Ο Λάιονελ Μπάριμορ (28 Απριλίου 1878 - 15 Νοεμβρίου 1954) ήταν Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και του ραδιοφώνου, βραβευμένος με Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία Ελεύθερες ψυχές (A Free Soul, 1931) και γνωστός επίσης για τη συμμετοχή του στις ταινίες: Η Κυρία με τις Καμέλιες (Camille, 1936), Δαίμονες των κυμάτων (Captains Courageous, 1937), Δε θα τα Πάρεις Μαζί σου (You Can't Take it With you, 1938) και Μονομαχία στον Ήλιο (Duel in the Sun, 1946).
Ο δημοφιλέστερος του ρόλος όμως παραμένει εκείνος του σπαγκοραμμένου και μοχθηρού κυρίου Πότερ στην ταινία του Φρανκ Κάπρα Μια Υπέροχη Ζωή (It's a Wonderful Life, 1946).
Ο Μπάριμορ ήταν μέλος της θρυλικής οικογένειας Μπάριμορ, αδελφός των ηθοποιών του θεάτρου και του κινηματογράφου Τζον Μπάριμορ και Έθελ Μπάριμορ.
Γιος των ηθοποιών Μόρις και Τζορτζιάνα Ντρου Μπάριμορ, ο Λάιονελ Μπάριμορ γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια ως Λάιονελ Χέρμπερτ Μπλάιθ κι αργότερα αυτός όπως και τα αδέλφια του ακολούθησαν τα βήματα των γονιών τους υιοθετώντας επίσης το επίθετο Μπάριμορ. Ο Λάιονελ Μπάριμορ ήταν θείος των Τζον Ντρου Μπάριμορ και Νταιάνα Μπάριμορ, καθώς και της κόρης του Τζον Ντρου, ηθοποιού Ντρου Μπάριμορ.
Ο ηθοποιός παντρεύτηκε δυο φορές. Την πρώτη με την ηθοποιό Ντόρις Ράνκιν και τη δεύτερη με την ηθοποιό Αϊρίν Φένγουικ που υπήρξε ερωμένη του αδελφού του Τζον, ενώ η αδελφή της πρώτης του συζύγου ήταν παντρεμένη με τον θείο του Μπάριμορ, Σίντνεϊ Ντρου. Ο πρώτος γάμος του ηθοποιού του χάρισε δυο κόρες την Έθελ και τη Μαίρη, οι οποίες πέθαναν κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και τον έκαναν να απομακρυνθεί από τη σύζυγό του. Χρόνια αργότερα, ο ηθοποιός, έδειξε πατρικό ενδιαφέρον στην ηθοποιό Τζιν Χάρλοου, η οποία γεννήθηκε την ίδια περίοδο με τις κόρες του. Η πρόωρος θάνατος της Χάρλοου, τον έκανε να τη θρηνήσει μαζί με τον Κλαρκ Γκέιμπλ σαν να ήταν συγγενικό του πρόσωπο.
Ο ηθοποιός ξεκίνησε την θεατρική του καριέρα στα μέσα του 1890, εμφανιζόμενος πλάι στη γιαγιά του Λουίζα Λέιν Ντρου, ενώ έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ στα είκοσί του χρόνια εμφανιζόμενος πλάι στο θείο του Τζον Ντρου σε θεατρικά όπως τα: The Second in Command (1901) και The Mummy and the Hummingbird (1902), σε παραγωγή του Τσαρλς Φρόμαν. Ο Λάιονελ και τα αδέλφια του με τα αδέλφια του έλαβαν αναγνώριση με τη βοήθεια του Φρόμαν.
Το 1910 έμεινε με τη σύζυγό του Ντόρις στο Παρίσι για μερικά χρόνια κι ότ
... Διαβάστε περισσότερααν επέστρεψε στις Η.Π.Α. καθιερώθηκε ως δραματικός ηθοποιός με έργα όπως το Πίτερ Ίμπερτσον το 1917, ενώ η αποτυχημένη του εμφάνιση το 1921 στο Μάκβεθ τον ώθησε να στραφεί στον κινηματογράφο.Ο Μπάριμορ ξεκίνησε τη συμμετοχή του σε ταινίες το 1911, όταν συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το θρυλικό σκηνοθέτη Ντέιβιντ Ουόρκ Γκρίφιθ.
Ο ηθοποιός ακολούθησε την κινηματογραφική πορεία του θείου του Σίντνεϊ Ντρου κάνοντας το ντεμπούτο του στη βωβή ταινία του Γκρίφιθ The Battle κι ακολούθησαν κι άλλες συμμετοχές του σε ταινίες του σκηνοθέτη, ενώ το 1917 ανέλαβε κι ο ίδιος τη σκηνοθεσία μιας ταινίας σκηνοθετώντας την αδελφή του Έθελ στην ταινία Life's Whirlpool.
Το 1920, ο Μπάριμορ επανέλαβε το ρόλο που είχε ερμηνεύσει στο θέατρο, για λογαριασμό της εταιρίας Paramount στην ταινία The Copperhead. Η φιλία του με τον Λούι Μπι Μάγιερ, τον οδήγησε σε συμβόλαιο με την Metro-Goldwyn-Mayer, μια εταιρία για την οποία γύρισε πολλές βωβές ταινίες κατά τη δεκαετία του '20, εκ των οποίων οι περισσότερες σήμερα θεωρούνται χαμένες. Το 1924 συνεργάστηκε ξανά με το Γκρίφιθ συμμετέχοντας στην ταινία του 1924 America, ενώ συμμετείχε για τελευταία φορά σε ταινία του σκηνοθέτη το 1928, αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Drums of Love.
Το 1924, ο Μπάριμορ παντρεύτηκε την πρώην ερωμένη του αδελφού του, Αϊρίν Φένγουικ και μετά το γάμο οι δυο τους πήγαν στη Ρώμη όπου ο ηθοποιός γύριζε την ταινία The Eternal City συνδυάζοντας δουλειά με το μήνα του μέλιτος. Την ίδια χρονιά πήγε στη Γερμανία για να συμμετάσχει στην ταινία του Χέρμπερτ Γουίλκοξ Decameron Nights.
Μετά το 1926 δούλεψε σχεδόν αποκλειστικά για την εταιρία Metro-Goldwyn-Mayer έχοντας ως συμπρωταγωνιστές τους μεγαλύτερους αστέρες της εταιρίας (Τζον Γκίλμπερτ, Γκρέτα Γκάρμπο, Λον Τσάνεϊ, Τζιν Χάρλοου, Μαρί Ντρέσλερ, Σπένσερ Τρέισι, Γουάλας Μπίρι, Νόρμα Σίρερ και Κλαρκ Γκέιμπλ. Το 1928, η εταιρία του επέτρεψε να συμμετάσχει στην ταινία Η Ανθρώπινη Αδυναμία (Sadie Thompson) του Ραούλ Γουόλς, όπου συμπρωταγωνίστησε με την Γκλόρια Σουόνσον, ενώ την ίδια χρονιά το πέρασμα από τις βωβές στις ομιλούσες ταινίας ήταν γεγονός κι εκείνος με την υπέροχη φωνή του δε συνάντησε καμιά δυσκολία στο να προσαρμοστεί στην αλλαγή. Το 1929 σκηνοθέτησε την ταινία Madame X με τη Ρουθ Τσάτερτον κι έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, ενώ την επόμενη σκηνοθέτησε τους Σταν Λόρελ κι Όλιβερ Χάρντι στην ταινία Ο Έρως των Τσιγγάνων (The Rogue Song, 1930).
Πέρα από την πορεία του ως σκηνοθέτης η καριέρα του στο χώρο της υποκριτικής συνεχιζόταν.
Το 1931 εμφανίστηκε στην ταινία Ελεύθερες Ψυχές (A Free Soul) πλάι στη Νόρμα Σίρερ και τον Κλαρκ Γκέιμπλ, σε ένα ρόλο που του χάρισε το Όσκαρ Α' Ανδρικού ρόλου. Την επόμενη χρονιά υποδύθηκε τον Ρασπούτιν στην ταινία Το Λυκόφως των Τσάρων (Rasputin and the Empress) πλάι στα αδέλφια του Έθελ και Τζον. Έπειτα συνέχισε την επιτυχημένη του πορεία στο χώρο του κινηματογράφου υποδυόμενος το ρόλο κυρίως συμπαθητικών και καλόκαρδων ηλικιωμένων ανδρών.
Εμφανίστηκε στις ταινίες Γκραντ Οτέλ (Grand Hotel, 1932), Δείπνο στις Οκτώ (Dinner At Eight, 1933), Δαυίδ Κόππερφιλδ (David Copperfield, 1935), Δαίμονες των κυμάτων (Captains Courageous, 1937), Δε θα τα Πάρεις Μαζί σου (You Can't Take it With you, 1938) και Στη βοή της καταιγίδος (Key Largo, 1948).
Στα τέλη της δεκαετίας του '30, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της κινηματογραφικής σειράς ταινιών, με πρωταγωνιστή τον γιατρό Κιλντέαρ, ο Μπάριμορ έπεσε κι έσπασε τη λεκάνη του κι αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει αναπηρικό καρότσι.
Η συνύπαρξη όμως χρόνιας αρθρίτιδας εμπόδισε την ανάρρωση κι ο ηθοποιός έμεινε καθηλωμένος στο καροτσάκι για το υπόλοιπο της ζωής του.
Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία της Metro-Goldwyn-Mayer Τα Μονοπάτια της Δόξας (Main Street to Broadway) το 1953.
Ο ηθοποιός πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1954 στο Μπέβερλι Χιλς.