Μπορεί το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων να λειτουργεί άψογα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να προστατέψει τους μάρτυρες από τον ίδιο τους τον εαυτό. Ειδικά, αν πρόκειται για πρώην μέλη της μαφίας που είναι εθισμένα στην παρανομία. Ο Fred Manzoni (Robert De Niro), ένας σκληροτράχηλος και βίαιος Αμερικανός μαφιόζος μετακομίζει με τη σύζυγο (Michelle Pfeifer) και τα δυο του παιδιά σε μια ήσυχη κωμόπολη της Νορμανδίας υπό την επίβλεψη ενός πράκτορα του FBI (Tommy Lee Jones). Όμως, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει η φύση των ανθρώπων και η οικογένεια Manzoni θα υποκύψει ξανά στις εγκληματικές της συνήθειες. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μερικοί «παλιόφιλοι» από τη Νέα Υόρκη αποφασίσουν να επισκεφτούν τη Γαλλία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η γραφική και ήρεμη γαλλική κωμόπολη θα γίνει σύντομα το σκηνικό μιας εκρηκτικής αντιπαράθεσης.
Πληροφορίες
Τo “Επικίνδυνη Οικογένεια” σε σκηνοθεσία του Luc Besson (Λεόν, Νικίτα) και παραγωγή του Martin Scorsese σηματοδοτεί την πολυαναμενόμενη επιστροφή του διάσημου σκηνοθέτη στο είδος της εκρηκτικής περιπέτειας. Γνωστός για τα ατμοσφαιρικά του θρίλερ, ο Besson διασκευάζει το βιβλίο Bad Fellas του Tonino Benacquista σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Michale Caleo (Sopranos) και επιστρατεύει τους Robert De Niro, Michelle Pfeiffer, Tommy Lee Jones και Dianna Agron (Glee) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το αποτέλεσμα είναι μια πολλά υποσχόμενη μαύρη κωμωδία με καταιγιστική δράση και έξοχες ερμηνείες.
Να σας συστήσουμε τους Manzonis, γνωστοί και ως Blakes.
Όταν ο αρχιμαφιόζος Giovanni Manzoni (Robert De Niro) έγινε χαφιές, δεν φανταζόταν ότι θα έδινε μια νέα διάσταση στον όρο οικογένεια. Με σκηνικό τη γραφική Νορμανδία και με παρέα την εκρηκτική σύζυγο, την πιο Αμερικανίδα δεν γίνεται κόρη και τον ανήσυχο γιο του, αυτός ο πάτερ φαμίλιας έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους πρώην συντρόφους τους, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.
«Ο Giovanni, γνωστός με το όνομα Fred Blake, έχει κάνει ξανά απόπειρες για καινούρια αρχή σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αρχικά στην Αμερική, μετά στο Παρίσι και στη Νότια Γαλλία», εξηγεί ο Luc Besson. «Κανένα από αυτά τα μέρη δεν λειτούργησε, κυρίως γιατί ο ίδιος και η οικογένεια του δεν μπορούν να αντισταθούν στις παλιές τους τακτικές. Τώρα βρίσκονται σε ένα μικροσκοπικό γαλλικό χωριό, όπου πιστεύουν ότι τίποτα δεν συμβαίνει. Αλλά κάνουν λάθος. Τότε είναι που συμβαίνουν όλα».
«Το χιούμορ προκύπτει από τις παρεξηγήσεις μεταξύ της οικογένειας Blake και των καινούριων γειτόνων τους», σχολιάζει ο σκηνοθέτης. «Επικρατεί αντιπαράθεση μεταξύ της οικογένειας και των ντόπιων κατοίκων της Νορμανδίας. Στη γαλλική ύπαιθρο, αν χρειάζεσαι υδραυλικό, πρέπει να περιμένεις δύο χρόνια. Οι τύποι είναι οι βασιλιάδες του κόσμου. Αν δεν τους φερθείς ευγενικά, θα περιμένεις τέσσερα χρόνια. Όλοι τους σε αυτό το χωριό, είτε ο παπάς του χωριού, είτε ο μανάβης, είτε ο υδραυλικός προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους Blake, γιατί νομίζουν ότι είναι πλούσιοι. Αλλά δεν έχουν ιδέα με ποιους έχουν να κάνουν. Δεν μπορείς να τα βάλεις με τον Giovanni Manzoni, ή αλλιώς τον Fred Blake. Αν πας να τον κοροϊδέψεις, θα σε σκοτώσει».
Οι δημιουργοί της ταινίας διασκέδασαν εξίσου σε βάρος των Αμερικανών όσο και των Γάλλων, αξιοποιώντας στο έπακρο τις κωμικές διαστάσεις των χαρακτήρων της ιστορίας. «Δεν κοροϊδεύουμε καμία κουλτούρα, ούτε την αμερικάνικη ούτε τη γαλλική. Προσπαθήσαμε να κάνουμε πλάκα με όλους. Γνωρίζω πώς είναι οι ντόπιοι σε τέτοιου είδους μικρές, επαρχιακές πόλεις μακριά από το Παρίσι. Έχω μεγαλώσει σε τέτοιο μέρος. Επίσης, έχω ζήσει στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, και έτσι ξέρω πολλούς Αμερικάνους και τα κουσούρια τους. Ήταν συναρπαστικό και διασκεδαστικό για μένα να τους έχω όλους μαζί σε ένα μικρό χωριό και να δω τι θα συμβεί», μας λέει ο σκηνοθέτης.
Για την παραγωγό Virginie Besson-Silla, η ιστορία προσφέρει μια νέα, εξαιρετικά διασκεδαστική τροπή στο κλασικό είδος μια ταινίας με μαφιόζους. «Έχουμε δει όλοι ταινίες για τη Μαφία, όπου οι άνθρωποι αναγκάζονται να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή. Ήθελα να εξερευνήσω τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι κρύβονται. Οι χαρακτήρες καταλήγουν σε ένα μικρό χωριό στη Γαλλία, όπου είναι εντελώς σαν ψάρια έξω από το νερό. Είχε πλάκα να παρακολουθείς πώς ανταποκρίνονται στις γαλλικές συνήθειες και πολύ διασκεδαστικό να τους βλέπεις να προσπαθούν να προσαρμοστούν».
Ο Luc Besson συνεργάστηκε με τον σεναριογράφο Michael Caleo για να προσαρμόσουν το μυθιστόρημα του Tonino Benacquista για τη μεγάλη οθόνη. Για να ξετυλίξει την ιστορία, ο συγγραφέας έθεσε το εξής ερώτημα: μπορεί ένας άνθρωπος που έζησε μέσα στη βία να μπει στον σωστό δρόμο; Να είναι νομοταγής και να έχει μια κανονική ζωή;
Ο Benacquista μας εξηγεί πώς προσέγγισε το θέμα: «Έκανα έρευνα σε προγράμματα Προστασίας Μαρτύρων, αλλά το μυθιστόρημα μου είναι πρώτα και κύρια μια κωμωδία για έναν πρώην αρχιμαφιόζο που πρέπει να τα βγάλει πέρα με καθημερινές καταστάσεις. Σκέφτηκα ότι η αντίθεση θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα αν ο χαρακτήρας αυτός έπρεπε να ζήσει στο εξωτερικό σε ένα ανοίκειο περιβάλλον. Έχει να αντιμετωπίσει δύο καταστάσεις ταυτόχρονα: να μάθει να ζει όπως ο καθένας, ενώ πρέπει να προσαρμοστεί στα έθιμα μιας χώρας που τον μπερδεύει».
Επιπλέον, ο συγγραφέας καταπιάστηκε με τις ευθύνες και τις ματαιώσεις της οικογενειακής ζωής. «Όλα τα μέλη της οικογένειας πρέπει να ζήσουν κρυμμένα , εξορισμένα και βουτηγμένα στην ενοχή. Αυτό κάνει την ιστορία οικογενειακή, παρόλο που δεν αφορά μια συνηθισμένη οικογένεια. Οι χαρακτήρες πρέπει να ανταπεξέλθουν σε προκλήσεις που όλοι οι γονείς και τα παιδιά στον κόσμο πρέπει να αντιμετωπίσουν .Το πιο σημαντικό πράγμα είναι η τρυφερότητα που τρέφει ο ένας για τον άλλο», επισημαίνει ο συγγραφέας.
Δεν ήταν στα αρχικά σχέδια του Besson να σκηνοθετήσει την ταινία, αλλά όταν το σενάριο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά και οι Robert De Niro, Tommy Lee Jones, Michelle Pfeifer υπέγραψαν, άρχισε να αναθεωρεί την απόφαση του. «Είχαμε κάνει μια λίστα από υποψήφιους σκηνοθέτες, αλλά καθώς περνούσε ο καιρός, είχαμε αυτό το φανταστικό καστ και δεν ήθελα να δώσω την ταινία σε κανέναν άλλο. Ο Robert De Niro δεν είπε τίποτα μέχρι που το πράγμα έδεσε. Και τότε είπε Luc, γιατί δεν κάνεις εσύ την ταινία; Πώς θα μπορούσα να απορρίψω ένα τέτοιο φιλμ;» , εξομολογείται ο σκηνοθέτης.
Στο γύρισμα, ο Robert De Niro έπρεπε να προσαρμοστεί στους ιλιγγιώδους ρυθμούς του Besson που είναι και το σήμα κατατεθέν του. «Ο Luc δουλεύει πολύ γρήγορα. Τα έχει όλα στο μυαλό του. Όταν έρχεται στο set και όταν είναι πίσω από την κάμερα, έχει τον απόλυτο έλεγχο. Έχει όλον τον καμβά στο μυαλό του. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που δουλεύει, δεν χάνει καθόλου χρόνο. Είναι σημαντικό για τον αυθορμητισμό», σχολιάζει ο πρωταγωνιστής.
Ο σκηνοθέτης αισθανόταν δέος που συνεργαζόταν με έναν οσκαρικό ηθοποιό: « Είδα το Mean Streets και τον Ταξιτζή όταν ήμουν 15» θυμάται ο σκηνοθέτης». «Όμως την ίδια στιγμή, έπρεπε να ανασκουμπωθώ και να δουλέψω. Τι νόημα έχει να έχεις τον Robert De Niro, αν δεν κάνεις κάτι ιδιαίτερο μαζί του; Δουλέψαμε σκληρά. Μου έκανε συνέχεια ερωτήσεις, με έπαιρνε τηλέφωνο και αυτό μου άρεσε. Μπορούσε να με ξυπνήσει ό,τι ώρα ήθελε».
Με πρωταγωνιστή έναν εμβληματικό ηθοποιό, η υπόλοιπη διανομή των ρόλων ήταν εύκολη υπόθεση σύμφωνα με την παραγωγό Virginie Besson-Silla. «Η Michelle Pfeiffer ήταν η πρώτη επιλογή του Luc για τον ρόλο της Maggie. Συμφώνησε πολύ σύντομα, γιατί η ιστορία είναι πολύ ελκυστική, όπως και η ευκαιρία να συνεργαστεί με τον Luc (Besson) και τον Robert (De Niro)».
Η ηθοποιός είχε συνεισφορά στο χτίσιμο του χαρακτήρα. «Η Michelle είναι πολύ συγκεντρωμένη» σχολιάζει ο σκηνοθέτης. «Σε συνδυασμό με έναν ηθοποιό του διαμετρήματος του De Niro, έβαλαν και οι δύο τον καλύτερο τους εαυτό. Δεν είχαν ξαναπαίξει στην ίδια σκηνή, οπότε έκαναν το καλύτερο. Ήταν σκέτη απόλαυση για μένα, γιατί σέβεται ο ένας τον άλλο πάρα πολύ. Ήταν καταπληκτικοί συμπαίκτες».
Η Michelle Pfeiffer έχει πρωταγωνιστήσει στο παρελθόν στην ταινία Married to the Mob, μια κωμωδία για τη μαφία, και παραδέχεται ότι της αρέσει υποδύεται συζύγους μαφιόζων, αλλά την έλκυσε ιδιαίτερα η δυναμική της οικογένειας Manzoni-Blake. «Πάνε το συγκεκριμένο είδος ταινίας σε άλλα μονοπάτια. Η ιστορία δείχνει κυρίως πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά και με τον έξω κόσμο, και αυτό προσδίδει πολύ χιούμορ στην ταινία. Οι ίδιοι είναι οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού τους και δεν μπορούν να προστατευτούν, γιατί δεν κάθονται ήσυχοι. Πρόκειται κυρίως για τον οικογενειακό δεσμό που ξεπερνάει τα πάντα, ανεξαρτήτως συνθηκών».
Το δαιμόνιο ζευγάρι των Pfeiffer και De Niro συμπληρώνει ο Tommy Lee Jones, ως φύλακας άγγελος δύο άτακτων διαβολικών μαφιόζων. Ο σκηνοθέτης έχει συνεργαστεί ξανά με τον Tommy Lee Jones αναλαμβάνοντας την παραγωγή δύο ταινιών που έχει σκηνοθετήσει ο γνωστός ηθοποιός (The Three Burials of Melquiades Estrada και το επερχόμενο The Homesman). Η άποψη του Besson για τον απαιτητικό πρωταγωνιστή είναι πολύ ενδεικτική: «Μη σας περάσει από το μυαλό να τα βάλετε με τον Tommy γιατί θα σας καθαρίσει!» λέει αστειευόμενος. «Παρακολουθεί τα πάντα με αυτά τα μεγάλα, διεισδυτικά μάτια, αλλά ακούει και ό,τι έχεις να του πεις. Αν αυτό που του λες είναι αληθινό και σε καταλάβει, συμφωνεί απόλυτα. Δεν του αρέσει να χάνει χρόνο. Είναι αποτελεσματικός και μου αρέσει αυτό, οπότε ποτέ δεν είχαμε προβλήματα. Μετά την παραγωγή των δύο ταινιών που έχει σκηνοθετήσει, ξέρω πολύ καλά ότι είναι πανέξυπνος».
Οι λόγοι που o Tommy Lee Jones ήθελε από την πρώτη στιγμή να παίξει στην ταινία είναι πολλοί. Εκτός από την ευκαιρία να βρεθεί στα υπέροχα τοπία της Νορμανδίας, ο ηθοποιός είχε κάθε λόγο να συνεργαστεί σε ένα καινούριο project με τον Besson, αλλά και να μοιραστεί το ίδιο πλατό με τον θρυλικό De Niro. «Δεν είχα δουλέψει με τον Bob De Niro ξανά και ήταν κάτι στο οποίο απλά δεν μπορούσα να αντισταθώ. Θαυμάζω όλο του το έργο από τότε που ξεκίνησε. Η όλη διαδικασία ήταν απολαυστική. Είναι πάντα πολύ καλά προετοιμασμένος, πρωτότυπος και δεν αποσπά την προσοχή χωρίς λόγο».
Επιπλέον, ο ηθοποιός ενδιαφέρθηκε για τον διαφορετικό τρόπο που το σενάριο φωτίζει το είδος των οικογενειακών ταινιών. «Μια οικογένεια μαφιόζων έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και έχουν μεταφερθεί στη Γαλλία. Οι δραματικές και οι κωμικές καταστάσεις της ιστορίας προκύπτουν από τις απόπειρες τους να ταιριάξουν με τη γαλλική κοινωνία. Ο ρόλος μου, ο πράκτορας Stansfield, δουλεύει για το FBI και τους επιτηρεί. Είναι ένας είδος άγρυπνου φρουρού που προσπαθεί να τους βοηθήσεις να αποφύγουν την έκθεση. Έχω υποδυθεί ξανά πράκτορες και προσπαθώ πάντα να κάνω τους ρόλους μοναδικούς. Για μένα, κάθε ταινία είναι ένα ξεχωριστό εγχείρημα και δεν επαναλαμβάνω συνεχώς το ίδια και τα ίδια».
Μαζί με τους βετεράνους ηθοποιούς, δυο ανερχόμενοι νέοι είχαν την ευκαιρία να παίξουν στην ταινία. Πρόκειται για την Dianna Agron, που έχει ξεχωρίσει ως μαζορέτα στη γνωστή τηλεοπτική σειρά Glee, και τον John D’Leo που έχει παίξει μικρούς ρόλους στις ταινίες The Wrestler και Brooklyn’s Finest.
«Η Dianna και ο John ήταν καταπληκτικοί» σχολιάζει η Pfeiffer. «Ξεκίνησαν πριν από εμάς, οπότε ήταν στην πρίζα, όταν τους βρήκαμε. Επειδή ο Luc δουλεύει γρήγορα και δεν σπαταλάει χρόνο να κακομαθαίνει τους ηθοποιούς, οι δυο τους έπρεπε να είναι ώριμοι και εξελιγμένοι. Και έχει πλάκα να είσαι μαζί τους. Πέρασα πολύ ωραία δουλεύοντας μαζί τους».
Λίγο πριν βγει στις αίθουσες η καινούρια ταινία του, ο πολυτάλαντος σκηνοθέτης μοιράζεται μαζί μας μερικές σκέψεις για τη δουλειά του. «Για μένα, η ευχαρίστηση του να κάνω μια ταινία είναι η ελπίδα ότι το κοινό θα την απολαύσει. Θέλουμε να έχει πλάκα, πάνω από όλα. Παρ’ όλο που η πλοκή είναι σοβαρή, παραμένει κωμωδία, οπότε ήταν σημαντικό να βρούμε τη σωστή ισορροπία. Ο καλύτερος τρόπος να μην φαίνεσαι επιτηδευμένος είναι να κάνεις κάτι με χιούμορ. Όλοι οι χαρακτήρες είναι πολύ σοβαροί σε αυτό που κάνουν, αλλά παράλληλα χαμογελάνε, γιατί είναι θεότρελοι».
Trivia Fun Facts
• Ο Luc Besson είναι φανατικός οπαδός του Martin Scorsese. Μεγάλωσε όπως λέει ο ίδιος με τον Νονό, τον Σημαδεμένο και Τα Καλά Παιδιά. Μάλιστα όταν αποφάσισε να ζητήσει από τον Robert De Niro να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, αποφάσισε να προσεγγίσει τον Martin Scorsese σε περίπτωση που ήθελε να συμμετάσχει στην ταινία, γιατί με κάποιο τρόπο είναι ένας φόρος τιμής στο έργο του. Τον αναφέρουν άλλωστε και στην ταινία. Όταν ο Scorsese διάβασε το σενάριο ενθουσιάστηκε και ανέλαβε τον ρόλο ενός από τους Executive Producers.
• Όσο για τη διανομή των ρόλων, στο μυαλό του σκηνοθέτη ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι έπρεπε να πρωταγωνιστεί ο θρυλικός Robert De Niro. Αλλά πριν να πει την ιδέα του στον συγγραφέα, τον ρώτησε ποια είναι η άποψη του. Φυσικά, και ο Benacquista είχε ακριβώς την ίδια άποψη.
• Ο Robert De Niro είναι γνωστός για τα στοιχεία αυθεντικότητας που φέρνει στου ρόλους του. Έτσι, όταν αποφάσισε να παίξει στην ταινία έκανε έρευνα για το Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων, για να δει πώς συμπεριφέρονται οι πρώην αρχηγοί του οργανωμένου εγκλήματος, όταν πρέπει να κρυφτούν κάπου μακριά, όπως για παράδειγμα στην επαρχία της Γαλλίας. Επίσης, ο διάσημος ηθοποιός μίλησε με φίλο του δημοσιογράφο που έχει ασχοληθεί εκτενώς με το οργανωμένο έγκλημα για περαιτέρω διευκρινίσεις και πληροφορίες.
• Παρόλο που ο De Niro και η Pfeiffer έχουν ξαναπαίξει μαζί στις ταινίες Stardust και New Year’s Eve, δεν είχαν παίξει ποτέ στην ίδια σκηνή μέχρι τώρα.
• Η κόρη του Besson είναι φανατική οπαδός του Glee, οπότε παρότρυνε τον πατέρα της να συναντήσει την Dianna Agron για τον ρόλο της Belle Blake. «Η Dianna έτυχε να βρίσκεται στο Παρίσι, οπότε ήπιαμε ένα τσάι και με έπεισε κατευθείαν ότι ήταν τέλεια για τον ρόλο. Είχε τη σωστή φωνή και στάση. Είναι πολύ έξυπνη» λέει ο σκηνοθέτης.
• Η ταινία γυρίστηκε σε ένα απείραχτο χωριουδάκι της Νορμανδίας. Η ιδανική αυτή τοποθεσία, η οποία μάλιστα βρίσκεται μερικά μίλια μακριά από το σπίτι του σκηνοθέτη, εντοπίστηκε εντελώς τυχαία. Σύμφωνα με την παραγωγό της ταινίας και σύζυγο του σκηνοθέτη, Virginie Besson-Silla το σπίτι των Manzonis βρέθηκε όταν αρρώστησε η κόρη της και ο μόνος διαθέσιμος γιατρός ήταν σε ένα μικρό χωριό στο οποίο δεν είχε ξαναπάει. Όταν έφτασε εκεί, κατάλαβε ότι ήταν το τέλειο μέρος για να γυρίσει κάποτε μία ταινία. Έτσι όταν προέκυψε το Επικίνδυνη Οικογένεια και ο σκηνοθέτης έψαχνε μέρος για το γύρισμα, η λύση ήταν αυτονόητη.