Ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ (Arthur Asher Miller, 17 Οκτωβρίου 1915, Νέα Υόρκη - 10 Φεβρουαρίου 2005, Κονέκτικατ) ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς.
Τα έργα του ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου "Αμερικανικού ονείρου", κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, "σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο".
Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασσικό έργο «ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού.
Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού.
Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του.
Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του ταυτότητας, αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό των προπολεμικών χρόνων και το Oλοκαύτωμα στη συνέχεια.
«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. «Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα».
Κυρίως μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και λιγότερο με τον Ευγένιο Ο'Νιλ, ο Μίλερ θεωρούνταν ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Αμερικανούς συγγραφείς μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ορισμένα από τα έργα του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, από σκηνοθέτες όπως ο Τζον Χιούστον, ο Σίντνεϊ Λιούμετ και ο Κάρελ Ράιζ.
Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, ανατολικά της 12ης Οδού. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες και μεγάλωσε με θρησκευτική ανατροφή.
Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, μετανάστης από την Πολωνία, είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία από μια βιοτεχνία και κατάστημα γυναικείων ρούχων, ενώ η μητέρα του, Ογκ
... Διαβάστε περισσότεραούστα Μπάρνετ, ήταν Αμερικανίδα που είχε εργαστεί ως δασκάλα στο δημόσιο, ενώ ο πατέρας της είχε ρίζες από την ίδια πόλη της Πολωνίας απ' όπου κατάγονταν και οι Μίλερ.
Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, με μεγαλύτερο τον Κέρμιτ και μικρότερη την Τζόαν, η οποία αργότερα ακολούθησε καριέρα στην υποκριτική. Πήγε στο δημόσιο σχολείο του Χάρλεμ και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1932, όντας μέτριος μαθητής με καλές επιδόσεις στον αθλητισμό. Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με την προηγουμένως οικονομικά άνετη και σχεδόν πλούσια ζωή τους, είχαν μετακομίσει στο Μπρούκλιν και η οικογένειά του είχε καταστραφεί οικονομικά από το Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συνεπώς αναγκάστηκε να εργαστεί για να βγάλει χρήματα σε διάφορες δουλειές: τραγουδιστής σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, οδηγός φορτηγού, υπάλληλος καταστήματος ανταλλακτικών αυτοκινήτων στη 10ή Λεωφόρο του Μανχάταν κ.ά. Η μόνη επαφή που είχε μέχρι τότε με τη λογοτεχνία ήταν κάποια από τα έργα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, ενώ ώθηση για να αρχίσει να γράφει του έδωσαν οι "Αδερφοί Καραμαζώφ" του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
Το 1935 γράφεται στη Δημοσιογραφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, απ' όπου αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από σπουδές αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής γραφής, όπου είχε καθηγητή τον Κένεθ Ρόου. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να ξεχωρίζει σαν συγγραφέας.
Εργάζεται ως δημοσιογράφος στη φοιτητική εφημερίδα "Michigan Daily", ενώ το 1936, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Χόπγουντ με το θεατρικό έργο "No villain", το οποίο το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει για δεύτερη φορά το 1937, αυτή τη φορά με τον τίτλο "They too arise".
Την ίδια χρονιά, ξανακερδίζει το βραβείο Χόπγουντ με το έργο "Τιμές την αυγή" ("Honors at dawn"), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο "Corona", από τη μάρκα της γραφομηχανής του. Από το 1938 ως το 1943 ακολουθούν άλλα 5 θεατρικά έργα, τα οποία δεν έγιναν ιδιαιτέρως γνωστά ούτε ανεβάστηκαν από κάποιον επαγγελματικό θίασο.
Κατά την ίδια περίοδο, ο Μίλερ απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική του θητεία κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω ενός τραύματος σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου κι έτσι εργάστηκε ως συνεργάτης των ραδιοφωνικών δικτύων CBS και NBC, γράφοντας κείμενα και θεατρικά μονόπρακτα, καθώς και ένα σύντομο χρονικό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1944.
Το 1945, εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο "Focus", το οποίο είχε ως αντικείμενο τον αντισημιτισμό.
Στις 23 Νοεμβρίου 1944, ανέβηκε για πρώτη φορά θεατρικό έργο του στο Μπρόντγουεϊ, το "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός" ("The man who had all the luck"). Το έργο γνώρισε μέτρια επιτυχία, αλλά κερδίζει το βραβείο της Εθνικής Θεατρικής Συντεχνίας.
Στις 29 Ιανουαρίου 1947, ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" ("All my sons"), ένα έργο που παρουσίαζε τον αντίκτυπο της ανάμειξης των ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια τυπική αμερικανική οικογένεια και επίκεντρό του ήταν οι κοινωνικές ευθύνες ενός βιομηχάνου που είχε κερδοσκοπήσει πουλώντας ελαττωματικά ανταλλακτικά αεροσκαφών στην αμερικανική πολεμική αεροπορία. Με το έργο αυτό έγινε ευρέως δημοφιλής και κέρδισε το Βραβείο Δράματος των Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Βραβείο Ντόναλντσον.
Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάστηκε ξανά και απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, όταν προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση το 1987, ένα χρόνο μετά την εκτόξευση και έκρηξη του διαστημικού λεωφορείου Challenger λόγω βλάβης στους αγωγούς στερεών καυσίμων.
Το 1949, είναι ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο Πούλιτζερ, το Βραβείο Τόνι και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, για το διάσημο "Ο θάνατος του εμποράκου" ("Death of a Salesman") σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν, το οποίο του έφερε παγκόσμια αναγνώριση, ενώ το 1950 παρουσιάζει τη διασκευή του θεατρικού του Ίψεν "Ο εχθρός του λαού" ("An Enemy of the People"), ο ήρωας του οποίου αρνείται να ακολουθήσει το ιδεολογικό κατεστημένο της εποχής του, αποτελώντας, έτσι, σε φιλοσοφικό επίπεδο, το βήμα για το επόμενο έργο του, το "The Crucible".
Από την άλλη, ο "Θάνατος του Εμποράκου" ήταν ο απόηχος της προσωπικής εμπειρίας του Μίλερ από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Το έργο στηρίζεται στον εμβληματικό χαρακτήρα του Γουίλι Λόμαν, ο οποίος δεν έχει την επιτυχία που περιμένει από αυτόν ο κοινωνικός του περίγυρος, καθώς απολύεται κι αρχίζει να στοιχειώνεται από αναμνήσεις του παρελθόντος. Τελικά, αποφασίζει να αυτοκτονήσει με το αυτοκίνητό του, έτσι ώστε η οικογένειά του να καρπωθεί τα χρήματα της ασφάλειας.
Οι κριτικοί διαφωνούσαν αν η πράξη αυτή του κεντρικού ήρωα ήταν μια πράξη δειλίας ή μια αυτοθυσία στο βωμό του Αμερικάνικου Ονείρου, το οποίο αποδεικνύεται ένα ψέμα, διαφωνώντας ουσιαστικά στην πραγματική φύση της τραγωδίας κι αν ο "ανθρωπάκος" Λόμαν θα μπορούσε να συγκριθεί σε τραγικότητα με αρχέτυπα του αρχαίου δράματος. Ο Μίλερ απάντησε στις κριτικές αυτές ότι ήθελε να υπογραμμίσει πως η τραγικότητα ενός ήρωα έγκειται στο κατά πόσο είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για να προστατέψει την προσωπική του αξιοπρέπεια, κάτι που έκανε ο Λόμαν.
Στις ΗΠΑ πλέον βασιλεύει ο μακαρθισμός και η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Επηρεασμένος από τον αντικομουνισμό και το "κυνήγι μαγισσών" που ακολούθησε εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο-κατηγορητήριο "The Crucible" "Δοκιμασία", το οποίο, αν και δε γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές, του έφερε ένα Βραβείο Τόνι το 1953 κι αργότερα έγινε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες ή διαφαινόταν η άνοδος ολοκληρωτικού καθεστώτος. Έτσι, κατάφερε να προσπεράσει την αρχική απροθυμία των θεατρικών παραγόντων της εποχής να ασχοληθούν με ένα τέτοιο έργο. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μίλερ: «Εν μέρει ήταν πολιτικό θέμα και πολύς κόσμος το φοβόταν. Επίσης το κόστος του ανεβάσματος ήταν υψηλό γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι η γλώσσα του έργου δεν θα γίνονταν κατανοητή από όλους. Δεν υπήρξε όμως τέτοιο πρόβλημα. Όλοι κατάλαβαν τη γλώσσα που χρησιμοποίησα».
Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της "Δοκιμασίας" στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958. Παράλληλα, έχει χωρίσει με την πρώτη του σύζυγο, Μαίρη Σλάτερι, παλιά του συμφοιτήτρια, καθώς νιώθει ότι δεν ήταν συναισθηματικά κοντά ο ένας στον άλλο : "Είχα πάντα την αίσθηση ότι σύρθηκα σε αυτόν τον γάμο, παρά τον αποφάσισα", θα παραδεχτεί πολύ αργότερα ο ίδιος.
Την είχε παντρευτεί το 1940 και είχε αποκτήσει δυο παιδιά, την Τζέιν και το Ρόμπερτ.
Παράλληλα, οι συνθήκες στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, λόγω της Μαύρης Λίστας και όσων είχαν καταδώσει ονόματα υπόπτων, οδήγησαν στην αποξένωση του Μίλερ από τον Ελία Καζάν, με τον οποίο ήταν συνεργάτες σε πολλά από τα έργα του και τους συνέδεε φιλία, καθώς ο Μίλερ είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της κίνησης του Καζάν να κατονομάσει κατηγορούμενους συναδέρφους του.
Το 1955 ανεβαίνουν τα δυο του μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" ("A memory of two Mondays"), στο οποίο σκηνικό αποτελεί η αποθήκη στην οποία εργαζόταν τον καιρό της Ύφεσης και "Ψηλά από τη Γέφυρα" ("A view from the bridge"), το οποίο ασχολείται με τους παράνομους Ιταλούς μετανάστες στη Νέα Υόρκη που στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους, τη Σικελία. Διασκευάζεται σε έργο δυο πράξεων και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε Λονδίνο και Παρίσι.
Γίνεται επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, του απονέμεται τιμητική διάκριση από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και το 1956, ύστερα από τη γνωριμία τους το 1951, παντρεύεται την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε, η οποία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό.
O συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα τη σχέση αυτή ως "τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί".
Χωρίζουν το 1961, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και τρόπου ζωής. Για τη Μέριλιν έχει δηλώσει ο ίδιος: "Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. [...] Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου".
Ο δεύτερος γάμος του Μίλερ ήταν με την Μέριλιν Μονρόε. Χώρισαν το 1961, ένα χρόνο πριν το θάνατό της.
Το 1962, παντρεύεται με την Ίνγκε Μόρατ, φωτογράφο αυστριακής καταγωγής, με την οποία συνεργάστηκε σε ταξιδιωτικά βιβλία για την Κίνα και τη Ρωσία. Μαζί της έκανε μια κόρη, τη Ρεμπέκα, ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη, σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος τη γνώρισε κατά τα γυρίσματα της μεταφοράς του έργου "The Crucible" στον κινηματογράφο το 1996.
Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο.
Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των "Αταίριαστων" ("The Misfits"), όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ.
Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν.
Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό.
Η θεατρική του δραστηριότητα επανήλθε το 1964 με τα έργα "Επεισόδιο στο Βισύ" ("Incident at Vichy") και "Μετά την πτώση" ("After the fall"), το πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό έργο του, στο οποίο διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από το γάμο του με τη Μονρόε, κάτι για το οποίο επικρίθηκε, αλλά το έργο στάθηκε και η αφορμή να επανενωθεί με τον Ελία Καζάν. Συνεχίστηκε το ανέβασμα θεατρικών έργων κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία ωστόσο δεν καταφέρνουν να φτάσουν τις προηγούμενες επιτυχίες του.
Το 1965, αποδέχτηκε την προεδρία στον οργανισμό PEN International, την ένωση ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και άλλων εκπροσώπων της λογοτεχνίας, και έγινε ολοένα και πιο δραστήριος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λογοτεχνών.
Παράλληλα, ο Μίλερ ξεχώρισε και για την αρθρογραφία του σε αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά, όπου εξέφρασε την άποψή του για κρίσιμα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, όπως για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την κρίση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, τη λογοκρισία και τη φυλάκιση καλλιτεχνών, ενώ πιο πρόσφατα για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Σε ένα από τα ταξίδια του, το 1985, πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Χάρολντ Πίντερ, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων που είχαν πληγεί από το δικτατορικό καθεστώς. Ένας από τους ταξιδιωτικούς τους συνοδούς ήταν ο μετέπειτα τιμημένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ.
Το 1984, ο Άρθουρ Μίλερ τιμήθηκε με το βραβείο του Κέντρου Παραστασιακών Τεχνών Τζων Κέννεντυ στην Ουάσιγκτον για την ανεκτίμητη προσφορά του στο αμερικανικό και το παγκόσμιο θέατρο.
Το 1987, εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο "Στη δίνη του χρόνου" ("Timebends"), ενώ το 2002 λαμβάνει το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών και το 2003 το Βραβείο Ιερουσαλήμ για τη συγγραφική του πορεία.
Ο Μίλερ ανακοίνωσε τα Χριστούγεννα του 2004 ότι στο τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου θα παντρευόταν τη συμβία του, την 34χρονη ζωγράφο Άγκνες Μπάρλεϊ. Δεν πρόλαβε, καθώς πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005 από καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, σύμφωνα με τη βοηθό του, τρία χρόνια μετά το θάνατο της προηγούμενης συζύγου του, Ίνγκε. Έπασχε από πνευμονία και καρκίνο.
Δυο χρόνια, μετά το θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι εκτός από τα τρία του παιδιά από την πρώτη και τρίτη του σύζυγο, είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του '60 άλλο ένα γιο με την Ίνγκε Μόρατ, τον Ντάνιελ, ο οποίος έπασχε από Σύνδρομο Ντάουν.
Ο Ντάνιελ είχε μεγαλώσει σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες, καθώς ο Μίλερ αρχικά τον είχε απορρίψει, ωστόσο τον δέχτηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του ’90 και τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη που υπέγραψε έξι εβδομάδες πριν πεθάνει.
Όταν ο Άρθουρ Μίλερ εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή των ΗΠΑ, το θέατρο στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχείται από τα είδη του μελοδράματος και του μιούζικαλ: αν και κάποια άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους, η σύνδεσή τους με το γερμανικό εξπρεσιονισμό τα καθιστά βραχύβια.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ευγένιος Ο'Νιλ και ο Τένεσι Ουίλιαμς ανανεώνουν την εργογραφία και το ύφος του αμερικανικού θεάτρου.
Ο Μίλερ αντλεί τη θεματογραφία του μέσα από τη ζωή και προβάλλει το ανθρώπινο δίλημμα για την εκλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τα έργα του περιέχουν αξίες για την ανθρώπινη ύπαρξη και την εξάρτηση του ατόμου από τον κοινωνικό του περίγυρο, ενώ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικογένεια, την ηθική και την ατομική υπευθυνότητα.
Ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Ρόμπερτ Γουάιτχεντ, που είχε συνεργαστεί πολλάκις με το Μίλερ, αναφέρει ότι στο έργο του "υπάρχει μια σχεδόν συνειδητή ανάγκη να γίνει το φως που θα λάμψει μες στον κόσμο. Προσπάθησε να βρει απαντήσεις σε αυτό που έβλεπε γύρω του και χαρακτηριζόταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη".
Παράλληλα, πηγάζουν από βιώματα του ίδιου ή από σκηνές στην ίδια την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, τη Νέα Υόρκη. Για παράδειγμα, η ιστορία του "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" προέρχεται από την αφήγηση μιας γειτόνισσάς του στον πόλεμο, η ιστορία του πρώτου έργου που ανέβασε, του "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός", ήταν εμπνευσμένη από τον πλούσιο και επιτυχημένο ξάδερφο της πρώτης του συζύγου, Μαίρη Σλάτερι[20], ενώ την ιστορία του "Ψηλά από τη γέφυρα" την άκουσε από κάποιο λιμενεργάτη σε ένα πεζοδρόμιο. Ακόμα και το θεατρικό έργο «The Crucible», που κατέκρινε την παράνοια, τις διώξεις και τις καταπατήσεις πολιτικών ελευθεριών και εισήγαγε τον όρο "κυνήγι μαγισσών" στον 20ό αιώνα, έκανε το κοινό να ταυτίσει τους δικαστές του Σάλεμ του 1692 με την Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Ωστόσο, αν και το έργο αναγνωρίστηκε σε αξία από το κοινό αργότερα, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει: "Κατάπληκτος έβλεπα να περνούν πλάι μου άνθρωποι που ήξερα χρόνια χωρίς να με χαιρετίσουν καν και με βασάνιζε η σκέψη ότι ο τρόμος αυτών των ανθρώπων είχε σχεδιαστεί και καλλιεργηθεί".
Στα έργα του, ο Άρθουρ Μίλερ ποικίλει σε ύφος, μεταβαίνοντας από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό[31] ("Ο θάνατος του εμποράκου") και τον ιμπρεσιονισμό ("Μετά την πτώση"). Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης και επιρροής του, είχε δηλώσει ο ίδιος ότι αποτελούσε πρότυπό του η αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ και από το έργο του Ίψεν. Ανανέωσε το "κοινωνικό δράμα", καταγγέλλοντας τα οξεία ζητήματα της εποχής του και ασκώντας κριτική στην αμερικανική κοινωνία: στο ρατσισμό της, την κερδοσκοπία, τη μισαλλοδοξία και την αναισθησία μπροστά στην αποτυχία και ανημποριά[34].
Πρώτες παραστάσεις στην Ελλάδα [Επεξεργασία]
Η πρώτη παράσταση έργου του Άρθουρ Μίλερ στην Ελλάδα έγινε το 1947, με το ανέβασμα του έργου "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν[35], με τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Βάσω Μεταξά, Λυκούργο Καλλέργη και Έλλη Λαμπέτη.
Το 1955, παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο το έργο "Δοκιμασία - Οι μάγισσες του Σάλεμ" ("The Crucible")[36], σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, με τους Τζένη Καρέζη, Γιώργο Παππά, Χριστόφορο Νέζερ κ.ά.
Το 1957, παρουσιάζονται σε ενιαία παράσταση από το Θέατρο Τέχνης τα μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" και "Ψηλά από τη γέφυρα", ενώ την ίδια χρονιά από το θίασο Αλέκου Αλεξανδράκη ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου"[35]. Το 1962, παρουσιάζεται για πρώτη φορά πάλι από το Θέατρο Τέχνης το έργο "Ο θάνατος του εμποράκου", με τον Γιώργο Λαζάνη και τον Μίμη Κουγιουμτζή.
Ακολούθησαν αρκετές παραστάσεις των πιο γνωστών προαναφερθέντων έργων του, ενώ από το θέατρο Εξαρχείων ανέβηκαν τα έργα "Το τίμημα" (1992-1994) και το "Σπασμένο γυαλί" (1995-1996) ως το πιο πρόσφατο, "Ο τελευταίος Γιάνκι" (1999). Τον Νοέμβριο του 2001, παρουσιάστηκε από το Θέατρο της οδού Κυκλάδων το έργο "Σχέσεις του κυρίου Πίτερς" σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.