Ο Τζος Χάτσερσον (“The Kids are All Right”, “The Hunger Games”) επιστρέφει στον ρόλο του νεαρού τυχοδιώκτη Σον Άντερσον, στη συναρπαστική συνέχεια της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας “Journey to the Center of the Earth 3D,” – της πρώτης live-action ταινίας που γυρίστηκε σε digital 3D. Μαζί του, ο Ντουέιν Τζόνσον, στον ρόλο του πατριού του, Χανκ Πάρσονς, ο Μάικλ Κέιν, ως ο παππούς του, Αλεξάντερ Άντερσον, αλλά και οι Λούις Γκάζμαν, Βανέσα Χάτζενς και Κριστίν Ντέιβις.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπραντ Πέιτον
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Τζος Χάτσερσον, Ντουέιν Τζόνσον, Μάικλ Κέιν, Βανέσα Χάτζενς, Λούις Γκάζμαν, Κριστίν Ντέιβις
Η ταινία θα βγει στις αίθουσες στις 15 Μαρτίου του 2012, ενώ θα προβάλλεται και σε 3D.
Το «ΤΑΞΙΔΙ 2» έχει φτάσει σε εισπράξεις τα 270 εκατομμύρια δολάρια, έχοντας ξεπεράσει ήδη τις εισπράξεις της πρώτης ταινίας ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΗΣ (240 εκατομμύρια δολάρια).
Είναι για τέσσερις εβδομάδες, Νο1, στο διεθνές box office.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Με τον Μπραντ Πέιτον στο σκηνοθετικό τιμόνι, η ταινία, “Ταξίδι 2: Το Μυστηριώδες Νησί” θα ταξιδέψει τους φίλους του σινεμά, σε μια φρέσκια περιπέτεια φαντασίας σε άγνωστα μέρη, μέρη που έχουν παραμείνει κρυμμένα εδώ και αιώνες... και που μόλις τα βρεις, είναι σχεδόν αδύνατο να δραπετεύσεις.
Φαν της πρώτης ταινίας, “Ταξίδι στο Κέντρο της Γης,” που γνώρισε στο κοινό, τον θαρραλέο, νεαρό εξερευνητή Σον Άντερσον, ο Πέιτον λέει, “Ήθελα να προχωρήσω την ιστορία του Σον, προσθέτοντας εκπληκτικά, νέα τοπία και φρέσκες προκλήσεις που θα τον πήγαιναν ένα βήμα παρακάτω, μιας και δεν είναι πια παιδί. Είναι δεκαεπτά και έτοιμος να αφήσει το δικό του σημάδι στον κόσμο.”
Ο Πέιτον, που πρόσφατα μας φανέρωσε τον μυστικό κόσμο των οικιακών κατασκόπων, στην ταινία “Σαν το Σκύλο με τη Γάτα 2: Η Εκδίκηση της Κίτι Γκαλόρ,” δεν είναι ξένος στον συνδυασμό δράσης και κωμωδίας. Βλέποντας το σενάριο για το “Ταξίδι 2,” λέει, “Ποτέ δεν σκέφτηκα να το κάνω μικρό. Από την αρχή, ήξερα πως έπρεπε να εκτυλίσσεται σε στεριά, θάλασσα και αέρα, με διάφορα πλάσματα, σπηλιές, καταιγίδες, υποθαλάσσιες μάχες και εναέρια κυνηγητά, και όλα αυτά με φόντο το πιο απίθανο και μαγευτικό τοπίο. Αυτό σήμαινε την χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας, για το καλύτερο 3D αποτέλεσμα, κάτι στο οποίο στηρίχθηκε και το ‘Ταξίδι στο Κέντρο της Γης’.”
Το 2008, η ταινία έγραψε ιστορία ως η πρώτη ταινία μυθοπλασίας που έκανε χρήση του συστήματος Fusion, ενός πολύπλοκου, ψηφιακού συστήματος 3D που αναπτύχθηκε από τον Τζέιμς Κάμερον και τον διευθυντή φωτογραφίας Βινς Πέις και χρησιμοποιήθηκε έπειτα στο “Avatar.” Χωρίς εκπλήξεις, οι δημιουργοί του “Ταξιδιού 2” επέστρεψαν στην ομάδα Κάμερον-Πέις, για την χρήση εξοπλισμού, τελευταίας λέξης τεχνολογίας, ώστε να συλλάβουν το βάθος και το εύρος που ήθελε να επιτύχει ο Πέιτον με μια ποικιλία από πραγματικά περιβάλλοντα.
Αφοσιωμένος σε γυρίσματα, σε υπαρκτές τοποθεσίες, ο σκηνοθέτης λέει, “Ένιωσα πως οι ηθοποιοί έπρεπε να έχουν λάσπη στα παπούτσια τους. Ήθελα μια αληθινή ζούγκλα, όχι μια ζούγκλα σε πράσινη οθόνη. Σαν σκηνικό, με τόσο πολλές εντυπωσιακές εικόνες, χρειαζόμουν πραγματικές βάσεις.”
Παράλληλα οι δημιουργοί ήξεραν ότι αυτό που έκανε την πρωτότυπη ιστορία τόσο αξιομνημόνευτη ήταν κάτι περισσότερο από τις παλαβές εξερευνήσεις των βασικών της χαρακτήρων. Ήταν οι σχέσεις τους που είχαν σημασία, οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν ή έγιναν πιο στενοί μπροστά στον κίνδυνο και οι καταστάσεις που αποκάλυψαν την πάστα από την οποία ήταν φτιαγμένοι.
Λέει ο παραγωγός Μπο Φλιν, “Υπάρχουν μια σειρά από ιδέες που αγγίζουμε κατά τη διάρκεια της δράσης, όπως το να εκτιμάς τους ανθρώπους γι αυτό που είναι και να μη μένεις στην αρχική σου εντύπωση, να είσαι ανοιχτός σε καινούργια πράγματα.”
Στους δημιουργούς άρεσε επίσης το γεγονός ότι οι χαρακτήρες που ρίχνονται σε αυτό το τροπικό, γεμάτο θανάσιμες παγίδες νησί, πρέπει να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους, όσο και τα αντανακλαστικά τους, για να επιβιώσουν, ειδικά όταν ανακαλύπτουν την άγρια χλωρίδα και πανίδα που αναπτύσσεται με τους δικούς της κανόνες.
Όπως λέει η παραγωγός Σάρλοτ Χάγκινς, “Είναι αποδεδειγμένη, βιογεωγραφική θεωρία, ότι στην πορεία της εξέλιξης σε ένα απομονωμένο περιβάλλον, μεγάλα πράγματα μπορούν να μικρύνουν και μικρά πράγματα να μεγαλώσουν. Έτσι ένα κοπάδι ελεφάντων εκεί, μπορεί να μοιάζει και να λειτουργεί σαν ελέφαντες, εκτός του ότι είναι μινιατούρες, ενώ οι πεταλούδες μοιάζουν και δρουν ακριβώς όπως οι πεταλούδες, εκτός του ότι είναι τεράστιες. ”
Το μειονέκτημα αυτών των οπτικών θαυμάτων είναι τα μεγάλα σαρκοβόρα πουλιά ή οι σαύρες, μερικά σε μέγεθος γηπέδου ποδοσφαίρου, που βλέπουν τους εξερευνητές σαν το επόμενο γεύμα τους.
Ο Μάικλ Κέιν πρωταγωνιστεί ως ο πατριάρχης των Άντερσον, Αλεξάντερ που έκανε προσωπική επιχείρηση τα ταξίδια. Ο Κέιν, καταλύτης στην ιστορία, σημειώνει, “Δεν είναι παραμύθι για παιδιά. Είναι πολύ γρήγορο και τα παιδιά θα πρέπει να είναι έξυπνα, για να κρατήσουν το ρυθμό.”
Ή να είναι φανατικοί αναγνώστες. Τα γεγονότα που βλέπουμε στην οθόνη βασίζονται εν μέρει στα γραπτά του οραματιστή συγγραφέα του 19ου αιώνα, Ιούλιου Βερν, που τα μυθιστορήματα του «Το Μυστηριώδες Νησί» και «20.000 Λεύγες Κάτω από την Θάλασσα» αποτελούν την πηγή έμπνευσης της ιστορίας και εμπλουτίζουν τη δράση. Μαζί βρίσκουμε παραπομπές στο βιβλίο του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, «Το Νησί των Θησαυρών» και το βιβλίο του Τζόναθαν Σουίφτ, «Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ». Ο σεναριογράφος Ρίτσαρντ Ούτεν που μοιράζεται την ιδέα της ιστορίας με τους σεναριογράφους Μπράιαν Γκαν και Μαρκ Γκαν, εξιστορεί, “Η ιδέα ήταν φόρος τιμής στον παππού μου και σε ορισμένα από τα αγαπημένα μου παιδικά βιβλία. Φαντάστηκα πως φήμες για το ίδιο παράξενο και φανταστικό νησί, ενέπνευσαν τρεις συγγραφείς, να γράψουν ο καθένας μόνος, τα κλασσικά τους βιβλία. Μια θεωρία που αποδείχθηκε από έναν ΙΣΟΒΙΟ εξερευνητή και τον εγγονό του.”
Μέσα από καλά τοποθετημένα στοιχεία από τον Βερν και τους λογοτέχνες συμπατριώτες του, που επισημαίνουν τις αχαρτογράφητες συντεταγμένες του νησιού, ο Σον στρέφεται στον Βερν αρκετές φορές, κατά τη διάρκεια της αποστολή τους, για να εντοπίσει μέρη και να αποφύγει τους κινδύνους.
Όπως λέει ο Μαρκ, “ο Βερν συνέλαβε υποβρύχια και ταξίδια στο διάστημα, πολύ πριν αυτά εφευρεθούν. Ήταν συγγραφέας του φανταστικού που βάσιζε τις ιδέες του στην επιστήμη, επιστήμη όμως μπροστά από τον καιρό της, κι αυτό είναι που βρίσκει ο κόσμος ενδιαφέρον στην δουλειά του.”
“Ο Βερν πίστευε πως το φανταστικό μπορούσε να αναδυθεί από τον κόσμο που μένουμε, τον κόσμο κάτω από τα πόδια μας, ο οποίος μπορεί να είναι πιο απέραντος και πλούσιος από ότι φανταζόμαστε, και έτσι ακολουθήσαμε την ίδια προσέγγιση,” λέει ο Πέιτον. “Η πρόκληση ήταν: πως να παρουσιάσουμε συνηθισμένα πράγματα, με τρόπο που να είναι δραστικά διαφορετικός, από το πόσο φυσιολογικά τα αντιλαμβανόμαστε, κάνοντας το γνώριμο, ξαφνικά παράξενο και απρόβλεπτο. Δεν είναι κάποια εξωπραγματική χώρα του φανταστικού. Στο νησί υπάρχουν εκπληκτικά πράγματα, είναι όμως πράγματα που αναγνωρίζουμε, με δραστικά αλλαγμένες αναλογίες.
“Δεν ισχυρίζομαι πως κάθε κομμάτι φαντασίας στην ταινία είναι ακριβές,” προσθέτει. “Αλλά ήμασταν προσεκτικοί ώστε όλα να έχουν μια βάση ρεαλισμού. Μετά από αυτό... απλά ακολουθήσαμε το ρεύμα.”
[[page_break]]
ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Όταν αρχίζει η ιστορία, ο νεαρός Σον δεν βρίσκεται εκεί που θα ήθελε. Έχουν περάσει χρόνια από τον θάνατο του μπαμπά του και η μητέρα του Λιζ, που την υποδύεται η Κριστίν Ντέιβις, έχει πρόσφατα παντρευτεί με τον Χανκ και έχει μετακομίσει στο Οχάιο. Χωρίς τους φίλους του και με έναν πατριό που είναι πεπεισμένος πως δεν τους συνδέει τίποτα, ο Σον περνάει πολλές μοναχικές ώρες, μελετώντας προσεκτικά τους χάρτες του και τα βιβλία του Ιούλιου Βερν και ονειρεύεται ανεξερεύνητες γωνιές του κόσμου που τον περιμένουν.
“Αισθάνεται παγιδευμένος,” λέει ο Τζος Χάτσερσον που επιστρέφει σε ένα ρόλο που έχει ωριμάσει παράλληλα με την πραγματική του ζωή, στα τέσσερα χρόνια που πέρασαν από το “Ταξίδι στο Κέντρο της Γης”. “Είναι έτοιμος να κάνει μεγαλύτερα πράγματα και είναι γεμάτος περιέργεια για τον κόσμο, κάτι που καταλαβαίνω απόλυτα. Νομίζω πως πολλοί το καταλαβαίνουν, ακόμα κι αν δεν τους ενδιαφέρει να ανακαλύψουν απαραίτητα, χαμένα νησιά. Υπάρχει μια κινητήριος δύναμη να βγεις στον κόσμο μόνος σου, να καταλάβεις και να ανακαλύψεις πράγματα μόνος σου.”
Ειδικότερα, ο Χάτσερσον τονίζει, “Ο Σον δε θέλει να έχει καμία σχέση με τον πατριό του. Θεωρεί πως ο τύπος δεν έχει τίποτα να του προσφέρει, είναι εκτός μόδας, ξενέρωτος και δεν έχει φαντασία. ”
Ο Ντουέιν Τζόνσον υποδύεται τον Χανκ, ένα βετεράνο του Ναυτικού, που έχει τη δική του κατασκευαστική εταιρία και είναι συνηθισμένος να αντιμετωπίζει τα πράγματα κατάματα και να διορθώνει προβλήματα. Αλλά, δυσκολεύεται να βρει τον τρόπο να διορθώσει το συγκεκριμένο. “Όπως όλοι οι έφηβοι—κι εγώ δεν αποτέλεσα εξαίρεση—ο Σον θεωρεί πως έχει όλες τις απαντήσεις,” λέει ο Τζόνσον. “Έχει βιώσει αρκετή εγκατάλειψη, μεταξύ του χαμού του μπαμπά του και τα ταξίδια του παππού του, έτσι είναι φυσιολογικά δύσπιστος, όταν μια νέα πατρική φιγούρα μπαίνει στην ζωή του. Ο Χανκ με τον Σον είναι από την αρχή στα μαχαίρια, καθώς ο ένας προσπαθεί να έρθουν πιο κοντά και ο άλλος θέλει να μεγαλώσει την απόσταση τους.”
Συνεχίζει ο Τζόνσον, “Η οικογένεια είναι το σημαντικότερο πράγμα για τον Σον και η πρόθεση του, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, είναι να ενώσει και πάλι την οικογένεια του.”
Αλλά όσο ευγενείς κι αν είναι οι προθέσεις του Χανκ, ο Σον θεωρεί πως ο πατριός του, φταίει για όλα τα στραβά της ζωής του, τη δεδομένη στιγμή. Περισσότερο απ όλα, είναι σίγουρος πως είναι το μοναδικό πράγμα που στέκεται ανάμεσα σε εκείνον και μια ζωή εξερευνητή που θεωρεί πως είναι αναφαίρετο δικαίωμα του.
Αυτή η υπόθεση θα τεσταριστεί συντομότερα από ότι πιστεύει ο Σον, όταν θα λάβει ένα περίεργο ραδιοφωνικό σήμα μια νύχτα. Είναι ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα ΣΟΣ που υποπτεύεται πως μπορεί να προέρχεται από τον παππού του, Αλεξάντερ, για τον οποίο το μόνο που ξέρει είναι πως προσπαθεί να αποδείξει πως το Μυστηριώδες Νησί, από το βιβλίο του Βερν, είναι πραγματικό και όχι μυθοπλασία.
Οι πρώτες τέσσερις λέξεις είναι: ΤΟ ΝΗΣΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΑΡΚΤΟ.
“Ο Αλεξάντερ είναι το είδωλο του Σον. Κάνει σχεδόν πάντα ότι θέλει και είναι πάντοτε σε κάποια αποστολή,” λέει ο Χάτσερσον. “Αν ο Αλεξάντερ βρίσκεται σε μπελάδες, τότε ο Σον θα κάνει τα πάντα για να τον βρει.”
Την ίδια στιγμή, ο Χανκ θα κάνει τα πάντα για να πλησιάσει τον Σον, ακόμα και να τον συνοδεύσει στην Νότια Θάλασσα, σε κάτι που θεωρεί πως είναι ένα άσκοπο κυνηγητό, προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται για ένα νησί ξεχασμένο από τους πάντες, απλά για να τον έχει από κοντά. Αλλά μερικές μέρες μετά, έπειτα από μια παρ’ ολίγον μοιραία προσγείωση στο πιο απίθανο μέρος που έχει δει, κανείς δεν είναι περισσότερο έκπληκτος από τον ίδιο τον Χανκ. Στην πραγματικότητα είναι σχεδόν άφωνος... εκτός από λίγα προσεκτικά λόγια που λέει στον υποκινητή όλων των μπελάδων τους: τον ένα και μοναδικό Αλεξάντερ Άντερσον, τον απόντα παππού του Σον και μεγαλύτερο οπαδό του Βερν.
Ο Σον από την άλλη πλευρά, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ενθουσιασμένος και δικαιωμένος. Αλλά η ευφορία του, που βρήκε τον παππού του, έχει σύντομο τέλος, όταν μαθαίνει πως το να φύγουν από το νησί θα είναι πολύ πιο δύσκολο από την άφιξη τους και πως έχουν πολύ λίγο χρόνο, για να το καταφέρουν. Το έδαφος από κάτω τους βυθίζεται. Ολόκληρη η μάζα του νησιού θα βυθιστεί σε λίγες μέρες, αν όχι ώρες, και η μικρή ελπίδα επιβίωσης είναι στα χέρια τους. “Όταν συνειδητοποιούν ότι θα πρέπει να συνεργαστούν, τότε είναι που οι ατομικές τους δυνάμεις θα βγουν στη φόρα με απρόσμενους τρόπους,” λέει ο Πέιτον.
Ο Τζόνσον γελάει, λέγοντας, “Ο επικείμενος θάνατος είναι το καλύτερο κίνητρο για ομαδική δουλειά.”
Ενώ η κρίση τους ενώνει σε ένα κοινό σκοπό, υπογραμμίζει και το γεγονός ότι ο καθένας βρίσκεται εκεί για τους δικούς του λόγους. “Είναι όμως η εξελισσόμενη σχέση μεταξύ του Σον και του Χανκ που συνδέει τα πάντα και αποτελεί τον οδηγό μας στην ιστορία,” λέει ο Πέιτον.
Παρομοίως, ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία, είναι η ανταγωνιστική σχέση του παππού του Σον με τον πατριό του που αλλάζει διαρκώς, καθώς οι δυο άντρες συναγωνίζονται μεταξύ τους, για την προσοχή του Σον. Οι δυο ηθοποιοί δεν παραλείπουν να αναφέρουν πως απολάμβαναν, να ρίχνουν βέλη ο ένας στον άλλο. “Υπάρχει συνέχεια μια γερή δόση αντιπαράθεσης που κάνει τα πράγματα ενδιαφέροντα,” σημειώνει ο Τζόνσον. “Λατρεύω την ένταση στην οθόνη, ειδικά όταν είναι δοσμένη με χιούμορ.”
Ο Κέιν περιγράφει τον χαρακτήρα του σαν “ένα είδος τρελού εξερευνητή. Πηγαίνει σε διάφορα μέρη, όσο πιο παράξενα, τόσο το καλύτερο και η εύρεση του άπιαστου Μυστηριώδους Νησιού είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα της καριέρας του. Το πρόβλημα είναι ότι αποφασίζοντας να μοιραστεί το μυστικό με τον εγγονό του, βάζει το νεαρό άνδρα και όλους όσοι είναι μαζί του σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση.”
Περήφανος παππούς και ο ίδιος, ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός, έλεγε στους παραγωγούς στην αρχή των γυρισμάτων, πως ήθελε τα εγγόνια του να μπορούν να κοκορευτούν για το ότι στην ταινία ιππεύει μια τεράστια αγριομέλισσα. Λέει, “Δεν γυρίζω πολλές οικογενειακές ταινίες, αλλά έχω τρία εγγόνια και δεν ήθελα να περιμένουν μέχρι τα 18, για να δουν μια ταινία μου. Επιπλέον, το σενάριο ήταν ευφυές και ευχάριστο, δεν έχω συμμετάσχει σε μια 3D ταινία και ήθελα να συμβαδίζω με την εποχή μου.”
Αλλά οι παραπάνω τρεις γενιές ανδρών, δεν θα λύσουν τις διάφορες τους εντελώς μόνοι τους. Μαζί τους, εκπροσωπώντας ένα εντελώς διαφορετικό είδος οικογενειακής δυναμικής είναι ο Γκαμπάτο και η Καιλάνι, που τους υποδύονται ο Λουίς Γκάζμαν και η Βανέσα Χάτζενς, ένας πατέρας με την κόρη του, που με το ελικόπτερο τους θα μεταφέρουν τον Σον και τον Χανκ στο νησί από το γειτονικό Παλάου. Εξαιτίας ενός εκτυφλωτικού τυφώνα που καταστρέφει το ελικόπτερο, θα μείνουν όλοι μαζί αποκλεισμένοι στο νησί.
Σε πρώτη ανάγνωση, το κίνητρο του Γκαμπάτο, για να πει το ναι σε μια δουλειά που μπορεί και να τους κοστίσει τη ζωή, είναι τα χρήματα. Είναι το κίνητρο του για τα πάντα. Όταν άλλοι οδηγοί αρνήθηκαν την πρόσκληση να ρισκάρουν ένα δρομολόγιο στο διάσημο “νεκροταφείο πλοίων”, σε αναζήτηση του αόρατου, μυθικού κομματιού γης, ακόμα και με μεγάλη αμοιβή, ο εξωστρεφής πιλότος άδραξε την ευκαιρία—με την εμφανή αποδοκιμασία της πιο λογικής κόρης του.
“Ο Γκαμπάτο είναι ένας εύθυμος τύπος, που αποφασίζει να πετάξει με του τουρίστες, σε αυτό τον παράδεισο,” λέει ο Γκάζμαν, που πέρασε υπέροχα με τον ρόλο και συνείσφερε μερικές αξέχαστες ατάκες, ατάκες που ευχαρίστησαν τους υπόλοιπους ηθοποιούς και το συνεργείο. “Είναι επίσης, ένας μπαγαμπόντης. Δεν υπάρχουν πολλά που θα αρνούνταν, για την σωστή τιμή.”
Αλλά ο Γκαμπάτο είναι απλά ένας πατέρας που παλεύει να δώσει στην Καιλάνι, το φως της ζωής του, αυτό που επιθυμεί περισσότερο: την δυνατότητα να σπουδάσει. Από την δική της πλευρά, η Καϊλάνι τον αγαπάει πολύ και εκτιμά την προσπάθεια του. Δεν πιστεύει, όμως, στ’ αλήθεια πως η μικροσκοπική τους επιχείρηση θα καταφέρει να τους μαζέψει αρκετά χρήματα για σπουδές. Η αλήθεια είναι πως ο μπαμπάς δεν είναι και ιδιαίτερα επιτυχημένος επιχειρηματίας και η επιχείρηση τους, η Gabato’s Luxury Tours, δεν θα είχε πολλές πιθανότητες επιβίωσης, χωρίς τη δική της βοήθεια,” σημειώνει ο Πέιτον.
Η αλληλεπίδραση τους, είναι ταυτόχρονα συγκινητική και αστεία. “Η Βανέσα καταφέρνει να είναι η φωνή της λογικής, στην δική του αφέλεια.,” λέει η Σάρλοτ Χάγκινς.
“Η Καϊλάνι είναι σκληρή, επειδή πρέπει,” λέει η Χάτζενς. “Προσέχει τον πατέρα της. Είναι επίσης ντόμπρα, και, από την αρχή, για το μόνο πράγμα που είναι περισσότερο ειλικρινής είναι το πόσο κακή ιδέα είναι αυτή η δουλειά.”
Και, μερικά λεπτά αφού ξεκινήσει η πτήση τους, φαίνεται πως έχει δίκιο.
Όχι μόνο η πτώση του ελικοπτέρου καταστρέφει το μοναδικό μέσο μεταφοράς τους, αλλά φαίνεται να καταστρέφει κάθε ελπίδα του Σον να τραβήξει την προσοχή της. Αντίθετα, κεντρίζει την οργή της όμορφης Πολυνήσιας, καθώς τον θεωρεί υπεύθυνο, τόσο για το ατύχημα, όσο και για τις καταστροφές που τους περιμένουν.
“Ο Σον είναι ονειροπόλος και η Καϊλάνι πιο πρακτική. Θέλει να της εμφυσήσει το πνεύμα της εξερεύνησης, αλλά εκείνη εστιάζει στους κινδύνους,” εξηγεί ο Χάτσερσον.
Έχοντας ζυγίσει τον Αμερικανό έφηβο με το που πάτησε πόδι στο ελικόπτερο, η Καϊλάνι είναι πεπεισμένη πως δεν θα έχει την παραμικρή ιδέα για το πως είναι η ζωή και τα προβλήματα της. Αλλά στη συνέχεια, αρχίζει να σκέφτεται πως ίσως να έχει κάνει λάθος, ιδιαίτερα όταν κυριολεκτικά αρχίζουν να πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, μετά από κάθε έκπληξη που τους επιφυλάσσει το νησί. “Αποδεχόμενη αυτή την εμπειρία και ότι προσφέρει, σημαίνει πως θα πρέπει να ανοίξει την καρδιά της και η Καϊλάνι έχει συνηθίσει να λειτουργεί με την λογική,” λέει η Χάτζενς. “Αλλά παρασύρεται σε αυτό τον απίθανο κόσμο και μαθαίνει περισσότερα, απ’ όσα υπολόγιζε.”
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΕΡΕΣ
Το “Ταξίδι 2: Το Μυστηριώδες Νησί” γυρίστηκε σε τοποθεσίες του Οάλου, στην Χαβάη, το Φθινόπωρο του 2010. Το νησί παρείχε ποικιλία εδαφών, από αμμώδεις ακτογραμμές και ομιχλώδεις κοιλάδες, μέχρι σπηλιές και βουνά με ηφαιστειακή δραστηριότητα. Οι τοποθεσίες περιλάμβαναν σημεία που έχουν χρησιμοποιηθεί σε ποικίλες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές, όπως η Halona Beach Cove, γνωστή και ως Eternity Beach, σημείο που έγινε διάσημο από τους Μπαρτ Λάνκαστερ και Ντέμπορα Κερ, στην ταινία “Από Εδώ ως την Αιωνιότητα.”
Οι δημιουργοί χρησιμοποίησαν, επίσης, εγκαταστάσεις στην Βόρεια Καρολίνα για την ολοκλήρωση ορισμένων σκηνών, όπως η πτώση του ελικοπτέρου.
Μέρος της δράσης ήταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπως η σκηνή με το τεράστιο, αρπακτικό, ηλεκτρικό χέλι, για την οποία ο Τζόνσον και ο Χάτσερσον πρόσθεσαν στο βιογραφικό τους και μαθήματα καταδύσεων. Για την σκηνή κατασκευάστηκε μια τεράστια δεξαμενή 80 ποδιών σε διάμετρο και 20 ποδιών σε βάθος που μπορούσε να γεμίσει με 750,000 γαλόνια νερού.
“Ήταν σωματικά ιδιαίτερα απαιτητικά γυρίσματα,” λέει ο Χάτσερσον. “Ακόμα και οι σκηνές που δεν είχαμε την βοήθεια των κασκαντέρ, το να σκαρφαλώνουμε ή να περπατάμε πάνω από ρίζες δέντρων σήμαινε πως μπορούσες ανά πάσα στιγμή να φας τα μούτρα σου... κάτι που μου συνέβη αρκετές φορές.
Ο σκοπός του Πέιτον στην ταινία ήταν να δημιουργήσει μια κινηματογραφική εμπειρία που θα σε απορροφά με κάθε σημασία της λέξης, με ενδιαφέρουσα δράση και εντυπωσιακές τοποθεσίες. Για να βοηθήσει το καστ να μπει στην σωστή ψυχοσύνθεση, τους έπαιζε ακόμα και το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας από τον συνθέτη Άντριου Λόκινγκτον, το οποίο και είχε βρεθεί πριν το ξεκίνημα της παραγωγής. Ο Λόκινγκτον κέρδισε Βραβείο BMI, το 2008, για την μουσική της ταινίας “Ταξίδι στο Κέντρο της Γης.”
Όπως και με την πρώτη ταινία, η επιλογή να γυρίσουν σε 3D έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Λέει ο Βίνσον, “Μια ταινία δράσης σαν αυτή, σου δίνει την δυνατότητα, να σχεδιάσεις σκηνές δράσης που εκμεταλλεύονται στο μέγιστο, αυτή την τεχνολογία. Για παράδειγμα οι σκηνές με τις μέλισσες ή τη σαύρα ή το ηλεκτρικό χέλι είναι εντυπωσιακές και φτιαγμένες ειδικά για την εμπειρία του 3D.”
Ένα από τα πράγματα που ελπίζουν οι δημιουργοί να περάσουν στους θεατές της ταινίας είναι η αίσθηση του δέους, με το οποίο ο Ιούλιος Βερν διαπότιζε τις περιπέτειες του.
“Σαν παιδί, μεγαλώνοντας, αυτά τα βιβλία ήταν τα καλοκαιρινά μου αναγνώσματα,” θυμάται ο Φλιν. “Είναι το είδος της ιστορίας που κάνει την φαντασία σου να ταξιδεύει. Το να κάνεις μια ταινία σήμερα, βασισμένη σε ένα βιβλίο του Ιούλιου Βερν και να τον γνωρίζεις σε ένα νέο κοινό, είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό.”
“Είναι όλα όσα ήθελα να δω στην μεγάλη οθόνη, όταν ήμουν παιδί και κάτι που νομίζω πως είναι όμορφο να βλέπει όλη η οικογένεια,” καταλήγει ο Πέιτον. “Έχει δράση, γέλιο, παράξενα πλάσματα και ορισμένες συγκινητικές στιγμές που ελπίζω να έχουν απήχηση τόσο σε ενήλικες, όσο και σε παιδιά.”