Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Περιστέρι Αττικής, 11 Δεκεμβρίου 1922 - Αθήνα, 7 Απριλίου 2005) ήταν Έλληνας τραγουδιστής και συνθέτης.
Συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Έλληνες τραγουδιστές-τραγουδοποιούς. Ονομάστηκε «ο Σερ» του ελληνικού τραγουδιού.
Γεννήθηκε στο Περιστέρι στις 11 Δεκεμβρίου 1922, από φτωχή οικογένεια, εργάστηκε αρχικά ως υδραυλικός και παράλληλα έπαιζε κιθάρα. Ήταν το μικρότερο παιδί οκταμελούς οικογένειας.
Στα Δεκεμβριανά κρυβόταν σε πηγάδι στο σπίτι του στο Περιστέρι, αργότερα πήγε φαντάρος το 1945 μέχρι το 1947 όπου συμμετείχε στην ορχήστρα της Μακρονήσου με σκοπό την ψυχαγωγία των αξιωματικών. Ως συνοδός στρατιώτης κρατουμένων, σε μεταγωγή αριστερών το 1948 γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο συνεργάστηκε. Το 1967 τραγούδησε τον ύμνο της χούντας μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Θεοδωράκη για να μην το κάνει.
Έκανε δύο γάμους και απέκτησε 3 παιδιά. Ο γιος του, Γρηγόρης, που έχει το όνομα του πατέρα του, έγινε επίσης τραγουδιστής.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης απεβίωσε έπειτα από βραχύχρονη περίοδο νοσηλείας, στις 7 Απριλίου 2005 σε ηλικία 82 ετών.
Ο «σερ» του ελληνικού πενταγράμμου, όπως χαρακτηρίστηκε, γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 στο Περιστέρι. Φτωχή οικογένεια, πάλευαν να τα βγάλουν πέρα. Μέσα στη θύελλα του '40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία.
Εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα σ' ένα ταβερνάκι της γειτονιάς του, τραγουδώντας με μία κιθάρα, ευρωπαϊκά. Όλα άλλαξαν, όταν μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 πήγε ν' ακούσει τρεις μουσικούς που έπαιζαν με τα μπουζούκια τους σ' ένα κουτούκι. Ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Ο μικρός Γρηγόρης ενθουσιάστηκε κι από τότε ασπάστηκε το ρεμπέτικο και το λαϊκό.
Το 1947 εκτοπίστηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες στη Μακρόνησο, όπου τα βράδια έπαιζε στη Λέσχη Αξιωματικών. Εκεί έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και γνωρίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά την απελευθέρωσή του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης. Τίτλος του πρώτου του δίσκου το «Καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Βαμβακάρη.
Από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι είχε το δικό του τρόπο ερμηνείας, συνεργάσθηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες -Θεοδωράκη («Της δικαιοσύνης», «Ένα το χελιδόνι», «Στο περιγιάλι τ
... Διαβάστε περισσότεραο κρυφό», «Βράχο – βράχο», «Γωνιά – γωνιά»), Χατζιδάκι («Ειμ' αϊτός χωρίς φτερά», «Πάει ο καιρός», «Στο Λαύριο γίνεται χορός», «Μίλησέ μου»), Τσιτσάνη κ.α.- έγραψε ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες («Επίσημη Αγαπημένη», «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου», «Μία γυναίκα φεύγει», «Αμφιβολίες» κ.α.), εμφανίσθηκε στα κοσμικότερα κέντρα των Αθηνών κι ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.
Η «δωρική» φωνή του αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, έδωσε το δικό της βάρος και τη δική της λαϊκότητα στα μεγάλα έργα του Θεοδωράκη, που έγινε ο πιο αποτελεσματικός καταλύτης στο να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, στις πιο απόμερες γωνιές της Ελλάδας.