Ο Βιττόριο ντε Σίκα (7 Ιουλίου 1901 - 13 Νοεμβρίου 1974) ήταν Ιταλός κινηματογραφικός σκηνοθέτης και ηθοποιός.
Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ιταλικού νεορεαλισμού.
Ο Βιτόριο ντε Σίκα γεννήθηκε το 1901 στη περιοχή της Ιταλίας Φροζινόνε. Γιος Ιταλού επιχειρηματία αρχικά ξεκίνησε σπουδές για σταδιοδρομία τραπεζικού πλην όμως οικονομική άνάγκη τον υποχρέωσε το 1923 να συμμετάσχει ως μέλος σε θεατρικό θίασο όπου και ακολούθησε το επάγγελμα του ηθοποιού.
Το 1926,παράλληλα με την ενασχόληση του με το θέατρο, στράφηκε προς τον κινηματογράφο.
Πρώτος του ρόλος στον κινηματογράφο, που τον καθιέρωσε και ως κινηματογραφικό αστέρι ήταν στην ταινία "Οι άντρες, τι παλιάνθρωποι!" (1932) σε σκηνοθεσία του Μάριο Κομερίνι.
Η δε πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης ήταν το "Δυο ντουζίνες κόκκινα τριαντάφυλλα" (1940).
Οι επόμενες ταινίες του, μετά τον Β' Π.Π., όπως Λούστρο παπουτσιών (Sciuscia, 1946), Κλέφτης ποδηλάτων (Ladri Di Biciclette, 1948), Θαύμα στο Μιλάνο (Miracolo A Milano, 1951), Ό,τι μου αρνήθηκαν οι άνθρωποι (Umberto D., 1952) θεωρούνται κορυφαία έργα του νεορεαλισμού, καθώς εκφράζουν με πόνο και ανθρωπιά τη δραματική κοινωνική κατάσταση της μεταπολεμικής Ιταλίας (εγκαταλειμμένα παιδιά, άνεργοι, άστεγοι).
Με την ταινία Η ατιμασμένη (La Ciociara, 1960) βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια και με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν έκλεισε η νεορεαλιστική περίοδος. Έπειτα, ο Βιτόριο ντε Σίκα σκηνοθέτησε κυρίως εμπορικές ταινίες όπως: Φιλουμένα Μαρτουράνο - Γάμος α λα ιταλικά (Matrimonio All' Italiana, 1964) βασισμένη στο θεατρικό του Εντουάρντο ντι Φιλίππο Φιλουμένα Μαρτουράνο. Ακόμα δύο ταινίες του, πάντως, κέρδισαν το βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας: Χθες, σήμερα, αύριο (Ieri, Oggi E Domani, 1963) και Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι (Il Giardino Dei Finzi Contini, 1970 )που βασίζεται στο δημοφιλές μυθιστόρημα του Τζόρτζο Μπασάνι.
Τελευταίες του ταινίες ήταν "Το ιντερμέντσο μιας παντρεμένης" (Una Breve Vacanza, 1974) και το "Τελευταίο ταξίδι" (Il Viaggio, 1974).
Πέθανε στο Παρίσι το ίδιο έτος, 1974.
Σημειώνεται ότι η πρεμιέρα της ταινίας του "Τελευταίο ταξίδι" δόθηκε στο Παρίσι λίγο μετά τον θάνατό του.
ΒΙΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ
Η σκηνοθεσία ως μια έκφραση αγάπης
Η φιλμογραφία του ογκώδης και άνιση, η παρουσία του στο κινηματογραφικό χώρο εμβληματική αλλά και διακριτική: Ο Vittorio De Sica υπήρξε ένα πρό
... Διαβάστε περισσότερασωπο που σημάδευσε την κινηματογραφική ιστορία μ' ένα τρόπο μοναδικό. Ηθοποιός σε ασήμαντες εμπορικές παραγωγές του καιρού του -πάντα όμως μία παρουσία ευγενική-, σκηνοθέτης αριστουργημάτων-όπως είναι Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων- ο Vittorio De Sica υπήρξε ένας από τους πατέρες του ιταλικού νεορεαλισμού, ένα από τα πρόσωπα που καθόρισαν το μεταπολεμικό κινηματογραφικό τοπίο. Συμμετείχε ενεργά στην πορεία αυτού του κινήματος από τις απαρχές του μέχρι την κατάληξή του- συνεχίζοντας και μετά να βαδίζει στους δρόμους της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής. Σήμερα πλέον το όνομα του ελάχιστα γνωστό είναι στην νέα γενιά των κινηματογραφόφιλων- οι ταινίες του μοιάζουν να έχουν ξεχασθεί.
Η αέναη πάλη του ανθρώπου απέναντι σε μια πραγματικότητα σκληρή
Καθώς όμως οι δοξαστικοί τόνοι συχνά κρύβουν την αληθινή εικόνα, δύο πρόσωπα βρίσκονται στην σκιά αυτής της λαμπερής παρουσίας. Ο ένας είναι ο συνεργάτης και σεναριογράφος του Vittorio De Sica, ο Cesare Zavattini. Αποτέλεσμα της, μάλλον συμβιωτικής και συμπληρωματικής, σχέσης τους, υπήρξαν μεταξύ άλλων και οι καλύτερες ταινίες του σκηνοθέτη: Sciuscia (1946), Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων (1948), Θαύμα στο Μιλάνο (1951) και τέλος το κρυφό του αριστούργημα Ουμπέρτο Ντ. (1952). Τέκνα των καιρών τους, οι ταινίες των De Sica- Zavattini, κατέγραψαν τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ιταλίας, απεικόνισαν την αέναη πάλη του ανθρώπου απέναντι σε μια πραγματικότητα σκληρή. Σ' αυτές τις ταινίες ο "αριστερός" Zavattini προσέφερε μια πολύτιμη κοινωνική οπτική: συνέθεσε ιστορίες με έκδηλο το κοινωνικό "μήνυμα", στις οποίες ο De Sica προσέδιδε μια τραγική διάσταση. Απόρροια λοιπόν αυτής της συνεργασίας είναι ο "ανθρωπισμός με κοινωνική διάσταση",
που διακρίνει τις νεορεαλιστικές ταινίες του σκ`ηνοθέτη. Και εδώ ακριβώς έγκειται η αίσθηση του τραγικού που πλημμυρίζει τις εικόνες, ακόμα και "ευχάριστων" ταινιών, όπως το Θαύμα στο Μιλάνο: για τους De Sica- Zavattini η ανθρώπινη μοίρα είναι δέσμια του κοινωνικού χώρου και το κακό βρίσκεται εκτός της ανθρώπινης υπόστασης- προκύπτει από την τάξη των πραγμάτων.
Το δεύτερο πρόσωπο, που κρύβεται στην σκιά του σκηνοθέτη, είναι ένας Γάλλος κριτικός, ο Andre Bazin. Τα δύο κείμενά του που περιλαμβάνει η έκδοση -Ο Σκηνοθέτης De Sica και Ένα Μεγάλο Έργο (αναδημοσιεύονται από Τι Είναι ο Κινηματογράφος ΙΙ, Αιγόκερως, 1988)- καθόρισαν τον τρόπο που διαβάζουμε τόσο τον νεορεαλισμό, όσο και το έργο του σκηνοθέτη. Αυτό που ο Andre Bazin, διέγνωσε στις νεορεαλιστικές ταινίες του De Sica, είναι ένα σκηνοθετικό ύφος το οποίο είναι κυρίως μια ευαισθησία, ένα βλέμμα "ενεργούς συμπάθειας". Η αγάπη, η τρυφερότητα και η στοργή, που φωτίζει ακόμα και τις πιο σκοτεινές τις εικόνες των ταινιών του, είναι έκφραση μιας αντίληψης για την σκηνοθεσία. Για τον Bazin, ο σκηνοθέτης δεν πρέπει να διακρίνεται τόσο από ευφυΐα, αλλά από αγάπη -και ο κινηματογράφος είναι η κατ' εξοχήν τέχνη αυτής της αγάπης για τον άνθρωπο. Η σκηνοθετική ποιητική του De Sica δεν είναι λοιπόν παρά ένας δρόμος προς την αγάπη, μια απόπειρα προσέγγισης του ανθρώπινου προσώπου "σε χρόνο ενεστώτα".
Σε μια ταινία των De Sica - Zavattini μπορούμε να δούμε καθαρά ποια μπορεί να είναι η κατάληξη αυτής της σκηνοθετικής αντίληψης: στον Ουμπέρτο Ντ.. Ταινία που επικρίθηκε στην εποχή της, αφού η κριτική την διάβασε μέσα από μια ιδεολογική οπτική, ο Ουμπέρτο Ντ. έτυχε της υπεράσπισης λίγων μόνο κριτικών (είναι ενδεικτικό ότι στο βιβλίο τής αφιερώνεται, μαζί με τον Κλέφτης των Ποδηλάτων, ο περισσότερος χώρος). Εδώ η συνεπής άσκηση μιας τέτοιας αντίληψης οδηγεί στην διάλυση, και εντέλει υπέρβαση, κάθε είδους δραματουργικής σύμβασης -και η ταινία γίνεται από αναπαράσταση γεγονότων, έκφραση της πιο μύχιας αλήθειας του ανθρώπου, απεικόνιση του εσωτερικού του τοπίου. Οι δε ηθοποιοί, οι "πρωταγωνιστές" , αποκτούν ξαφνικά μια άλλη διάσταση: παύουν να είναι πρόσωπα που "παίζουν" σε μια τραγωδία, γίνονται αληθινά πρόσωπα. Σε μια τέτοια διαδικασία ο θεατής της ταινίας δεν είναι πλέον ο παρατηρητής ενός ανθρώπινου δράματος, αλλά μεταλλάσσεται σε συμπάσχοντα, σε συμμέτοχο της ανθρώπινης εμπειρίας, σε κοινωνό μιας αγάπης που αφετηρία έχει το βλέμμα του σκηνοθέτη.
Δημήτρης Μπάμπας
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή)