Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα ( 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 23 Απριλίου 1616) ήταν Ισπανός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Το έργο του ανήκει χρονικά στη «χρυσή εποχή» (περ. 1492-1648) της Ισπανίας, κατά την οποία παρατηρήθηκε μία εξαιρετική άνθιση στις τέχνες, ενώ ο ίδιος αποτελεί έναν από τους μείζονες λογοτέχνες παγκοσμίως.
Το διασημότερο μυθιστόρημά του, ο Δον Κιχώτης, συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες και έχοντας υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση και κριτικό σχολιασμό από το 18ο αιώνα.
Ο Θερβάντες γεννήθηκε στο Αλκαλά ντε Ενάρες, περίπου 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μαδρίτης, τέταρτος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του. Τα νεανικά του χρόνια, για τα οποία διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες, χαρακτηρίστηκαν από τις πολυάριθμες μετακινήσεις της οικογένειας σε διαφορετικές ισπανικές πόλεις.
Τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα του χρονολογούνται το 1568, ενώ το πρώτο μυθιστόρημα του, Γαλάτεια, εκδόθηκε το 1585. Από το 1570, και για αρκετά χρόνια, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως επαγγελματίας στρατιώτης, λαμβάνοντας μέρος στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου ως υπαξιωματικός του πολεμικού πλοίου Μαρκέσα, στην πολιορκία της Κέρκυρας (1571), καθώς και στην εκστρατεία της Τύνιδας.
Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία, εργάστηκε στην Αυλή του Φιλίππου Β' ως φοροεισπράκτορας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του Δον Κιχώτη (1605), έργο που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό κόσμο.
Το 1607 εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
O Θερβάντες γεννήθηκε πιθανώς στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547, ενώ η βάπτισή του, όπως γνωρίζουμε από αρχειακά έγγραφα, πραγματοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου. Λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική της εποχής εκείνης να βαπτίζονται τα νεογνά λίγες μόνο ημέρες μετά τη γέννησή τους, καθίσταται πιθανό και το ενδεχόμενο να γεννήθηκε μία εβδομάδα αργότερα, κατά το μήνα Οκτώβριο. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό της βάπτισής του, ως τόπος γέννησης του θεωρείται σήμερα με βεβαιότητα η ισπανική πόλη Αλκαλά ντε Ενάρες, αν και για αρκετά χρόνια πολυάριθμα χωριά ή πόλεις της Ισπανίας διεκδίκησαν τον τίτλο της γενέτειράς του. Καταγόταν από οικογένεια πρώην ευγενών, γιος του χειρούργου και πρακτικού ιατρού Ροδρίγο ντε Θερβάντες και της Λεονόρ ντε Κορτίνας, πιθανώς εβραϊκής καταγωγής που αργότερα μεταστράφηκαν στον καθολικισμό
... Διαβάστε περισσότερα.
Επιφανή μέλη της οικογένειας Θερβάντες υπήρξαν ο προπάππους του, Ροδρίγο Ντίαθ ντε Θερβάντες, ασχολούμενος με το εμπόριο υφασμάτων και ο παππούς του Χουάν ντε Θερβάντες, νομικός και κατώτερος δικαστικός υπάλληλος.
Για τα νεανικά του χρόνια, τα οποία χαρακτηρίστηκαν από συχνές μετακινήσεις της οικογένειάς του σε πολυάριθμες ισπανικές πόλεις όπου εξασκούσε το επάγγελμά του ο πατέρας του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, όπως και για την εκπαίδευσή του. Σύμφωνα με μία διαδεδομένη αντίληψη, εκπαιδεύτηκε για ένα διάστημα στο περιβάλλον Ιησουιτών, πιθανώς στην Κόρδοβα, στη Σεβίλη ή στη Σαλαμάνκα, ενδεχόμενο που ωστόσο παραμένει υπό αμφισβήτηση.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ισπανών λογοτεχνών της εποχής του, ο Θερβάντες δε φοίτησε στο πανεπιστήμιο, αν και από νεαρή ηλικία φανέρωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και εξελίχθηκε σε δεινό αναγνώστη λογοτεχνικών έργων. Την περίοδο κατά την οποία η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, φοίτησε κοντά στον ουμανιστή Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος, ο οποίος ξεχώρισε τον Θερβάντες για την κλίση του στα γράμματα.
Σε μία ποιητική συλλογή που εξέδωσε ο Όγιος το 1569, με κεντρικό θέμα το θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ του Βαλουά, τον χαρακτήρισε ως «αγαπημένο μαθητή» του.
Στην ίδια συλλογή συναντώνται τα τέσσερα πρώτα δημοσιευμένα ποίηματά τού Θερβάντες, συνολικά τέσσερις συνθέσεις, μεταξύ των οποίων μία ελεγεία και ένας επιτάφιος στη μορφή σονέτου.
To 1569, ο Θερβάντες εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, για λόγους που μέχρι σήμερα παραμένουν ασαφείς. Σύμφωνα με ένα διαδεδομένο ισχυρισμό, η φυγή του συνδεόταν με ένα επισήμως καταγεγραμμένο περιστατικό, κατά το οποίο τραυματίστηκε ένας πολίτης ονόματι Αντόνιο ντι Σιγκούρα. Όπως βεβαιώνεται από επίσημο έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου του 1569, για την πράξη αυτή καταδικάστηκε ένας Ισπανός με το όνομα Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ωστόσο δε θεωρείται βέβαιο πως επρόκειτο πράγματι για το γιο του Ροδρίγκο ντε Θερβάντες από το Αλκαλά ντε Εναρές.
Η μετάβαση του στην Ιταλία ερμηνεύεται από ορισμένους βιογράφους του ως προσπάθεια φυγής του καταζητούμενου Θερβάντες, ωστόσο πιθανώς αποτέλεσε απλώς κοινή πρακτική με αυτή που ακολουθούσαν αρκετοί συμπατριώτες του, προκειμένου να προωθήσουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αυλάρχης στον οίκο του Τζούλιο Ακουαβίβα, μετέπειτα καρδινάλιου, στη Ρώμη, όπου είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με την πλούσια πολιτιστική παράδοση της πόλης, την αναγεννησιακή τέχνη, αλλά και με την ιταλική λογοτεχνία. Εκτιμάται ότι η θέση του θα μπορούσε να τού εξασφαλίσει την ανέλιξή του στην παπική Αυλή, ωστόσο την εγκατέλειψε έπειτα από περίπου δεκαπέντε μήνες και το 1570 ξεκίνησε να υπηρετεί στο πεζικό σώμα του ισπανικού στρατού στη Νάπολι, έδαφος που τότε βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή.
Το Σεπτέμβριο του 1571 υπηρέτησε ως υπαξιωματικός με το πολεμικό πλοίο Μαρκέσα που αποτελούσε τμήμα του μεγάλου στόλου υπό τις διαταγές του Δον Χουάν της Αυστρίας και πολέμησε νικηφόρα στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (ή Λεπάντο) στις 7 Οκτωβρίου, εναντίον του οθωμανικού στόλου, αμφισβητώντας για πρώτη φορά την κυριαρχία του στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με ανεξάρτητες μαρτυρίες που διασώζονται, η στάση του Θερβάντες υπήρξε γενναία, αρνούμενος να περιοριστεί στα «μετόπισθεν» παρά το γεγονός πως ήταν προσβεβλημένος από πυρετό.
Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε δύο φορές στο στέρνο, ενώ ένας τρίτος τραυματισμός προκάλεσε μόνιμη βλάβη, αχρηστεύοντας το αριστερό του χέρι.
Ο ίδιος περιέγραφε με υπερηφάνεια τη συμμετοχή του στη μάχη, την οποία χαρακτήρισε ως την πλέον μεγαλοπρεπή των τελευταίων αιώνων και όσων θα ζούσαν οι επόμενες γενιές.
H σοβαρότητα των τραυμάτων του αντανακλάται στο γεγονός πως μετά το τέλος της μάχης παρέμεινε στο νοσοκομείο για περίπου έξι μήνες, μέχρι να επουλωθούν οι πληγές του.
Το 1572 επανήλθε στην υπηρεσία του ισπανικού στρατού στη Νάπολη και τα επόμενα τρία χρόνια συμμετείχε στις εκστρατείες της Κέρκυρας, του Ναυαρίνου και της Τύνιδας.
Το Σεπτέμβριο του 1575, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής του στην Ισπανία, η γαλέρα με την οποία έπλεε δέχθηκε επίθεση από πειρατές και ο Θερβάντες συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του Ροδρίγο και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Αλγέρι, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια ως δούλος.
Η αλληλογραφία που έφερε πάνω του πιθανότατα μεγέθυνε την αξία του στα μάτια των κυρίων του, γεγονός που ίσως συνέβαλε στην αύξηση του τιμήματος που έπρεπε να καταβληθεί για την απελευθέρωσή του και στην παράταση της παραμονής του στο Αλγέρι. Στη διάρκεια των πέντε ετών της αιχμαλωσίας του, επιχείρησε ανεπιτυχώς να δραπετεύσει τέσσερις φορές. Ανέκτησε τελικά την ελευθερία του, το Σεπτέμβριο του 1580, χάρη στη συνδρομή Τριαδιστών καλόγερων και της οικογένειάς του που κατάφεραν να συγκεντρώσουν το οικονομικό ποσό που απαιτούνταν.
Αυτή η περιπετειώδης περίοδος της ζωής του αποτυπώθηκε μεταγενέστερα στο λογοτεχνικό έργο του, ειδικότερα στα θεατρικά έργα Τα κάτεργα του Αλγερίου και H ζωή στο Αλγέρι. Επιστρέφοντας στην Ισπανία, ο Θερβάντες έζησε μία ζωή αρκετά διαφορετική από αυτή της προηγούμενης δεκαετίας, αντιμετωπίζοντας συχνά οικονομικά προβλήματα, πριν καθιερωθεί στο χώρο της λογοτεχνίας.
Στα τέλη του 1584 παντρεύτηκε την, κατά είκοσι περίπου χρόνια νεότερή του, Καταλίνα ντε Σαλαθάρ ι Παλάθιος, ενώ νωρίτερα είχε ήδη αποκτήσει μία κόρη, την Ισαμπέλ ντε Σααβέδρα, καρπό της σχέσης του με την Άνα ντε Βιγιαφράνκα (ή Άνα Φράνκα ντε Ρόχας). Τον επόμενο χρόνο, εκδόθηκε το πρώτο λογοτεχνικό έργο του, με τίτλο Γαλάτεια (La Galatea), ένα ποιμενικό μυθιστόρημα που αφιέρωσε στον Ασκάνιο Κολόνα, πιστό φίλο τού Τζούλιο Ακουαβίβα, προσδοκώντας πιθανότατα στην αιγίδα του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Με την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, ο Θερβάντες κατάφερε να αποκτήσει περιορισμένη φήμη, υποστηριζόμενος εν μέρει και από ένα στενό κύκλο λογοτεχνών, χωρίς ωστόσο να γνωρίσει την καταξίωση που θα ερχόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Οι μοναδικές επανεκδόσεις της Γαλάτειας που τυπώθηκαν ενόσω ήταν εν ζωή, ήταν αυτές του 1590 και 1611, στη Λισαβώνα και το Παρίσι αντίστοιχα.
Το 1585, υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με το θεατρικό επιχειρηματία Γκασπάρ ντε Πόρας για τη συγγραφή δύο δραματικών έργων, ένα εκ των οποίων ονομάστηκε Η σύγχυση (La Confusa) και αποτελούσε κατά τον Θερβάντες το κορυφαίο έργο που έγραψε για το θέατρο. Όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, κατά την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε περισσότερα από είκοσι θεατρικά έργα, από τα οποία όμως διασώθηκαν μόλις δύο τραγωδίες, Η πολιορκία της Νουμαντίας (El cerco de Numancia) και Η ζωή στο Αλγέρι (Los tratos de Argel), που χρονολογούνται στη δεκαετία του 1580.
Ως δραματικός συγγραφέας, ο Θερβάντες δε διακρίθηκε, ούτε κατάφερε να αποκομίσει οικονομικά οφέλη, την ίδια περίοδο που δέσποζε η ισχυρή παρουσία του Λόπε ντε Βέγκα, με καθοριστική συμβολή στο ισπανικό θέατρο και θεμελιωτής της comedia nueva.
Η αδυναμία του Θερβάντες να καταξιωθεί ως λογοτέχνης τον οδήγησε στην αναζήτηση διαφορετικής κατεύθυνσης και το 1587 διορίστηκε ως υπεύθυνος επισιτισμού και εφοδιασμού της ισπανικής αρμάδας, ενώ τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Σεβίλλη, που αποτελούσε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ισπανίας και μία από τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές πόλεις της εποχής. Η οικονομική διαχείριση που επωμίστηκε επισκιάστηκε από καταχρήσεις, πιθανώς υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, για τις οποίες φυλακίστηκε το 1592 για δύο ημέρες στο Κάστρο ντελ Ρίο.
Από το 1594 μέχρι το 1596, εργάστηκε ως φοροεισπράκτορας με έδρα την Ανδαλουσία, αντιμετωπίζοντας εκ νέου την κατηγορία της κατάχρησης, που τον οδήγησε σε νέα φυλάκιση, μέχρι τον Απρίλιο του 1598, αυτή τη φορά στη Σεβίλλη.
Στον πρόλογο που συνόδευσε τον πρώτο τόμο τού Δον Κιχώτη, ο Θερβάντες αφήνει να εννοηθεί πως πιθανώς συνέλαβε την ιδέα του έργου κατά την περίοδο της φυλάκισής του.
Τον Ιανουάριο του 1605 εκδόθηκε το σημαντικότερο ίσως έργο του Θερβάντες, 0 ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσα, γνωστό περισσότερο ως Δον Κιχώτης.
Το μυθιστόρημα είχε αξιοσημείωτη επιτυχία και μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους είχαν τυπωθεί δύο εκδόσεις του στη Μαδρίτη και τη Λισαβόνα, καθώς και μία έκδοση στη Βαλένθια. O Θερβάντες είχε ήδη παραχωρήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του μυθιστορήματος στον Ισπανό εκδότη Φρανθίσκο ντε Ρόβλες, για άγνωστο χρηματικό ποσό, με αποτέλεσμα να μην επωφεληθεί οικονομικά από τη μεταγενέστερη επιτυχία και τις πολλαπλές εκδόσεις του. Σημαντική οικονομική ενίσχυση τού πρόσφεραν ο προστάτης του, Κόντε ντε Λεμός, και ο αρχιεπίσκοπος Τολέδου Μπερνάρδο ντε Σαντοβάλ ι Ρόχας. Ο Θερβάντες αφιέρωσε στον πρώτο ορισμένα από τα έργα του, μεταξύ αυτών και το δεύτερο μέρος του Δον Κιχώτη.
Παρά το γεγονός πως άρχισε να αναγνωρίζεται στο λογοτεχνικό κόσμο σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, η τελευταία περίοδος της ζωής του υπήρξε η πιο δημιουργική.
Το 1613 εκδόθηκαν οι Υποδειγματικές νουβέλες (Novelas ejemplares), μία σειρά διηγημάτων που συνιστούσαν την απαρχή της σύντομης αφήγησης στην καστιλλιάνικη λογοτεχνία. Στον πρόλογο της έκδοσης, ο Θερβάντες αποκάλυψε πως πρόθεσή του ήταν η συγγραφή διηγημάτων που να μην αποτελούν μεταφράσεις ή μεταφορές έργων ξένων δημιουργών, αναγνωρίζοντας πως ήταν ο πρώτος που έγραψε νουβέλες στη γλώσσα της Καστίλλης, τις οποίες ονόμασε «υποδειγματικές» για το διδακτικό χαρακτήρα τους.
Ο χρόνος της συγγραφής τους δεν είναι γνωστός με βεβαιότητα. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε το Ταξίδι στον Παρνασσό, ένα μακροσκελές αλληγορικό ποίημα, στον πρόλογο του οποίου ξεχωρίζει η ομολογία του Θερβάντες σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο είδος της ποίησης.
Το 1615 εκδόθηκαν οκτώ θεατρικά έργα του, γνωστά ως οι Οκτώ κωμωδίες, συνοδευόμενα από ισάριθμα κωμικά ιντερμέτζα, σύντομα μέρη που απαγγέλλονταν συνήθως στα διαλείμματα των θεατρικών πράξεων.
Η έκδοσή τους συνδέεται πιθανώς με το γεγονός πως δεν υπήρξε ενδιαφέρον ώστε να παρουσιαστούν σε θεατρικές σκηνές. Από το 1614 θα πρέπει να ξεκίνησε και η συγγραφή του δεύτερου μέρους του Δον Κιχώτη. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους εκδόθηκε μία πλαστή έκδοσή του, από τον Αλόνσο Φερνάντεθ ντε Αβεγιανέδα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Θερβάντες, η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε στον πρόλογο της πραγματικής έκδοσης του έργου (1615).
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ακολούθησαν ανατυπώσεις του στις Βρυξέλλες, στη Βαλένθια και στη Λισαβόνα, ενώ οι πρώτες μεταφράσεις του ολοκληρώθηκαν το 1618 και το 1620, στη Γαλλική και Αγγλική γλώσσα αντίστοιχα.
Ο Θερβάντες πέθανε στις 22 ή 23 Απριλίου του 1616.
Η 23η Απριλίου ήταν η ημερομηνία της ταφής του, όπως βεβαιώνεται από το πιστοποιητικό έγγραφο της εποχής.
Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκαν Τα πάθη του Περσίλεως και της Σιγισμούνδης, ένα από τα τελευταία ρομαντικά αφηγήματά του, με σημαντική απήχηση όπως μαρτυρούν οι οκτώ ισπανικές εκδόσεις που τυπώθηκαν σε διάστημα δύο ετών και οι μεταφράσεις του στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα που ολοκληρώθηκαν μέχρι το 1619.