ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤOΝ FRANCOIS OZON
Πώς γνωρίσατε την Emmanuele Bernheim;
Γνώρισα την Emmanuele το 2000, μέσω του τότε ατζέντη μου, Dominique Besnehard. Είχα γυρίσει τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά του Under the Sand, τα γυρίσματα είχαν διακοπεί για λόγους χρηματοδότησης. Σε κανέναν δεν άρεσε το σενάριο ή το αρχικό υλικό, οπότε ο Dominique πρότεινε να συναντήσω μια συγγραφέα που δεν ήξερα, την Emmanuele Bernheim, για να ξαναγράψουμε το σενάριο. Ένιωθε ότι θα ταιριάζαμε καλά και είχε δίκιο: τα καταφέραμε και γίναμε φίλοι αμέσως. Μοιραζόμασταν παρόμοια γούστα στις ταινίες, στους ηθοποιούς και στην σωματική τους έκφραση, και μου άρεσε πολύ το φυσικό στυλ της γραφής, ‘μέχρι το κόκαλο’.
Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν διαβάσατε το Everything Went Fine;
Μου έστειλε ένα πρόχειρο του βιβλίου της, πριν την εκτύπωση, και συγκινήθηκα πάρα πολύ να ανακαλύψω και να μοιραστώ την εμπειρία της με τον πατέρα της. Μου άρεσε ο ρυθμός, ο τόνος, το τέλος, το σασπένς της κορύφωσης που μοιάζει σχεδόν με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και η διφορούμενη και αμφιλεγόμενη ανακούφιση των δύο αδερφών που ολοκλήρωσαν την «αποστολή» τους. Η Emmanuele ρώτησε αν θα με ενδιέφερε η προσαρμογή του βιβλίου για τον κινηματογράφο. Ήμουν σίγουρος ότι θα έκανε μια όμορφη ταινία, αλλά ήταν τόσο πολύ η δική της ιστορία που, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μου, δεν μπορούσα να δω πώς να την κάνω δική μου. Άλλοι κινηματογραφιστές ενδιαφέρθηκαν και υπήρξαν πολλές προσφορές για τα δικαιώματα. Με κράτησε ενήμερο μέχρι την επιλογή του Alain Cavalier, ο οποίος δυστυχώς δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το έργο λόγω του καρκίνου της Emmanuele. Ωστόσο, από αυτή την εμπειρία, ο Cavalier έκανε ένα όμορφο ντοκιμαντέρ, το Living and Knowing You Are Alive το 2019.
Τι σας έκανε να θελήσετε να το προσαρμόσετε τώρα;
Ο θάνατος της Emmanuele, η απουσία της, με έκανε να θέλω να είμαι ξανά μαζί της. Ίσως επίσης, σε προσωπικό επίπεδο, ένιωσα πιο έτοιμος να βουτήξω στην ιστορία της. Συχνά χρειάζομαι χρόνο με τα βιβλία που έχω διασκευάσει, για να τα αφήσω να ωριμάσουν, να καταλάβω πώς να τα κάνω δικά μου. Και ήθελα να συνεργαστώ με τη Sophie Marceau. Της είχα παρουσιάσει πολλά σενάρια και ιδέες στο παρελθόν και συναντούσαμε πολύ ο ένας τον άλλον, αλλά τίποτα δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ένιωσα διαισθητικά ότι αυτή ήταν τελικά η κατάλληλη στιγμή, το σωστό έργο. Της έστειλα λοιπόν το βιβλίο της Emmanuele και της άρεσε. Και ξεκίνησα να γράφω το σενάριο.
Εξερευνάτε ένα κοινωνικό ζήτημα εδώ, όπως κάνατε στο Θέλημα του Θεού, αλλά η προσέγγισή σας αυτή τη φορά είναι πολύ διαφορετική. Εδώ, παίρνετε μια πιο οικεία οπτική γωνία.
Στο Θέλημα του Θεού ξεκίνησα με προσωπικές εμπειρίες, αλλά σύντομα η ταινία επεκτάθηκε για να εξερευνήσει την ομαδική εμπειρία και την πολιτική σκοπιά του θέματος. Εδώ, εξερευνώ την προσωπική εμπειρία της Emmanuele. Στην ταινία δεν γίνεται ποτέ συζήτηση για την ευθανασία. Προφανώς, οδηγούμαστε να αναλογιστούμε τα συναισθήματά μας και τα ερωτήματα μας για τον θάνατο, αλλά αυτό που με ενδιέφερε πάνω απ’ όλα ήταν η σχέση μεταξύ του πατέρα και των θυγατέρων του. Ωστόσο, λέγοντας αυτήν την ιστορία, ένιωσα ότι η Emmanuele είχε μια έντονη αντίδραση, καθώς αντιμετώπισε μια κοινωνία που δεν μας αφήνει να οργανώσουμε έναν επιθυμητό θάνατο με νόμιμο και δομημένο τρόπο. Δεν νομίζω ότι τα παιδιά ή οι αγαπημένοι του ατόμου πρέπει να φέρουν αυτό το βάρος και όλες τις ενοχές που το συνοδεύουν.
Πώς καταφέρατε να προσαρμόσετε το βιβλίο;
Η Emmanuele γράφει για τις πράξεις των ανθρώπων με περιγραφικό τρόπο. Το βιβλίο είναι γεμάτο διαλόγους και συζητήσεις, επομένως η προσαρμογή του ήταν αρκετά απλή, ρευστή και χρονολογική. Αλλά υπήρχαν τρύπες στην ιστορία, και κατά κάποιον τρόπο ένιωθα τι έλλειπε χωρίς ωστόσο να είμαι απολύτως σίγουρος. Έτσι, όπως με το Θέλημα του Θεού, έκανα τη δική μου έρευνα, κυρίως με τους εν ζωή πρωταγωνιστές της ιστορίας: τον σύντροφο της Emmanuele Serge Toubiana και την αδελφή της Pascale Bernheim. Υπήρχε μια κραυγαλέα απουσία στο βιβλίο: Η Claude deSoria, η μητέρα της Emmanuele, την οποία, σχεδόν ποτέ, δεν μου είχε αναφέρει. Είναι το ένα τυφλό σημείο του βιβλίου. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήταν πολύ άρρωστη και είχε χρόνια κατάθλιψη. Στην ταινία, μαθαίνουμε ότι είναι καλλιτέχνης. Το έμαθα ο ίδιος αρκετά αργά, μετά τον θάνατο της Emmanuele. Η Claude de Soria ήταν μια σημαντική γλύπτης, αναγνωρισμένη στον κόσμο της τέχνης. Έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι υπήρχε άλλη μια καλλιτέχνης στην οικογένεια, εκτός από την Emmanuele, την συγγραφέα. Η Pascale Bernheim μου έδωσε ένα βιβλίο για τη μητέρα τους και μου έδειξε τη δουλειά της και ένα ντοκιμαντέρ, όπου τη βλέπουμε να δουλεύει με τσιμέντο. Η Claude de Soria ποτέ δεν θεωρητικολόγησε για το έργο της. Ανακαλεί συγκεκριμένα πράγματα, με οργανικούς, υλικούς όρους. Η Emmanuele ήταν το ίδιο με τη γραφή της.
Το πρώτο της βιβλίο ονομάζεται Le Crand’Arret (Switchblade). Δεν μπορούσα να μην δω μια αναφορά στα γλυπτά της Claude de Soria, που μοιάζουν με μαχαίρια ή λεπίδες. Αυτή η καταγωγή του έργου της έθρεψε τη φαντασία μου για την οικογένεια και έκανε την απόρριψη της Εμμανουέλ ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.
Δεν είχε κανένα από τα έργα της μητέρας της στο σπίτι της. Μια ακόμα ιστορία: ο αινιγματικός G.M., του οποίου το όνομα είναι Gerard στην ταινία. Στο βιβλίο ονομάζονται όλοι ξεκάθαρα εκτός από τον μυστηριώδη G.M, ο οποίος ήταν ο εραστής του Andre. Οι αδερφές δεν τον συμπάθησαν ποτέ και αυτό ήταν το κωδικό τους όνομα για εκείνον: G.M. που σήμαινε Γκρός Μέρντε (Μεγάλο Σκατό)! Η Emmanuele ανησυχούσε για το πώς θα αντιδρούσε, γι’ αυτό δεν τον κατονόμασε στο βιβλίο. Άλλαξα επίσης το όνομά του. Η Emmanuele και η αδερφή της ήταν πεπεισμένες ότι ήταν αυτός που τους παρέδωσε στην αστυνομία και ήταν πολύ θυμωμένες. Εξαιτίας του, έγινε ακόμη πιο αδύνατο για εκείνες να συνοδεύσουν τον πατέρα τους στην Ελβετία. Μου κίνησε το ενδιαφέρον και με διασκέδασε αυτός o χαρακτήρας, τον οποίο δεν γνώρισα. Φαντάστηκα ότι ο Ζεράρ αγαπούσε αληθινά τον Αντρέ και ήθελε να τον σώσει. Στην ταινία, η Emmanuele υπερασπίζεται τον Gerard στο τέλος, μιλώντας στους μπάτσους για την προσήλωση του από αγάπη.
Πόσο άνετα νιώσατε να επεξεργαστείτε με αυτόν τον τρόπο και να απομακρυνθείτε από την πραγματικότητα, όπως περιγράφεται στο βιβλίο;
Φυσικά δεν είχα καμία επιθυμία να προδώσω την Emmanuele. Αλλά έπρεπε να κάνω την ιστορία δική μου. Ήξερα την Emmanuele αρκετά καλά ώστε να ξέρω ότι δεν θα είχε προσβληθεί και δεν θα με είχε λογοκρίνει. Μπορεί μάλιστα να της άρεσε που ο G.Μ δεν ήταν τόσο κακός, σαν χαρακτήρας, τελικά. Η ίδια ήταν γενναιόδωρη στο γράψιμό της, με την τάση να αμβλύνει την βία και να επικεντρώνεται στην ανθρωπιά και την ομορφιά των πραγμάτων.
Η Emmanuele και η αδελφή της Pascale είναι πολύ δεμένες, αλλά υπάρχει και λίγη αντιπαλότητα. Ο Andre ζήτησε από την Emmanuele να τον βοηθήσει να πεθάνει, όχι από την Pascale. Αυτό αφήνει να εννοηθούν πράγματα σχετικά με την οικογενειακή ψυχολογία που δεν ήταν ξεκάθαρα στο βιβλίο και πυροδότησε τη φαντασία μου. Στην πραγματικότητα, η Emmanuele ήταν μόνη όταν έλαβε το τελευταίο τηλεφώνημα από την Ελβετίδα κυρία. Αλλά ήθελα να ενώσω τις δύο αδερφές, αν και η Emmanuele κρατά το τηλεφώνημα για τον εαυτό της. Αυτό που απαιτεί ο Andre από την κόρη του μπορεί να φαίνεται απαράδεκτο, αλλά η κακία του τον κάνει ακαταμάχητο. Μερικοί άνθρωποι έχουν τόσο πολύ χάρισμα που δεν μπορείς παρά να τους αγαπήσεις. Είναι αντιπαθητικοί και κυνικοί, αλλά ταυτόχρονα τόσο έξυπνοι, γοητευτικοί και αστείοι...
Ο Αντρέ είναι ένας βαθιά εγωιστής άνθρωπος, αλλά είναι γεμάτος ζωή. Παντρεύτηκε την Κλοντ ντε Σόρια από αστική σύμβαση, αλλά παρ’ όλα αυτά έζησε τη ζωή του όπως ήθελε, χωρίς περιορισμούς, αγκαλιάζοντας την ομοφυλοφιλία του. Έκανε ό,τι ήθελε, χωρίς συμπόνια ή εκτίμηση για κανέναν άλλον, εκτός από τον εγγονό του. Η Emmanuele μιλούσε συχνά για τον πατέρα της. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Ξέρω ότι γελούσαν πολύ. Το νιώθουμε αυτό στο βιβλίο, και ήταν σημαντικό για μένα να το εκφράσω στην ταινία. Ο χαρακτήρας του ασθενούς που μοιράζεται το δωμάτιο του Andre στο νοσοκομείο, τον οποίο υποδύεται ο Jacques Nolot, αντιπροσωπεύει διαφορετικό τύπο πιθανής πατρικής φιγούρας. Είναι ένας άντρας που βλέπει την Emmanuele στο ρόλο της κόρης: «Ο πατέρας σου είναι τυχερός που έχει μια κόρη σαν κι εσένα». Ενώ ο Αντρέ δεν θα μπορούσε να νοιάζεται λιγότερο. Ποτέ δεν ευχαριστεί τα κορίτσια. Στο ασθενοφόρο στο τέλος θα μπορούσε να τους ευχαριστήσει για όλα όσα είχαν κάνει, αλλά όχι, όλα αφορούν μόνον εκείνον! Ήταν ένας λαμπρός άνθρωπος, δεν μπορούσες να του πεις όχι, αλλά ήταν κακός πατέρας. Προσέβαλε την Emmanuele όταν ήταν παιδί, αποκαλώντας την χοντρή και άσχημη. Η Emmanuele είπε ότι ήταν πιο πολύ φίλη του παρά κόρη του.
Θέλατε να δουλέψετε με τη Sophie Marceau εδώ και καιρό. Η Sophie Marceau είναι ηθοποιός της γενιάς μου. «Μεγάλωσα μαζί της» με έναν τρόπο και πάντα με ενδιέφερε. Μου άρεσε που την κινηματογράφησα τώρα, στα πενήντα της. Αυτή η ταινία είναι ένα είδος ντοκιμαντέρ εκείνην, με τον ίδιο τρόπο που ήταν το Under the Sand για την Σάρλοτ Ράμπλινγκ. Δεν εξωραίζουμε τίποτα. Είναι εκεί, παρούσα, νιώθει και εκφράζει την ευαισθησία της. Στην κουζίνα με τον Serge στο τέλος, σπάει και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά του. Δεν έγραψα έτσι τη σκηνή. Δεν ήθελα να κλάψει, ήθελα να σώσω τη συγκίνηση για το τηλεφώνημα με την Ελβετίδα κυρία. Αλλά η Sophie το ένιωσε διαφορετικά και είχε δίκιο.
Μιλήστε μας για την επιλογή του Andre Dussollier να παίξει τον “αδιόρθωτο γέρο” που είναι ο πατέρας της.
Λατρεύω τον Andre στις ταινίες του Alain Resnais. Και στο Le Beau Mariage του Rohmer. Αμέσως ενθουσιάστηκε με αυτή την ιστορία και κατάλαβε στο λεπτό τον χαρακτήρα. Λάτρεψε το αυθόρμητο χιούμορ και έφερε απολαυστική αναίδεια στον ρόλο. Του έδειξα ένα βίντεο του Andre Bernheim για να αντλήσει έμπνευση από την προσωπικότητά του και τον τρόπο ομιλίας του. Και κάναμε πολλή έρευνα για τα εγκεφαλικά. Το βιβλίο ήταν πολύ ακριβές και συναντήθηκε επίσης με γιατρούς που εξήγησαν τις διάφορες φάσεις του επακολουθούν ενός εγκεφαλικού για να το κάνουμε όσο πιο αληθινό γινόταν. Η ακρίβεια του Andre, η εμμονή του με την ακρίβεια στην απεικόνιση του εγκεφαλικού επεισοδίου και ο τρόπος ομιλίας του ενίσχυσαν πραγματικά τον ρόλο. Δεν είχε τον παραμικρό φόβο για την εικόνα του - μας άφησε να ξυρίσουμε το κεφάλι του και να παραμορφώσουμε το πρόσωπό του με μια προσθετική. Του είπα, «Όταν το κοινό βλέπει για πρώτη φορά τον Αντρέ, πρέπει να σοκαριστεί και να μην πιστέψει ότι είσαι εσύ». Ήθελα η παράλυση του Αντρέ να φανεί από την αρχή. Καθώς πλησιάζει στο θάνατο, υποχωρεί και το κέφι και η χαρά του επιστρέφουν.
Αυτή είναι η τρίτη φορά που συνεργάζεστε με την Geraldine Pailhas.
Σκέφτηκα ότι η Geraldine θα παίξει πολύ ταιριαστά την αδερφή της Sophie. Υπάρχουν παραλληλισμοί στην καριέρα τους που διευκολύνουν τις φανταστούμε σαν αδερφές. Και οι δύο ξεκίνησαν με τον Claude Pinoteau και δούλεψαν με τον Maurice Pialat όταν ήταν νέες. Ήταν για άλλη μια φορά πραγματική χαρά να συνεργαστώ με την Geraldine. Πάντα καταλαβαίνει τι θέλω αμέσως. Γλίστρησε αμέσως στον χαρακτήρα της Pascale και με την Sophie είχε μια πραγματική χημεία. Είναι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά τα πήγαν υπέροχα. Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ ήταν η προφανής επιλογή για να παίξει τη μητέρα τους. Είναι ένας μικρός αλλά βασικός ρόλος. Η παρουσία της είναι πολύ σημαντική. Και ήθελα να ρίξω φως στην Claude de Soria, την καλλιτέχνη. Αυτά τα επιχειρήματα κέρδισαν τη Charlotte, μαζί με την σχέση μας με την Emmanuele μέσω του Under the Sand.
Και η Hanna Schygulla στον ρόλο της Ελβετίδας;
Την είχα γνωρίσει πριν από χρόνια στο φεστιβάλ του Αμβούργου, όπου μου απένειμε το βραβείο Douglas Sirk! Την θαυμάζω ως ηθοποιό. Μου άρεσε η δουλειά της με τον Fassbinder. Στην αρχή τη ρώτησα αν μπορούσε να κάνει ελβετική-γερμανική προφορά, αλλά δεν ήταν πολύ αρμονική. Και επειδή μου άρεσε ο τόνος της φωνής της και η απαλή γερμανική προφορά της όταν μιλάει γαλλικά, είπα, “Ξέχνα τα ελβετογερμανικά. Θα είσαι μια Γερμανίδα που εργάζεται στην Ελβετία.” Στο βιβλίο, η Emmanuele αγκαλιάζει την αστυνομικό. Ήθελα όμως να αγκαλιάσει την Ελβετίδα κυρία, έναν όμορφο χαρακτήρα, που διακατέχεται από μια αινιγματική ανθρωπιά.
Το να γυρίζεις έναν κατάκοιτο άνδρα σε ένα νοσοκομείο πρέπει να παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις για έναν σκηνοθέτη.
Πράγματι. Η κινηματογράφηση ενός χαρακτήρα που βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο υποδεικνύει μια σταθερή κάμερα και επαναλαμβανόμενες λήψεις-αντίστροφες λήψεις. Ευτυχώς υπήρξαν αρκετές αλλαγές τοποθεσίας. Ο Andre Bernheim άλλαξε νοσοκομεία αρκετές φορές και ακολουθήσαμε αυτές τις αλλαγές. Ξεκινάμε από το Lariboisiere, ένα δημόσιο νοσοκομείο, και μετά μετακομίζουμε σε ένα πολυτελές νοσοκομείο πριν καταλήξουμε σε μια ιδιωτική κλινική. Αυτές οι αλλαγές μας επέτρεψαν να εξερευνήσουμε πολύ διαφορετικές νοσοκομειακές εμπειρίες στην πορεία.
Η σκηνή κολύμβησης στη Βρετάνη είναι εμβληματική της επιθυμίας σου να ρίξεις τη ζωή στην ιστορία όπου μπορείς. Η ταινία θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα εξ ολοκλήρου σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, αλλά δεν ήθελα να κάνω ένα ιατρικό φιλμ. Ο Αντρέ Μπερνχάιμ ήταν γεμάτος ζωή. Η επιθυμία του να πεθάνει πηγάζει από το γεγονός ότι δεν μπορεί πια να ζήσει όπως του αρέσει να ζει. Η ταινία είναι στο πλευρό της ζωής, όπως και το βιβλίο. Σε αυτό το πνεύμα, όπου μπορούσα να εμφυσήσω λίγο χιούμορ, ειρωνεία, το έκανα. Ήρθε φυσικά με τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες. Και ήταν απαραίτητο. Όταν κάνεις μια ταινία από την πλευρά της ζωής, χρειάζεσαι γέλιο. Η Emmanuele ήταν πολύ αστεία και της άρεσε να γελάει. Φαίνεται ότι και στον πατέρα της άρεσε επίσης. Μοιράζονταν ένα μαύρο χιούμορ.
Είμαι βέβαιος ότι θα της άρεσε που γύρισα τη σκηνή που η Pas- cale μου είπε για το πού το Q πέφτει από τη λέξη “coquille” στο εστιατόριο της κλινικής. Η ταινία μοιάζει λίγο με ένα ημερολόγιο. Αυτή η ιστορία είναι μια αντίστροφη μέτρηση , επομένως οι ημερομηνίες είναι σημαντικές. Έχουν σημασία για τον Αντρέ.
Είναι αυτός που θέλει να ξαναπρογραμματίσει τον θάνατο μετά την ακύρωση του πρώτου ραντεβού. Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ότι θα χάσει τα μυαλά του και δεν θα έχει πλέον την ελεύθερη βούληση που απαιτείται για να προσδιορίσει ο ίδιος τον θάνατό του. Οι κόρες του δεν θα είναι πλέον σε θέση να οργανώσουν το ταξίδι εάν δεν έχει την ικανότητα να πάρει την απόφαση συνειδητά. Καθώς πλησιάζουμε στη μοιραία μέρα, το σασπένς δημιουργείται: Θα προχωρήσει το σχέδιό του; Άλλαξε γνώμη ή θα τα στυλώσει; Τα φλας μπακ προσθέτουν μια χρονική και φανταστική διάσταση στην ιστορία. Προκαλούσαν έπληξη στο βιβλίο της Emmanuele, ήταν πολύ μακριά από το συνηθισμένο στυλ γραφής της. Πραγματικά αναρωτήθηκα αν θα τα κρατήσω, και αν ναι, πώς να τα κινηματογραφήσω; Ήθελα να είναι πιο πολύ υποβλητικά παρά επεξηγηματικά. Αναμνήσεις της σκληρότητας του πατέρα της. Η εβραϊκή πίστη προκαλείται, ιδίως όταν η Αμερικανίδα ξαδέρφη επικρίνει τον Αντρέ ότι ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή του ενώ πολλοί στην οικογένειά τους είχαν πεθάνει στα στρατόπεδα. Στην πραγματική ζωή ήταν η αδερφή του Αντρέ και όχι η ξαδέρφη του που επέζησε από τα στρατόπεδα. Χρησιμοποίησα αυτή τη λεπτομέρεια για να δημιουργήσω ένα επεισόδιο με την ξαδέρφη του Simone. Αυτό ήταν επίσης κάτι που δεν υπήρχε στο βιβλίο. Φαινόταν σημαντικό να κατανοήσουμε τα διακυβεύματα που εμπλέκονται στην απόφαση του Αντρέ να πεθάνει σε σχέση με αυτό το οικογενειακό ιστορικό. Η Emmanuele δεν μου μίλησε ποτέ γι’ αυτό. Ο Αντρέ ζητά να διαβαστεί το Καντίς στην κηδεία του για την ομορφιά της προσευχής. Αυτός ήταν o εστέτ μέσα του. Δεν ήταν θρησκευόμενος.
Μια τελευταία λέξη;
Χαίρομαι που είπα αυτήν την ιστορία, αλλά μακάρι η Emmanuele να ήταν ακόμα εδώ. Θα ήθελα πολύ να της είχα δείξει την ταινία. Ήταν τόσο ειλικρινής και πάντα πετύχαινε το κέντρο του στόχου. Θα μου είχε πει την γνώμη της, η οποία ήταν πάντα σημαντική για μένα στη δουλειά μου. Αυτό που με κάνει χαρούμενο σήμερα είναι να σκέφτομαι ότι η ταινία μπορεί να εμπνεύσει τους ανθρώπους να ανακαλύψουν το έργο της Claude de Soria και, ακόμα περισσότερο, να διαβάσουν ή να ξαναδιαβάσουν τα βιβλία της Emmanuele.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΟΦΙ ΜΑΡΣΩ
Ο Φρανσουά Οζόν ήθελε να συνεργαστεί μαζί σας εδώ και πολύ καιρό. Στο παρελθόν, όποτε ο Φρανσουά με σκέφτηκε, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή ή ο σωστός ρόλος, αλλά η επιθυμία να συνεργαστούμε ήταν αμοιβαία! Μου άρεσαν οι ταινίες του εδώ και πολύ καιρό. Είναι ένας πολύ παραγωγικός σκηνοθέτης, ενεργητικός, περίεργος, που παρατηρεί με κοφτερή ματιά την κοινωνία και τις αδυναμίες της. Με εντυπωσίασε ιδιαίτερα το See the Sea. Ηταν μια απίστευτη ταινία. Αργότερα, το Under the Sand, το Swimming Pool... Ακόμη και πριν διαβάσω το Everything Went Fine, ήμουν έτοιμη να συνεργαστώ. Δεν μπορούσα να απορρίψω τον Φρανσουά ξανά!
Το υλικό με έπεισε και το έργο μου ταίριαξε σαν γάντι. Οι ταινίες είναι διασταυρώσεις διαφορετικών επιθυμιών. Να δουλέψεις με έναν σκηνοθέτη, να παίξεις έναν ρόλο, να εξερευνήσεις ένα θέμα, να ζήσεις στιγμές... Αυτή ήταν μια όμορφη συνάντηση.
Γνωρίζατε την Emmanuele Bernheim;
Την γνώριζα λίγο την Emmanuele, μέσα από τη δουλειά της ως σεναριογράφος με διάφορους σκηνοθέτες. Αλλά δεν ήξερα τα βιβλία της. Όταν ο Φρανσουά μου έδωσε το Όλα πήγαν καλά, ανακάλυψα μια συγγραφέα που, με λίγες μόνο λεπτομέρειες, σε βυθίζει στην ψυχολογία και το βάθος του θανάτου. Η ιστορία της είναι ριζοσπαστική, αλλά ποτέ βίαιη ή βάναυση. Απλώς ακούγεται αληθινή. Με εντυπωσίασαν οι ομοιότητες στις δημιουργικές διαδικασίες του Φρανσουά και της Emmanuele. Έχουν την ίδια όρεξη για πραγματικές αφηγήσεις, καλό ρυθμό, τέλειους μηχανισμούς. Οι χαρακτήρες τους θα μπορούσαν να είναι πιο αναλυτικοί, αλλά επιλέγουν να προσεγγίζουν τη ζωή με χιούμορ και αυθορμητισμό: πηγαίνοντας από τη μια έκθεση τέχνης στην άλλη, από το ένα γεύμα στο επόμενο... Είναι πραγματικοί εστέτ. Θεωρούν ότι χάνουν χρόνο με κουβέντες ή παράπονα. “ Όχι κραυγές!” όπως λέει ο πατέρας στο τέλος. Η Emmanuele και o Φρανσουά μοιράζονται επίσης την τέχνη της έκφρασης της ζωής μέσω συγκεκριμένων λεπτομερειών, χρησιμοποιώντας τες ως τον φακό για να εξερευνήσουμε τις μεγάλες ανατροπές στις μικρές μας υπάρξεις και πώς τις αντιμετωπίζουμε. Γεννήθηκαν για να συνεργαστούν! Στην καρδιά της ταινίας βρίσκεται ένας πατέρας που θέλει «να τελειώσει». Καθώς δουλεύαμε στην ταινία, φανταζόμουν έναν ηλικιωμένο Ινδιάνο να πεθαίνει στο βουνό του. Είναι όλα μέρος μιας τελετουργίας, και κάποιος χρειάζεται να τον συνοδεύσει σε αυτό... Νομίζω ότι η ευθανασία πρέπει να είναι ατομική επιλογή. Πρέπει να πάρουμε πιο σοβαρά την επιθυμία να πεθάνουμε. Είναι μέρος της συμφωνίας μας με τη ζωή. Δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε τους ανθρώπους λίγο πριν πεθάνουν. Αυτή η ιστορία μου έδειξε πώς μπορείς να πεθάνεις με αξιοπρέπεια σε μια χώρα όπου αυτό εξακολουθεί να είναι παράνομο. Λατρεύω το στοιχείο “crime fiction”, προσθέτει σασπένς. Η Pascale και η Emmanuele γίνονται παράνομες που πρέπει να «θάψουν το σώμα», το οποίο σε αυτή την περίπτωση δεν έχει ακόμη πεθάνει! Η κατάσταση είναι σχεδόν σατανική όταν κρύβουν τον Αντρέ στο σπίτι της Emmanuele και του Serge.
Παρά το σοβαρό θέμα της, υπάρχει πράγματι πολύ χιούμορ στην ταινία. Ακραίες κρίσεις, όπως αυτή, προσφέρονται για κωμικές καταστάσεις και ασύλληπτες τρομερές κρίσεις νευρικού γέλιου. Η θλίψη είναι κάτι που όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας, οπότε θα μπορούσαμε επίσης να γελάσουμε με αυτό. Ο Αντρέ μας βοηθά σε αυτό. Είναι τόσο αυθάδης και υπέροχος με τον εγωισμό και τα ξεσπάσματα του.
Η Emmanuele υποβάλλεται στον θάνατό του, ενώ δεν το επέλεξε. Αυτό προσθέτει πολυπλοκότητα στην ταινία και την εμποδίζει από το να γίνει μελοδραματική. Η απόφαση του πατέρα της χτυπά την Emmanuele σαν βαριοπούλα, και η αμεσότητά της προσδίδει πολυπλοκότητα στην ιστορία. Η Emmanuele δεν έχει χρόνο να χάσει. Πρέπει να ορμήσει στη δράση και να διαχειριστεί μια εξαιρετικά ασυνήθιστη κατάσταση, που έγινε ακόμη πιο βάναυση επειδή ο Αντρέ αναρρώνει από το φλερτ με τον θάνατο. Η απόφασή του να τελειώσει αληθινά με την ασθένεια του είναι σαν δεύτερος θάνατος, ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να ελπίζει ότι θα τα καταφέρει. Δεν είναι τυχαίο που ζήτησε από την Emmanuele να τον βοηθήσει. Η Emmanuele ήταν τόσο ζεστή και εξυπηρετική, αναμφίβολα εν μέρει επειδή ζούσε με τον φόβο μήπως χάσει αυτόν τον κάπως «άπιαστο» πατέρα, ο οποίος ζούσε εγωιστικά, όπως κάνουν συχνά οι πατεράδες, ειδικά εκείνης της γενιάς. Ο θάνατος κρυβόταν πάντα γύρω τους και ήταν κεντρικός στον δεσμό τους. Είχε τάσεις αυτοκτονίας και εκείνη θα ήθελε πολύ να τον σκοτώσει όταν ήταν παιδί. Όλα τα παιδιά φοβούνται ότι οι γονείς τους θα πεθάνουν, καθώς αυτό υπογραμμίζει την ευάλωτη θέση τους. Η νεαρή Emmanuele φοβόταν επίσης ότι o πατέρας της μπορεί να αυτοπυροβοληθεί στο κεφάλι. Έτσι, όταν της ζητά να τον βοηθήσει να πεθάνει, πυροδοτεί αναμνήσεις της κοιμισμένης παρουσίας του θανάτου ανάμεσά τους όλα αυτά τα χρόνια. Ξαναφέρνει την ιστορική τους δυναμική: Πρέπει για άλλη μια φορά να υποταχθεί στον πατέρα της, να βάλει πρώτα αυτό που θέλει εκείνος. Και πάλι, όλη η απογοήτευση που την συνοδεύει θα μείνει ανέκφραστη. Πραγματικά ένιωσα την αγάπη της Emmanuele για τις ταινίες τρόμου. Χωρίς αμφιβολία ήταν μια διέξοδος για την παγιωμένη οργή της. Η Emmanuele είναι πολύ δεμένη με την αδερφή της. Έχω μόνο έναν αδερφό, γι’ αυτό μου άρεσε να παίζω με την φαντασίωση της στενής σχέσης με μια αδερφή. Ήταν αδύνατο να αντιγράψω την Emmanuele.Από φυσικής άποψης, δεν μοιάζουμε καθόλου, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, γιατί αυτή η ιστορία έχει ένα ισχυρό γενικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, ταιριάξαμε πολύ με το γούστο της στα χρώματα και τα ρούχα. Ο τρόπος που ντύνεσαι σε βοηθά πραγματικά να δημιουργήσεις έναν χαρακτήρα. Στην Emmanuele άρεσαν τα διακριτικά χρώματα, τα μπλε, τα γκρι και τα μαύρα και τα πρακτικά, άνετα ρούχα. Και συχνά φορούσε αθλητικά παπούτσια. Όλα αυτά λένε πολλά για εκείνη, το πόσο σταθερή ήταν, τη φιλοσοφία της ζωής της.
Νιώσατε την ανάγκη να συναντήσετε τους κοντινούς της;
Είχα συναντήσει τον Serge Toubiana στο παρελθόν και τον είχα δει μια φορά πριν από τα γυρίσματα, αλλά όχι για να συζητήσω την ταινία. Ωστόσο, διάβασα το υπέροχο βιβλίο που έγραψε για την Emmanuele, με τίτλο Les Bouees Jaunes. Αυτό με βοήθησε να δω την Emmanuele μέσα από τα μάτια του άντρα που την αγάπησε. Την έφερε στο φως και αποκάλυψε μερικές μικρές, ιδιωτικές λεπτομέρειες που με βοήθησαν να τη γνωρίσω καλύτερα. Η Emmanuele ήταν πολύ ερωτευμένη με τον σύντροφό της, έφερε ισορροπία στη ζωή της. Ήταν πιο χαλαρή μαζί του, γινόταν πιο παιδιάστικη, λιγότερο υπεύθυνη, όχι πια η σκληρή Emmanuele που δεν τα παρατάει ποτέ. Είναι πολύ χρήσιμο να γνωρίζεις τέτοια πράγματα όταν παίζεις χαρακτήρα.
Πώς ήταν να δουλεύεις με τον Andre Dussollier;
Ο Αντρέ ! Τι ηθοποιός! Με έκανε να γελάσω, με έκανε να κλάψω. Μου αρέσει που μετά από τόσα χρόνια, είναι ακόμα τόσο παθιασμένος και τόσο επαγγελματίας. Ο Αντρέ βρίσκεται πάντα στην καρδιά του έργου, στην υποκριτική του και στην αλληλεπίδρασή του. Ζωντανεύει τόσο όμορφα την τρομερή και όμως παραδόξως ακαταμάχητη έλξη του χαρακτήρα. Αυτή ήταν επίσης η πρώτη φορά που δούλεψα με τη Charlotte Rampling. Έχει τόσο όμορφο φως. Και είναι Αγγλίδα, οπότε με κέρδισε εντελώς! Όσο για τον Eric Caravaca, είναι τρελά γοητευτικός και τόσο έξυπνος. Ο Serge είναι ένας μικρός ρόλος, αλλά μένει αληθινός στον χαρακτήρα: Κάποιες φορές είναι εκεί και κάποιες όχι, αλλά πάντα αγαπάει πολύ παρά τις απουσίες του. Και αγαπάει βαθιά τον πατέρα της Emmanuele. Έχουν ενδιαφέροντα αστεία για την τέχνη και τον κινηματογράφο.
Και πώς ήταν να δουλεύεις με τον Francois Ozon;
Κάθε σκηνοθέτης έχει τον δικό του τρόπο δουλειάς. Ο Φρανσουά είναι αποτελεσματικός, ξεκάθαρος, αυστηρός. Είναι οργανωμένος και άμεσος, δεν χασομερά. Μόλις καταλάβει το νόημα μιας σκηνής, δεν μένει σε ψυχολογικές λεπτομέρειες. Ο Φρανσουά είναι πάντα πίσω από την κάμερα, ακόμα και στην ίδια την ζωή! Σε παρατηρεί πάντα. Όχι απαραίτητα για να χρησιμοποιήσει τα πάντα, περισσότερο για να επιλέξει αυτό που χρειάζεται. Για να βρει τα χρώματα που σου ταιριάζουν. Στους ηθοποιούς αρέσει να τους βλέπουν με αυτόν τον τρόπο. Παίρνουμε θέση να ξεκινήσουμε τις πρόβες, και το επόμενο πράγμα που καταλαβαίνεις, είναι ότι ξεκινά την κάμερα.
Μπορεί να είναι ανησυχητικό στην αρχή, αλλά πρέπει να συνεχίσεις να κινείσαι μαζί του. Ο καθένας πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος, από το συνεργείο μέχρι τους ηθοποιούς, και δεν θέλει να κρυβόμαστε στα τρέιλερ μας! Το σετ του Φρανσουά είναι σαν τεντωμένο σκοινί που δεν χαλαρώνεις ποτέ. Η προσέγγισή του απαιτεί πραγματική παρουσία μυαλού και έντονη εστίαση, αλλά εξοικονομεί επίσης πολύ χρόνο και ενέργεια. Δεν είχα παίξει εδώ και πολλά χρόνια και το ότι επέστρεψα, με αυτή τη δυνατή ιστορία να διηγηθώ, με αυτούς τους ηθοποιούς για συνεργάτες, με αυτό το συνεργείο και αυτόν τον σκηνοθέτη με έκανε τόσο χαρούμενη και πραγματικά ανανέωσε την επιθυμία μου να είμαι ηθοποιός.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ANDRE DUSSOLLIER
Γνωρίζατε τις ταινίες του Francois Ozon;
Ναι, μερικές από αυτές, και μου άρεσε πολύ η ιδέα να είμαι σε μία από αυτές! Μου άρεσε η χαρακτηριστική συντομία του Ozon στο σενάριο της ταινίας. Και απόλαυσα την πρόκληση να υποδυθώ έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε μια δύσκολη φυσική κατάσταση και που ήταν πατέρας μιας φίλης του Φρανσουά. Ασχολήθηκα αμέσως να συλλάβω την αλήθεια του χαρακτήρα.
Διαβάσατε το βιβλίο της Emmanuele Bernheim;
Οχι. Δεν ήθελα να επιβαρύνομαι με περιττές συγκρίσεις. Το σενάριο ήταν η πραγματικά δουλειά του Φρανσουά, και σε αυτό έπρεπε να βουτήξω. Αν επέλεξε να παραλείψει ορισμένα στοιχεία από το βιβλίο, είναι ότι δεν τα ήθελε στην ταινία και δεν ήταν η δουλειά μου να επέμβω. Για τον ίδιο λόγο, δεν ήθελα να γνωρίσω κανέναν από τους φίλους ή τους αγαπημένους του Andre Bernheim.
Πώς προσεγγίζεις έναν χαρακτήρα που βρίσκεται σε τόσο ασυνήθιστη φυσική και ηθική κατάσταση;
Ο Φρανσουά με έβαλε να δω μερικά ντοκιμαντέρ για ανθρώπους που επέλεξαν να πεθάνουν με αξιοπρέπεια. Υπήρχε ένα συγκεκριμένο για μια γυναίκα που δεν φαινόταν τόσο άρρωστη. Την ακολουθούμε από το σπίτι της μέχρι το μέρος στην Ελβετία όπου πάει να πεθάνει. Εντυπωσιάστηκα πολύ από την αποφασιστικότητά της να διατυπώσει αυτή την τελική απόφαση και να την ακολουθήσει μέχρι το τέλος. Όσο για τη φυσική αναπαράσταση της ασθένειας, συναντήσαμε μία διδάκτορα στο νοσοκομείο Lariboisiere που εργάζεται για την αποκατάσταση θυμάτων εγκεφαλικού. Καθόμουν εκεί, χωρίς μακιγιάζ, και άρχισα να της μιλάω με τη φωνή που θα έβγαζα για τον πρωταγωνιστή, για να δω αν ήταν αρκετά ρεαλιστική, για να δω αν οι επιπτώσεις της ασθένειας στην ομιλία μου ήταν αξιόπιστες. Είχα επίσης πρόσβαση σε κάτι πολύ ξεχωριστό: το βίντεο του Andre Bernheim, που τράβηξε η Emmanuele Bernheim, στο οποίο λέει ότι θέλει να το πάει μέχρι το τέλος. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά χρήσιμο υλικό. Ήταν σαν μια Βίβλος για την υποκριτική μου στην ταινία. Επέστρεφα σε αυτό κάθε μέρα για να κατανοήσω τον τρόπο ύπαρξης και ομιλίας του. Όχι για να τον αντιγράψω - δεν ήταν ευρέως γνωστός ο ίδιος - αλλά για να αντλήσω έμπνευση από το πνεύμα του, για να απορροφήσω τον ρυθμό του, τον τρόπο ομιλίας του.
Όταν σε βλέπουμε για πρώτη φορά στην ταινία, είσαι ουσιαστικά αγνώριστος.
Τα προσθετικά είναι ένα σημαντικό εργαλείο για να ζωντανέψεις τέτοιο χαρακτήρα. Χαιρετίζω το έργο του σχεδιαστή προσθετικού μακιγιάζ Pierre-Olivier Persin, ο οποίος δημιούργησε τη μερική παράλυση του προσώπου του Andre: τους ατροφικούς μύες, τα πεσμένα βλέφαρα, το γυρισμένο χείλος, την αδράνεια του δέρματος και την αντίθεση με την ανεπηρέαστη πλευρά του πρόσωπο. Για τοποθετήσουμε αυτά τα προσθετικά χρειαζόταν δυόμισι ώρες κάθε πρωί. Ήταν λίγο οδυνηρό, αλλά έτσι κέρδισα το δικαίωμα να παίξω τον Andre Bernheim ! Ο Andre είναι χαρισματικός παρά τη φυσική του κατάσταση. Ο Andre είναι κάθε άλλο παρά ένας αξιολύπητος χαρακτήρας. Κάθε φορά που αισθάνεται καλύτερα, οι κόρες του χαίρονται και αισιοδοξούν ότι η βελτίωσή του ίσως του αλλάζει γνώμη, όπως συμβαίνει συχνά. Αλλά εκείνος εξακολουθεί να θέλει να πεθάνει, παρά την καλύτερη υγεία του! Τίποτα δεν θα τον κάνει να αλλάξει γνώμη, ούτε καν οι προσπάθειές του να ολοκληρώσει την λογοθεραπεία. Μου έκανε εντύπωση αυτό. Δεν νομίζω ότι θα είχα τη δύναμη να κοιτάξω τον θάνατο στα μάτια όπως εκείνος. Είναι από εκείνους τους αποφασιστικούς ανθρώπους που είναι απόλυτα αληθινοί με τον εαυτό τους. Τολμά να είναι ο εαυτός του. Ποτέ δεν φοράει μάσκα ούτε κρύβεται πίσω από συμβάσεις. Ο Andre έχει μια ισχυρή, ειλικρινή και άμεση προσωπικότητα. Δεν ρετουσάρει την αυθεντικότητά του, όσο σκληρή κι αν είναι. Η συμπεριφορά του Andre μπορεί να είναι αρκετά αυθαίρετη. Ειδικά όταν κατηγορεί ψευδώς τις κόρες του ότι θέλουν να τον ξεφορτωθούν! Μου άρεσε να παίζω έναν τέτοιο χαρακτήρα! Ο Andre είναι σαν μεγάλο παιδί. Προσπαθεί να ξεφύγει από το θυμό των κοριτσιών του. Παίρνουμε επίσης μια γεύση από το πόσο κακός τύπος μπορούσε να είναι όταν τα κορίτσια ήταν μικρά. Και ακόμη και τώρα λέει στην Emmanuele, «Ήσουν ένα τόσο άσχημο παιδί!». Το να λες πράγματα που συνήθως δεν λένε οι άνθρωποι ήταν πολύ διασκεδαστικό.
Ο Andre είναι ένας από αυτούς τους χαρακτήρες που ελευθερώνουν την δυναμική σας.
Νομίζω ότι έχει την ίδια επίδραση και στο κοινό. Μειώνει το βάρος των συμβάσεων και του βάρους του θέματος. Ο Andre δείχνει επίσης μια ισχυρή σωματική ζωντάνια με τους νεαρούς άντρες που συναντά. Μου αρέσει που ο Andre δεν στερεί τίποτα από τον εαυτό του. Ο Φρανσουά μου ψιθύρισε στο αυτί, “Δείτε τη θηλυκότητα με την οποία περπατάει!” Πρότεινε μερικά πράγματα που δεν είχαν προγραμματιστεί και ήξερε ότι δεν θα αρνιόμουν γιατί πάντα μου άρεσαν οι ιδέες του για βελτίωση. Η σκηνή όπου μια νοσοκόμα πλένει τον Andre είναι ένα καλό παράδειγμα. Αυτή η εικόνα είναι τόσο έξυπνη, ακατέργαστη, αληθινή, μια όμορφη σκηνή από κάποιον διακριτικό όπως ο Φρανσουά. Ο Andre ζητά από την κόρη του να τον βοηθήσει να το τελειώσει και αυτό είναι αρκετά σοκαριστικό. Μπορεί να φαίνεται κακό ή στρεβλό να ζητάς την αγαπημένη σου κόρη - που παρεμπιπτόντως κάποτε φαντασιώθηκε να σε σκοτώσει - να σε βοηθήσει να τερματίσεις την ζωή σου. Αλλά εγώ το βλέπω περισσότερο ως χειρονομία αγάπης. Το ζητάει από εκείνη συγκεκριμένα γιατί έχουν έναν ιδιαίτερο, πλούσιο και προνομιακό δεσμό. Η σχέση τους είναι μοναδική και αληθινή. Και είναι το επίπεδο του δεσμού τους που εμποδίζει την ταινία να γλιστρήσει ποτέ στο μελό.
Πώς ήταν λοιπόν η συνεργασία με τη Sophie Marceau;
Ήταν σκέτη χαρά. Είναι τόσο ζωντανή. Η Sophie είναι σταρ, αλλά ταυτόχρονα είναι προσγειωμένη, αυθόρμητη και γνήσια. Νομίζω ότι ο τρόπος ύπαρξης της φαίνεται μέσα στην ταινία. Υπήρξε μια στιγμή στο γύρισμα που με συγκίνησε πραγματικά. Όταν η Emmanuele κινηματογραφεί τον πατέρα της με το κινητό για δεύτερη φορά, η Sophie είχε πίσω της την κάμερα καθώς έκανα τη δήλωσή μου. Άρχισε να κλαίει καθώς με κινηματογραφούσε. Σκέφτηκα ότι ο Φρανσουά θα γύριζε την κάμερα και θα την κινηματογραφούσε, αλλά δεν το έκανε. Και ούτε εκείνη τον περίμενε. Απλώς την είχε πιάσει το συναίσθημα. Η Geraldine Pailhas έχει επίσης έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης. Το καλοπροαίρετο βλέμμα, η παρουσία της, η ευγένειά της με βοήθησαν πραγματικά. Και η συνεργασία ξανά με τη Σάρλοτ Ράμπλινγκ! Πόσο μου αρέσει το χιούμορ της! Και μετά υπάρχει φυσικά η Hanna Schygulla, η οποία παίζει υπέροχα την γαλήνια Ελβετίδα που οργανώνει την επίσημη αναχώρηση του Αντρέ χωρίς ίχνος στοργής ή πάθος. Είχα δουλέψει μαζί της στο θέατρο. Ήμασταν μαζί στο έργο του Jean-Claude Carriere L’Aide Memoire. Ήταν διασκεδαστικό να δουλέψω μαζί της πάλι. Το casting στην ταινία είναι πολύ ευρηματικό. Εμπλουτίζει τους χαρακτήρες, τους αντιστοιχεί σωστά. Ο Φρανσουά Οζόν έχει τη φήμη ότι γυρίζει πολύ γρήγορα. Το δύσκολο κομμάτι γενικά για εμάς τους ηθοποιούς, τουλάχιστον για μένα, είναι όλη η αναμονή στο πλατό όσο στήνεται το συνεργείο. Λατρεύω λοιπόν που ο Φρανσουά κινείται τόσο γρήγορα. Είναι γρήγορος αλλά με σεβασμό. Θα δοκιμάσει οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί, αλλά δεν βυθίζεται ποτέ στη ματαιοδοξία. Κατά κάποιο τρόπο μου θύμισε τον Alain Resnais. Χρησιμοποιούσαμε το πιο επίσημο «vous», τον πληθυντικό μεταξύ μας, αλλά μοιραστήκαμε την ίδια υπέροχη αίσθηση δεσμού μέσα από το έργο.