1562. Στη Γαλλία, την εποχή του Καρόλου ΙΧ, μαίνονται πόλεμοι θρησκευτικής φύσης...
Η Μαρί ντε Μεζιέρ, κληρονόμος μιας από τις μεγαλύτερες περιουσίες του Βασιλείου, αγαπά τον νεαρό Δούκα ντε Γκιζ, που είναι γνωστός στους ιστορικούς κύκλους ως «Σημαδεμένος». Πιστεύει ότι και εκείνος την αγαπά.
Για να αυξήσει το κύρος της οικογένειάς του, ο πατέρας της, Μαρκήσιος ντε Μεζιέρ αναγκάζει την Μαρί να παντρευτεί τον Πρίγκιπα του Μονπενσιέ, τον οποίο δεν έχει γνωρίσει ποτέ.
Ο Πρίγκιπας καλείται από τον Κάρολο ΙΧ στη μάχη κατά των Προτεσταντών. Με τη χώρα να έχει μετατραπεί σε ένα αιματοβαμμένο πεδίο μάχης, ο Πρίγκιπας στέλνει τη σύζυγό του στο Σαμπινί, ένα από τα πιο απομονωμένα κάστρα του, συνοδεία του Κόμη ντε Σαμπάν, φίλου και πρώην διδασκάλου του. Ο Πρίγκιπας του ζητά να ολοκληρώσει την εκπαίδευση της συζύγου του προκειμένου να είναι σε θέση κάποια μέρα να παρουσιαστεί στην αυλή.
Στη θλιβερή μοναξιά του Σαμπινί, η Μαρί προσπαθεί να ξεχάσει τον πόθο που νιώθει για τον Γκιζ. Η μοίρα και η απρόσμενη έκβαση του πολέμου θα φέρουν τον Γκιζ και τον Δούκα του Ανζού (τον μελλοντικό Ερρίκο Γ΄) να μείνουν στο Σαμπινί λίγο αφότου επιστρέφει εκεί και ο Μονπενσιέ. Στο μεταξύ, ο Ανζού θα ερωτευτεί την Πριγκίπισσα, στα θέλγητρα της οποίας έχει υποκύψει και ο Σαμπάν.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να δημιουργηθεί μια βίαιη και φλογερή αντιπαλότητα με επίκεντρο και έπαθλο την ίδια την Μαρί.
Πληροφορίες
Γαλλία, 1562. Ο πόλεμος ανάμεσα σε Καθολικούς και Προτεστάντες μαίνεται υπό συνθήκες δολοπλοκιών και διαρκώς μεταβαλλόμενων συμμαχιών. Η Μαρί ντε Μεζιέρ (Μελανί Τιερί), μια όμορφη νεαρή γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής και ο Ανρί ντε Γκίζ (Γκασπάρ Ουλιέ), ένας από τους πιο ατρόμητους ήρωες του βασιλείου, είναι ερωτευμένοι, αλλά ο πατέρας της Μαρί την έχει ήδη λογοδόσει με τον Πρίγκιπα του Μονπενσιέ (Γκρεγκουάρ Λεπρίνς-Ρινγκέ).
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ορισμένοι από τους ανερχόμενους αστέρες του Γαλλικού κινηματογράφου: ο Γκασπάρ Ουλιέ («Hannibal Rising»), ο Γκρεγκουάρ Λεπρίνς-Ρινγκέ («Love Songs») και ο Ραφαέλ Περσονάζ («Blame It On Fidel») είναι οι τρεις αντίπαλοι που μάχονται για την καρδιά της Πριγκίπισσας, την οποία ενσαρκώνει η Μελανί Τιερί (Βραβείο Cesar 2010 Καλύτερης Ανερχόμενης Ηθοποιού).
Μετά από 20 κινηματογραφικές ταινίες στην 35ετή καριέρα του, με διεθνή βραβεία κοινού και κριτικών σε όλο τον κόσμο (Κάννες, Βερολίνο, BAFTA, Cesar, υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα κλπ.), ο σκηνοθέτης Μπερτράν Ταβερνιέ επιστρέφει με την ταινία, «The Princess of Montpensier», μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος «Madame de la Fayette». Επίσημη συμμετοχή 2010 στο Festival de Cannes.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΕΡΤΡΑΝ ΤΑΒΕΡΝΙΕ
Τι ήταν αυτό που έλκυσε εσάς και τον Ζαν Κόσμος, τον δεύτερο σεναριογράφο, στο μυθιστόρημα της Μαντάμ Ντε Λα Φαγιέτ;
Η δυνατότητα να διηγηθούμε μια ερωτική ιστορία που διέθετε λυρισμό και περιθώρια ανάπτυξης. Όταν ξεκινήσαμε την προσαρμογή, το κύριο μέλημά μας ήταν να αποδώσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής, το βάθος των συναισθημάτων και του πάθους του μυθιστορήματος και όλη την ωμή βία του. Μετά από τα «Life and Nothing But”, “Captain Conan” και “Safe Conduct”, ο Ζαν κατάφερε για ακόμα μία φορά να με εκπλήξει με την ευρηματικότητά του, το χιούμορ του και την απόλυτη γοητεία της πένας του. Οι διάλογοί του καταφέρνουν να δώσουν ζωή σε μια ολόκληρη εποχή. Καθοδήγησαν τη φαντασία τόσο τη δική μου όσο και των ηθοποιών, οι οποίοι κατάφεραν να τους κάνουν κτήμα τους με έναν πολύ σύγχρονο και συγκλονιστικό τρόπο.
Δουλέψατε με ένα καστ που απαρτιζόταν κυρίως από νεαρούς ηθοποιούς...
Ήταν ένας ακόμα από τους λόγους που ήθελα να κάνω αυτή την ταινία. Μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ για πρώτη φορά με πολλούς από τους πρωταγωνιστές μου. Κατά τη διάρκεια των οκτώ εβδομάδων που διήρκεσαν τα γυρίσματα, καθημερινά βίωνα αυτό που τόσο ωραία έχει εκφράσει ο Μάικλ Πάουελ για τους ηθοποιούς: οι λέξεις παύουν να είναι ένα παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβεται ο συγγραφέας. Γίνονται το μουσικό όργανο με το οποίο ο κάθε ηθοποιός παράγει έναν γοητευτικό ήχο. Παίρνουμε μια γεύση από τη χαρά και τη δυστυχία που μέχρι τότε αγνοούσαμε. Ο σκηνοθέτης παύει να ανησυχεί για τα κοστούμια και για το πρόγραμμα των γυρισμάτων. Αφήνει τα ηνία και τον πλήρη έλεγχο στη φαντασία του. Και για μια στιγμή, είναι απλά ευτυχισμένος. Εγώ ήμουν ευτυχισμένος. Πολύ ευτυχισμένος. Δεν ένιωσα ούτε στιγμή ότι σκηνοθετώ τους ηθοποιούς. Απλά τους παρακολουθούσα. Με ενέπνεαν, με παρέσερναν μαζί τους, με ενθουσίαζαν. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό.
Η πριγκίπισσά σας είναι μια επαναστάτρια που αμφισβητεί τον κόσμο στον οποίο ζει...
Η Μαρί ντε Μονπενσιέ είναι μια νεαρή γυναίκα που πρέπει να μάθει με τον δύσκολο τρόπο τι σημαίνει ζωή. Πρέπει να μάθει να τιθασεύει και να ελέγχει τα αισθήματά της και ταυτόχρονα να κάνει δύσκολες και επώδυνες επιλογές παρόλο που ακόμα είναι πολύ μικρή σε ηλικία. Σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, η Μελανί Τιερί με ενθουσίασε και με συγκίνησε με την ερμηνεία της, την ομορφιά της και φυσικά με την ένταση των συναισθημάτων που προσέδωσε στον χαρακτήρα. Μετά από μια παράσταση του «Baby Doll» με την Μελανί, η Μονίκ Σομέτ μου είπε: «Η κοπέλα είναι σαν ένα Στραντιβάριους. Μπορεί να κάνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί κανείς να της ζητήσει.» Και είχε απόλυτο δίκιο.
Όπως και η Πριγκίπισσα, ο Σαμπάν αρνείται να δεχτεί κατεστημένες ιδέες...
Ο Σαμπάν αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ταινίας. Είναι ο συναισθηματικός καταλύτης και μας επιτρέπει να δούμε τις διαφορετικές πτυχές της Μαρί. Μου θυμίζει τους μεγάλους ήρωες της κλασσικής λογοτεχνίας – είναι καθηγητής και πολεμιστής, μαθηματικός και φιλόσοφος που αντιμάχεται τη μισαλλοδοξία σε όλες της τις μορφές. Για να αντιληφθούμε τον ουμανισμό και την αφοσίωσή του στην ειρήνη, πρέπει να τον δούμε αντιμέτωπο με τη βιαιότητα του πολέμου. Ο Λάμπερτ Γουίλσον διαχειρίστηκε άρτια κάθε πτυχή του χαρακτήρα και μέσα από τα δικά του μάτια τελικά καταλαβαίνουμε τις σπαραξικάρδιες αποφάσεις του σχετικά με την Μαρί.
Προσφέρετε μια εντελώς νέα απεικόνιση του Δούκα του Ανζού, του μελλοντικού Βασιλέα Ερρίκου Γ΄.
Ήθελα να ξεφύγω από την καρικατούρα που προσέφερε η Ιστορία. Ο Δούκας του Ανζού ήταν ένας εξαιρετικός στρατηγός που διακρινόταν για την ευστροφία και την οξύνοιά του. Κάποιος κάποτε είπε ότι θα γινόταν σπουδαίος βασιλιάς αν ζούσε σε μια καλύτερη εποχή. Ο Ραφαέλ Περσονάζ τον ενσάρκωσε με κύρος, χάρη και γοητεία αποτυπώνοντας εξαιρετικά την ευφυΐα, την ασάφεια και το καυστικό του πνεύμα.
Ενώ ο Γκιζ και ο Μονπενσιέ είναι στρατιώτες...
Ο Γκιζ είναι ένας κατεξοχήν πολεμιστής. Είναι κυνηγός. Αντιπροσωπεύει την ωμή δύναμη, το θάρρος και την θρησκευτική απολυτότητα με συγκινητικές στιγμές ειλικρίνειας και αμφιβολίας. Ο Γκασπάρ Ουλιέλ εκφράζει όλη τη δύναμη, τη βία, τον αισθησιασμό και την περιστασιακά ειλικρινή αγάπη. Από την άλλη ο Φιλίπ ντε Μονπενσιέ είναι βαθύτατα ειλικρινής και λιγότερο πολιτικά φιλόδοξος. Ερωτεύεται τη σύζυγό του μετά τον γάμο τους και παρασύρεται από αυτό το πάθος, τη στιγμή που ο Γκιζ κατακλύζεται από τη φιλοδοξία του. Ο Γκρεγκουάρ Λεπρίνς-Ρενγκέ προσέδωσε αυτή την εσωτερική δύναμη στον Μονπενσιέ, με εντυπωσιακές βίαιες εκρήξεις. Από την πρώτη μέρα, μπορούσα να δω ότι είχε κατακτήσει σε βάθος τον χαρακτήρα του.
Σε γενικές γραμμές όμως, η ματιά σας είναι αρκετά φεμινιστική.
Είναι σαφές ότι είμαι με το μέρος της Μαρί. Βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην εκπαίδευσή της και αυτά που περιμένουν οι άλλοι από την ίδια και το πάθος της. Αρνείται να γίνει η υποταγμένη σύζυγος. Θέλει να μορφωθεί και να κατανοήσει τον κόσμο. Η επιθυμία της για μάθηση την καθιστά ικανή να αντισταθεί.
Δεν δίνεται όμως, ούτε για μια στιγμή την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ταινία εποχής.
Ήθελα να είναι όσο σύγχρονη και φυσική όσο η ιστορία που διηγούμαστε, όπως ακριβώς έκανα και στα “Safe Conduct” και “In The Electric Mist». Δεν ήθελα να αναβιώσω μια εποχή. Ήθελα να αποτυπώσω το πνεύμα της. Για παράδειγμα, δεν ήθελα μουσική τύπου 16ου αιώνα.
Παρόλο που ο Φιλίπ Σάρντ άντλησε την έμπνευσή του από συνθέτες της εποχής, όπως ο Ρολάν Ντε Λασούς, φροντίσαμε όλες οι ενορχηστρώσεις και οι αρμονίες να είναι πολύ σύγχρονες. Για την ακρίβεια, καταλήξαμε με ένα εντελώς πρωτότυπο μουσικό σχήμα που αποτελείτο από τρεις μπαρόκ μουσικούς, τέσσερα τρομπόνια, επτά διπλά μπάσα και τσέλο και πέντε κρουστά. Και καθόλου βιολιά!
ΖΑΝ ΚΟΣΜΟΣ - Σενάριο
Για οποιονδήποτε που αποφασίζει να γράψει ένα σενάριο (πράγμα που εξορισμού είναι κάτι το περίπλοκο), ο 16ος αιώνας είναι μια ομιχλώδης, αιματοβαμμένη περίοδος για την οποία, εγώ τουλάχιστον δεν είχα παρά μόνο κάποιες σκόρπιες γνώσεις από τα σχολικά μου χρόνια που περιορίζονταν στους θρησκευτικούς πολέμους, τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και την Αικατερίνη των Μεδίκων, χήρα βασιλέα και μητέρα τριών διαδόχων.
Ουσιαστικά αυτά γνώριζα μέχρι που διάβασα το μυθιστόρημα της Μαντάμ Ντε Λα Φαγιέτ οπότε και ανακάλυψα τα πάθη μεγάλων ιστορικών προσώπων της Γαλλίας – του Ερρίκου ντε Γκιζ, του Φιλίπ ντε Μονπενσιέ και του Ερρίκου του Ανζού – με μήλο της έριδος την Μαρί, μια όμορφη νεαρή και μυστικοπαθή γυναίκα. Συνήθως δεν ασχολούμαι με τέτοια θέματα. Πώς λοιπόν, θα μπορούσα να μεταφέρω στο κοινό τις λεπτές και γεμάτες ψυχή εντάσεις; Και η πρόκληση ήταν ακόμα μεγαλύτερη γιατί πολύ απλά οι πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι νέοι άνθρωποι – ένας 20χρονος βασιλιάς με συνομήλικους αντίζηλους και ανταγωνιστές, οι οποίοι εξαιρουμένου του Ανζού, τραβούν δίχως δισταγμό το ξίφος τους για να «καθαρίσουν» την τιμή τους που αμαυρώθηκε από ένα γοητευτικό χαμόγελο... Ο μόνος σύμμαχος που είχα, ο μόνος ενδιάμεσος αν θέλετε ανάμεσα σε εκείνη την εποχή και τη δική μου, ήταν ο Φρανσουά ντε Σαμπάν, ο οποίος είχε τα διπλά χρόνια από όλους τους υπόλοιπους και αποτελούσε μια πεφωτισμένη προσωπικότητα καθώς ενώ έχει απορρίψει και τα δύο δόγματα έχει καταφέρει να αποκτήσει κύρος και σεβασμό ξεπερνώντας την ταπεινή καταγωγή του.
Μέσω αυτού, τόσο ο Μπερτράν όσο και εγώ, ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Φρανσουά Ρουσσώ, καταφέραμε να βρούμε τις γλωσσικές και συμπεριφοριστικές ισορροπίες. Μέσω αυτού καταφέραμε να προσαρμοστούμε στην ιστορία, γιατί ο ατελέσφορος έρωτάς του μας φέρνει πιο κοντά στην ίδια την Μαρί, που βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην ίδια της την κάστα, την μόρφωση και τους κώδικες συμπεριφοράς και τη διάθεσή της για ανεμελιά και ελευθερία.
-----------------------
Η «Πριγκίπισσα του Μονπενσιέ» αρχικά εκδόθηκε ανώνυμα, το 1662, πιθανότατα επειδή κάποιοι παρατηρητές της εποχής μπορούσαν να αναγνωρίσουν μέσα σε αυτή την ιστορία πάθους, σαφείς αναφορές σε μια άλλη ιστορία πάθους της εποχής, ανάμεσα στην Εριέττα της Αγγλίας, τη σύζυγο του αδελφού του Λουδοβίκου ΙΔ’ και του Κόμη του Γκις. Παρόλα αυτά, στο μυθιστόρημά της, η Μαντάμ Ντε Λα Φαγιέτ κατάφερε να καλύψει τα ίχνη της. Τοποθέτησε την ιστορία όχι στην αυλή του Βασιλιά-Ηλίου, αλλά έναν αιώνα νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Καρόλου Θ’, με φόντο τους θρησκευτικούς πολέμους. Όλοι οι χαρακτήρες ήταν πραγματικοί, παρόλο που η συγγραφέας άλλαξε τα ονόματά τους. Το μόνο που επινόησε η ίδια ήταν η ερωτική ιστορία: μια νεαρή κοπέλα, η Μαρί ντε Μεζιέρ, παρόλο που σέβεται βαθύτατα τον σύζυγό της, Φιλίπ ντε Μονπενσιέ, αγαπά έναν άλλο άνδρα, τον Δούκα του Γκιζ. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πιστεύει ότι η απόσταση μεταξύ τους και η συντροφιά του Κόμη του Σαμπάν θα εξαλείψει τον πειρασμό. Η μοίρα όμως, θα φέρει τον Γκιζ στο κατώφλι της οδηγώντας την να υποκύψει στη γοητεία του. Η προδοσία από τον άνδρα που αγαπά και η αποστροφή του συζύγου της θα είναι η τιμωρία της. Όσο για τον Σαμπάν... ο διακριτικός έμπιστος και φίλος της θα θυσιαστεί για τη γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα.
Παρόλο που το μυθιστόρημα της Μαντάμ Ντε Λα Φαγιέτ «La Princesse de Cleves” έχει μεταφερθεί πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη, η «Πριγκίπισσα του Μονπενσιέ» αποτελούσε παρθένο έδαφος. Επί σειρά ετών παρέμενε στη σκιά του πρώτου, τόσο σε επίπεδο πωλήσεων αντιτύπων, όσο και σε επίπεδο επιρροής. Όταν οι αναγνώστες του 19ου αιώνα ανακάλυψαν εκ νέου μια περίοδο, η οποία υπό την βασιλεία των Βουρβόνων είχε αποκηρυχτεί λόγω της ανηθικότητάς της, η αυλή του Ερρίκου Β’ – επίκεντρο της δράσης του μυθιστορήματος «La Princesse de Cleves» - έμοιαζε πιο λαμπερή και αντιπροσωπευτική του 16ου αιώνα απ’ ό,τι αυτή του δεύτερου γιου του, Καρόλου Θ’, που σκάλιζε πρόσφατες και ακόμα ανοιχτές πληγές. Αποτυπώνοντας το μεγαλείο και την ευημερία μιας χώρας στο απόγειο της δόξας της, υπό το φως της Αναγέννησης, το μυθιστόρημα «La Princesse de Cleves» αποτελούσε τον επιθυμητό στόχο. Αντίθετα, η εποχή διχόνοιας, μισαλλοδοξίας και σφαγιασμών που περιγράφεται στο μυθιστόρημα «Η Πριγκίπισσα του Μονπενσιέ» αποτελούσε μια εποχή που έπρεπε να ξεχαστεί και τα γεγονότα της να μην επαναληφθούν στο μέλλον. Τον 19ο αιώνα, το «La Princesse de Cleves» ανατυπώθηκε 28 φορές, ενώ «Η Πριγκίπισσα του Μονπενσιέ» ούτε μία.
Παρόλο που τον 20ό αιώνα υπήρξε έντονη δραστηριότητα για να ισοσταθμιστεί αυτή η αδικία, απεδείχθη ότι ήταν πολύ αργά. Ακόμα κι έτσι όμως, η απόφαση του Μπερτράν Ταβερνιέ και του Ζαν Κοσμός να μεταφέρουν αυτό το μυθιστόρημα στη μεγάλη οθόνη, δεν προέκυψε από την επιθυμία να αποκατασταθεί ένα ξεχασμένο λογοτεχνικό αριστούργημα, ούτε από την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί ένα ιστορικό υπόβαθρο προκειμένου να θιχθούν σύγχρονα θέματα. Επιλέγοντας αυτό το κείμενο, και οι δύο θέλησαν κυρίως να διηγηθούν μια ιστορία πάθους και αγάπης στην πιο προσωπική και γενική της διάσταση.
Για να προσδώσουν μια πιο σύγχρονη ματιά στο υλικό τους, θα μπορούσαν να μεταφέρουν την ταινία στη σύγχρονη εποχή. Εκείνοι όμως, επέλεξαν να την τοποθετήσουν σε μια σχετικά άγνωστη ιστορική περίοδο, φροντίζοντας να μην καταστήσουν την ταινία ένα μάθημα ιστορίας. Η «Πριγκίπισσα του Μονπενσιέ» κάθε άλλο παρά μάθημα ιστορίας είναι. Ο Μπερτράν Ταβερνιέ και ο Ζαν Κοσμός επέλεξαν συνειδητά να απέχουν από ημερομηνίες και πολιτικά γεγονότα που δεν έπαιζαν καίριο ρόλο στην πλοκή. Ο Κάρολος Θ’ δεν εμφανίζεται ποτέ και η Αικατερίνη των Μεδίκων, η μητέρα του, εμφανίζεται μόνο σε μία σκηνή.
Φιλοδοξία της ταινίας δεν ήταν να διηγηθεί την ιστορία των θρησκευτικών πολέμων. Η πληθώρα σκηνών βίας και μαχών εξυπηρετεί τη σαφή σκιαγράφηση των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών και αντανακλά τα πάθη τους. Και η ταινία δεν είναι επ’ ουδενί ένα δράμα εποχής, με ό,τι αρνητικό επισύρει το συγκεκριμένο είδος, που συνήθως έγκειται σε αδύναμα σενάρια που κρύβονται πίσω από εντυπωσιακά κοστούμια. Η δύναμη της ιστορίας της Μαντάμ Ντε Λα Φαγιέτ, στην οποία παρέμειναν πιστοί οι δημιουργοί, μιλάει από μόνη της. Η εποχή όμως, που διαδραματίζεται αυτή η ιστορία έπρεπε να αναβιωθεί. Και το κατάφεραν γράφοντας πολλές σκηνές που με διακριτικό και όχι προφανή τρόπο αναπλάθουν την καθημερινότητα της εποχής. Σκηνές όπως αυτή του γαμήλιου δείπνου και της νύχτας του υμεναίου, της σφαγής του αγριόχοιρου και των μαθημάτων της Μαρί, καταφέρνουν να σκιαγραφήσουν μια ολόκληρη κοινωνία με τις αντιθέσεις, τις συνήθειες, τις απολαύσεις και τις βιαιότητές της. Τα σκηνικά δεν εμποδίζουν τη ματιά μας, τα τεχνικά επιτηδεύματα δεν μειώνουν τη δύναμη των χαρακτήρων. Αντίθετα λειτουργούν ως φόντο για έναν κόσμο που τόσο τα ιστορικά βιβλία, όσο και η ίδια η Μαντάμ Ντε Λα Φαγιέτ διστάζουν να περιγράψουν. Ένα χρώμα εδώ, ένα άρωμα εκεί, ένας ήχος λίγο πιο πέρα, μια κίνηση... Όλα αυτά αποτελούν πολυδιάστατα μηνύματα που, πέρα από τη δύναμη των ίδιων των χαρακτήρων, της ίδιας της ιστορίας, καταφέρνουν να μας δώσουν μια αίσθηση ικανοποίησης και πεποίθησης ότι τελικά μπορεί μια ταινία να αποτυπώσει την ουσία μιας εποχής που καλύπτει η αχλή τεσσάρων αιώνων.