Επεισόδιο 1.37:
Όταν ο Αμαδόρ επισκέπτεται την Καντελαρία και τη Μαρία, καταλαβαίνει ότι είναι έτοιμες να φύγουν. Εκείνες του εξηγούν ότι η Μαρία περιμένει το παιδί του Χουάν και γι’ αυτό τον λόγο είναι αναγκασμένες να φύγουν. Η Ιζαμπέλα πιέζει τη Στεφανία να κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στο σπίτι των Βελάρδε, καθώς αυτό ευνοεί και τις δύο. Η Σεσίλια όμως της λέει ότι πρέπει να φύγει καθώς θα φέρει τη Μαρία στο σπίτι. Η Ονέλια με τον Χουάν επισκέπτονται τη Βιβιάνα στην ψυχιατρική κλινική αλλά εκείνη δεν αναγνωρίζει ούτε την ίδια της τη μητέρα. Η Στεφανία ανακοινώνει στον Πατρίσιο ότι φεύγει από το σπίτι και εκείνος της υπόσχεται να την βοηθήσει. Η Σεσίλια φθάνει στο σπίτι της Μαρίας αλλά ανακαλύπτει ότι εκείνη και η Καντελαρία έχουν φύγει. Ο Χουάν δέχεται να επιστρέψει σπίτι η Ονέλια και αποφασίζει να βρει μια νταντά να προσέχει τη Μαχίτα. Η Στεφανία τον συναντά και του λέει ότι η πραγματική κόρη των Βελάρδε είναι η Μαρία και γι’ αυτό την έδιωξαν από το σπίτι, του ζητάει λοιπόν να την δεχτεί στο δικό του σπίτι. Ανακαλύπτει επίσης ότι η γυναίκα του, Βιβιάνα, είναι ζωντανή και έτσι όχι μόνο δεν μπορεί να παντρευτεί την ίδια, αλλά και ο γάμος του με τη Μαρία θεωρείται άκυρος. Ο πάτερ Ανσέλμο με τη Μαρία και την Καντελαρία φθάνουν σε ένα αγρόκτημα, όπου μένει η αδερφή του, Μικαέλα, η οποία υπόσχεται να ζητήσει από τον ιδιοκτήτη του αγροκτήματος, Λεοπάρδο, να τους επιτρέψει να μείνουν για κάποιο καιρό. Η Στεφανία από την άλλη, ζητάει από τον Χουάν να προσλάβει εκείνη ως νταντά της Μαχίτα, αλλά εκείνος αρνείται. Δέχεται στη συνέχεια ένα τηλεφώνημα από μια νεαρή κοπέλα, τη Μπλάνκα, που ζητάει τη θέση και εκείνος δέχεται να την δει για συνέντευξη. Η Μαρία κάνει μια βόλτα στο αγρόκτημα. Εκεί συναντά τον Λεοπάρδο, ο οποίος της συμπεριφέρεται επιθετικά...