Ο Ντενύ Αρκάν (Κεμπέκ, Καναδάς, 25 Ιουνίου 1941 – ) είναι πολυβραβευμένος Γαλλοκαναδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου.
Η οικογένεια του Αρκάν προέρχεται από το Ντεσαμπώ, ένα γαλλόφωνο χωριό περίπου 60 χλμ. ΝΔ της Πόλης του Κεμπέκ. Όταν ο Αρκάν ξεκίνησε το γυμνάσιο, η οικογένειά του μετακόμισε στο Μόντρεαλ. Ο νεαρός Ντενύ ξεκίνησε σπουδές Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, τις οποίες και συνέχισε σε μεταπτυχιακό επίπεδο (μάστερ). Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, γιατί τον απορρόφησε η νέα του αγάπη, ο κινηματογράφος.
Το 1963 προσλήφθηκε στο Εθνικό Συμβούλιο Κινηματογράφου του Καναδά (National Film Board of Canada/Office national du film du Canada), όπου ανέλαβε την παραγωγή ντοκιμαντέρ στα γαλλικά. Μερικά από τα ντοκιμαντέρ που παρήγαγε, όπως για παράδειγμα το Δουλεύουμε στο βαμβάκι (On est au coton, 1970), προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση για την κριτική στάση του σκηνοθέτη απέναντι σε σοβαρά κοινωνικά θέματα.
Το 1982, ο Αρκάν βραβεύτηκε με το Βραβείο των Κριτικών Κινηματογράφου του Κεμπέκ για το ντοκιμαντέρ Η άνεση και η αδιαφορία (Le Comfort et l'indifférence). Με το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, ο Αρκάν παρουσίασε την αντίθεση ανάμεσα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των γαλλόφωνων Κεμπεκιωτών, που τάσσονται υπέρ της απόσχισης της επαρχίας τους από τον υπόλοιπο Καναδά, και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των επίσης γαλλόφωνων, που αδιαφορούν για το θέμα.
Στα μέσα της δεκατίεας του 1980, ο σκηνοθέτης στράφηκε προς τις ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους, γεγονός που του έφερε ακόμα περισσότερες διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο.
Το 1986, βραβεύτηκε στον Καναδά, αλλά και στις Κάννες, για την ταινία του Η πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας (Le Déclin de l'empire américain), έργο στο οποίο παρουσιάζει την έκπτωση των ερωτικών σχέσεων στην σύγχρονη βορειοαμερικανική κοινωνία. Το ίδιο έργο ήταν και το πρώτο καναδικό φιλμ που προτάθηκε και για Βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας.
Το 1989, ο Αρκάν επανήλθε με μία ακόμα πολύ επιτυχημένη ταινία, τον Ιησού του Μόντρεαλ (Jésus de Montréal).
Το έργο αυτό, στο οποίο η κοινωνική κριτική συνδυάζεται με τις μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου, σάρωσε τα καναδικά εθνικά βραβεία κινηματογράφου και τιμήθηκε και με το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Αρκάν σκηνοθέτησε και παρήγαγε δύο έργα στα αγγλικά: Αγάπη και ανθρώπινα υπολείμ
... Διαβάστε περισσότεραματα (Love and Human Remains, 1993· μια πικρή ματιά στα τραγικά αδιέξοδα των άστεγων που περιπλανούνται στους δρόμους των αμερικανικών μεγαλουπόλεων) και Δόξα (Stardom, 2000· μια σάτιρα για τα ήθη της κοσμοπολίτικης κοινωνίας της τηλεόρασης και των άλλων ΜΜΕ).
Το 2003 επέστρεψε στις ταινίες στα γαλλικά παρουσιάζοντας το τελευταίο και πιο επιτυχημένο έργο του: Η επέλαση των βαρβάρων (Les invasions barbares). Η ταινία, στην οποία συμμετείχε ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης, παρουσιάζει την χρεοκοπία του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου της Δύσης μέσα από την ιστορία ενός αριστερών πεποιθήσεων ετοιμοθάνατου καρκινοπαθούς που ταλαιπωρείται στα νοσοκομεία του Μόντρεαλ. Το έργο αυτό τιμήθηκε με το Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών, το Βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, και τα Βραβεία Σεζάρ (Γαλλία) Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Σεναρίου.
Ο Αρκάν είναι παντρεμένος δύο φορές. Το 1986, με την δεύτερη σύζυγό του, Ντενίζ (Denise), υιοθέτησε ένα ορφανό κορίτσι από την Κίνα. Για την συμβολή του στον κινηματογράφο και στον πολιτισμό γενικότερα, ο Ντενύ Αρκάν έχει γίνει δεκτός σε τιμητικά τάγματα του Καναδά, του Κεμπέκ και της Γαλλίας.