Μετά από 35 χρόνια στη Γερμανία, ο Ηλίας, ένας μεσήλικας Ηπειρώτης, επιστρέφει στο ερημωμένο χωριό του κι αγοράζει ένα βενζινάδικο στον κεντρικό δρόμο για τα Γιάννενα. Θέλει να κάνει μια καινούργια αρχή, αλλά γρήγορα νιώθει και πάλι ξένος• αυτή τη φορά, στην ίδια του την πατρίδα. Η Ελένη, η κατά πολύ νεότερη γυναίκα του, που τον παντρεύτηκε για να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια του χωριού, τώρα ασφυκτιά σ’ ένα γάμο δίχως έρωτα. Η ζωή τους θ’ αλλάξει όταν ο Ηλίας θα σώσει από τους συνοριοφύλακες τον Πέτρο, έναν νεαρό Αλβανό λαθρομετανάστη, που του θυμίζει τον εαυτό του, όταν ήταν νέος. Θα τον προσλάβει στο μαγαζί του, κι ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί μια ιδιότυπη σχέση πατέρα-γιου. Συγχρόνως η Ελένη κι ο Πέτρος θα ερωτευτούν απελπισμένα, με τραγικές συνέπειες για όλους.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Βασίλη Δούβλη «η ταινία επιχειρεί, μέσα από μια προσωπική ιστορία, να προσεγγίσει το πρόβλημα της μετανάστευσης, έτσι όπως αυτό εμφανίζεται στη σύγχρονη Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί από χώρα μετανάστευσης σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Η ουσία της ταινίας βρίσκεται ακριβώς εκεί, στη σχέση του Έλληνα μετανάστη με τον νεαρό Αλβανό, καθώς, κατά κάποιο τρόπο, ο ένας αποτελεί το alter ego του άλλου . Ο Ηλίας αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Πέτρου τον εαυτό του, αφού για τριάντα πέντε χρόνια στη Γερμανία βρισκόταν στη δική του θέση: αυτός ήταν ο ξένος , ο διαφορετικός , ο «γκασταμπάιντερ». Και οι δυο έχουν βιώσει στο πετσί τους το ρατσισμό και την ξενοφοβία, αναζητώντας σ’ ένα ξένο τόπο το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Τώρα, ωστόσο, βρίσκονται σε διαφορετική θέση, καθώς ο Ηλίας έχει γίνει πια αφεντικό, αυτό που ονειρεύεται, μια μέρα, να γίνει κι ο Πέτρος.»
Για τα πρόσωπα της ταινίας ο σκηνοθέτης αναφέρει: «Τα τρία πρόσωπα στα οποία βασίζεται ισότιμα η ταινία, είναι, συγχρόνως, θύτες και θύματα. Στην ταινία δεν υπάρχουν θετικοί και αρνητικοί ήρωες. Μόνο τραγικά πρόσωπα, που κυνηγούν ένα όνειρο που τους υπερβαίνει… Πρόσωπα που ασφυκτιούν κι αναζητούν ένα τρόπο να αναπνεύσουν, να ζήσουν…Διεκδικούν τη ζωή μ’ ένα τρόπο σχεδόν πρωτόγονο και φτάνουν στα άκρα απλούστατα γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η ταινία δεν ηθικολογεί, αλλά προσπαθεί να ρίξει φως στις πράξεις τους . Κι αυτό καθορίζει όχι μόνο την ιστορία, αλλά και την ίδια την αφηγηματική φόρμα της ταινίας, εναλλάσσοντας στην αφήγηση τις οπτικές γωνίες και των τριών κεντρικών ηρώων.»