Ο Χένρικ Άνταμ Αλεξάντερ Πίους Σιενκιέβιτς (5 Μαΐου 1846 - 15 Νοεμβρίου 1916) ήταν Πολωνός μυθιστοριογράφος, ένας εκ των διακεκριμένων συγγραφέων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
Κέρδισε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1905 "λόγω της εξαιρετικής αξίας του ως επικός συγγραφέας."
Γεννημένος σε μία φτωχή οικογένεια ευγενών στο χωριό Wola Okrzejska της υπό ρωσικό έλεγχο Πολωνίας, ο Σιενκιέβιτς έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα που διαδραματίζονταν την εποχή της Πολωνικής Δημοκρατίας ή Κοινοπολιτείας.
Η οικογένειά του είχε μακρινή καταγωγή από τους Τατάρους.
Τα έργα του διακρίνονται για την αρνητική απεικόνιση των Τευτόνων Ιπποτών στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, γεγονός αξιοσημείωτο καθώς ένα σημαντικό μέρος του αναγνωστικού του κοινού ζούσε κάτω από τη γερμανική κατοχή. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί με τη θετική απεικόνιση των Γερμανών μισθοφόρων στο Δια Πυρός και Σιδήρου. Πολλά από τα μυθιστορήματά του δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες σε εφημερίδες και ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή. Στην Πολωνία είναι περισσότερο γνωστός για τα ιστορικά του μυθιστορήματα "Δια Πυρός και Σιδήρου", "Ο Κατακλυσμός" και "Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι" (Η Τριλογία), που διαδραματίζονται το 17ο αιώνα στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, ενώ διεθνώς είναι περισσότερο γνωστός για το "Κβο Βάντις", που διαδραματίζεται στη Ρώμη του Νέρωνα.
Το "Κβο Βάντις" έχει γυριστεί αρκετές φορές σε ταινία, με πιο γνωστή αυτή του 1951.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν σχολαστικός στην προσπάθειά του να αναδημιουργήσει την ιστορική γλώσσα. Για παράδειγμα, στην Τριλογία είχε τους χαρακτήρες του να χρησιμοποιούν την πολωνική γλώσσα όπως φανταζόταν ότι ομιλείτο το 17ο αιώνα (στην πραγματικότητα έμοιαζε πολύ περισσότερο με τα πολωνικά του 19ου αιώνα). Στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, είχε τους χαρακτήρες του να μιλάνε μία παραλλαγή των μεσαιωνικών Πολωνικών την οποία αναδημιούργησε εν μέρει χρησιμοποιώντας αρχαϊκές εκφράσεις που ήταν τότε ακόμα κοινές στα όρη της Νότιας Πολωνίας.
Ο Σιενκιέβιτς γεννήθηκε στη Wola Okrzejska, ένα χωριό της ανατολικής Πολωνίας, που εκείνη την εποχή αποτελούσε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν μία φτωχή οικογένεια ευγενών που από τη μεριά του πατέρα του κρατούσε από τους Τατάρους που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία.
Η οικογένειά του χρησιμοποιούσε το οικόσημο των Oszyk.
Οι γονείς του ήταν ο Józef Sienkiewicz (1813–1896) και η Stefania (το γένος Cieciszowska), (18
... Διαβάστε περισσότερα20–1873).
Η Wola Okrzejska ανήκε στη Felicjana Cieciszowska, γιαγιά του συγγραφέα (από τη μεριά της μητέρας του). Ο Σιενκιέβιτς βαπτίστηκε στο κοντινό χωριό Okrzeja σε μία εκκλησία που είχε ιδρύσει η προγιαγιά του. Η οικογένειά του μετακόμισε αρκετές φορές και τελικά εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία το 1861.
Τα παιδικά του χρόνια ο Σιενκιέβιτς τα πέρασε πολύ κοντά στη φύση. Έτσι αναπτύχθηκε μέσα του η αγάπη για τη γη της πατρίδας του, η οποία διαφαίνεται αργότερα σε όλα του σχεδόν τα βιβλία. Το 1858 ξεκίνησε να πηγαίνει σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Βαρσοβία. Δεν έπαιρνε πολύ καλούς βαθμούς αλλά ήταν καλός στις ελεύθερες τέχνες.
Ένα γεγονός που συνέβη όταν ήταν ακόμα έφηβος τον επηρέασε πολύ και στάθηκε αφορμή να πάρει η σταδιοδρομία του τον δρόμο που πήρε. Μόλις είχε κλείσει τα 17 του χρόνια όταν στη σκλαβωμένη Πολωνία ξέσπασε το 1863 μία μικρή επανάσταση που βάσταξε ένα μόλις χρόνο. Υπήρξε όμως αρκετή για να επηρεάσει το νεαρό Σιένκεβιτς τόσο στα αισθήματά του όσο και στο γράψιμό του. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης εκείνη την εποχή, ο Σιενκιέβιτς σε ηλικία 19 ετών έπιασε δουλειά ως δάσκαλος σε μία οικογένεια στο Πλονσκ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε πιθανότατα το πρώτο του μυθιστόρημα, Ofiara (Θύμα), και τελείωσε τα μαθήματά του στο σχολείο παίρνοντας το απολυτήριο του σχολείου το 1866. Σύμφωνα με τις επιθυμίες των γονιών του, πέρασε τις εξετάσεις για το ιατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Μετά από λίγο καιρό τα παράτησε για να σπουδάσει νομική και μετά κατέληξε στο Ινστιτούτο Φιλολογίας και Ιστορίας, όπου απέκτησε βαθιά γνώση της λογοτεχνίας και των παλαιών πολωνικών.
Το 1867 έκανε την πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια γράφοντας το ομοιοκατάληκτο έργο Sielanka Młodości, το οποίο έστειλε για δημοσίευση στο εβδομαδιαίο έντυπο Tygodnik Ilustrowany αλλά απορρίφθηκε. Το 1869 ο Σιενκιέβιτς έκανε το ντεμπούτο του ως δημοσιογράφος. Το Przegląd Tygodniowy δημοσίευσε την κριτική του σε ένα θεατρικό έργο και το Tygodnik Ilustrowany δημοσίευσε το δοκίμιό του για τον Mikołaj Sęp-Sarzyński. Ο Σιενκιέβιτς έγραψε επίσης για τα έντυπα Gazeta Polska και Niwa με το ψευδώνυμο Litwos.
Το 1873 άρχισε να γράφει στη Gazeta Polska τη στήλη "Bez tytułu" (Χωρίς Τίτλο) και το 1875 τη σειρά "Chwila obecna" (Η Παρούσα Στιγμή), ενώ το 1874 ανέλαβε το λογοτεχνικό κομμάτι του Niwa.
Έγραψε το μυθιστόρημα Na marne (Επί Ματαίω, 1871) και στη συνέχεια τα Humoreski z teki Woroszyłły, Stary Sługa (1875), Hania (1876) και Selim Mirza (1877). Τα τρία τελευταία έργα αναφέρονται ως η Μικρή Τριλογία. Ο Σιενκιέβιτς επισκέφθηκε επίσης τη συγγραφέα Jadwiga Łuszczewska (γνωστή ως "Διοτίμα") και την ηθοποιό Helena Modrzejewska, των οποίων οι δείπνοι ήταν πολύ δημοφιλείς.
Το 1876 πήγε στις Η.Π.Α. μαζί με την Helena Modrzejewska. Έμεινε για αρκετό καιρό στην Καλιφόρνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε το Listy z podróży (Γράμματα Από Ένα Ταξίδι), το οποίο δημοσιεύθηκε στην Gazeta Polska και έτυχε ευρείας αναγνώρισης. Έγραψε επίσης το Szkice węglem (Σχέδια με Κάρβουνο) το 1877. Το ταξίδι στις Η.Π.Α. τον ενέπνευσε να γράψει τα έργα: Komedia z pomyłek (Μια Κωμωδία Παρεξηγήσεων, 1878), Przez stepy (1879), W krainie złota (1880), Za chlebem (Για Ψωμί, 1880), Latarnik (Φαροφύλακας,1881), Wspomnienia z Maripozy (1882), και Sachem (1883). Το 1878 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς επέστρεψε στην Ευρώπη. Πρώτα έμεινε στο Λονδίνο και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι για ένα χρόνο. Στη Γαλλία είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με μία νέα τάση στη λογοτεχνία, το νατουραλισμό. Στο άρθρο "Z Paryża" (Από το Παρίσι), που έγραψε το 1879, εξέφρασε θετική γνώμη γι' αυτήν την τάση.
Δήλωσε ότι "για ένα μυθιστόρημα, ο νατουραλισμός ήταν στην πραγματικότητα ένα λαμπρό, απαραίτητο και ίσως το μόνο βήμα προς τα εμπρός". Δύο χρόνια αργότερα άλλαξε γνώμη και τήρησε πιο επικριτική τάση έναντι αυτού του κινήματος. Εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με το νατουραλισμό και τη συγγραφή σε γενικές γραμμές στα παρακάτω δημοσιευμένα έργα: O naturaliźmie w powieści (Ο Νατουραλισμός στο Μυθιστόρημα, 1881), O powieści historycznej (Ιστορικό Μυθιστόρημα, 1889), και Listy o Zoli (Γράμματα σχετικά με τον Ζολά, 1893).
Η παραμονή του στην Αμερική και η δημοσίευση των επιστολών του στις πολωνικές εφημερίδες είχε ως αποτέλεσμα την εθνική αναγνώριση και ενδιαφέρον. Ο Bolesław Prus στο άρθρο του με τίτλο "Co p. Sienkiewicz wyrabia z piękniejszą połową Warszawy", που δημοσιεύθηκε στην Kurier Warszawski το 1880, αποτύπωσε πολύ καλά τη δημοτικότητα του συγγραφέα: "Όταν επέστρεψε από την Αμερική, σχεδόν κάθε κυρία περνούσε τους ψηλούς και όμορφους άνδρες για τον Σιενκιέβιτς. (...) Τελικά, όταν παρατήρησα ότι κάθε άνδρας είχε μαλλιά σαν του Σιενκιέβιτς και όλοι οι νέοι άνδρες, ένας προς έναν, άφησαν ένα βασιλικό γένι και προσπάθησαν να έχουν ένα αγαλματένιο και μελαψό πρόσωπο, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να τον συναντήσω προσωπικά. (...) Από τη γωνία όπου κάθομαι, μπορώ να δω ότι ο χώρος είναι γεμάτος σχεδόν αποκλειστικά από το ωραίο φύλο. Μερικοί άνδρες, οι οποίοι ήταν εκεί για να διασκεδάσουν τις κυρίες ή για να γράψουν αναφορές, πέρασαν τόσο χρόνο στην παρέα των γυναικών ώστε άρχισαν να μιλούν στο θηλυκό γένος.
Το 1879, ο Σιενκιέβιτς έδωσε μία διάλεξη στο Λβιβ με τίτλο "Z Nowego Jorku do Kalifornii" (Από τη Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια). Έγραψε επίσης το θεατρικό έργο Na jedną kartę (Μία Μόνο Σελίδα), το οποίο ανέβηκε στο Λβιβ και στη Βαρσοβία (1879-1881). Το 1880, στο ξενοδοχείο Bazar στο Πόζναν, ανάγνωσε το μυθιστόρημα Za chlebem (Για Ψωμί), και την ίδια χρονιά έγραψε την ιστορική νουβέλα Niewola tatarska (Οι Αιχμάλωτοι των Τατάρων) και άρχισε να δουλεύει πάνω σ' ένα άλλο ιστορικό μυθιστόρημα, το Ogniem i Mieczem (Δια Πυρός και Σιδήρου).
Στις 18 Αυγούστου 1881 παντρεύτηκε τη Maria Szetkiewicz, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τον Henryk Józef και την Jadwiga Maria. Ωστόσο ο γάμος δεν κράτησε πολύ, επειδή η σύζυγός του πέθανε στις 18 Αυγούστου 1885.
Το 1882 ο Σιενκιέβιτς συνεργάστηκε με την ημερήσια συντηρητική εφημερίδα Słowo ως αρχισυντάκτης. Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, από τις 2 Μαΐου 1883 έως την 1η Μαρτίου 1884, το Δια Πυρός και Σιδήρου.
Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα και στην εφημερίδα της Κρακοβίας, Czas.
Το Δια Πυρός και Σιδήρου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους αναγνώστες (όπως και τα επόμενα δύο έργα της Τριλογίας). Πολλοί αναγνώστες έγραψαν στον Σιενκιέβιτς, ζητώντας πληροφορίες για τις επόμενες περιπέτειες των αγαπημένων τους χαρακτήρων.
Το 1879 ένας δρόμος στο Ζμπάραζ της Ουκρανίας (ένα από τα μέρη όπου λαμβάνει χώρα η πλοκή του Δια Πυρός και Σιδήρου) πήρε το όνομα του Σιενκιέβιτς. Το 1900 οι πολίτες της πόλης δεν επέτρεψαν οικοδομικές εργασίες στα εδάφη της εκκλησίας, πιστεύοντας ότι ήταν ο τόπος όπου θάφτηκε ο Λόνγκιν (ένας από τους φανταστικούς χαρακτήρες του Δια Πυρός και Σιδήρου). Το μυθιστόρημα έχει επίσης προσαρμοστεί για τη σκηνή. Το 1884 ο Jacek Malczewski πραγματοποίησε έκθεση ζωντανών πινάκων εμπνευσμένων από το Δια Πυρός και Σιδήρου. Το μυθιστόρημα δέχθηκε και αρνητικές κριτικές καθώς επισημάνθηκε, όχι άδικα, ότι μερικά από τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα έχουν διαστρεβλωθεί.
Ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε να γράφει το δεύτερο μέρος της Τριλογίας του, με τίτλο Potop (Ο Κατακλυσμός). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο τίτλος παραπέμπει στη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να σταματήσουν τη σουηδική εισβολή.
Ο Κατακλυσμός δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Słowo από τις 23 Δεκεμβρίου 1884 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1886.
Το μυθιστόρημα έγινε γρήγορα best-seller και εδραίωσε τη θέση του Σιενκιέβιτς στην κοινωνία. Ενώ ο Σιενκιέβιτς έγραφε τον Κατακλυσμό, η σύζυγός του, Maria Szetkiewicz, πέθανε από φυματίωση και γι' αυτό ήταν μία δύσκολη εποχή για τον συγγραφέα. Μετά το θάνατο της Μαρίας, ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Κωνσταντινούπολη (μέσω Βουκουρεστίου και Βάρνας) απ' όπου έγραφε αναφορές. Μετά την επιστροφή του στη Βαρσοβία, έκανε την εμφάνισή του το τρίτο μέρος της Τριλογίας, ο Pan Wołodyjowski (Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι).
Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε στη Słowo από το Μάιο του 1887 έως το Μάιο του 1888 και γυρίστηκε σε ταινία το 1968.
Η Τριλογία έκανε τον Χένρικ Σιενκιέβιτς τον πιο πολυδιαβασμένο και γνωστό Πολωνό μυθιστοριογράφο.
Ο συγγραφέας Stefan Żeromski έγραψε στα Ημερολόγιά του: "Στην περιοχή του Σάντομιερζ έγινα ο ίδιος μάρτυρας του γεγονότος ότι όλοι, ακόμα κι εκείνοι που συνήθως δεν διαβάζουν, ρωτούσαν για τον Κατακλυσμό".
Ο Σιενκιέβιτς έλαβε, ως αναγνώριση των επιτευγμάτων του, 15.000 ρούβλια από έναν άγνωστο θαυμαστή, ο οποίος υπέγραψε ως Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι (όνομα χαρακτήρα της Τριλογίας). Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για να ανοίξει ένα ταμείο υποτροφιών (στο όνομα της συζύγου του), που απευθυνόταν σε καλλιτέχνες που έπασχαν από φυματίωση.
Το 1888 ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Ισπανία. Το 1890 συμμετείχε στη διοργάνωση του Έτους του Μιτσκιέβιτς. Στα τέλη του 1890 πήγε στην Αφρική, γεγονός που απέφερε τη συγγραφή του Listy z Afryki (Γράμματα από την Αφρική). Το 1891 εκδόθηκε σε βιβλίο το μυθιστόρημα Bez dogmatu (Χωρίς Δόγμα), που είναι μία ψυχολογική έρευνα της ζωής του 19ου αιώνα. Νωρίτερα, από το 1889 έως το 1890, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη Słowo. Το 1892 ο Σιενκιέβιτς υπέγραψε συμφωνία για άλλο ένα μυθιστόρημα, το Rodzina Połanieckich (Τα Παιδιά του Δρόμου), το οποίο τυπώθηκε σε βιβλίο το 1895 και είχε κι αυτό ψυχολογικό περιεχόμενο.
Το 1893 ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε προετοιμασίες για το επόμενο μυθιστόρημά του, το Quo Vadis (Κβο Βάντις, στα ελληνικά σημαίνει "που πηγαίνεις"). Η περίοδος εκείνη συνδέθηκε με την εντατική δουλειά του σε διάφορα μυθιστορήματα.
Η Maria Romanowska, θετή κόρη ενός πλούσιου από την Οδησσό ονόματι Wołodkowicz, μπήκε στη ζωή του συγγραφέα και στις 11 Νοεμβρίου 1893 παντρεύτηκαν, αλλά σύντομα η νύφη άφησε τον συγγραφέα και ο Σιενκιέβιτς έλαβε την παπική έγκριση για τη διάλυση του γάμου.
Το καλοκαίρι του 1894, στο Ζακόπανε, ο Σιενκιέβιτς παρουσίασε κάποια αποσπάσματα από το νέο του μυθιστόρημα Krzyżacy (Τεύτονες Ιππότες), το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1960. Το Φεβρουάριο του 1895 έγραψε τα πρώτα κεφάλαια του Κβο Βάντις, για τα οποία είχε συλλέξει υλικό από το 1893, με θέμα τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού, όταν στη Ρώμη βασίλευε ο Νέρων.
Το μυθιστόρημα άρχισε να δημοσιεύεται το Μάρτιο του 1895 σε διάφορες πολωνικές εφημερίδες: Gazeta Polska στη Βαρσοβία, Czas στην Κρακοβία και Dziennik Poznański στο Πόζναν. Η δημοσίευση σταμάτησε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1896 και γρήγορα ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματος σε βιβλίο. Το μυθιστόρημα έγινε εξαιρετικά δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα αραβικά και στα ιαπωνικά.
Η δημοτικότητα του Κβο Βάντις εκείνη την εποχή υποστηρίχθηκε και από το γεγονός ότι στα άλογα που συμμετείχαν στο Grand Prix στο Παρίσι δόθηκαν ονόματα χαρακτήρων από το βιβλίο. Το μυθιστόρημα επανειλημμένα μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή και στον κινηματογράφο.
Το 1900 το πολωνικό κράτος δώρισε στον Σιενκιέβιτς ένα κτήμα ως αναγνώριση του καλλιτεχνικού του έργου. Την ίδια χρονιά, του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας.
Ο Σιενκιέβιτς αναμείχθηκε σε διάφορα κοινωνικά θέματα.
Το 1901 έκανε μία έκκληση για τα παιδιά στη Βζέσνια.
Το 1906 κάλεσε τους συμπατριώτες του στις Η.Π.Α. να βοηθήσουν τον κόσμο που πεινούσε στο Βασίλειο της Πολωνίας. Εν τω μεταξύ, το 1904, παντρεύτηκε την ανιψιά του, Maria Babska, και το 1905 κέρδισε βραβείο Νόμπελ για τα επιτεύγματά του ως επικός συγγραφέας.
Συχνά λέγεται λανθασμένα ότι ο Σιενκιέβιτς έλαβε βραβείο Νόμπελ για το Κβο Βάντις ενώ στην πραγματικότητα το έλαβε "για την εξαιρετική αξία του ως επικός συγγραφέας", αν και το Κβο Βάντις τού έφερε ίσως την ευρύτερη διεθνή αναγνώριση. Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της απονομής, ο Σιενκιέβιτς είπε ότι η τιμή ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη για έναν γιο της Πολωνίας, λέγοντας: "Ανακοινώθηκε ο θάνατός της -αλλά εδώ είναι μία απόδειξη ότι ζει ακόμα. Ανακοινώθηκε η ήττα της - και εδώ είναι η απόδειξη ότι είναι νικήτρια."
Στη συνέχεια έγραψε το μυθιστόρημα Na polu chwały (Στο Πεδίο της Δόξας), το οποίο προοριζόταν ως η αρχή μίας τριλογίας. Το 1910 ένα άλλο μυθιστόρημα, με τίτλο W pustyni i w puszczy (Στην Ερημιά και τον Αγριότοπο), δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Kurier Warszawski.
Μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σιενκιέβιτς έφυγε για την Ελβετία, όπου μαζί με τον πιανίστα και μετέπειτα πρωθυπουργό της Πολωνίας, Ιγνάτιο Παντερέφσκι, ίδρυσαν μία επιτροπή αρωγής των θυμάτων του πολέμου.
Στις 15 Νοεμβρίου 1916 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς απεβίωσε στο Βεβέ της Ελβετίας όπου και θάφτηκε. Το 1924, αφού η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία της, οι στάχτες του συγγραφέα επαναπατρίστηκαν στη Βαρσοβία και τοποθετήθηκαν στην κρύπτη του Καθεδρικού Ναού.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής.
Ο Χένρικ Σιενκιέβιτς είδε τη χώρα του να δυστυχεί και να στενάζει κάτω από το βάρος του κατακτητή, και τα βιβλία του ήταν ένας αντίλαλος της απεγνωσμένης φωνής της ξεχασμένης Πολωνίας. Ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του και ακούστηκε σε όλο τον κόσμο. Τα έργα του διαβάστηκαν παντού και συνέτειναν όχι μόνο στο να γίνει ο ίδιος διάσημος αλλά και να θυμηθεί ο κόσμος πως υπήρχε ακόμα μία Πολωνία.
Ο Σιενκιέβιτς βρίσκεται στην πρώτη σειρά των Ευρωπαίων μυθιστοριογράφων ως αυθεντία στο ιστορικό αισθηματικό διήγημα. Ήταν επίσης από τους πρώτους Πολωνούς συγγραφείς που καταπιάστηκε με βουκολικά θέματα.
Είχε μεγάλη ευστροφία στο γράψιμό του και τα κατάφερνε εξίσου περίφημα με τα μικρά ή μεγάλα διηγήματα, και τα κοινωνικά ή ιστορικά μυθιστορήματα. Επίσης, τα γράμματα που έστειλε από την Αμερική και την Αφρική συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα καλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία.
Οι πατριωτικές προσπάθειες του Σιενκιέβιτς τον έκαναν να κερδίσει μία εξέχουσα θέση στις καρδιές των συμπατριωτών του. Αυτόν διάλεξαν για αντιπρόσωπό τους και μοναδικό εκφραστή των εθνικών τους πόθων, όταν η Πολωνία ήταν κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας. Με ανοιχτές επιστολές έκανε έκκληση σ' όλο τον κόσμο να βοηθήσουν την πατρίδα του που υπέφερε τα πάνδεινα από τους δυνάστες της, και απευθυνόταν σε όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και τους μεγάλους πολιτικούς ζητώντας τους να σταματήσουν τις αδικίες και τα μαρτύρια που διαπράττονταν στην Πολωνία.
Το όνομα του Σιενκιέβιτς δόθηκε σε δρόμους, πάρκα και σχολεία σε διάφορες πόλεις της Πολωνίας. Υπάρχουν όρθια αγάλματα του συγγραφέα στο Τσεστοχόβα και στο Σλουπσκ και ένα μεγάλο καθιστό στη Βαρσοβία.
Πολλά από τα έργα του Σιενκιέβιτς μεταφράστηκαν στα εβραϊκά και ήταν δημοφιλή τη δεκαετία του 1940 στις τάξεις της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης, πολλά μέλη της οποίας ήταν μετανάστες και πρόσφυγες από την Πολωνία, καθώς και τις πρώτες δεκαετίες του Ισραήλ. Συχνά οι γονείς που διάβαζαν στα νιάτα τους τα βιβλία του Σιενκιέβιτς στην πολωνική γλώσσα, έκαναν μετάφραση στα παιδιά τους που δεν γνώριζαν τη γλώσσα. Ωστόσο, στις επόμενες γενιές η δημοτικότητα των βιβλίων του στο Ισραήλ έχει εξασθενίσει.