχουν προβλήματα στις σχέσεις,» λέει ο Γουίλιαμς για την καθόλου ειδυλλιακή επανασύνδεση της οικογένειας. «Η Κάθι έχει τη μοναδική ικανότητα να κάνει τα πάντα πολύ αστεία και πολύ πραγματικά ταυτόχρονα,» λέει ο Γουίλιαμς που έχει ξανασυνεργαστεί με την Μπέιτς στο “The Late Shift” και έχει τελέσει υπό τις σκηνοθετικές της οδηγίες στο «Everwood». «Η Μπέβερλι θέλει συνέχεια να μπλέκεται και η Μάρλεϊ μια ζωή προσπαθούσε να ξεφύγει από τη μητέρα της,» λέει η Χάντσον. «Όταν θα μπει και πάλι στη ζωή μου, θα πρέπει πραγματικά να βρω τη δύναμη να συγχωρήσω τον εαυτό μου, που έκανα τόσο εφιαλτική τη σχέση μας. Είναι ο μόνος άνθρωπος που ήταν πάντα εκεί, και ο λόγος για τον οποίο της φέρομαι τόσο αντιδραστικά είναι ακριβώς επειδή ξέρω ότι δεν πρόκειται να φύγει ποτέ. Το να πεις στους γονείς σου ότι πεθαίνεις, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα. Ήταν συναρπαστικό το γεγονός ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω μια τέτοια σκηνή, ειδικά απέναντι στην Κάθι, μια πραγματικά καταπληκτική ηθοποιό.»
«Για μένα η Μπέβερλι ανέκαθεν ήθελε να είναι το ‘φιλαράκι’, η ‘κολλητή φίλη’ και απλά κατά τον ρου της ιστορίας, αναγκάζεται να μπει στο πετσί του ρόλου της μάνας,» λέει η Νίκι, η οποία συνάντησε πρώτη φορά την Μπέιτς στο Τεν του Μέμφις, την γενέτειρά της. Η ηθοποιός προσέφερε έργο στο τοπικό νοσηλευτικό ίδρυμα των Μεθοδιστών και την ώρα του μεσημεριανού της διαλείμματος συζήτησαν για τις σχέσεις, τις μητέρες και τις οικογένειές τους. «Ενώ ξεκινά ως μια προσωπικότητα που θέλει όλη την προσοχή στραμμένη επάνω της, συνειδητοποιεί ότι ήρθε η ώρα να στρέψει τη δική της προσοχή σε κάποιον άλλο. Αναγκάζεται να ωριμάσει και αυτό είναι πραγματικά πολύ βαθύ και όμορφο.»
«Όταν διάβασα το σενάριο, μέχρι έναν βαθμό συγκινήθηκα που ο Τζακ δείχνει να μην ξέρει με ποιο τρόπο να αποκαταστήσει τη σχέση του με την Μάρλεϊ,» λέει ο Γουίλιαμς, ο οποίος στον ρόλο του αποξενωμένου πατέρα, το μόνο που μπορεί να προσφέρει στην Μάρλεϊ είναι τα χρήματα, για να έχει την καλύτερη δυνατή ιατρική περίθαλψη. «Δεν μπορεί να καταλάβει τις γυναίκες. Ο Τζακ είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να ελέγξει τα πάντα και δεν έχει χρόνο ούτε για να δείξει την ευαισθησία του, ούτε για να ακούσει αυτά που έχει να του πει η κόρη του και η καρδιά της.»
«Ο Τριτ ήταν καταπληκτικός στον ρόλο του Τζακ. Τον βλέπεις να παλεύει με την πραγματικότητα. Βλέπεις ότι δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τα λάθη που έχει κάνει και όταν το καταφέρνει, είναι πραγματικά πολύ γλυκό,» λέει η Χάντσον. Υπάρχει μια πολύ σημαντική στιγμή ανάμεσα στην Μάρλεϊ και τον πατέρα της. «Έχουν βγει για φαγητό και εκείνος έχει αρχίσει πάλι να λέει τις φανφάρες εντυπωσιασμού του όπως πάντα, ενώ εκείνη για πρώτη φορά δεν μπορεί πλέον να τον αντέξει. Δεν έχει χρόνο για κουβεντούλα,» συνεχίζει η Κασέλ που μετά από συζητήσεις που είχε με τον ηθοποιό ανακάλυψε ότι και ο ίδιος είχε μια πολύ δύσκολη σχέση με τον πατέρα του. «Η Μάρλεϊ λοιπόν, τον επαναφέρει στην πραγματικότητα, εκείνος αντεπεξέρχεται απόλυτα και η σκηνή είναι πραγματικά πολύ συγκινητική.»
«Δυστυχώς για την Μάρλεϊ, η μητέρα της είναι η Μπέβερλι, μια γυναίκα που καταφέρνει να ρουφάει όλο τον αέρα και να σου προκαλεί ασφυξία,» λέει η Μπέιτς η οποία αποκαλύπτει πως διαβάζοντας το σενάριο πιο πολύ γέλασε, παρά έκλαψε. «Ήταν μια πολύ συγκινητική εμπειρία για όλους μας, για διαφορετικούς λόγους για τον καθένα. Η Νίκι είναι πολύ ήσυχος άνθρωπος, αλλά τα ήσυχα νερά είναι αυτά που έχουν βάθος και η Νίκι είχε κατασταλάξει απόλυτα ως προς το πώς ήθελε να διηγηθεί τη συγκεκριμένη ιστορία και προσέγγισε με πολύ σοφό τρόπο την ανθρώπινη υπόσταση.»
Η Σάρα (Λούσι Παντς) είναι η συνεργάτιδα της Μάρλεϊ στη διαφημιστική εταιρεία και η κολλητή της φίλη. Οι δύο γυναίκες μοιράζονται το ίδιο διεστραμμένο χιούμορ και η σχέση τους είναι πολύ στενή. Η αβίαστη σχέση τους φαίνεται από τη στιγμή που η Μάρλεϊ μπαίνει στο γραφείο και «πετάει τα πράγματά της, παίρνει το ποδήλατό της, της αλλάζει παπούτσια, της φοράει το σακάκι της, της φτιάχνει τα μαλλιά της, της δίνει τα storyboards για να μπει εκείνη στην αίθουσα, να κάνει την παρουσίαση και να κερδίσει τον πελάτη,» θυμάται η Παντς, που θεώρησε ότι η χαρισματική προσωπικότητα της Κέιτ προσέδωσε μιαν άλλη απροσδόκητη ζωντάνια στο ρόλο της Μάρλεϊ και αποτέλεσε για εκείνη, ένα από τα βασικά κίνητρα για να αναλάβει τον ρόλο της Σάρα. «Η πιθανότητα να χάσει την παιδική της φίλη, πραγματικά της ραγίζει την καρδιά, αλλά έχει αποφασίσει να μην κλάψει και να μην δείξει ποτέ τη θλίψη της μπροστά της,» λέει η Παντς. Η Χάντσον προσθέτει, «Είναι ο μοναδικός χαρακτήρας στην ταινία που μου επιτρέπει να διαχειριστώ ό,τι μου συμβαίνει μέσω του χιούμορ, πράγμα που με βοηθάει να νιώσω φυσιολογική.»
«Η Μάρλεϊ είναι ένας πολύ συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου που της αρέσει να περιστοιχίζεται από φίλους που της προκαλούν διαφορετικά συναισθήματα,» λέει ο Ρόμανι Μάλκο, που ενσαρκώνει τον Πίτερ, τον αγαπημένο φίλο και γείτονα της Μάρλεϊ. «Κάθε φίλος της εξυπηρετεί και έναν διαφορετικό σκοπό. Ο Πίτερ είναι ένας πολύ έντιμος και δραστήριος άνθρωπος που καταλαβαίνει ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Μάρλεϊ σε αυτή τη φάση είναι οίκτος. Όταν έχεις έναν φίλο που πεθαίνει, ενστικτωδώς ξυπνάει το εγωιστικό σου στοιχείο, γιατί πολύ απλά δεν θέλεις να τον χάσεις. Ο Πίτερ ήταν εκεί από την αρχή για να την βοηθήσει, πράγμα που βρίσκω εξαιρετικά συγκινητικό.»
Η φίλη της Μάρλεϊ, η Ρενέ (Ρόζμαρι ΝτεΒίτ), μητέρα του δίχρονου Κάμι και έγκυος στο δεύτερο παιδί της, αντιμετωπίζει με περισσότερο ρεαλισμό την όλη κατάσταση. «Έχουν μια σχέση στην οποία η μία προκαλεί την άλλη και ταυτόχρονα υποστηρίζει την άλλη, ώστε να ζήσουν την καλύτερη και πιο μεγαλειώδη ζωή που θα μπορούσαν,» λέει η ΝτεΒίτ, που όπως παραδέχεται την έλκυσε αυτή η αίσθηση χάους που φέρνουν στη ζωή μας οι μεγάλες και δύσκολες αλλαγές.
«Είναι αυτή που πιστεύει ότι η Μάρλεϊ μπορεί να κατακτήσει την ευτυχία αν βρει ένα καλό παιδί, αγοράσει ένα σπίτι και κάνει παιδιά. Η Μάρλεϊ, όμως, ζει τη ζωή της στο έπακρο και νομίζω ότι αυτό προκαλεί την ανησυχία της. Γι’αυτό και κατά καιρούς οι δρόμοι τους χωρίζουν.»
Κατά τις πρώτες τις επισκέψεις στον δρα Τζούλιαν Γκόλντσταϊν (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), η Μάρλεϊ αμβλύνει τη σοβαρότητα της κατάστασης με χιούμορ. «Ο δρ Γκόλντσταϊν είναι αυτός που κάνει τη διάγνωση και στέκεται στο πλευρό της από την αρχή της διαδρομής της,» λέει ο Μπερνάλ. Η Χάντσον προσθέτει: «Στην αρχή, είναι πάρα πολύ ευθύς τύπος. Δεν μοιάζει με κανέναν απ’ όσους έχει γνωρίσει κι όμως, είναι εκεί για να δείξει η Μάρλεϊ την ευάλωτη πλευρά της. Κυριολεκτικά στέκεται γυμνή μπροστά του και εκείνος την αποδέχεται. Την αποδέχεται πραγματικά.»
«Μου αρέσει να επιλέγω ηθοποιούς σε κόντρα ρόλους και να τους επιτρέπω να δείξουν πτυχές του ταλέντου τους για πρώτη φορά. Ο Γκαέλ δεν είχε κάνει κάτι ανάλογο στον Αμερικανικό κινηματογράφο και ήταν πραγματικά συναρπαστικό,» λέει η Κασέλ. «Συγκινήθηκα πάρα πολύ, όταν διάβασα το σενάριο, γιατί πραγματικά σε εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το θέμα του θανάτου και της απόλαυσης της ζωής,» λέει ο Μπερνάλ. «Ερωτεύονται παρόλο που ξέρουν πολύ καλά ότι δεν έχουν μέλλον, άρα είναι ίσως η πιο αγνή αγάπη αυτή που βιώνουν, καθώς γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει απώτερο κίνητρο. Απλά αποφασίσουν να σταθεί ο ένας στο πλευρό του άλλου και να ζήσουν την κάθε στιγμή στο έπακρο.» Όταν ο Μπερνάλ εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τον ρόλο, οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να μεταθέσουν την έναρξη των γυρισμάτων κατά τρεις μήνες προκειμένου να μπορέσει να συμμετέχει. «Προσδίδει μια μοναδική γοητεία στον ρόλο. Είναι μυστηριώδης και ταυτόχρονα προσιτός». Η Μάρλεϊ είναι η επιτομή της χαράς της ζωής, και η Νέα Ορλεάνη είναι το συνώνυμό της. Κάπως έτσι αποφασίστηκε η «πατρίδα» της Μάρλεϊ να γίνει η Νέα Ορλεάνη. «Είναι μια πόλη που όταν την γνωρίσεις, την αγαπάς και η Μάρλεϊ δεν είναι από εκεί,» εξηγεί η Κασέλ. «Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, γνώρισα πολλούς ανθρώπους που ήρθαν στη Νέα Ορλεάνη την αγάπησαν και δεν έφυγαν ποτέ. Ένας από αυτούς είναι η Μάρλεϊ».