Δεκαετία του ’70. Οι αστυνομικοί ντετέκτιβ Ντέιβιντ Στάρσκι και ο Κεν Χάτσινσον αναλαμβάνουν πάντα τις πιο δύσκολες αποστολές και τις φέρνουν σε πέρας χάρη στο ένστικτό τους και στην αμέριστη βοήθεια που βρίσκουν από τον πληροφοριοδότη τους, Χάγκι Μπέαρ. Αυτή τη φορά, οι δύο συνεργάτες και «κολλητοί» βρίσκονται στο κατόπι του Ρις Φέλντμαν, εμπόρου ναρκωτικών, που πρόκειται να εισάγει στη χώρα ένα είδος κοκαίνης, που τα εκπαιδευμένα σκυλιά των αστυνομικών αδυνατούν να εντοπίσουν…
Από τον Σεπτέμβρη του 1975 ως τον Αύγουστο του 1979, οι ηθοποιοί Πολ Μάικλ Γκλέιζερ και Ντέιβιντ Σόουλ πρωταγωνιστούσαν στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά Στάρσκι και Χατς, υποδυόμενοι τους ομώνυμους ντεντέκτιβ. Η σειρά απεικόνιζε την αντισυμβατική συνεργασία δύο αστυνομικών, που δεν ακολουθούσαν πάντοτε τους πιο... ορθόδοξους τρόπους για να εξιχνιάσουν τις παρανομίες. Η σχέση μεταξύ τους ήταν μοναδική, με την έννοια ότι δεν έπαιρναν τους εαυτούς τους σοβαρά και είχαν μια φοβερή αίσθηση του χιούμορ, που έλειπε από προηγούμενες ανάλογες αστυνομικές σειρές. Η φρέσκια ματιά αυτής της σειράς, ήταν ακριβώς ο συνδυασμός της αστυνομικής περιπέτειας με την έντονη δράση και το μαύρο, κωμικό στοιχείο, από την άλλη. Αποτέλεσμα; Η θεαματικότητά της να εκτοξευθεί εκείνη την εποχή στα ύψη...
Το 1998, αποφασίστηκε η επιστροφή των θρυλικών ντεντέκτιβ. Αφού εντοπίστηκαν ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνιστές, η ταινία Στάρσκι και Χατς άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει σάρκα και οστά. Ο σκηνοθέτης ΤΟΝΤ ΦΙΛΙΠΣ περιγράφει με τα ακόλουθα λόγια την ταινία: «Βασικά, εγώ βλέπω την ταινία σαν μία ρομαντική κομεντί, μια σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ δυο straight ανδρών, καθώς οι δύο ήρωες αρχικά δεν τα πηγαίνουν καλά, στη συνέχεια τα βρίσκουν, μετά χωρίζουν, ώσπου να τα ξαναβρούν για τα καλά...».
Η επιλογή των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών ήταν εξαιρετικής σημασίας για την επιτυχία της ταινίας, καθώς η ταινία εξελίσσεται γύρω από τη στενή σχέση των δύο βασικών χαρακτήρων. Η σωστή χημεία, λοιπόν, μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών ήταν ένα από τα βασικότερα συστατικά για να βγει δυνατή η ταινία. Ο ΜΠΕΝ ΣΤΙΛΕΡ και ο ΟΟΥΕΝ ΟΥΙΛΣΟΝ είχαν ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν σε μια σειρά ταινιών. Η ταινία τους κάλεσε να δουλέψουν μαζί για έκτη φορά, δίνοντας τους τη δυνατότητα να συνδυάσουν το ταλέντο τους και τη φυσική τους χημεία, για να δώσουν τη δική τους κωμική ματιά στην κλασική σειρά. Ο Στίλερ ήταν πολύ ενθουσιασμένος για την επιλογή του Oυίλσον: «Η επιλογή προέκυψε αβίαστα καθώς είμαστε φίλοι με τον Oυίλσον και η βάση της σχέσης του Στάρσκι με τον Χατς είναι ακριβώς ότι ο ένας εμπιστεύεται τον άλλο», δηλώνει ο πρωταγωνιστής.
Ο παραγωγός ΣΤΟΥΑΡΤ ΚΟΡΝΦΕΛΝΤ εξηγεί τη μηχανική της σχέσης των δύο ηρώων: «Και οι δύο τους είναι εκπληκτικοί στον αυτοσχεδιασμό και στις ελεύθερες ατάκες. Η δημιουργική τους, κωμική ενέργεια είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματική. Ο Μπεν είναι πανταχού παρών και κάνει την παρουσία του, συνεχώς, παραπάνω από αισθητή. Από την άλλη πλευρά, ο Όουεν είναι πιο συγκρατημένος, ανήκει περισσότερο στον κόσμο του. Πρόκειται για αυτόν τον μαγικό συνδυασμό του ενός που είναι υπερβολικά εκεί και εκείνου που είναι εκεί λιγότερο από όσο πρέπει...» Η κινηματογράφηση μιας ταινίας που αναφέρεται σε συγκεκριμένη εποχή παρουσιάζει από μόνη της τις δικές της προκλήσεις. Τα γυρίσματα, για παράδειγμα μιας σκηνής στον δρόμο της πόλης, απαιτούν τον συντονισμό εκατοντάδων λεπτομερειών και τον συγχρονισμό δεκάδων αυτοκινήτων και πεζών που περνούν από το κάδρο. Ειδικότερα, όμως, όταν η ταινία διαδραματίζεται το 1975, όλες αυτές οι λεπτομέρειες πρέπει να συνταιριαστούν με συγκεκριμένες ενδυμασίες, ανάλογο μακιγιάζ και μαλλιά που ταιριάζουν με την εποχή, καθώς και με κατάλληλα οχήματα. Σαν να μην έφταναν αυτά, πρέπει να προσέξει κανείς και τις πινακίδες στους δρόμους, τα φανάρια και όλα τα ενδεχόμενα αναχρονιστικά στοιχεία που βρίσκονται στο φόντο, όπως τις δορυφορικές κεραίες, που πρέπει να βγουν οπωσδήποτε από το κάδρο. Τα σκηνικά, επίσης, πρέπει να είναι εξίσου φροντισμένα γι` αυτό τον στόχο. Ημερολόγια, περιοδικά, διαφημίσεις, πίνακες πρέπει να βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με την εποχή. Ακούγεται εύκολο, αλλά δεν είναι.
«Το όλο εγχείρημα μπορεί να φαίνεται απλό, είναι όμως, στην πραγματικότητα, ένα από τα δυσκολότερα τα όποια έχω αναλάβει», σχολιάζει ο υπεύθυνος των σκηνικών ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΒΕΡΟ. «Η δυσκολία του δεν αφορούσε μόνο τα σκηνικά, αλλά και την προσπάθεια να βάλεις όλα τα κομμάτια του παζλ στην κατάλληλη θέση. Να βρεις, ακόμα, όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν ταιριάζουν -όχι ψηφιακά τηλέφωνα, ασφαλώς και όχι κινητά ή μπουκάλια με νερό εβιάν» καταλήγει.
Η αυθεντικότητα ήταν κάτι που ενδιέφερε επίσης τους παραγωγούς καθώς δεν ήθελαν το χιούμορ της ταινίας να προκύπτει από τα σκηνικά και το περιτύλιγμα, αλλά απευθείας από τους χαρακτήρες. Ένα καλό παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση αποτελούν τα σπίτια των ηρώων. Αντί να χρησιμεύουν από μόνα τους σαν αστεία, αξιοποιούνται σαν δείκτες της διαφορετικής προσωπικότητας των χαρακτήρων.