Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) (Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 1920 – Νέα Υόρκη, 6 Μαρτίου 1994) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός.
Καταγόταν από σπουδαία οικογένεια πολιτικών.
Μεγάλη ηθοποιός βραβευμένη με διεθνή βραβεία και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού όλων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (όπως τόνισε και ο Ανδρέας Παπανδρέου "άντεξε" και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που έκανε), από το 1981-1989 και 1993-1994.
Ο παππούς της, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων και ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης χρημάτισε βουλευτής.
Το Σεπτέμβρη του 1938 γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές, μεταξύ άλλων, τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά.
Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον Παναγή Χαροκόπο.
Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού "Το μονοπάτι της Λευτεριάς" και ακολουθεί το έργο του Laszlo Bus-Fekete "H κόμισσα και ο καμαριέρης".
Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την παριζιάνικη.
Το 1960 παίζει με το θέατρο Τέχνης το "Γλυκό Πουλί της Νιότης" με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη.
Επόμενος σημαντικός σταθμός στην θεατρική της καριέρα είναι το "Illya Darling" που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Broadway στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε ολόκληρες της Ηνωμένες Πολιτείες.
Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου "Never on Sunday" (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση.
Κατά τα έτη 1967-1974, τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του "Illya Darling" έπαιξε μόνο την Λυσιστράτη το 1972.
Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την "Όπερα της πεντάρας", το 1976 την "Μήδεια" με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το "Συντροφιά με το Μπρεχτ" από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το "Άννα μην κλαις" για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γ
... Διαβάστε περισσότεραιάννη Κούτρα.
Τέλος το 1980 ξανανέβασε το "Γλυκό πουλί της Νιότης" με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το "Ορέστεια" στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης.
Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Αρκετά σημαντική ήταν και η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο.
Της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Όσκαρ γιά το Ποτέ την Κυριακή (Never on Sunday) το οποίο έχασε απ'την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το "Στέλλα με τα κόκκινα γάντια", που στην ταινία είχε τον τίτλο "Στέλλα" (1955).
Η ταινία αυτή ήταν η μόνη που έκανε η Μελίνα Μερκούρη με ελληνική παραγωγή (Καραγιάννης Καρατζόπουλος).
Παράλληλα είχε σπουδαία πορεία στη δισκογραφία καθώς έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκοι της, πέρα από soundtrack ταινιών και θεατρικών παραστάσεων.
Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και κορυφαία ερμηνεία μουσικών έργων των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Εμφανίσεις έκανε και στην τηλεόραση, σε σειρά ντοκιμαντέρ του BBC σε επεισόδιο με τίτλο "Η Ελλάδα της Μελίνας", από όπου και ο ομώνυμος δίσκος του Σταύρου Ξαρχάκου, όπως και σε σήριαλ και εκπομπές στη Γαλλική και τη Γερμανική τηλεόραση.
Επίσης έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο "Γεννήθηκα Ελληνίδα", του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη).
Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητάς της από τους συνταγματάρχες: "Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα".
.Κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974) πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα.
Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα.
Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποίησει ενάντια στη χούντα.
Κατά την διάρκεια των αγώνων της έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας, μία από τις οποίες παραλίγο να της στερήσει τη ζωή.
Με την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και εγκαθίστανται μόνιμα πλέον και συνεργαζόμενη με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου ιδρύουν το Πανελλήνιον Σοσιαλιστικόν Κίνημα.
Κατεβαίνει υποψήφια στη Β` Πειραιά το 1974 αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει το 1977.
Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985.
Το 1990 διεκδίκησε την δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία.
Στη δεύτερη θητεία της στο υπουργείο πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του πολιτισμού και της θεατρικής αγωγής στα σχολεία, αλλά καταβεβλημένη από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.
Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος.
Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο.
Ο θάνατός της προκάλεσε εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες στέλνουν συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα.
Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά.
Επίσης έχει ιδρυθεί, σύμφωνα με επιθυμία της, από το σύζυγό της Ζιλ Ντασέν και με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων παγκόσμιας ακτινοβολίας, όπως ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ο Γάλλος πολιτικός Ζακ Λανγκ κ.ά. το Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, το οποίο έχει ως στόχο την επιστροφή των κλαπέντων μαρμάρων της Ακρόπολης.
H 6η Μαρτίου, ημέρα θανάτου της Μελίνας Μερκούρη, έχει ορισθεί από την UNESCO ως παγκόσμια μέρα πολιτισμού κατά την οποία απονέμεται το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» ως βραβείο πολιτιστικής προσφοράς.
Το βραβείο αυτό δίνεται από το 1997 και κάθε δύο χρόνια σε ανθρώπους ή οργανισμούς για την προσπάθειά τους να διασωθούν μνημεία πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Το βραβείο περιλαμβάνει και μία συμβολική επιταγή ύψους 20000 US$.