Επεισόδιο 1.62:
Ο Λεοπάρδο ζητάει από την Καντελαρία το χέρι τής Μαρίας, κάτι που χαροποιεί όλους στο αγρόκτημα, εκείνη όμως αναρωτιέται αν θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει τον Χουάν. Ο Χουάν επισκέπτεται τη Μπλάνκα στη φυλακή και εκείνη του λέει να μην επιτρέψει τη μεταφορά της στο νοσοκομείο, γιατί από εκεί η Ιβέτ θα μπορέσει να δραπετεύσει. Πίσω στο αγρόκτημα η Καντελαρία ρωτάει τη Μαρία τον λόγο που θέλει να παντρευτεί τον Λεοπάρδο. Ο Χουάν λέει στη Ρότσιο ότι, αν όλα πάνε καλά, σκοπεύει να παντρευτεί τη Μπλάνκα, αν και η Μαρία είναι και θα είναι για πάντα ο έρωτας της ζωής του. Η Μαρία εκμυστηρεύεται στη Καντελαρία ότι δεν παντρεύεται τον Λεοπάρδο μόνο από ευγνωμοσύνη. Από την άλλη όμως, της λέει ότι νιώθει πως, αν τελικά ερωτευτεί τον Λεοπάρδο θα είναι σαν να προδίδει τον έρωτα της ζωής της, τον Χουάν. Η Μερσέντες ρωτάει τη Ρότσιο αν προτιμάει να είναι με έναν υγιή άντρα, από το να βρίσκεται στο πλευρό ενός στην κατάσταση του γιου της. Ο δικηγόρος ρωτάει τη Μπλάνκα αν υπάρχει και κάποιος άλλος γιατρός που μπορεί να καταθέσει την ύπαρξη τής διπλής προσωπικότητάς της και εκείνη του απαντάει πως αυτός ο γιατρός υπάρχει και είναι ο Όμαρ. Η Ρότσιο λέει στη Μερσέντες ότι είναι απογοητευμένη που ο Βισέντε έχει σταματήσει να παλεύει για τη ζωή, ενώ εκείνος την ίδια στιγμή ανακοινώνει στον γιατρό ότι είναι έτοιμος να ξεκινήσει τη διαδικασία θεραπείας γιατί δεν θα άντεχε να χάσει τη Ρότσιο. Μια διαδικασία που, από ό,τι τού λέει ο γιατρός, δεν τού εξασφαλίζει ότι θα ζήσει. Ο Λεοπάρδο ζητάει από τη Μαρία τα χαρτιά της για να ξεκινήσει τις διαδικασίες του γάμου, ενώ παράλληλα της λέει ότι είναι διατεθειμένος να αναγνωρίσει τον γιό της ως δικό του παιδί. Ο Ουμπέρτο φιλάει τη Ρότσιο και της λέει ότι είναι ερωτευμένος μαζί της. Στη συνέχεια ο Βισέντε τής ζητάει να φύγει και να μη γυρίσει ποτέ ξανά. Ο Χουάν θέλει να μάθει ποιος είναι αυτός ο Ομάρ για να βοηθήσει τη Μπλάνκα. Η Στεφανία είναι αποφασισμένη να παντρευτεί τον Χουάν και να μην επιτρέψει την αποφυλάκιση της Μπλάνκα. Η Σεσίλια ανακαλύπτει το όνομα του αγροκτήματος που βρίσκεται η Μαρία και μαθαίνει μάλιστα ότι υπάρχει περίπτωση να μη γυρίσει ποτέ πίσω στην πόλη. Ο Χουάν ζητάει από τη Μπλάνκα να τον παντρευτεί και εκείνη, προς έκπληξή του, τον ρωτάει «γιατί;». Η Μαρία αναπολεί τον καιρό που ήταν με τον Χουάν και θυμάται πόσο χαρούμενη ένιωθε τότε...