Ο νεαρός και παράτολμος Ντ΄ Αρτανιάν ενώνει τις δυνάμεις του με τους τρεις βετεράνους σωματοφύλακες. Μαζί βάζουν στόχο να σταματήσουν τις βλέψεις του μοχθηρού καρδινάλιου Ρισελιέ για το θρόνο της Γαλλίας, να τον εμποδίσουν να βυθίσει την Ευρώπη στον πόλεμο και να επιστρέψουν το
διαμαντένιο περιδέραιο της βασίλισσας της Γαλλίας στην ώρα για τη μεγαλοπρεπή εκδήλωση.. Φυσικά σημαντικό ρόλο θα παίξει η
Μιλαίδη του Γουίντερ, η οποία παρότι σώζει τον Ντ'Αρτανιάν από βέβαιο θάνατο, στη συνέχεια συνομωτεί με το Δούκα του Μπάκινγχαμ..και όχι μόνο, αποκαλύπτοντας τα πολλά πρόσωπά της.
Πληροφορίες
Ο σκηνοθέτης Πολ Άντερσον (“Resident Evil”) χρησιμοποιεί το 3D σύστημα κάμερας που επινόησε και χρησιμοποίησε για το “Avatar” ο Τζέιμς Κάμερον, για να παρουσιάσει σε μια μοναδική 3D εκδοχή, με σφιχτή πλοκή και καταιγιστική δράση, τις περιπέτειες των θρυλικών ηρώων του Αλέξανδρου Δουμά. Πρωταγωνιστούν ο Ορλάντο Μπλουμ στο ρόλο του Δούκα του Μπάκιγχαμ (“Pirates of the Carribean”), η Μίλα Γιόβοβιτς στο ρόλο της Μιλαίδης του Γουίντερ (σειρά ταινιών “Resident Evil”) , ο βραβευμένος με Όσκαρ Κριστόφ Βαλς στο ρόλο του καρδινάλιου Ρισελιέ (“Inglourious Basterds”), ο Λόγκαν Λέρμαν στο ρόλο του Ντ'Αρτανιάν (“Percy Jackson and the Olympians”), ο Λιούκ Έβανς στο ρόλο του Αραμη (“Robin Hood”) και ο Ρέι Στίβενσον στο ρόλο του Πόρθου (“Thor”).
Οι Take That ανακοίνωσαν πως το νέο τους single, με τίτλο “When We Were Young”, θα είναι το θεματικό τραγούδι της πολυαναμένομενης τρισδιάστατης περιπέτειας “Οι Τρεις Σωματοφύλακες”. Ο Γκάρι Μπάρλοου, ο Χάουαρντ Ντόναλντ, ο Τζέισον Όραντζ, ο Μαρκ Όουεν και ο Ρόμπι Ουίλιαμς εμπνεύστηκαν να γράψουν την μπαλάντα αυτή μετά από μια ιδιωτική προβολή της ταινίας στο Λος Άντζελες. “Η ταινία είναι τόσο πλούσια και όμορφη οπτικά, που η βασική μας πρόκληση ήταν το να ανταπεξέλθουμε μουσικά” δηλώνει ο Μπάρλοου. “Έχουμε επιστρέψει στις κιθάρες, στο αληθινό πιάνο και σε μια συμβατική δομή τραγουδιού για να το καταφέρουμε αυτό. Οι Σωματοφύλακες μας θύμισαν κάτι από εμάς.” Μεταξύ τους , οι Take That και ο Ρόμπι Ουίλιαμς έχουν πουλήσει περισσότερα από 80 εκατ. άλμπουμ, είχαν 14 νούμερο ένα άλμπουμ, 18 νούμερα ένα singles, έχουν τραγουδήσει ζωντανά σε περισσότερους από 14.5 εκατ. ανθρώπους, έχουν κερδίσει 20 βραβεία BRIT, 8 βραβεία MTV και πέντε βραβεία Ivor Novello, ενώ η λίστα συνεχίζεται. Το τελευταίο τους άλμπουμ, με τίτλο “Progress”, έχει πουλήσει περισσότερα από 2 εκατ. αντίτυπα μέχρι στιγμής.
Ο Σκηνοθέτης
Ο Πολ Άντερσον μεγάλωσε στο Νιούκαστλ της Αγγλίας και από μικρός άρχισε να ασχολείται με τον κινηματογράφο. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ το 1986 και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για διάφορα είδη ταινιών και επεισοδίων για σειρές στην τηλεόραση. Το 1992 ίδρυσε μαζί με τον Τζέρεμι Μπολτ την Impact Pictures Ltd. με έδρα το Λος Άντζελες και το Λονδίνο.
Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Άντερσον ήταν το “Shopping” με τον Τζουντ Λο, το 1994, το οποίο ήταν τόσο βίαιο που απαγορεύθηκε να προβληθεί στους κινηματογράφους της Αγγλίας. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε την περιπέτεια "Mortal Kombat" που έκανε πάνω από $ 150 εκ. εισπράξεις παγκοσμίως, ενώ ακολούθησαν τα "Event Horizon" με τους Λόρενς Φίσμπερν και Σαμ Νιλ και "Soldier" με τον Κερτ Ράσελ και τον Τζέισον Σκοτ Λι. Το 1999, ο Άντερσον δημιούργησε την τηλεταινία με θέμα το μεταφυσικό "The Sight", που σημείωσε υψηλή τηλεθέαση σε Η.Π.Α και Μ.Βρετανία. Η ταινία "Resident Evil" του 2002, στην οποία ο Άντερσον ήταν σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός, ήταν μία επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου σε πωλήσεις ομότιτλου ηλεκτρονικού παιχνιδιού, με πρωταγωνίστριες τις Μίλα Γιόβοβιτς και Μισέλ Ροντρίγκεζ. Το 2004 σκηνοθέτησε την ταινία "Άλιεν Εναντίον Κυνηγού" και το 2008 την "Κούρσα Θανάτου" με τον Τζέισον Στέιθαμ. Το 2010 επέστρεψε ξανά στη σειρά ταινιών Resident Evil, με την ταινία “Resident Evil: Afterlife”, ενώ αυτές τις μέρες ετοιμάζει ένα νέο κεφάλαιο της σειράς με τίτλο “Resident Evil: Retribution”.
Οι Πρωταγωνιστές
Η Μίλα Γιόβοβιτς γεννήθηκε το 1975 στην Ουκρανία. Ο πατέρας της ήταν παιδίατρος και η μητέρα της γνωστή Ρωσίδα ηθοποιός. Η οικογένειά της μετακόμισε στις ΗΠΑ το 1981 και η Μίλα ξεκίνησε καριέρα στο μόντελινγκ σε ηλικία 9 ετών. Στα 12 της επιλέχθηκε από τον γνωστό φωτογράφο Ρίτσαρντ Άβεντον ως μια από τις "Πιο Αξιοσημείωτες Γυναίκες του Κόσμου" της εταιρείας Revlon και από τότε έχει εμφανιστεί σε πάνω από 150 εξώφυλλα περιοδικών σε όλο τον κόσμο. Έχει πάρει μέρος στις διαφημιστικές καμπάνιες των εταιρειών Chanel, Versace, Emporio Armani, Donna Karan, DKNY και συνεχίζει να εργάζεται για λογαριασμό της L'Oreal. Υπήρξε επίσης το πρόσωπο της διαφήμισης των αρωμάτων του Τζόρτζιο Αρμάνι "Night", του Κάλβιν Κλάιν "Obsession" και του Κριστιάν Ντιορ "Poison".
Η Γιόβοβιτς έκανε το ντεμπούτο της ως ηθοποιός στην ταινία της Disney "The Night Train to Kathmandu" και ακολούθησαν γκεστ εμφανίσεις στα σίριαλ "Married With Children", "Parker Lewis", "Paradise". Η πρώτη της συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία ήταν στο "Two Moon Junction" με τη Σέριλιν Φεν και ακολούθως πρωταγωνίστησε στην "Επιστροφή στη Γαλάζια Λίμνη". Έπαιξε πλάι στον Κρίστιαν Σλέιτερ στο φιλμ "Kuffs", με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ στο "Chaplin", στην ταινία του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ "Dazed and Confused". Ο ρόλος που την έκανε περισσότερο γνωστή ήταν στην ταινία του Λικ Μπεσόν "Το Πέμπτο Στοιχείο". Ακολούθησε ο ρόλος της πόρνης στο φιλμ "He Got Game" του Σπάικ Λι και ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην "Ιωάννα της Λοραίνης" του Μπεσόν. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ταινία του Βιμ Βέντερς "The Million Dollar Hotel" και στο "The Claim" του Μάικλ Γουιντερμπότομ. Το 2001 την είδαμε σε έναν απολαυστικό ρόλο στην κωμωδία "Zoolander" του Μπεν Στίλερ. Η μεγαλύτερη όμως εισπρακτικά κινηματογραφική της επιτυχία ήταν στο περιπετειώδες θρίλερ "Resident Evil" το 2002, που είχε 3 συνέχειες, τα "Resident Evil: Apocalypse", "Resident Evil: Extinction" και “Resident Evil: Afterlife”. Προσεχώς θα τη δούμε στην ανεξάρτητη κωμωδία “Dirty Girl”, αλλά και στο νέο κεφάλαιο της σειράς Resident Evil, με τίτλο “Resident Evil: Retribution”.
Ο Κριστόφ Βαλς γεννήθηκε το 1956 στη Βιέννη και σπούδασε στα Theresianium, Billrothstrasse και Max-Reinhardt-Seminar, πριν καταλήξει στην Νέα Υόρκη και στο Lee Strasberg Institute. Εκεί γνώρισε την πρώτη του σύζυγο, με την οποία επέστρεψε στη Βιέννη και στην συνέχεια μετακόμισε στο Λονδίνο. Στο τέλος των ‘70s εργαζόταν κυρίως στο θέατρο, ταξιδεύοντας συνεχώς από το Λονδίνο στη Γερμανία, ενώ άρχισε σιγά σιγά να αναλαμβάνει ρόλους σε τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Αν και έχει ένα πλούσιο κινηματογραφικό βιογραφικό – από Γερμανόφωνες κυρίως ταινίες - η ταινία που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το "Inglourious Basterds" του Κουέντιν Ταραντίνο το 2009. Ο ρόλος του Συνταγματάρχη Χανς Λάντα του χάρισε 27 βραβεία, ανάμεσα στα οποία το βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στις Κάννες, το Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου, τη Χρυσή Σφαίρα Β΄ Ανδρικού Ρόλου και το BAFTA Β΄ Ανδρικού Ρόλου. Τελευταία τον είδαμε στις ταινίες "The Green Hornet" και “Water for Elephants”, ενώ προσεχώς θα τον δούμε στην νέα ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι, με τίτλο "Carnage", όπου θα συμπρωταγωνιστεί με τις Κέιτ Ουίνσλετ και Τζόντι Φόστερ, καθώς και στην νέα ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο με τίτλο “Django Unchained”.
Ο Ορλάντο Μπλουμ γεννήθηκε το 1977 στην Αγγλία. Πέρασε δύσκολα μαθητικά χρόνια στο St. Edmunds School εξαιτίας της δυσλεξίας του, αλλά λάτρευε τις τέχνες κι απολάμβανε την αγγειοπλαστική, τη φωτογραφία και τη γλυπτική. Συμμετείχε επίσης σε σχολικές θεατρικές παραστάσεις και ήταν ενεργός στο τοπικό θέατρο. Στην ηλικία των 16 ετών μετακόμισε στο Λονδίνο και έγινε μέλος του National Youth Theatre, περνώντας δύο σεζόν εκεί και κερδίζοντας μια υποτροφία για εκπαίδευση με τη British American Drama Academy. Όπως πολλοί νέοι ηθοποιοί, πήγαινε ακρόαση σε ακρόαση και ξεκίνησε την καριέρα του συμμετέχοντας στην τηλεοπτική σειρά “Casualty”, από το 1994 μέχρι το 1996, ενώ το 1997 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με την ταινία “Η Ταραγμένη Ζωή του Όσκαρ Ουάιλντ”.
Ακολούθησαν σπουδές στο Guildhall School of Music and Drama, στο οποίο ο Μπλουμ είχε ένα τρομερό ατύχημα το 1998: έπεσε από τη βεράντα του τέταρτου και τελευταίου ορόφου κι έσπασε την πλάτη του. Παρά τους φόβους για μόνιμη παράλυση, ο Μπλουμ έγινε ανάρρωσε κι επέστρεψε στη θεατρική σκηνή, όπου τον είδε ένα βράδυ του 1999 ο σκηνοθέτης Πίτερ Τζάκσον, που βρισκόταν ανάμεσα στους θεατές. Ο ρόλος του Λέγκολας στην τριλογία του “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” τον έκανε διάσημο παγκοσμίως, ενώ ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στην τριλογία των “Πειρατών της Καραϊβικής” εδραίωσε τη θέση του ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς νέους ηθοποιούς.
Το βιογραφικό του περιλαμβάνει ταινίες κάθε είδους, όπως “Black Hawk Down”, “Ned Kelly”, “The Calcium Kid”, “Troy”, “Kingdom of Heaven”, “Elizabethtown”. Προσεχώς θα τον δούμε στο πολυαναμενόμενο “The Hobbit: An Unexpected Journey” του Πίτερ Τζάκσον.
Ο Λόγκαν Λέρμαν γεννήθηκε το 1992 στο Μπέβερλι Χιλς, όπου μεγάλωσε και εξακολουθεί να ζει με την οικογένειά του. Σε ηλικία 2½ ετών αποφάσισε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, έχοντας δει μια ταινία με τον Τζάκι Τσαν. Σε ηλικία 4 ετών είχε ήδη πρωταγωνιστήσει σε δύο διαφημίσεις και είχε πλέον ατζέντη. Έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο υποδυόμενος τον γιο του Μελ Γκίμπσον στην ταινία "Ο Πατριώτης" και συνεργάστηκε ξανά με τον διάσημο ηθοποιό στην ταινία "Αυτό που Θέλουν οι Γυναίκες". Ακολούθησαν ρόλοι στις ταινίες "Τα Αγόρια της Ζωής Μου", "Το Φαινόμενο της Πεταλούδας", "Hoot", "The Number 23", "Το Τελευταίο Τρένο για τη Γιούμα", "Bill", "My One and Only", "Gamer" και “Ο Πέρσι Τζάκσον και οι Ολύμπιοι: Η Κλοπή της Αστραπής”. Προσεχώς θα τον δούμε στο “The Perks of Being a Wallflower”, δίπλα στην Έμα Ουάτσον, αλλά και στο sequel “Percy Jackson & the Olympians: The Sea of Monsters”.
Νέοι Ηθοποιοί για μια Κλασική Ιστορία
Ο Ρόμπερτ Κάλτσερ και ο Τζέρεμι Μπολτ ενώνουν ξανά τις δυνάμεις τους με τον σκηνοθέτη και συμπαραγωγό Πολ Άντερσον για να γυρίσουν τους “Τρεις Σωματοφύλακες”. Όπως κι οι τρεις ήρωες του Δουμά, οι τρεις αυτοί δημιουργοί είναι ξανά ενωμένοι κι ασχολούνται με ιστορική φαντασία αυτή τη φορά, κάτι που δεν έχουν ξανακάνει ποτέ στο παρελθόν.
“Ο Πολ κι εγώ έχουμε γυρίσει πολλές ταινίες μαζί, στις οποίες βρίσκουμε συνήθως ζόμπι, τέρατα και σατανικές δυνάμεις” λέει ο Κάλτσερ. “Νομίζω όμως πως αρχίζουμε να ωριμάζουμε επιτέλους, ενώ ο Πολ παντρεύτηκε κι απέκτησε μια κορούλα. Ο Πολ είναι ένας πολύ παθιασμένος πατέρας και νομίζω πως η κόρη του τον έχει σίγουρα επηρεάσει στο να δοκιμάζει νέες κατευθύνσεις. Όλοι νιώσαμε πως αυτή ήταν μια φανταστική ευκαιρία για τον Πολ να δείξει μια πλευρά της δουλειάς του και ικανότητες οι οποίες ξεπερνούν αυτές ενός σκηνοθέτη δράσης κι αποδεικνύουν πως πρόκειται για κάποιον που μπορεί να αφηγείται μια ιστορία αγάπης με χιούμορ και πνεύμα.”
Το casting για κάθε ταινία είναι πάντα ένα κρίσιμο στάδιο για την επιτυχία της, αλλά η διαδικασία αυτή έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν έχεις να κάνεις με κλασική ιστορία και γνωστούς χαρακτήρες. “Η ταινία αυτή ήταν μια τεράστια πρόκληση όσον αφορά το casting, διότι όλοι οι ηθοποιοί πρέπει να είναι αστείοι, πρέπει να είναι γοητευτικοί και πρέπει να έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίζουν τις ξεχωριστές ερωτικές ιστορίες των χαρακτήρων τους” εξηγεί ο Κάλτσερ. “Η ταινία αυτή απαιτεί από εκείνους να πετάξουν στον αέρα, να ξιφομαχήσουν, να ιππεύσουν κτλ. Κάθε ηθοποιός λοιπόν έπρεπε να κατέχει ένα ολόκληρο φάσμα ταλέντων.”
Ο Λόγκαν Λέρμαν ήταν η πρώτη επιλογή casting και ανέλαβε το ρόλο του Ντ’ Αρτανιάν. “Ο Ντ’ Αρτανιάν συμβολίζει τη νιότη και το ήθος και επανενώνει τους σωματοφύλακες” αναφέρει ο Λέρμαν. “Στην αρχή της ταινίας, όταν φεύγει από την μικρή πατρίδα του, είναι ένα φαντασμένο και αφελές παιδί. Παίρνει μια δόση πραγματικότητας όταν ταξιδεύει στην μεγάλη πόλη και συναντά μερικούς ανήθικους ανθρώπους.”
“Αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε τον Ντ’ Αρτανιάν όπως είναι και στο βιβλίο, 17 με 18 ετών” εξηγεί ο Μπολτ. “Είναι εξαιρετικά ευφυής, εκπληκτικός αθλητής και ξιφομάχος, αλλά και πολύ καλός με τους ανθρώπους. Ο Λόγκαν είναι ένας πολύ λαμπερός νεαρός και εξαιρετικά αφοσιωμένος. Τον τοποθετήσαμε με έναν μαέστρο στην ξιφομαχία και έγινε ένας τρομερός αθλητής. Έχει επίσης και μια πολύ συμπονετική πλευρά κι ήταν σημαντικό για τον Ντ’ Αρτανιάν μας να έχει τις αρετές ενός καθημερινού ανθρώπου. Είναι βασικά ένα παιδί από την εξοχή της Γασκωνίας, δεν είναι κάποιος που αλλάζει τον κόσμο.”
Ο Λέρμαν ήταν ενθουσιασμένος που θα είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη Πολ Άντερσον. “Η δουλειά με τον Πολ και την ομάδα του ήταν μια πολύ συνεργατική εμπειρία” εξηγεί ο Λέρμαν. “Είναι ωραίο να μπορείς να πεις την άποψή σου πάνω στο χαρακτήρα που υποδύεσαι και να μπορείς να κάνεις μικρές αλλαγές, ώστε να νιώθεις άνετα με κάθε σκηνή. Ο Πολ ήταν πάντα προσιτός και ανοιχτός σε ιδέες.”
Η επιλογή για το casting της ταινίας “Οι Τρεις Σωματοφύλακες” ήταν μια αρκετά ξεκάθαρη διαδικασία, μιας και κάθε χαρακτήρες περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στο μυθιστόρημα του Δούμα: ο μυστηριώδης Άραμις, ο πληθωρικός Πόρθος κι ο μελαγχολικό Άθως.
“Έπρεπε να υπάρχει καλή ισορροπία ανάμεσα στους ηθοποιούς αυτούς διότι οι Σωματοφύλακες είναι όλοι ίσοι – έχουν ακόμα και τον ίδιο αριθμό περίπου σελίδων στο μυθιστόρημα” λέει ο Μπολτ. “ Ο Μάθιου ΜακΦέιντεν είναι εξαιρετικός ως Άθως – έχει αυτή την κομψότητα και τη γοητεία, με την ικανότητα για βία όμως να υποβόσκει. Ο Πόρθος είναι γεμάτος από αγάπη για τη ζωή, τις αγκαλιές, την μπύρα και το κρασί, και ο Ρέι Στίβενσον το απεικονίζει όλο αυτό με απίστευτη φυσικότητα. Ο Λιουκ Έβανς ως Άραμις είναι απίστευτα όμορφος, αλλά με ένα σκοτεινό και μυστηριώδες ύφος.”
Οι παγκοσμίως διάσημοι Ορλάντο Μπλουμ, Μίλα Γιόβοβιτς και Κριστόφ Βαλς έγιναν μέλη του cast. “Σ’ εμένα και τον Πολ αρέσει πολύ το απρόβλεπτο casting κι εδώ βλέπουμε τον Ορλάντο να υποδύεται τον αντιήρωα – τον πανούργο και χωρίς τρόπους Δούκα του Μπάκινγκχαμ” συνεχίζει λέγοντας ο Μπολτ. “Περιμένεις να δεις άλλο ένα καλό παιδί και τελικά βλέπεις έναν επιτήδειο κατεργάρη. Νομίζω πως είμαστε οι πρώτοι που κάνουμε κάτι τέτοιο με τον Ορλάντο.”
“Η ιστορία των Σωματοφυλάκων είναι πολύ γνωστή κι αξιοσημείωτη” προσθέτει ο Μπλουμ. “Νιώθω πως όλη μου η καριέρα είναι ένα ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου τα όνειρά μου γίνονται πραγματικότητα – η ταινία αυτή σίγουρα συνεισφέρει στην αίσθηση αυτή. Ένα από τα πράγματα που μου κίνησαν το ενδιαφέρον στο project ήταν το ότι ο ρόλος του Μπάκινγχαμ είναι ένας πολύ διαφορετικός ρόλος για μένα. Ο Μπάκινγχαμ δεν είναι η νέμεσις, αλλά πρόκειται για έναν παλιάνθρωπο. Ήξερα όταν διάβασα το σενάριο πως θα ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικό. Νομίζω πως υπάρχει πάντα χώρος στις κινηματογραφικές αίθουσες για μια ταινία όπου οι άνθρωποι θα πάνε και απλά θα διασκεδάσουν. Αυτή είναι μια ταινία την οποία θαυμάζεις και η οποία σε παρασύρει. Ήμουν επίσης ενθουσιασμένος που θα συνεργαζόμουν με τον Πολ Άντερσον, έχοντας ακούσει τις ιδέες του για την ταινία.”
Ο Μπλουμ περιγράφει το χαρακτήρα που υποδύεται: “Ο Δούκας του Μπάκινγκχαμ ήταν ο πιο πλούσιος αυλικός του Βασιλιά του και συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο παλιόπαιδο. Είναι σαν ένα παγώνι που λατρεύει να δείχνει τα φτερά του. Όταν συζητούσαμε για το ρόλο με τον Πολ, μου έλεγε να σκεφτώ ροκ σταρ της εποχής μας: Ντέιβιντ Μπόουι, Τζιμ Μόρισον, Μικ Τζάγκερ – ο Μπάκινγκχαμ είναι σαν ροκ σταρ. Αυτή δεν είναι η ταινία με Σωματοφύλακες που θα περιμένει το κοινό, διότι δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά. Υπάρχει πολύ χαρά, χιούμορ και πνεύμα στην ταινία αυτή. Ο Μπάκινγχαμ εμφανίζεται, έχει τις εξαιρετικές στιγμές του, όπου ανακατώνει όλους τους βασικούς χαρακτήρες, και μετά φεύγει ξανά. Το διασκέδασα πάρα πολύ.”
Η Μίλα Γιόβοβιτς ήταν θαυμάστρια των ιστοριών του Δουμά από την παιδική της ηλικία. Εξηγεί την έλξη της προς το ρόλο της Μηλαίδη Ντε Γουίντερ. “Για μένα, οι “Τρεις Σωματοφύλακες” είναι το κλασικό, γεμάτο δράση και διασκεδαστικό βιβλίο, που δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις από την στιγμή που το ξεκινάς. Ο Δουμάς ήταν φανταστικός συγγραφέας, κάθε κεφάλαιο σε αφήνει με κομμένη την ανάσα, να θέλεις να μάθεις τι γίνεται μετά. Είχα εμπλακεί από την αρχή, όταν ο Πολ Άντερσον ξεκίνησε να γράφει με τον Άντριου Ντέιβις το σενάριο της ταινίας. Η Μιλαίδη είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας στην ιστορική λογοτεχνία. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που ο Πολ ακολουθούσε ένα διαφορετικό δρόμο ως δημιουργός και θα είχα την ευκαιρία να υποδυθώ έναν τέτοιο θρυλικό χαρακτήρα.”
Η Γιόβοβιτς περιγράφει την Μιλαίδη ως ένα χαρακτήρα που ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά μιας δυνατής και ανεξάρτητης σύγχρονης γυναίκας. “Πάντα έβλεπα την Μιλαίδη ως μια από τις πιο μοντέρνες γυναίκες της λογοτεχνίας. Είναι αδέσμευτη, απίστευτα έξυπνη και μπορεί να μπανοβγαίνει με άνεση σε διαφορετικές κοινωνίες. Χρειάζεται μια πολύ δυνατή κι έξυπνη γυναίκα για να μπορεί να κυκλοφορεί στον κόσμο των αντρών, ειδικά τον 17ο αιώνα όπου μια γυναίκα μπορούσε να βρεθεί εσώκλειστη σε μοναστήρι ή άσυλο αν αντιμιλούσε στον σύζυγό της. Το να είναι μια γυναίκα τόσο έξυπνη ώστε να χειραγωγεί τους άντρες αυτούς, είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα.”
Η Γιόβοβιτς μιλά για την σκοτεινή πλευρά της Μιλαίδη: “Είμαι πολύ περήφανη για το ρόλο αυτό – για μένα είναι κάτι περισσότερο από το να υποδύομαι την “κακιά”. Είναι αλήθεια, δεν ακολουθεί κανόνες και δεν είναι μια συνηθισμένη γυναίκα. Δεν πρόκειται απλά για ένα όμορφο κορίτσι που κάθεται και περιμένει από τους άντρες να κάνουν πράγματα για εκείνη. Σίγουρα λέει ψέματα, εξαπατά και κλέβει, αλλά αυτό ακριβώς κάνουν κι όλοι οι άντρες! Η μόνη διαφορά είναι πως αυτή είναι γυναίκα. Έχω μεγάλη συμπόνια για εκείνη. Έχει το στίγμα της κακής γυναίκας αλλά εγώ σέβομαι το πώς ζει τη ζωή της.”
Έχοντας προϋπηρεσία στη σειρά ταινιών “Resident Evil”, η Γιόβοβιτς ήταν τουλάχιστον άνετη με τις επικίνδυνες σκηνές της. “Λατρεύω να παίζω εγώ στις επικίνδυνες σκηνές μου” λέει η Γιόβοβιτς. “Είναι μια ευκαιρία που πάντα εκμεταλλευόμουν και οι θαυμαστές μου το εκτιμούν, οπότε είμαι πάντα πρόθυμη να κάνω όσο το δυνατόν περισσότερα μόνη μου.”
Ο Κριστόφ Βαλς υποδύεται το δολοπόκο και εξαιρετικά ισχυρό Καρδινάλιο Ρισελιέ. Η προσέγγιλη στο ρόλο του έγινε μέσα από έρευνα κι εκτίμηση για την περίοδο της ταινίας. “Διάβασα βιογραφίες κι έκανα έρευνα για τον Ρισελιέ, κάτι που είναι σημαντικό για να αντλήσω έμπνευση, αλλά η ερμηνεία που δίνω στο τέλος δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό Ρισελιέ. Είναι ο δικός μου πραγματικός Ρισελιέ. Η ερμηνεία πρέπει να υπηρετεί το δραματουργικό της σκοπό αλλά δε χρειάζεται να υπηρετεί την Ιστορία. Αντλείς από την έρευνα διότι απότελεί ένα σημείο εκκίνησης, αλλά, πολύ συχνά, χρησιμοποιώντας τη φαντασία σου επινοείς πολύ πιο αξιόλογες ιδέες, πάνω στις οποίες δουλεύεις, απ’ ότι βρίσκεις ερευνώντας τα ιστορικά γεγονότα. Είχαμε επίσης κι έναν σύμβουλο εθιμοτυπίας, έναν ιστορικό και θεολόγο που μας συμβούλευε πάνω στην Ιστορική βασιλική εθιμοτυπία. Θα μπορούσες να μελετάς για ενάμιση χρόνο ώστε να είσαι τέλειος, αλλά η ταινία δεν αφορά ακριβώς αυτό.”
“Είναι μαγεία να παρακολουθείς τον Κριστόφ Βαλς – είναι πραγματικός μαέστρος” δηλώνει ο Μπολτ. “Δεν πρέπει να υποτιμούμε τη λαμπρότητα του μυθιστορήματος του Δουμά. Είναι ένα αριστούργημα και οι χαρακτήρες είναι εξαιρετικοί, οπότε έπρεπε να επιλέξουμε ηθοποιούς που να έχουν την ικανότητα να ανταπεξέλθουν. Με τον Κριστόφ ξεπεράσαμε τις προσδοκίες μας. Νιώθω απίστευτα τυχερός που τον έχουμε στην ταινία.”
Location, location, location
Η ταινία “Οι Τρεις Σωματοφύλακες” γυρίστηκε σε μερικές από τις πιο όμορφες πόλεις της Βαυαρίας, καθώς και στα Babelsberg Film Studios στο Βερολίνο. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στο Bamberg, μέσα σε μια Ιστορική αυλή που βρίσκεται στο Domplatz. Το Domplatz μετατράπηκε στο Calais του 17ου αιώνα, όπου οι ήρωές μας ανακαλύπτουν πως ο δρόμος προς την Αγγλία είναι μπλοκαρισμένος. Τα γυρίσματα έλαβαν επίσης χώρα στο Obere Bruke (Άνω Γέφυρα) και κάτω από το φανταχτερό κτίριο που ήταν κάποτε το δημαρχείο. Το δημαρχείο χτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα. Εκτός από την εκπληκτική αρχιτεκτονική, αλλά και το εσωτερικό σε ύφος Barocco και Rococo, οι τοιχογραφίες είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές λόγω της πλαστικότητάς τους.
“Προσωπικά λάτρεψα το Bamberg – με ενθουσίασε” λέει ο Λέρμαν. “Περάσαμε πολύ καλά εκεί. Το cast και το συνεργείο έμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο, στην μικρή αυτή πόλη, οπότε μπορούσαμε να κάνουμε παρέα μετά τη δουλειά ή τα Σαββατοκύριακα. Ήταν μια εμπειρία που μας έδεσε.”
Η επόμενη στάση στην περιοδεία ήταν το Burghausen, για γυρίσματα μέσα στα ιστορικά τείχη του κάστρου. Το Burghausen έχει το μεγαλύτερο κάστρο στην Ευρώπη, με μήκος μεγαλύτερο των 3281 ποδιών. Το κάστρο, το οποίο χρονολογείται στον 12ο αιώνα, βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία ανάμεσα στον ποταμό Salzach και την λίμνη Wohrsee, στους πρόποδες των Άλπεων.
Στη συνέχεια, το συνεργείο ταξίδεψε στο βόρειο άκρο της Βαυαρίας, για να κινηματογραφήσει το μεγαλείο του Λούβρου στο Wurzbutg Residenz και στους κήπους. Πλήθη συγκεντρώνοντας καθημερινά ώστε να δουν τους ηθοποιούς του “The Three Musketeers”.
“Οι τοποθεσίες αυτές είναι που δίνουν στην ταινία την αυθεντικότητά της και την επική της διάσταση” σύμφωνα με την Μίλα Γιόβοβιτς. “Θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει να κάνουμε γυρίσματα στη Γαλλία, αλλά η εξοχή της Γαλλίας είναι τόσο εκσυγχρονισμένη, που δε θα μπορούσαμε να πάρουμε μακρινά πλάνα στα κάστρα της, όπως κάναμε στη Βαυαρία. Ο Πολ και η ομάδα του μπόρεσαν να βρουν τις εξαιρετικές αυτές τοποθεσίες και τα παλάτια, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να απομακρύνουν την κάμερα και να πάρουν απίστευτα πλάνα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ταινία αυτή, μιας και το βάθος, αλλά και το εύρος, είναι ζωτικής σημασίας για τη 3D τεχνολογία.”
Χτισμένο ανάμεσα στο 1720 και το 1780, το παλάτι είναι η πρώην κατοικία των Wurzburg πριγκίπων κι επισκόπων. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπέστη σοβαρές ζημιές, αλλά υπεβλήθη σε εκτεταμένη αποκατάσταση και άνοιξε ξανά το 1987. Τώρα βρίσκεται στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το Schloss Weissenstein στο Pommersfelden ήταν το εξοχικό του παλατιού και το χρησιμοποίησαν οι δημιουργοί της ταινίας ως το εσωτερικό του Ενετικού κρυσφήγετου.
Στην συνέχεια, το συνεργείο εγκαταστάθηκε στο Chiemsee κι έπρεπε να παίρνει κάθε πρωί ένα θαλάσσιο ταξί για το νησί-κατοικία του Royal Palace of Herrenchiemsee. Αναμφισβήτητα το πιο παρηκμασμένο από τα παλάτια όπου έγιναν γυρίσματα, το παλάτι αυτό ήταν επινόηση του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΙ και επρόκειτο να είναι ένα αντίγραφο του ανακτόρου των Βερσαλλιών. Ο Λουδοβίκος πέθανε το 1886 πριν ολοκληρωθεί η κατασκευή. Παρά ταύτα, υπάρχει ακόμα η βασιλική κρεβατοκάμαρα, με ένα κρεβάτι 8½ ποδιών, και η Mirror Gallery, η οποία έχει μήκος 328 πόδια κι είναι διακοσμημένη με 1,800 κεριά.
Αρκετά εντυπωσιακά δωμάτια κι οι διάσημοι γαλλικοί κήποι στο Herrenchiemsee χρησιμοποιήθηκαν ως τοποθεσίες στην ταινία. Ολόκληρη η τοποθεσία αποτέλεσε το σωσία του Λούβρου, της κατοικίας του Βασιλιά Λουί και της Βασίλισσας Αν. Πίσω στο Μόναχο, το συνεργείο εγκαταστάθηκε για την τελευταία τοποθεσία μέσα στο Great Hall of Schleissheim. Το μεγαλοπρεπές λευκό δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε ως το γραφείο του Καρδινάλιου Ρισελιέ – ο τέλειος αντικατοπτρισμός της κρύας καρδιάς του χαρακτήρα.
Την 33η μέρα, μετά από έξι εβδομάδες γυρισμάτων σε διάφορες τοποθεσίες, το συνεργείο μάζεψε τα πράγματά του και μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα στα Bablesberg Studios, στο Potsdam.