Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι Ιταλός μεγαλοεπιχειρηματίας και πολιτικός.
Διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ιταλίας, τις περιόδους 1994-1995, 2001-2006 και 2008-2011.
Γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936 στο Μιλάνο, γόνος αστικής οικογένειας, γιος διευθυντή τραπέζης.
Σπούδασε νομικά και το 1962 ίδρυσε την πρώτη του κατασκευαστική εταιρεία «Εντιλνόρντ» επωφελούμενος από την ραγδαία οικοδομική έξαρση του Μιλάνου.
Στη 10ετία του '70 επιχειρεί τις πρώτες του επενδύσεις στα ΜΜΕ εκμεταλλευόμενος την απελευθέρωση της τηλεοπτικής αγοράς. Μέσα σε 15 χρόνια (1986) έφθασε να του ανήκει το 80% της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ το ίδιο έτος γίνεται ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν.
Στη συνέχεια ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποκτά τον μεγαλύτερο εκδοτικό ιταλικό οίκο το γνωστό «Μονταντόρι» και μια από τις κορυφαίες ιταλικές εφημερίδες την «Ιλ Τζιορνάλε», ενώ ακόμη άλλες 150 περίπου εταιρείες περιέχονται κάτω από τον έλεγχο της «Φινινβέστ», της μητρικής εταιρείας του οικονομικού κολοσσού του.
Παρά ταύτα, μια ακολουθία από χρέη και δικαστικές έρευνες για φοροδιαφυγή, δωροδοκίες, λογιστικές απάτες μέχρι και για διασυνδέσεις με την ιταλική μαφία είχαν κυριολεκτικά αποτελέσει ένα κλοιό γύρω από τον Ιταλό μεγιστάνα.
Αντίθετα όμως από κάθε πρόβλεψη ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι προχωρεί στην ίδρυση του πολιτικού κόμματος «Φόρτσα Ιτάλια» και κατεβαίνει στην πολιτική αρένα σε συνεργασία με την «Εθνική Συμμαχία» και την, γνωστή από τις αποσχιστικές τάσεις της, «Λέγκα του Βορρά».
Στις εκλογές του 1994 ο ιταλικός λαός του προσφέρει τη νίκη και ο Μπερλουσκόνι χρίστηκε Πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Η πρώτη του θητεία θα διαρκέσει μερικούς μήνες λόγω των εσωτερικών κλυδωνισμών της κυβερνώσας συμμαχίας που θα τον αναγκάσουν σε παραίτηση. Παρά την αναστροφή αυτή που ακολούθησαν πρωτόδικες καταδίκες – που αργότερα όμως ακυρώθηκαν – περί οικονομικών σκανδάλων (1997 και 1998), παρέμεινε πολιτικά ενεργός ως ηγέτης της αντιπολίτευσης.
Το 2001 εξαγγέλλοντας πλήθος φοροαπαλλαγών, μέτρων κατά του εγκλήματος, αύξησης συντάξεων και μείωσης της ανεργίας κέρδισε και πάλι τις εκλογές και θα ακολουθήσει μια σειρά πολιτικών συγκινήσεων για τον ίδιο και την Ιταλία, μεταξύ των οποίων ήταν ο σκανδαλώδης νόμος 2003 που παραχωρούσε άσυλο σε δημόσιους αξιωματούχους, η άρνησή του να εγκαταλείψει τον έλεγχο της media αυτοκρατορίας του, η υποστήριξή του (2ος στη σειρά) στην εισβολή στο Ιράκ και μια σειρά άλλων μέτρων και
... Διαβάστε περισσότερα θέσεων λιγότερο όμως σημαντικών.
Στις τελευταίες όμως εκλογές του 2006 ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα χάσει από τον αντίπαλό του Ρομάνο Πρόντι και θα επανέλθει στην ηγεσία της αντιπολίτευσης.
Επανεξελέγη στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 2008. Πέτυχε νίκες τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία.
Στην 315μελή Γερουσία, το κόμμα του Μπερλουσκόνι κέρδισε 168 έδρες έναντι 130 για τον αντίπαλό του, Βάλτερ Βελτρόνι. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο συντηρητικός συνασπισμός του Μπερλουσκόνι προηγήθηκε με 46,8% των ψήφων έναντι 37,5% για τον αντίπαλό του.
Οι κύριες προτεραιότητές του ήταν ο καθαρισμός των δρόμων της Νάπολης από τα σκουπίδια και η βελτίωση της ιταλικής οικονομίας.
H νέα κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι ορκίστηκε και ανέλαβε καθήκοντα στις 8 Μαΐου του 2008. Στις 14 Μαΐου του 2008 έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με 335 ψήφους υπέρ και 275 κατά.
Το κόμμα Λαός της Ελευθερίας, με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 2008 ιδρύθηκε στις 18 Νοεμβρίου του 2007 και προήλθε από την ένωση της Φόρτσα Ιτάλια με την Εθνική Συμμαχία του Τζιανφράνκο Φίνι. Η επίσημη ίδρυση έγινε στο συνέδριο στις 27-29 Μαρτίου του 2009, στο οποίο ο Μπερλουσκόνι εξελέγη αρχηγός του κόμματος.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2009 τραυματίστηκε στο πρόσωπο έπειτα από επίθεση που υπέστη από ένα άτομο, το οποίο τον γρονθοκόπησε. Το συμβάν έλαβε χώρα στο Μιλάνο, έπειτα από πολιτική συγκέντρωση.
Η κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με ψήφους 342-275 στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 και από την Γερουσία στις 14 Δεκεμβρίου 2010, με 162 ψήφους υπέρ επί των 308.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δέχθηκε πιέσεις να παραιτηθεί μετά την επιδείνωση της ιταλικής οικονομίας και την αύξηση του επιτοκίου κρατικού δανεισμού πάνω από 6% .
Τελικά, υποσχέθηκε ότι θα παραιτηθεί μετά την ψήφιση του πακέτου σταθεροποίησης της ιταλικής οικονομίας από το Ιταλικό Κοινοβούλιο, όπως και έπραξε στις 12 Νοεμβρίου 2011.