Ο Πωλ Λέοναρντ Νιούμαν (Αγγλ.: Paul Leonard Newman, 26 Ιανουαρίου 1925 - 26 Σεπτεμβρίου 2008) ήταν Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Είχε λάβει πολυάριθμα βραβεία για το έργο του, ανάμεσα στα οποία ένα Όσκαρ (επίσης 2 τιμητικά και 9 υποψηφιότητες), 6 Χρυσές Σφαίρες, ένα Βραβείο SAG, ένα BAFTA και ένα Έμμυ. Είχε επίσης βραβευτεί για την ερμηνεία του στην ταινία «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (1958) στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ έχει λάβει τον Ασημένιο Λέοντα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία «Δεν είμαι κορόιδο κανενός» (1994). Επίσης, για μια εικοσαετία υπήρξε οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, ενώ μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής του προσέφερε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο.
Ο Νιούμαν γεννήθηκε στο Σέικερ Χάιτς, στην πολιτεία Οχάιο. Ήταν γιος της Τερέζα (το γένος Φέτζερ ή Φέτσκο) και του Άρθουρ Σ. Νιούμαν, που διατηρούσε ένα επιτυχημένο κατάστημα αθλητικών ειδών.
Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια Σλοβάκων Καθολικών, από το πάλαι ποτέ Βασίλειο της Ουγγαρίας.
Ο Νιούμαν έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του Εβραίο, υποστηρίζοντας πως αποτελεί «μεγαλύτερη πρόκληση».
Η μητέρα του ηθοποιού εργαζόταν στο οικογενειακό κατάστημα, ενώ μεγάλωνε τον Πωλ και τον αδερφό του Άρθουρ (ο οποίος στο μέλλον έγινε παραγωγός και διευθυντής παραγωγής).
Ο Νιούμαν έδειξε ένα πρώιμο ενδιαφέρον για το θέατρο, το οποίο ενθάρρυνε η μητέρα του. Σε ηλικία επτά ετών, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην υποκριτική, σε μια σχολική παράσταση. Όταν αποφοίτησε από το λύκειο το 1943, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο (που εδρεύει στην πόλη Αθήνα) σπουδάζοντας οικονομικά.
Αποτέλεσε μέλος της φοιτητικής αδερφότητας Φι Κάππα Ταυ.
Ο Νιούμαν υπηρέτησε στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό. Εστάλη στο πρόγραμμα V-12 του Γέιλ με την ελπίδα να γίνει δεκτός σαν πιλότος. Αλλά το σχέδιο αυτό ανετράπη όταν ένας γιατρός διέγνωσε σε αυτόν αχρωματοψία. Εστάλη σε στρατόπεδο εκπαίδευσης και κατόπιν εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής και σκοπευτής.
Αφού εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής και πολυβολητής σε τορπιλλοπλάνα, το 1944 εστάλη στο Μπάρμπερς Πόιντ, στη Χαβάη, και κατόπιν έλαβε μετάθεση για τα εφεδρικά σώματα που στρατοπέδευαν στον Ειρηνικό.
Υπηρέτησε στο αεροπλανοφόρο USS Bunker Hill κατά τη Μάχη της Οκινάουα την άνοιξη του 1945.
Εστάλη εκεί με μια εφεδρική μοίρα αεροπλάνων Avenger λίγο πριν την επίθεση, αλλ
... Διαβάστε περισσότεραά από κάποιο θέλημα της τύχης δεν πέταξε γιατί ο πιλότος του είχε κάποια μόλυνση στα αυτιά.
Η υπόλοιπη ομάδα του δεν επέστρεψε ποτέ.
Μετά τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κολλέγιο Κένυον, αποφοιτώντας το 1949.
Ο Νιούμαν αργότερα σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και υπό την εποπτεία του Λη Στράσμπεργκ στο Actors' Studio της Νέας Υόρκης.
Ο Νιούμαν έκανε το ντεμπούτο του σε θέατρο του
Μ πρόντγουεϊ, στην αυθεντική παραγωγή του έργου του Γουίλιαμ Ίνγκε με τίτλο «Picnic».
Κατόπιν συμμετείχε στο ανέβασμα των παραστάσεων «The Desperate Hours» και «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με την Τζεραλντίν Πέιτζ. Αργότερα πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική εκδοχή του τελευταίου και πάλι με την Πέιτζ.
Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο «Ασημένιο Δισκοπότηρο» (1954), το οποίο ακολούθησαν οι αναγνωρισμένοι ρόλοι στις ταινίες «Εμείς οι ζωντανοί» (1956), ως μποξέρ Ρόκι Γκρατσιάνο, «Λυσσασμένη Γάτα» (1958), πλάι στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, και «The Young Philadelphians» (1959), με την Μπάρμπαρα Ρας και τον Ρόμπερτ Βων.
Ο Νιούμαν συμμετείχε σε ένα δοκιμαστικό με τον Τζέιμς Ντην για την ταινία «Ανατολικά της Εδέμ» (1955). Ο Νιούμαν έκανε δοκιμαστικό για το ρόλο του Άρον Τρασκ, ενώ ο Ντιν για αυτόν του μεγαλύτερου αδερφού του, Καλ Τρασκ (αν και ο Νιούμαν ήταν μεγαλύτερος ηλικιακά του Ντιν). Ο Ντιν κέρδισε το ρόλο του Καλ, αλλά το κομμάτι του Νιούμαν δόθηκε στον Ρίτσαρντ Ντάβαλος. Την ίδια χρονιά ο Νιούμαν συμπρωταγωνίστησε με την Εύα Μαρί Σεντ και το Φρανκ Σινάτρα σε μια ζωντανή και έγχρωμη μετάδοση του θεατρικού έργου του Θόρτον Γουάιλντερ με τίτλο «Η πόλη μας».
Το 2003 ο Νιούμαν συμμετείχε σε ένα ριμέικ του ίδιου θεατρικού.
Ο Νιούμαν ήταν ένας από τους λίγους ηθοποιούς που έκαναν με επιτυχία τη μετάβαση από το σινεμά της δεκαετίας του ’50 σε αυτό των δεκαετιών ’60 και ’70. Η επαναστατική του περσόνα είχε πέραση στην επόμενη γενιά.
Ο Νιούμαν πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Έξοδος» (1960), «Ο κόσμος είναι δικός μου» (1961), «Άγριος σαν Θύελλα» (1963), «F.B.I Φάκελος 17, άκρως εμπιστευτικόν» (1966), «Όμπρε!» (1967), «Ο Μεγάλος Δραπέτης» (1967), «Ο Πύργος της Κολάσεως» (1974), «Άγριο Παιχνίδι» (1977) και «Η Ετυμηγορία» (1982). Με τον ηθοποιό Ρόμπερτ Ρέντφορντ και το σκηνοθέτη Τζωρτζ Ρόι Χιλ συμμάχησε δύο φορές, για τις δυο υπερεπιτυχημένες ταινίες «Οι Δύο Ληστές» (1969) και «Το Κεντρί» (1973).
Πραγματοποίησε κοινές εμφανίσεις με τη σύζυγό του, Τζοάν Γούντγουαρντ, στις ταινίες «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (1958), «Καλημέρα ζωή» (1958), «Δεσμώτες της ηδονής» (1960), «Αγαπηθήκαμε στο Παρίσι» (1961), «Στους δυο τρίτος δεν χωρεί» (1963), «Άσσοι της ταχύτητος και του ιλίγγου» (1969), «WUSA» (1970), «Ο επιθεωρητής Χάρπερ» (1975), «Χάρρυ και γιος: Η σύγκρουση» (1984) και «Ο κύριος και η κυρία Μπριτζ» (1990).
Εκτός από το να πρωταγωνιστήσει και να σκηνοθετήσει την ταινία «Χάρρυ και γιος: Η σύγκρουση», ο Νιούμαν σκηνοθέτησε τέσσερις ακόμη ταινίες (στις οποίες δεν συμμετείχε ως ηθοποιός) με πρωταγωνίστρια την Γούντγουαρντ.
Ήταν οι ταινίες «Γνώρισα την αγάπη, γνώρισα τη ζωή» (Rachel, Rachel 1968), βασισμένο στο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Λώρενς «A Jest of God», η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού «Άγριες Μαργαρίτες» (1972), η μεταφορά στη μικρή οθόνη του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού «The Shadow Box» (1980) και η μεταφορά στον κινηματογράφο του έργου του Τένεσι Ουίλιαμς με τίτλο «Ο Γυάλινος Κόσμος» (1987).
25 χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας «Ο κόσμος είναι δικός μου!», ο Νιούμαν εμφανίστηκε και πάλι στο ρόλο του «Γρήγορου» Έντυ Φέλσον στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, «Το χρώμα του χρήματος» (1986) για την οποία έλαβε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Το 2003, εμφανίστηκε σε μια θεατρική παράσταση του Μπρόντγουεϊ, την επανέκδοση του έργου του Θόρτον Γουάιλντερ, «Η πόλη μας». Έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Τόνυ για την ερμηνεία του. Το PBS και το κανάλι της καλωδιακής τηλεόρασης Showtime μετέδωσαν μια μαγνητοσκόπηση της παράστασης, οπότε ο Νιούμαν έλαβε επίσης υποψηφιότητα για Έμμυ.
Η τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο ρόλο του αφεντικού μιας οργάνωσης παρανόμων στην ταινία «Ο Δρόμος της Απώλειας», στο πλευρό του Τομ Χανκς, ενώ δάνειζε τη φωνή του για ταινίες.
Συμβαδίζοντας με την αγάπη του για τους αγώνες αυτοκινήτων, παρείχε τη φωνή για τον Ντοκ Χάντσον, ένα αποσυρμένο αγωνιστικό αυτοκίνητο στην ταινία των Disney και Pixar, «Αυτοκίνητα». Ήταν επίσης ο αφηγητής της ταινίας του 2007 «Ντείλ», σχετικά με τη ζωή του θρυλικού οδηγού NASCAR, Ντέιλ Έρνχαρντ.
Ο Νιούμαν ανακοίνωσε πως θα αποσυρθεί πλήρως από την ηθοποιία στις 25 Μαΐου 2007. Υποστήριξε πως αισθάνεται ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ασκεί την υποκριτική στο επίπεδο που θα επιθυμούσε. «Αρχίζεις να χάνεις τη μνήμη σου, αρχίζεις να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζεις να χάνεις την εφευρετικότητά σου. Οπότε νομίζω πως αυτό είναι πια ένα κλεισμένο βιβλίο για μένα».
Μακριά από το Χόλυγουντ, ο Νιούμαν διατηρούσε το σπίτι του στο Γουέστπορτ, στο Κονέκτικατ, με τη σύζυγό του Τζοάν Γούντγουαρντ.
Είχε παντρευτεί δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την Τζάκι Γουίτε, από το 1949 έως το 1958. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, το Σκοτ (1950), και δύο κόρες, τη Σούζαν Κένταλ (1953) και τη Στέφανι.
Ο Σκοτ Νιούμαν απεβίωσε το Νοέμβρη του 1978 από υπερβολική χρήση ναρκωτικών.
Είχε εμφανιστεί στις ταινίες «Ο πύργος της κολάσεως» και «Fraternity Row» (1977). Ο πατέρας του ίδρυσε ένα κέντρο πρόληψης που φέρει το όνομα του γιου του.
Η Σούζαν γυρίζει ντοκιμαντέρ και ασχολείται με φιλανθρωπίες, ενώ έχει συμμετοχές στον κινηματογράφο και το Μπρόντγουεϊ. Μάλιστα έλαβε υποψηφιότητα για Έμμυ ως συμπαραγωγός της ταινίας του πατέρα της , «The Shadow Box». Ο Νιούμαν είχε οχτώ εγγόνια από τις κόρες του, ενώ ο γιος του δεν απέκτησε παιδιά.
Ο Νιούμαν νυμφεύθηκε τη Τζοάν Γούντγουαρντ στις 29 Ιανουαρίου 1958. Απέκτησε τρεις κόρες: την Έλινορ “Νελ” Τερέζα (1959), τη Μελίσα “Λίσυ” Στούαρτ (1961) και την Κλαιρ “Κλέα” Ολίβια (1965). Ο Νιούμαν σκηνοθέτησε την Έλινορ (καλλιτεχνικό όνομα Νελ Ποτς) στον κεντρικό ρόλο στο πλάι στης μητέρας της στην ταινία «The Effect of Gamma Rays on Man-in-the-Moon Marigolds».
Παρά το γεγονός ότι έγινε ίνδαλμα πολύ σύντομα και το στάτους του μεγάλου αστέρα, ο Νιούμαν ήταν γνωστός για την αμφιταλάντευσή του σχετικά με τη ζωή στο Χόλιγουντ.
Τα πρώτα βήματά του συγκρίνονταν με αυτά του συγχρόνου του, Μάρλον Μπράντο, τον οποίο και δεν συμπαθούσε. Επιπλέον, ο Νιούμαν είχε την αξιοσημείωτη για αστέρα του κινηματογράφου μονογαμική στάση και έδειξε αφοσίωση στη σύζυγο και τα παιδιά του.
Ο Νιούμαν έδειξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τους αγώνες αυτοκινήτων («το πρώτο πράγμα στο οποίο ανακάλυψα ποτέ ότι είχα κάποια χάρη») ενώ έκανε προπόνηση και πραγματοποιούσε γυρίσματα για την ταινία το 1969, «Ο Νικητής».
Ο πρώτος επαγγελματικός αγώνας στον οποίο συμμετείχε ήταν το 1972, στο Τόμσον του Κονέκτικατ. Το 1979 έκανε τις 24 ώρες του Λε Μαν, όπου τερμάτισε δεύτερος με μια Πόρσε 935 του Ντικ Μπαρμπούρ.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδηγούσε για την ομάδα Bob Sharp, κυρίως με αυτοκίνητα της Nissan. Το όνομά του συνδέθηκε ιδιαίτερα με την εταιρία κατά τη δεκαετία του 80, και εμφανίστηκε και διαφημίσεις αυτοκινήτων της.
Στην ηλικία των 70, έγινε ο γηραιότερος οδηγός που αποτέλεσε μέλος νικηφόρας ομάδας σε σημαντικό γεγονός, και συγκεκριμένα στις 24 ώρες της Ντειτόνα, το 1995.
Ο Νιούμαν είπε σε δημοσιογράφο του Associated Press το Μάρτιο του 2005, ότι πιθανώς θα συνέχιζε για ένα χρόνο ακόμη.
Ο Νιούμαν ήταν συνιδρυτής της εταιρίας Newman/Haas/Lanigan Racing το 1983. Ήταν επίσης συνέταιρος στην ομάδα Newman Wachs Racing.Με το συγγραφέα Α.Ε. Χότσνερ, ο Νιούμαν ίδρυσε την Newman's Own, μια σειρά τροφίμων το 1982. Ο Νιούμαν δωρίζει τα κέρδη σε φιλανθρωπίες. Συνέγραψε μάλιστα με τον Χότσνερ ένα βιβλίο για το σκοπό αυτό με τίτλο «Shameless Exploitation in Pursuit of the Common Good» («Αναίσχυντη Εκμετάλλευση σε Αναζήτηση του Κοινού Καλού»).
Ανάμεσά σε άλλους, από τη φιλανθρωπία του Νιούμαν επωφελείται η Hole in the Wall Gang Camp, μια καλοκαιρινή κατασκήνωση για παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας στο Κονέκτικατ. Συνιδρυτής της είναι ο ίδιος ο Νιούμαν και της έδωσε το όνομά της από τη συμμορία που είχαν με το Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία «Οι Δυο Ληστές» (1969).
Η ιδέα εξελίχθηκε σε μια αλυσίδα κατασκηνώσεων στις Η.Π.Α., την Ιρλανδία, τη Γαλλία και το Ισραήλ. Η κατασκήνωση φιλοξενεί 13.000 παιδιά το χρόνο εντελώς δωρεάν.
Τον Ιούνιο του 1999 ο Νιούμαν προσέφερε $250.000 για την ανακούφιση των προσφύγων του Κοσόβου.
Ο Νιούμαν επρόκειτο να αναλάβει την πρώτη του δουλειά ως σκηνοθέτης θεατρικού έργου στο Westport Country Playhouse, και συγκεκριμένα στο ανέβασμα του έργου του Τζον Στάινμπεκ, «Άνθρωποι και Ποντίκια».
Ωστόσο αποσύρθηκε στις 23 Μαΐου 2008, επικαλούμενος προβλήματα υγείας .
Απεβίωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 2008.
Τον Ιούνιο του 2008 διαδόθηκε πως ο Νιούμαν, πρώην μανιώδης καπνιστής, διαγνώστηκε με καρκίνο των πνευμόνων τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς. Οι φωτογραφίες του που λήφθηκαν την εποχή αυτή τον εμφανίζουν αποδυναμωμένο.
Ο συγγραφές Α.Ε. Χότσνερ, συνέταιρος του Νιούμαν στη βιομηχανία τροφίμων, Newman’s Own, φέρεται πως είπε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι ο Νιούμαν του μίλησε για την ασθένεια 18 μήνες πριν.
Ο εκπρόσωπος του Νιούμαν μετέφερε στους δημοσιογράφους πως ο δημοφιλής ηθοποιός ήταν καλά, αλλά απέφυγε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις φήμες.