Ο Γουόλτερ Σκοτ (15 Αυγούστου 1771 - 21 Σεπτεμβρίου 1832) ήταν Σκώτος συγγραφέας και ποιητής, και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών.
Ο Γουόλτερ Σκοτ γεννήθηκε το 1771 στο Εδιμβούργο.
Όταν ήταν 2 ετών έπαθε μία βαρειά αρρώστια, γεγονός που του προκάλεσε παράλυση και τον άφησε κουτσό για όλη του τη ζωή. Ο πατέρας του, με την ελπίδα πως ο γιος του θα ξαναβρεί τις δυνάμεις του, τον έστειλε στη φάρμα του παππού του, στην ύπαιθρο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγαλώνοντας ο Σκοτ να αποκτήσει καλοδεμένο σώμα και να γίνει ένας εξαιρετικά γερός και δραστήριος νέος. Όλοι τον θεωρούσαν ατρόμητο καβαλλάρη και καλό παλαιστή. Οι βαθμοί του στο σχολείο άλλοτε ήταν από τους υψηλότερους και άλλοτε από τους χαμηλότερους κι αυτό γιατί, αν και είχε εξαιρετική μνήμη, θυμόταν μονάχα όσα τον ενδιέφεραν. Ο Σκοτ στράφηκε από νωρίς στη μελέτη της ιστορίας και της λαογραφίας. Επίσης έμαθε να μιλά γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά, για να μπορεί να διαβάζει τις ιστορίες των άλλων χωρών.
Όταν ο Σκοτ έγινε 15 ετών μπήκε στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, όπου εργάστηκε πολλά χρόνια. Τα νομικά δεν τον ενδιέφεραν καθόλου, αισθανόταν όμως μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τον πατέρα του. Για αυτό το λόγο σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου και έγινε δεκτός στο Σύλλογο των Σκώτων Δικηγόρων το 1791, όταν ήταν είκοσι ετών.
Το 1788, έμαθε από μία διάλεξη για τις παλιές γερμανικές μπαλάντες και άκουσε, ταυτόχρονα, μία μετάφραση της "Λεονώρας" του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ.
Άρχισε αμέσως να μεταφράζει άλλες μπαλάντες και το 1796, όταν ήταν 25 ετών, εξέδωσε τα πρώτα ποιήματα άλλων λογοτεχνών μεταφρασμένα από τα γερμανικά, μαζί με το δικό του ποίημα "Ο Άγριος Κυνηγός".
Έτσι άρχισε μία από τις γονιμότερες φιλολογικές σταδιοδρομίες της ιστορίας, μία σταδιοδρομία που ελάχιστοι συγγραφείς της εποχής του πέτυχαν.
Έπειτα από την πρώτη του προσπάθεια, εκδόθηκαν πολύ σύντομα σε τρεις τόμους τα έργα: "Η παραμονή του Άη Γιάννη", "Ο Γκρίζος αδερφός" και "Οι Τροβαδούροι στα Σκωτσέζικα Σύνορα" (1802). Για το έργο αυτό ο Σκοτ μάζευε υλικό πολλά χρόνια. Η δημοσίευσή του τον ανέδειξε ως ποιητή και ως μυθιστοριογράφο καθώς αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία. Το 1805 ολοκληρώθηκε "Το Τραγούδι του Τελευταίου Τροβαδούρου", ενώ το 1808 ακολούθησε ο "Μάρμιον".
Το 1810 ο Σκοτ έφτασε στα ύψη της ποιητικής του τέχνης με την "Κυρά της Λίμνης".
Ο Σκοτ εξ
... Διαβάστε περισσότεραακολούθησε να γράφει ποιήματα έως το 1814.
Τα δύο τελευταία ποιήματά του, το "Ρόκεμπυ" (1813) και "Ο Κύριος των Νησιών" (1814) δεν βρήκαν ιδιαίτερη ανταπόκριση. Καθώς η δημοτικότητά του άρχισε να σβήνει και τα χρέη του μεγάλωναν, ο ποιητής στράφηκε προς τον πεζό λόγο και ιδιαίτερα στο ιστορικό μυθιστόρημα.
Το 1814 εξέδωσε το μυθιστόρημα "Γουέβερλυ", το οποίο είχε αρχίσει να γράφει από το 1805 και είχε αφήσει κατά μέρος.
Το βιβλίο αυτό δεν ξεπέρασε μόνο την επιτυχία που είχαν σημειώσει τα ποιήματα του Σκοτ αλλά έφερε και μια φιλολογική επανάσταση: καθιέρωσε το ιστορικό ρομάντζο. Ακολούθησε κατόπιν "Το Κατάστημα Αρχαιοτήτων", οι "Παλιοί Θνητοί", "Ρομπ Ρόυ" (1818), "Η Καρδιά του Μιντλόθιαν" και άλλα μυθιστορήματα της σειράς του Γουέβερλυ, ο "Ιβανόης" (1819), "Ο Πειρατής" (1822), "Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος" (1825) κ.α.
Ο Σκοτ ανέβαινε διαρκώς στην κορυφή της επιτυχίας.
Αν και δεν επεδίωκε τη φήμη και είχε γράψει όλα του τα μυθιστορήματα ανώνυμα, ήταν γενικά γνωστό πως αυτός ήταν ο συγγραφέας τους, κάτι που παραδέχτηκε τελικά το 1827. Μαζί με την αγάπη του κοινού έδρεψε την αναγνώριση και τις τιμές. Το 1820, το Αγγλικό Στέμμα τον ανακήρυξε βαρονέτο. Εκείνη την εποχή ο Σκοτ ήταν σχετικά πλούσιος και ζούσε ζωή άρχοντα της υπαίθρου. Το 1811 είχε αγοράσει ένα κτήμα κοντά στον ποταμό Τουίντ και από καιρό σε καιρό το συμπλήρωνε με καινούργια χωράφια που αγόραζε, ώσπου το έκανε ένα από τα μεγαλύτερα κτήματα της περιοχής. Περνούσε κατά τα φαινόμενα τον καιρό του άπραγος, αφήνοντας τον εαυτό του στη διάθεση των πολλών του φίλων. Μονάχα ελάχιστοι στενοί φίλοι γνώριζαν πόσο πρωί σηκωνόταν για να γράψει και να αντιμετωπίσει την ολοένα περισσότερο αυξανόμενη ζήτηση της εργασίας του αλλά και πόσους στομαχικούς πόνους και αγωνίες τού έφερε η υπερκόπωση.
Το 1826, ο εκδότης του Σκοτ χρεωκόπησε και ο Σκοτ έμεινε με χρέη που ξεπερνούσαν τις 600.000 στερλίνες. Ο Σκοτ θεώρησε τον εαυτό του προσωπικά υπεύθυνο για τα χρέη του εκδότη και πλέον όλες οι προσπάθειες του συγγραφέα στράφηκαν στην καταπολέμηση των οικονομικών και των σωματικών ατυχημάτων. Για να μπορέσει να ξεπληρώσει τις υποχρεώσεις του εργάστηκε πολύ εντατικά. Έτσι, μέσα σε δύο χρόνια είχε πληρώσει πάνω από 200.000 στερλίνες. Όμως οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγαλύτερες από όσες μπορούσε να αντιμετωπίσει. Η προσπάθεια ήταν τόσο μεγάλη, που το 1830 ο Σκοτ έπαθε παράλυση. Δύο χρόνια αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1832, πέθανε στον πύργο του στο Άμποτσφορντ.
Δεν έμαθε ποτέ του πως η πώληση των έργων του μπορούσε να πληρώσει στο ακέραιο την υποχρέωση που ανέλαβε μόνος του να εξοφλήσει.