Ο Γουίλιαμ Μάνι είναι ένας πρώην παράνομος, που προσπαθεί να ξεχάσει το παρελθόν του. Εχουν περάσει έντεκα χρόνια από τότε που εγκατάλειψε το όπλο του, αφήνοντας πίσω του μία φοβερή φήμη αδίστακτου φονιά. Τώρα ζει ήρεμα με το γιο του και την κόρη του, φροντίζοντας το κτήμα του, στο Κάνσας. Η οικονομική του κατάσταση είναι άσχημη και το κτήμα δεν του αποφέρει τα απαραίτητα προς το ζην. Όταν ο Σκότφιλντ Κιντ, κυνηγός επικηρυγμένων, τον επισκέπτεται και του ζητάει τη βοήθειά του για να εντοπίσει δυο καουμπόις που δολοφόνησαν μία πόρνη, ο Μάνυ αποφασίζει να δεχτεί. Ο Σκότφιλντ του λέει ότι ο σερίφης της πόλης όπου έγινε ο φόνος, ο Λιτς Μπιλ Ντάγκετ, είναι πρώην πιστολέρο και έδειξε ιδιαίτερη ανοχή απέναντι στους δολοφόνους....
Δύο χρόνια μετά το «Χορεύοντας με τους λύκους» του Κέβιν Κόστνερ, ο Κλιντ Ίστγουντ δημιουργεί αυτό το συγκλονιστικό ρεβιζιονιστικό γουέστερν, απομυθοποιώντας με τον δικό του τρόπο τη θρυλική βία της Άγριας Δύσης. Κυνισμός, παράλογοι κώδικες τιμής και αδικαιολόγητη σκληρότητα είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, που αναπτύσσονται με δραματουργική δυναμική μέσα στα τραχιά και μοναχικά τοπία της αμερικανικής ενδοχώρας. Παράλληλα, η υποβλητική φωτογραφία του Τζακ Γκριν (υπεύθυνος φωτογραφίας των ταινιών «Ένας τέλειος κόσμος» και «Τουίστερ») αναδύει έναν σκληρό πεσιμισμό, που παραπέμπει στην αισθητική των φιλμς νουάρ. Η ταινία κέρδισε τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας (Κλιντ Ίστγουντ), μοντάζ (Τζόελ Κοξ) και β’ ανδρικού ρόλου (Τζιν Χάκμαν). Στο πλάι του Ίστγουντ, οι εξαιρετικές παρουσίες των Τζιν Χάκμαν, Μόργκαν Φρίμαν, Ρίτσαρντ Χάρις, Τζέιμς Γούλβετ.