O Έιμπελ Φεράρα (19 Ιουλίου 1951) είναι αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος.
Μερικές φορές στις ταινίες του εμφανίζεται και ως ηθοποιός χρησιμοποιώντας συχνά το ψευδώνυμο Jimmy Laine.
Έγινε ευρύτερα γνωστός με τα κινηματογραφικά έργα «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το τρυπάνι» (1979), ένα από τα πρώτα θρίλερ του είδους, «Ο βασιλιάς της Νέας Υόρκης» (1990) και «Διαφθορά» (1992).
Θεωρείται αντιεμπορικός και αντισυμβατικός και τα έργα του παίρνουν αντιφατικές κριτικές. Διακρίνονται για τον ερωτισμό, τη βία και το παρακμιακό, συχνά παρανοϊκό κλίμα που αναπαριστούν, αλλά ταυτόχρονα και για την ανάλυση στους χαρακτήρες των ηρώων, όπως και για τη βαθιά τομή στις υπαρξιακές αγωνίες τους. Τα έργα του και ο ίδιος έχουν προταθεί 35 φορές για σημαντικές διακρίσεις σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ και έχει κερδίσει τις 16.
Ο Φεράρα γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης από καθολικούς γονείς, Ιταλό πατέρα και Ιρλανδή μητέρα.
Η αυστηρή καθολική ανατροφή του επηρέασε αρκετά την προσωπικότητά του. Σε ηλικία 15 ετών η οικογένεια του μετακόμισε και στο νέο γυμνάσιο στο οποίο γράφτηκε, γνώρισε τον Νίκολας Σαιντ Τζον, με τον οποίο έκτοτε είναι φίλοι και στενοί συνεργάτες –ο Σαιντ Τζον έγραψε τα σενάρια σε πολλές ταινίες του Φεράρα.
Σπούδασε σκηνοθεσία και άρχισε να ασχολείται με ταινίες μικρούς μήκους. Σύντομα γνώρισε και παντρεύτηκε τη σημερινή σύζυγό του Νάνσι Φεράρα με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Η Νάνσι Φεράρα έπαιξε ως ηθοποιός σε διάφορες ταινίες του, μεταξύ των οποίων και στην σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία του «Επικίνδυνο Παιχνίδι», όπου ουσιαστικά ενσάρκωνε τον εαυτό της, τη σύζυγο του ακραίου σκηνοθέτη. Στην πρεμιέρα μιας άλλης ταινίας του, του «Βασιλιά της Νέας Υόρκης» , η Νάνσι Φεράρα αποχώρησε επιδεικτικά για να υπογραμμίσει τη διαφωνία της στο ζήτημα της κακοποίησης των γυναικών όπως αυτό παρουσιαζόταν στο έργο.
Ο Φεράρα γύρισε αρχικά διάφορες ερασιτεχνικές ταινίες μικρού μήκους και χαμηλού προϋπολογισμού που συγκέντρωσε αργότερα σε συλλογή, αλλά το 1976, πιθανόν επειδή αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, γύρισε μαζί με τον Νίκολας Σαιντ Τζον ένα πορνό, στο οποίο χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Jimmy Boy.
Το 1979 βγήκε από το περιθώριο χάρη στην ταινία του «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το τρυπάνι» (Driller Killer), η οποία ήταν από τις πρώτες ταινίες τρόμου με πολύ αίμα και αρχικά η προβολή της απαγορεύτηκε σε διάφορες χώρες. Εξελίχθηκε πάντως σε διεθνή επιτυχία του είδους
... Διαβάστε περισσότερα και το έργο περιγράφεται από άλλους ως «ευτελής ταινία τρόμου» ενώ από άλλους ως «ταινία σταθμός για τα άκρα στα οποία μπορεί να οδηγηθεί η ανθρώπινη ψυχή».
Πρωταγωνιστούσε ο ίδιος, παίζοντας το ρόλο ενός ψυχικά διαταραγμένου, αλκοολικού και χρήστη ναρκωτικών ζωγράφου που είχε χάσει τη δημιουργικότητά του και που ταυτόχρονα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα αλλά και κρίση στη σχέση του με τη σύντροφό του. Ο ζωγράφος φαίνεται να αποτρελαίνεται όταν κοντά του μετακομίζει ένα συγκρότημα που κάνει διαρκώς πρόβες. Τότε αρχίζει να δολοφονεί χρησιμοποιώντας ως όπλο ένα ηλεκτρικό τρυπάνι.
Ο Φεράρα τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να γυρίζει ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού οι οποίες άλλοτε σοκάρουν το ευρύ κοινό και άλλοτε δεν το συγκινούν καθόλου.
Παράλληλα βγάζει τον επιούσιο και με πιο συμβατικές δουλειές –π.χ. σκηνοθετεί δύο επεισόδια του τηλεοπτικού Miami Vice.
Το 1981 γυρίζει το «Ms.45 -Angel of Vengeange» το οποίο στην Ελλάδα προβλήθηκε ως «Ms.45», όπου ο Φεράρα δείχνει την πλήρη μεταμόρφωση μιας συνηθισμένης γυναίκας όταν αυτή πέφτει θύμα βιασμού δύο φορές μέσα σε μια μέρα και στη συνέχεια αρχίζει να δολοφονεί άνδρες με ένα 45άρι.
Το 1984 γυρίζει ένα έργο υψηλού προϋπολογισμού, το «Fear City», με τους Τομ Μπέρεντζερ και Μέλανι Γκρίφιθ, αλλά γίνεται δεκτό εξαιρετικά ψυχρά και θεωρείται αποτυχία.
Το 1987 γυρίζει το «China Girl» με τους Τζέιμς Ρούσο και Ντέιβιντ Καρούσο, όπου οι ήρωες είναι ένα ζευγάρι εφήβων. Τα δύο παιδιά ερωτεύονται αλλά τα μεγάλα αδέλφια τους είναι ορκισμένοι εχθροί επειδή ο ένας ανήκει σε συμμορία της ιταλικής μαφίας και ο άλλος στης κινεζικής. Προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Κανών και τελικά διακρίθηκε στο φεστιβάλ του Ντεβίλ όπου πήρε το βραβείο Κριτικών.
Το 1998 γύρισε την πολυσυζητημένη ταινία «Cat Chaser», με μουσική του Τσικ Κορία και πρωταγωνιστές τον Πίτερ Γουέλερ και την Κέλι Μακ Γκίλις. Το έργο είχε μάλλον ψυχρή υποδοχή από τους κριτικούς, αλλά πάντως προτάθηκε για το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Mystfest το 1989.
Η μακ Γκίλις ταράχτηκε τόσο πολύ από τη συμπεριφορά του σκηνοθέτη στα γυρίσματα, ώστε φεύγοντας δήλωσε ότι αποφάσισε να παρατήσει την ηθοποιία –κάτι που πάντως δεν τήρησε. Στο έργο ένας πρώην αλεξιπτωτιστής και βετεράνος πολέμου ανοίγει ένα παραλιακό μοτέλ στο Μαϊάμι και σχετίζεται με μια παντρεμένη γυναίκα (την Κέλι Μακ Γκίλις).
Η τελευταία είναι πλούσια αλλά δυστυχισμένη και σύζυγός της είναι ένας σαδιστής, πρώην στρατιωτικός της Δομινικανής Δημοκρατίας τον οποίο ο εραστής της αποφασίζει να ληστέψει. Πιθανόν στην ακραία αντίδραση της ηθοποιού προς τον σκηνοθέτη, να έπαιξε ρόλο όχι μόνον η συμπεριφορά του αλλά και η προσωπική της ευαισθησία, αφού πέντε χρόνια πριν από τα γυρίσματα είχε πέσει και η ίδια θύμα σαδιστικού βιασμού από δραπέτη. Αυτός πάντως ίσως ήταν και ο λόγος που επελέγη από τον σκηνοθέτη, μια που ο Φεράρα θεωρεί ότι η καλή ερμηνεία προϋποθέτει βαθύτατες ταυτίσεις.
Το 1990 ο Φεράρα γύρισε τη δραματική αστυνομική ταινία «Ο Βασιλιάς της Νέας Υόρκης», όπου κρατούσαν βασικούς ρόλους οι Κρίστοφερ Γουόκεν, Λόρενς Φίσμπερν, Ντέιβιντ Καρούσο, Γουέσλι Σνάιπς και Τζιανκάρλο Εσποσίτο.
Ο Γουόκεν στο έργο αυτό ενσαρκώνει το ρόλο ενός μεγαλέμπορου ναρκωτικών που όταν αποφυλακίζεται βρίσκει την παλιά γειτονιά του σε άθλια κατάσταση και θεωρεί υπαίτιους τους «διαδόχους» του στην τοπική μαφία της διακίνησης ναρκωτικών. Αποφασίζει να τους σκοτώσει και με τα χρήματα που αυτοί είχαν συγκεντρώσει, να χρηματοδοτήσει στο νότιο Μπρονξ μια κλινική για τους άπορους και τους φτωχούς, αλλά οι διαμάχες των συμμοριών τον φέρνουν αντιμέτωπο με μια ομάδα διεφθαρμένων αστυνομικών. Η ταινία παίρνει το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Mystfest, όπου ήταν υποψήφια και για βραβείο καλύτερης ταινίας.
Δύο χρόνια μετά προβάλλεται άλλο ένα αστυνομικό δράμα του Φερράρα με ελληνικό τίτλο «Διαφθορά» (πρωτότυπος τίτλος, Bad Lieutenant). Γνωρίζει κι αυτό επιτυχία και προτάθηκε για βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Independent Spirit Awards όπως και στο φεστιβάλ Fantasporto. Στην «Διαφθορά» πρωταγωνιστούσε ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, στο ρόλο ενός διεφθαρμένου και τζογαδόρου αστυνομικού που κάνει χρήση ναρκωτικών και ο ίδιος. Τελικά θεωρεί ευκαιρία να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς δαίμονές του και ίσως να λυτρωθεί, την υπόθεση του βιασμού μιας καλογριάς.
To 1993 ο Φεράρα γυρίζει το «Snake Eyes-Dangerous Game», το οποίο στην Ελλάδα κυκλοφόρησε ως «Επικίνδυνο Παιχνίδι». Σε αυτό πρωταγωνιστούσε η Μαντόνα, ο Χάρβεϊ Κεϊτέλ και ο Τζέιμς Ρούσο. Η πρωταγωνίστρια κακοχαρακτήρισε την ταινία πριν καλά-καλά γίνει η πρεμιέρα της και αυτό ίσως επηρέασε στην εισπρακτική καταδίκη του έργου παρά τις πολύ καλές ερμηνείες. Ο Κεϊτέλ ενσάρκωνε στο «Επικίνδυνο Παιχνίδι» το ρόλο ενός σκηνοθέτη που χειραγωγούσε τους ηθοποιούς του και που έμπλεκε την καθημερινή πραγματικότητα με την φανταστική πραγματικότητα της ταινίας. Σε αυτή τη δίνη παρασύρονται και οι ηθοποιοί της ταινίας.
Το 1993 προβάλλεται και το ριμέικ (το τρίτο από τα τέσσερα) της ταινίας «Body Snatchers» όπου οι άνθρωποι απειλούνται από εξωγήινους –οι τελευταίοι «καταλαμβάνουν» τα σώματα γήινων. Το έργο προβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο «Μακάβρια Εισβολή». Ήταν υποψήφιο στο Φεστιβάλ Καννών για το Χρυσό Φοίνικα, αλλά τελικά δεν βραβεύτηκε.
Το 1995 γυρίζει τον «Εθισμό» (Addiction), όπου ο Φεράρα χρησιμοποίησε με μεταφορικό τρόπο τον βαμπιρισμό των βρικολάκων για να περιγράψει την ηθική αθλιότητα και τον εθισμό. Ο «Εθισμός» ήταν υποψήφιος στο φεστιβάλ του Βερολίνου για «Χρυσή Άρκτο», αλλά τελικά κέρδισε το βραβείο Κριτικών στο φεστιβάλ Mystfest. Στο ίδιο φεστιβάλ ήταν υποψήφιο και για βραβείο καλύτερης ταινίας. Για την ταινία αυτή πήρε επίσης 2 χρόνια αργότερα το βραβείο καλύτερης ταινία στο φεστιβάλ της Μάλαγα.
Το 1995 προβάλλεται και η ταινία του «The Funeral».
Για την ερμηνεία σε αυτήν πήρε βραβείο δεύτερου ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ της Βενετίας ο Κρις Πεν, αδελφός του Σον Πεν. Το έργο ήταν υποψήφιο στο ίδιο φεστιβάλ και για το Χρυσό Λέοντα όπως επίσης υποψήφιο ήταν και στο αμερικανικό φεστιβάλ Independent Spirit Awards. Οι εισπράξεις δεν ήταν κακές, αλλά θεωρείται και αυτή εισπρακτική αποτυχία αφού οι αμοιβές των ηθοποιών και τα γυρίσματα είχαν στοιχίσει το δεκαπλάσιο. Πάντως ως ταινία γνώρισε διεθνώς αξιοσημείωτη επιτυχία σε σύγκριση με τις περισσότερες ταινίες του Φεράρα.
Ακολουθεί το «Blackout» με τους Μάθιου Μοντίν, Ντένις Χόπερ και Κλόντια Σίφερ, που παρακολουθεί τις υπαρξιακές αγωνίες ενός ηθοποιού που δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από την κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών. Το έργο βραβεύτηκε στο διεθνές φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης αλλά δεν θεωρήθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο ως έργο. Ομως το 1998 ο Φεράρα γυρίζει το «New Rose Hotel» (ελληνικός τίτλος «Το Σταυροδρόμι των Κατασκόπων) όπου ο Γουίλεμ Νταφόε και ο Κρίστοφερ Γουόκεν ενσαρκώνουν δύο αδίστακτους «κυνηγούς διανοιών» που δουλεύουν για λογαριασμό μεγάλων αντιπάλων επιχειρήσεων του μέλλοντος –όπου οι επιχειρήσεις έχουν παρατήσει την κλασική βιομηχανική κατασκοπία και επιδίδονται στην «αρπαγή» του καλύτερου επιστήμονα του αντιπάλου τους. Οι δύο άντρες είναι περισσότερο μισθοδφόροι παρά υπάλληλοι, απειλούν, απαγάγουν, εκβιάζουν και μονομαχούν με όλα τα μέσα για να αποσπούν από άλλες εταιρίες τον ειδικό που έχουν ως στόχο. Χρησιμοποιούν μεταξύ άλλων ως μέσον και μια γυναίκα που παίζει αμφισβητούμενο ρόλο. Το έργο πήρε τρία βραβεία στο φεστιβάλ της Βενετίας, αλλά όχι το «Χρυσό Λέοντα» για τον όποιο είχε προταθεί. Επίσης είχε προταθεί για το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ της Καταλωνίας.
Ακολουθεί το «'R Xmas» που προβλήθηκε στην Ελλάδα το 2001 με τίτλο «Υποψίες σε… λευκές δόσεις», με τους Ντρία ντι Ματέο και Αις Τη. Στο έργο ένα ζευγάρι Νεοϋορκέζων ασχολείται με διακίνηση ηρωίνης αλλά προετοιμάζεται παράλληλα και για την γιορτή των Χριστουγέννων, όταν ξαφνικά ο σύζυγος πέφτει θύμα απαγωγής και η σύζυγος καλείται να πληρώσει λύτρα. Το έργο κρίθηκε μέτριο και παρεμβλήθηκε σε μια γενικά επιτυχημένη πορεία των τελευταίων ετών, αφού το 2005 ακολουθεί το «Mary» (ελληνικός τίτλος «Η Ιστορία μιας Γυναίκας») με την Ζυλιέτ Μπινός, τον Φόρεστ Γουίτακερ και τον Μάθιου Μοντίν. Σε αυτό, μια ηθοποιός (η Μπινός) που είχε ενσαρκώσει το ρόλο της Μαρίας της Μαγδαληνής σε μια προηγούμενη ταινία της, παρουσιάζει εμμονή με το ρόλο αυτό και αποφασίζει να αναζητήσει τη βαθύτερη ιστορία της Μαγδαληνής ταξιδεύοντας στην Ιερουσαλήμ. Αυτό είναι ένα γεγονός που εκμεταλλεύεται ο σκηνοθέτης της προηγούμενης ταινίας (Μοντίν) και το οποίο παρακολουθεί ένας γνωστός δημοσιογράφος (Γουίτακερ) .
Το έργο τιμήθηκε στο φεστιβάλ της Βενετίας το 2005 με πέντε διακρίσεις, αν και δεν κέρδισε το «Χρυσό Λέοντα» για τον οποίο και πάλι είχε προταθεί.Το 2007 ο Φεράρα γύρισε μια κωμωδία με τους Μπομπ Χόσκινς, Μάθιου Μοντίν και Γουίλεμ Νταφόε, το «Go Go Tales», όπου οι ήρωες κινούνται και επιβιώνουν στον κόσμο των στριπτιζάδικων. Το έργο ήταν υποψήφιο για το Μεγάλο Βραβείο Αμερικής στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Μοντρεάλ. Προβλήθηκε επίσης στο Φεστιβάλ των Κανών. Γενικά δεν άρεσε στους κριτικούς.
Στο φεστιβάλ των Κανών προβλήθηκε και το επόμενο έργο του Φεράρα, το «Chelsea on the Rocks», το 2008. Αυτό ήταν ένα ντοκιμαντέρ για το ιστορικό καλλιτεχνικό στέκι της Νέας Υόρκης το ξενοδοχείο «Τσέλσι», όπου σύχναζαν ή ζούσαν κατά καιρούς μεγάλα ονόματα της διανόησης, της μουσικής και του κινηματογράφου. Στη συνέχεια ο Φεράρα ασχολήθηκε με το έργο «Νάπολη, Νάπολη, Νάπολη», μια ταινία ντοκιουμαντερίστικη και σπονδυλωτή για τρεις διαφορετικούς ήρωες.
Το 2009 ασχολήθηκε με το ριμέικ της ταινίας «Δρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ». Στο θρίλερ κρατούν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Φόρεστ Γουίτακερ και ο «50 cent» και αποτελεί μεταφορά της γνωστής ιστορίας στη σύγχρονη εποχή.
Το 2010 βγαίνει και η ταινία Game of Death, θρίλερ τρόμου, με τον Γουέσλι Σνάιπς.