Αναζήτηση
Μπέτι Ντέιβις (Bette Davis) βιογραφία, βιογραφικό - iShow.gr
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΝΕΑ
Γέννηση
05/04/1908
Θάνατος
06/10/1989
Ηλικία
81
Βιογραφικό
Η Μπέτι Ντέιβις (Αγγλικά: Bette Davis, 5 Απριλίου 1908 - 6 Οκτωβρίου 1989) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός που θεωρείται ιερό τέρας του αμερικάνικου κινηματογράφου.

Πρωταγωνίστησε σε πολλές κλασσικές ταινίες της χρυσής περιόδου του αμερικάνικου κινηματογράφου, προτάθηκε 11 φορές για Βραβείο Όσκαρ και το κέρδισε δύο φορές για τις ταινίες Μια επικίνδυνη γυναίκα το 1935 και Ζέζεμπελ το 1938. Είναι γνωστή επίσης για τις ταινίες της Ανθρώπινη δουλεία (1934), Το γράμμα (1940), Οι μικρές αλεπούδες (1941), Το ξέσπασμα μιας ψυχής (1942), Όλα για την Εύα (1950) και Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; (1962).
Η καριέρα της διήρκεσε περίπου εξήντα χρόνια και το 1977 τιμήθηκε με βραβείο καριέρας από το Ινστιτούτο του Αμερικάνικου Κινηματογράφου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που κατάφερε αυτό το επίτευγμα καθώς και η πρώτη γυναίκα που κατάφερε να γίνει πρόεδρος της ακαδημίας των όσκαρ το 1941. Υποδυόταν συνήθως αντιπαθείς ηρωίδες και η τεχνική της έχει αντιγραφεί από πολλούς μεταγενέστερους ηθοποιούς.
Το 1981 ένα τραγούδι της Κιμ Καρνς με τίτλο Bette Davis Eyes αφιερωμένο σε αυτήν έκανε παγκόσμια επιτυχία.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει δεύτερη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.

Η Ρουθ Ελίζαμπεθ Ντέιβις γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 5 Απριλίου του 1908 κι οι γονείς της, ο δικηγόρος Χάρλοου Μόρελ Ντέιβις και η φωτογράφος Ρουθ Αυγούστα Ντέιβις, απέκτησαν ένα χρόνο μετά ακόμη μια κόρη τη Μπάρμπαρα. Η οικογένειά της ήταν αγγλικής, γαλλικής και ουαλικής καταγωγής. Όταν ήταν 7 χρονών οι γονείς της χώρισαν κι η μητέρα τους αναγκάστηκε να δουλέψει ως φωτογράφος για να μεγαλώσει τα δυο της παιδιά.
Η οικογένεια μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη όταν η Ρουθ Ελίζαμπεθ βρίσκονταν στην εφηβεία. Εκείνη την εποχή η Μπέτι, όνομα το οποίο υιοθέτησε εμπνευσμένη απ'το μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ Η εξαδέλφη Μπέτι (La cousin Bette)[3], παρακολουθώντας στο θέατρο την Αγριόπαπια του Ίψεν αποφασίζει να γίνει ηθοποιός. Σπουδάζει χορό, ενώ ταυτόχρονα φοιτά στη δραματική σχολή έχοντας για συμφοιτήτριες την Κάθριν Χέπμπορν και την Λουσίλ Μπολ.
Το 1929 την επιλέγουν να ερμηνεύσει στο θέατρο, τη Χέντβιχ στην Αγριόπαπια του Ίψεν, το ρόλο που την είχε αρχικά παρακινήσει να γίνει ηθοποιός. Ακολουθούν ακόμη δυο θεατρικά στο Μπρόντγουεϊ για τα οποία παίρνει πολύ καλές κριτικές και το 1930 την καλούν από τη Universal, για δοκιμαστικό. Παρόλο που απείχε από το στερεότυπο της ομορ... Διαβάστε περισσότερα
φιάς των σταρ του Χόλυγουντ της εποχής της, υπογράφει συμβόλαιο με την Universa
Στην Ανθρώπινη δουλεία ως πανούργα Μίλντρεντ, η Ντέιβις έλαβε την επευφημία των κριτικών για τη σκιαγράφηση του πρώτου δολοπλόκου θηλυκού στην ιστορία του σινεμά.
Το 1931 γυρίζει την πρώτη της ταινία Η κακιά αδελφή (The bad sister) κι ακολουθούν άλλες πέντε ταινίες στη Universal, οι οποίες δεν έχουν επιτυχία. H αποτυχία των πρώτων της ταινιών έχει ως αποτέλεσμα να μην της ανανεώσουν το συμβόλαιο και να αφήσει τη Universal.

Tο 1932 ο Τζόρτζ Άρλις, ο οποίος την είχε δει παλιότερα στο θέατρο, τη ζητά για συμπρωταγωνίστριά του σε μια παραγωγή της Warner το Ο άνθρωπος που έπαιζε το Θεό (The man who played God). Οι κριτικές αυτή τη φορά είναι με το μέρος της και την ίδια χρονιά υπογράφει συμβόλαιο με τη Warner.
Το 1932 παντρεύεται επίσης τον αγαπημένο της Χάρμον Όσκαρ Νέλσον. Η Warner φημίζονταν για τις γκανγκστερικές ταινίες που έθιγαν το κατεστημένο της αμερικάνικής κοινωνίας του 30, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιείται σωστά το ταλέντο της Ντέιβις. Οι ταινίες που γυρίζει εκεί έχουν μεν επιτυχία, αλλά δεν την ικανοποιούν καλλιτεχνικά και αρχίζει να ζητά καλύτερους ρόλους.

Το 1934 ο Τζακ Γουόρνερ, ο διευθυντής της Warner, αρνείται να τη δανείσει στην Columbia για να παίξει στο Συνέβη μια νύχτα (It happened one night) του Φρανκ Κάπρα κι ο ρόλος της πηγαίνει στην Κλοντέτ Κολμπέρ. Την ίδια χρονιά ακόμη μια ευκαιρία της χτυπά την πόρτα κι αυτή τη φορά δεν πρόκειται να τη χάσει, η R.K.O. τη ζητά για να πρωταγωνιστήσει στην ταινία Ανθρώπινη Δουλεία (Of human bondage), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Σόμερσετ Μομ. Ο ρόλος είναι αυτός μιας αντιπαθητικής κι αδίστακτης γυναίκας, τόσο που καμιά απ' τις σταρ της εποχής εκείνης δεν ήθελε να τον παίξει.
Ο Γουόρνερ είναι αρχικά διστακτικός να τη δανείσει, αλλά η Ντέιβις τον πείθει γυρίζοντας ως αντάλλαγμα μια ακόμη ταινία που δεν είναι της αρεσκείας της για τη Warner.
Όταν βγαίνει η ταινία στους κινηματογράφους, οι κριτικοί την αποθεώνουν αναφέροντας ότι πρόκειται για την καλύτερη ερμηνεία που έχει δοθεί ποτέ από Αμερικανίδα ηθοποιό στη μεγάλη οθόνη. Παρά της ευνοϊκές κριτικές όμως, η Ντέιβις δεν προτείνεται για βραβείο όσκαρ, κάτι που προκαλεί την οργή του τύπου και του κόσμου του θεάματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ακαδημία να επιτρέψει στους ψηφοφόρους να διαλέξουν, άσχετα με τους προκαθορισμένους υποψήφιους. Στην ψηφοφορία η Ντέιβις έρχεται τρίτη χάνοντας απ' την Κλοντέτ Κολμπέρ, που κερδίζει το όσκαρ για το Συνέβη μια νύχτα αλλά καταφέρνει να ξεπεράσει τη Γκρέις Μουρ που ήταν αρχικά υποψήφια.

Το 1935 πρωταγωνίστησε στο Μια επικίνδυνη γυναίκα (Dangerous) με τον Φράντσο Τόουν. Στα γυρίσματα της ταινίας φημολογείται ότι ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε σχέση με τη Τζόαν Κρόφορντ. Ο Τόουν στη συνέχεια παντρεύτηκε την Κρόφορντ, κάτι που δημιούργησε αντιπάθεια ανάμεσα στις δυο γυναίκες η οποία θα μεγάλωνε με την πάροδο των χρόνων.
Η Ντέιβις ωστόσο προτάθηκε για Όσκαρ για τη συγκεκριμένη ταινία, το οποίο και κέρδισε. Όντας ειλικρινής παραδέχτηκε ότι η ακαδημία θέλησε να διορθώσει την αδικία που της είχε γίνει την προηγούμενη χρονιά.

Την επόμενη χρονιά εμφανίστηκε στην ταινία Το απολιθωμένο δάσος με τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Λέσλι Χάουαρντ.
Η ταινία πήρε καλές κριτικές, αλλά η Ντέιβις ήταν ακόμη δυσαρεστημένη με το γεγονός ότι δεν της δίνονταν το προνόμιο της έγκρισης των σεναρίων. Ήθελε πολύ να συμπρωταγωνιστήσει με την Κάθριν Χέπμπορν, υποδυόμενη τη βασίλισσα Ελισάβετ στην ταινία του Τζον Φορντ Μαρία Στιούαρτ (Mary Of Scotland, 1936), αλλά ο Τζακ Γουόρνερ για μια ακόμη φορά της απαγόρευσε το δανεισμό στην RKO.
Τότε η Ντέιβις αποφάσισε να σπάσει το συμβόλαιο της και στα τέλη του 1936 ταξίδεψε στην Αγγλία, για να γυρίσει δύο φιλμ με τον Άγγλο σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα.
Το επιτελείο της Warner τότε την πήγε στα δικαστήρια γι' αθέτηση συμβολαίου. Η Ντέιβις έχασε τη δίκη και γύρισε στο Χόλυγουντ έχοντας χάσει σχεδόν όλη της την περιουσία.
Η επόμενή της ταινία ήταν το Στιγματισμένες γυναίκες (Marked Woman) για το οποίο κέρδισε το βραβείο της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ της Βενετίας.

Μετά τη δικαστική διαμάχη, η Ντέιβις απέκτησε κάποιες ελευθερίες στη Warner. Η επόμενή της ταινία ήταν η Ζέζεμπελ (Jezebel) του 1938 με συμπρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα και σκηνοθέτη τον Γουίλιαμ Γουάιλερ. Η ταινία αυτή θεωρείται προπομπός της υπερπαραγωγής του Ντέιβιντ Σέλζνικ Όσα Παίρνει ο Άνεμος και ο ρόλος της Ντέιβις, ως κακομαθημένης καλλονής του Αμερικανικού Νότου, παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνον της Σκάρλετ Ο'Χάρα. Η Ντέιβις είχε ληφθεί υπόψιν για το ρόλο της Σκάρλετ και όταν ο Σέλζνικ, μετά από έρευνα, δεν κατάφερε να βρει την κατάλληλη ηθοποιό για το ρόλο της Σκάρλετ, ζήτησε από τον Γουόρνερ την Ντέιβις.
Ο Γουόρνερ θα δάνειζε τη Ντέιβις στο Σέλζνικ με την προϋπόθεση ότι ο Έρολ Φλιν θα αναλάμβανε τον ρόλο του Ρετ. Τόσο ο Σέλζνικ όσο κι η Ντέιβις δεν το θεώρησαν καλή ιδέα και το σχέδιο ναυάγησε.
Η Ζέζεμπελ παίχτηκε στους κινηματογράφους ένα χρόνο πριν το Όσα Παίρνει ο Άνεμος και χάρισε στη Ντέιβις το δεύτερό της βραβείο Όσκαρ, ενώ στο μεταξύ ο Σέλζνικ βρήκε την ηθοποιό που ενσάρκωσε τελικά την Σκάρλετ στο πρόσωπο της Βίβιαν Λι. Η Ντέιβις στη διάρκεια των γυρισμάτων της Ζέζεμπελ ερωτεύτηκε και σύναψε σχέση με τον Γουάιλερ, ο οποίος όπως κι εκείνη ήταν παντρεμένος και δεν ήταν διατεθειμένος να χωρίσει τη γυναίκα του.
Η Ντέιβις τον αποκάλεσε αργότερα στη βιογραφία της ως τον έρωτα της ζωής της.
Ο γάμος της με τον Νέλσον πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο και τον χώρισε στα τέλη του 1938. Την ίδια χρονιά συμπρωταγωνίστησε με τον Έρολ Φλιν, για τον οποίο έτρεφε μεγάλη αντιπάθεια, στην ταινία Μετά την καταιγίδα (The Sisters).

Το 1939 που από τους κριτικούς θεωρείται η καλύτερη χρονιά στην ιστορία του κινηματογράφου, η Μπέτι Ντέιβις είχε τέσσερις ταινίες στο Box Office: το Το λυκόφως μιας ζωής (Dark Victory), που στην Ελλάδα είναι γνωστή επίσης και ως Πικρή νίκη, το Χουαρέζ (Juarez), Το δράμα μιας αμαρτωλής (The Old Maid) και το Ελισάβετ και Έσσεξ (The private lives of Elisabeth & Essex). Για την πρώτη ταινία, που συμπρωταγωνιστεί με τον Τζορτζ Μπρεντ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και υποδύεται μια γυναίκα που πεθαίνει από καρκίνο, έλαβε την τέταρτή της υποψηφιότητα στα Όσκαρ. Η Πικρή Νίκη ήταν η αγαπημένη ταινία της Ντέιβις, αλλά έχασε το Όσκαρ από την Σκάρλετ Ο'Χάρα της Βίβιαν Λι.
Στο Χουαρέζ, μια ταινία στην οποία συμμετείχε όλη η αφρόκρεμα των ηθοποιών της Warner από τον Τζον Γκάρφιλντ μέχρι και τον Πολ Μιούνι, υποδύθηκε την αυτοκράτειρα του Μεξικού Καρλόττα. Ενώ στο Δράμα μιας αμαρτωλής συμπρωταγωνίστησε με τη Μίριαμ Χόπκινς με την οποία υπήρχε έχθρα. Στο Ελισάβετ και Έσσεξ υποδύθηκε την βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας και συνεργάστηκε για δεύτερη και τελευταία φορά με τον Έρολ Φλιν, ενώ στην ταινία εμφανιζόταν κι η φίλη της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ.

Το γράμμα (The Letter) του 1940, βασισμένο και αυτό σε μυθιστόρημα του Σόμερσετ Μομ, την ξανάφερε κοντά στον αγαπημένο της σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ. Αυτή η ταινία του Γουάιλερ της απέφερε περαιτέρω καταξίωση από τους κριτικούς και μια ακόμη, την πέμπτη, υποψηφιότητα για Όσκαρ. Ωστόσο η μοιχαλίδα και δολοφόνος ηρωίδα της ταινίας, δεν κατάφερε να της εξασφαλίσει ακόμα ένα Όσκαρ το οποίο πήγε στην Τζίντζερ Ρότζερς. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε και με τον Σαρλ Μπουαγιέ στην ταινία Όλα, και τον ουρανό ακόμα!, όπου ερμήνευσε μια γκουβερνάντα στη Γαλλία του 19ου αιώνα κατηγορούμενη για ένα φόνο που δεν διέπραξε.
Σ' αυτή τη φάση της καριέρας της η Ντέιβις ήταν η πιο επιτυχημένη ηθοποιός και η πιο ισχυρή προσωπικότητα του Χόλυγουντ. Παράλληλα με την επαγγελματική επιτυχία ήρθε και η προσωπική, καθώς το 1940 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Άρθουρ Φαρνσγουόρθ. Τον Ιανουάριο του 1941 η Μπέτι Ντέιβις έγινε πρόεδρος της ακαδημίας των Όσκαρ, ήταν πρώτη ηθοποιός με αυτή τη διάκριση. Οι πρώτες της προτάσεις δεδομένου του Β' Παγκοσμίου πολέμου, ήταν να πωλούνται εισιτήρια για την τελετή των Όσκαρ, των οποίων τα κέρδη θα διατίθεντο για βοήθεια στα εμπόλεμα κράτη, επίσης πρότεινε να ματαιωθεί η δεξίωση μετά την τελετή. Οι ριζοσπαστικές τις ιδέες βρήκαν αντίσταση κι η Ντέιβις αποχώρησε απ' τη θέση του προέδρου και μήνες αργότερα, όντας ακόμα θυμωμένη, δεν παρευρέθηκε στην βραδιά των Όσκαρ, παρόλο που είχε λάβει την 6η της υποψηφιότητα για την ταινία Οι μικρές αλεπούδες (The Little Foxes) του 1941. Το βραβείο πήγε στη Τζόαν Φοντέιν.

Οι μικρές αλεπούδες, μεταφορά του θεατρικού της Λίλιαν Χέλμαν, σημάδευσαν την τρίτη και τελευταία της συνεργασία με τον Γουίλιαμ Γουάιλερ. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων διαπληκτίσθηκαν, γιατί ο Γουάιλερ πίστευε ότι η Ντέιβις έπαιζε τον ρόλο της Ρετζίνα Γκίντενς, μιας συμφεροντολόγας και μοχθηρής γυναίκας, χωρίς να της δίνει καμία ανθρώπινη υπόσταση. Η Ντέιβις αποχώρησε από το σετ της ταινίας, για να επιστρέψει αφότου έμαθε ότι θα την αντικαθιστούσε η Κάθριν Χέπμπορν. Τα γυρίσματα τελείωσαν με τη γνώμη της Ντέιβις να επικρατεί και την θετική υποδοχή της ταινίας από τους κριτικούς να τη δικαιώνει. Παρόλο που η Ντέιβις δε συνεργάστηκε ποτέ ξανά με το Γουάιλερ, οι δυο τους μοιράζονταν αμοιβαία εκτίμηση για τα χρόνια που ακολούθησαν.

Το 1942 βρήκε τη Ντέιβις να πρωταγωνιστεί στην ταινία Το ξέσπασμα μιας ψυχής (Now Voyager), στο ρόλο μιας γεροντοκόρης που αλλάζει εμφάνιση, αποκτά αυτοπεποίθηση και γνωρίζει τον έρωτα. Η ταινία αυτή, που της χάρισε την 7η υποψηφιότητά της στα Όσκαρ, θεωρείται η επιτομή των Woman's pictures. Ως Woman's pictures ("ταινίες γυναίκας") χαρακτηρίζεται μια ομάδα ταινιών που γυρίστηκαν εκείνη την εποχή κι αποσκοπούσαν στο να δώσουν παρηγοριά στις γυναίκες, όσο οι σύζυγοί τους έλειπαν στον πόλεμο. Η Ντέιβις εκείνη τη χρονιά έχασε το Όσκαρ από την Γκριρ Γκάρσον.

Τον επόμενο χρόνο η Ντέιβις με τη βοήθεια του Τζον Γκάρφιλντ, του Τζακ Γουόρνερ και του Κάρι Γκραντ ίδρυσε το Hollywood Canteen, ένα κλαμπ διασκέδασης στο οποίο σύχναζαν οι Αμερικανοί στρατιώτες όταν δεν βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης. Όλη η αφρόκρεμα του Χόλυγουντ προσπαθούσε να εμψυχώσει τους στρατιώτες με θεαματικές εμφανίσεις κι εκδηλώσεις στο Hollywood Canteen.
Το 1980 η Ντέιβις τιμήθηκε με μετάλλιο απ' το αμερικανικό κράτος για την προσφορά της, μ' αυτόν τον τρόπο, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια χρονιά γύρισε και την ταινία Φρουρά επί του Ρήνου (Watch On The Rhine) που ήταν αντιπολεμική προπαγάνδα, ενώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Δάκρυα του χθες (Old Aquaintance) πέθανε ο δεύτερος της σύζυγος.

Το 1944 προτείνεται για 8η φορά για Όσκαρ για την ταινία Μαραμένο λουλούδι (Mr. Skeffington), χάνοντας αυτή τη φορά απ' την Ίνγκριντ Μπέργκμαν για την ταινία Εφιάλτης (Gaslight) και την επόμενη χρονιά κέρδισε και πάλι τις εντυπώσεις με την ταινία Άγουρα στάχυα (The Corn is Green).
Η Ντέιβις το 1945 βρίσκονταν σε θέση ισχύος στη Warner.
Είχε πλέον την πολυτέλεια να διαλέγει και ν' απορρίπτει σενάρια και να μπορεί να επιβάλλεται στους σκηνοθέτες με τους οποίους δούλευε. Εκείνη τη χρονιά η μεγάλη της αντίπαλος Τζόαν Κρόφορντ υπέγραψε συμβόλαιο με τη Warner. Η ηθοποιός πίστεψε ότι η Κρόφορντ, της οποίας η δημοτικότητα είχε πέσει αισθητά από τις αρχές της δεκαετίας, δε θα τα έβγαζε πέρα με το Τζακ Γουόρνερ, που ήταν πολύ πιο σκληρός από τον Λούι Μπι Μάγιερ της Metro-Goldwyn-Mayer όπου δούλευε πριν η Κρόφορντ. Έτσι ένα σενάριο, που είχε απορρίψει πρωτύτερα η Ντέιβις, έγινε ταινία με πρωταγωνίστρια την Κρόφορντ και τίτλο Θύελλα σε μητρική καρδιά (Mildred Pierce).
Η Κρόφορντ έλαβε Όσκαρ το 1945 για την ταινία αυτή και κέρδισε την εύνοια του Γουόρνερ. Η έχθρα μεταξύ των δύο γυναικών εντεινόταν όλο και περισσότερο, ενώ το στούντιο προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη ταινία για να τις κάνει να εμφανιστούν μαζί, κάτι που έγινε πολλά χρόνια αργότερα με το Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; του 1962.
Εκείνη την περίοδο η Ντέιβις παντρεύτηκε με τον Γουίλιαμ Γκραντ Σέρι.

Το 1946 η Ντέιβις έγινε και παραγωγός της ταινίας Κλεμμένη ευτυχία (A stolen life), στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον Γκλεν Φορντ. Αυτή ήταν η πρώτη ταινία, μετά από χρόνια, που έλαβε αρνητικές κριτικές. Παρ'όλα αυτά ήταν κερδοφόρα.
Οι ταινίες που γύρισε μετά από αυτήν άρχισαν να έχουν μικρότερα κέρδη και η δημοτικότητά της άρχισε να πέφτει.
Το 1947 η εγκυμοσύνη, στο πρώτο της παιδί, της απαγόρευσε να παίξει στην ταινία Τα λύτρα του πόνου (Possessed)[19] και ο πρωταγωνιστικός ρόλος πήγε πάλι στην Κρόφορντ, η οποία ήταν πάλι υποψήφια για βραβείο Όσκαρ.
Στα τέλη του 1947 έφερε στον κόσμο την κόρη της Μπάρμπαρα.

Η ταινία του 1948 Νοσταλγοί μιας ζωής (June Bride) σημείωσε μεγάλη επιτυχία, έτσι η Ντέιβις ανανέωσε το συμβόλαιό της με τη Warner και με μισθό $10.285 την εβδομάδα, έγινε η πιο ακριβοπληρωμένη γυναίκα στις ΗΠΑ.
Ο Τζακ Γουόρνερ όμως της απαγόρευσε την έγκριση σεναρίων και την ανάγκασε να εμφανιστεί στην ταινία Το μυστικό του δάσους (Beyond the forest) του 1949, την οποία η ηθοποιός θεωρούσε κακή. Η Ντέιβις συμφώνησε να συμμετάσχει, ενώ δεν της άρεσε ο ρόλος που της προσφερόταν, με την προϋπόθεση ότι θα την αποδέσμευαν από το συμβόλαιο της. Έτσι όταν τελείωσαν τα γυρίσματα και μετά από 18 χρόνια άφησε τη Γουόρνερ, ενώ στο Χόλυγουντ υπήρχε η πεποίθηση ότι η επιτυχία είχε τελειώσει πλέον για τη Ντέιβις.
Η ηθοποιός είχε δημιουργήσει τη φήμη ότι ήταν δύσκολη κι οι παραγωγοί δύσκολα θα της εμπιστεύονταν πλέον σενάρια. Παράλληλα ο γάμος της με τον Γουίλιαμ Σέρι όδευε προς το τέλος του και το διαζύγιο ήταν αναπόφευκτο.

Η τύχη χαμογέλασε και πάλι στη Μπέτι Ντέιβις στα τέλη του 1949 όταν η Κλοντέτ Κολμπέρ, η οποία είχε επιλεχθεί από τον σκηνοθέτη Τζόζεφ Μάνκιεβιτς και τον Ντάριλ Ζάνουκ ο οποίος ήταν διευθυντής της 20th Century Fox, για τον ρόλο της Μάργκο Τσάνινγκ στην ταινία Όλα για την Εύα, είχε ένα ατύχημα και δε μπορούσε να παίξει στην ταινία. Ο Ζάνουκ κι ο Μάνκιεβιτς τότε στράφηκαν στη μοναδική ηθοποιό που ήταν εύκαιρη εκείνη την περίοδο, και σε εκείνη η οποία είχε την εμπειρία να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του ρόλου, την Μπέτι Ντέιβις.
Ο Ζάνουκ δεν είχε καλές σχέσεις με τη Ντέιβις. Παρ'όλ'αυτά αποφάσισε να επικοινωνήσει μαζί της για να της προτείνει το ρόλο. Η Ντέιβις διαβάζοντας το σενάριο διαπίστωσε ότι ήταν ένα από τα καλύτερα σενάρια που της δόθηκαν ποτέ και αποφάσισε να παίξει στην ταινία.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η Ντέιβις ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της Γκάρι Μέριλ, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε, και βρήκε μια καινούργια φίλη στο πρόσωπο της Αν Μπάξτερ που είχε το ρόλο της Εύα.
Η Ντέιβις έδωσε την ερμηνεία της ζωής της και οι κριτικές για την ταινία, που προβλήθηκε το 1950 ήταν διθυραμβικές, τόσο που η Ντέιβις ευχαρίστησε τον Μάνκιεβιτς που την έσωσε από την αφάνεια.
Την περίοδο που προηγήθηκε της ανακοίνωσης των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Όσκαρ, η Αν Μπάξτερ επέμεινε το στούντιο να την υποστηρίξει για να προταθεί για Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου αντί για β' γυναικείου ρόλου, κάτι που αν γινόταν θα ελάττωνε τις πιθανότητες της Ντέιβις να κερδίσει το τρίτο της Όσκαρ. Το φιλμ έλαβε ρεκόρ υποψηφιοτήτων, δεκατέσσερις στο σύνολο, μεταξύ των οποίων και πέντε για Όσκαρ ερμηνείας, στον α' γυναικείο ρόλο η Ντέιβις με τη Μπάξτερ, στο β' ανδρικό ο Σάντερς και στο β' γυναικείο η Χολμ και η Ρίττερ. Η Ντέιβις με τη Μπάξτερ που βρέθηκαν να συναγωνίζονται η μια την άλλη στην κατηγορία του α' γυναικείου ρόλου ακύρωσαν η μια τους ψήφους της άλλης και το Όσκαρ δόθηκε στη Τζούντι Χόλιντεϊ, για την ταινία Γεννημένη χθες. Ο μόνος που κατάφερε να αποσπάσει Όσκαρ ερμηνείας ήταν ο Τζορτζ Σάντερς, που είχε υποδυθεί τον κυνικό κριτικό Άντισον Ντε Γουίτ. Η ταινία κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου για τον Μάνκιεβιτς και Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Η Ντέιβις παρέλαβε μερικούς μήνες μετά το βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών για την ερμηνεία της στην ταινία.Ανεξάρτητες παραγωγές,

Έχοντας καταφέρει να ανανεώσει την εικόνα της με το Όλα για την Εύα, η Ντέιβις ξεκίνησε να συμμετέχει σε ανεξάρτητες παραγωγές. Οι ταινίες τις οποίες διάλεξε να εμφανιστεί μετά όμως ήταν μέτριες και ούτε η 10η υποψηφιότητά της στα όσκαρ για την ταινία Η ντίβα (The Star) του 1952 δεν μπόρεσε να ανανεώσει το ενδιαφέρον του κοινού για τα έργα στα οποία εμφανιζόταν.
Οι κριτικοί ήταν πολλές φορές ευνοϊκοί μαζί της, μα άλλες αρνητικοί. Κατέκριναν κυρίως το γεγονός ότι μετά το Όλα για την Εύα η Ντέιβις υποδύονταν περισσότερο τον εαυτό της στις ταινίες της κι ότι πλέον η προσωπικότητά της, οι χειρονομίες της και το κάπνισμα αποτελούσαν μέρος της κάθε κινηματογραφικής της εμφάνισης. Η Ντέιβις ήταν πλέον γνωστή ως ιδιαίτερη προσωπικότητα κι οι χαρακτηριστικές της κινήσεις αντιγράφονταν από κωμικούς και μίμους σε κλαμπ. Από τις ταινίες που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 50 ξεχωρίζουν η Εστεμμένη Παρθένα (The Virgin Queen) του 1955, όπου υποδύθηκε για δεύτερη φορά την Ελισάβετ Α' της Αγγλίας και το Τόπο στα νιάτα (The Catered Affair) του 1956 όπου υποδύθηκε μια νοικοκυρά που παντρεύει την κόρη της. Απέρριψε επίσης πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ταινίες Η βασίλισσα της Αφρικής (The African Queen, 1951) και Ξαναγύρισε, Μικρή μου Σέμπα (Come back, little Sheba, 1952), ρόλους που χάρισαν ευνοϊκές κριτικές και βραβεία στις ηθοποιούς που τους ενσάρκωσαν.

Το 1952 διαπιστώνοντας την ύφεση στην κινηματογραφική της καριέρα η Ντέιβις στράφηκε ξανά στο θέατρο. Το καινούργιο της θεατρικό εγχείρημα ήταν το μιούζικαλ Two's Company με σκηνοθέτη το Ζυλ Ντασέν. Η Ντέιβις δεν είχε εμπειρία στο μιούζικαλ και βρέθηκε έξω από τα χωράφια της. Οι κριτικές ήταν μέτριες κι η Ντέιβις αναγκάστηκε να διακόψει μετά από βαρύ κρούσμα οστεομυελίτιδας.

Ο τέταρτος γάμος της με το Γκάρι Μέριλ αρχικά πήγαινε καλά, ο Γκάρι υιοθέτησε την κόρη της Μπάρμπαρα (Μπι Ντι) και μαζί υιοθέτησαν άλλα δυο παιδιά το Μάικλ και τη Μάργκο, η οποία λίγο καιρό μετά την υιοθεσία της παρουσίασε προβλήματα, λόγω εγκεφαλικού τραύματος που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τον τοκετό. Η Μάργκο τοποθετήθηκε σε ίδρυμα για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του '50 η Ντέιβις κι ο Μέριλ άρχισαν να καυγαδίζουν και το 1960 πήραν διαζύγιο. Μετά το χωρισμό της η Ντέιβις έγραψε την πρώτη της αυτοβιογραφία Μια μοναχική ζωή (A lonely life).

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η δημοτικότητα της Μπέτι Ντέιβις είχε υποστεί μεγάλο πλήγμα, καθώς τα σενάρια λιγόστευαν όλο και περισσότερο για αυτήν που είχε ήδη κλείσει τα πενήντα. Το 1961, ενώ βρισκόταν στα γυρίσματα της ταινίας Η κόμισσα κι ο γκάνγκστερ (A pocketful of miracles) του Φρανκ Κάπρα, η μητέρα της πέθανε. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς επέστρεψε στο θέατρο, όπου συμμετείχε στην πρώτη θεατρική μεταφορά του έργου του Τένεσι Γουίλιαμς, Η νύχτα της Ιγκουάνα. Οι κριτικές ήταν και πάλι μέτριες κι οι καυγάδες με τους συμπρωταγωνιστές της ατελείωτοι, τόσο που ώθησαν τη Ντέιβις να αποχωρήσει επικαλούμενη ασθένεια.

Το 1962 δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει μαζί με την μεγάλη της αντίπαλο Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία τρόμου Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; (Whatever happened to Baby Jane) του Ρόμπερτ Όλντριτς, πιστεύοντας ότι ο ρόλος της, ως πρώην παιδί θαύμα Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον, θα αναβίωνε την καριέρα της και θα είχε απήχηση στο κοινό που είχε λατρέψει την ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ Ψυχώ, δυο χρόνια πριν. Έτσι πνίγοντας τον εγωισμό της συνεργάστηκε με την μισητή της αντίπαλο, χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν τελείωσαν τα γυρίσματα, με εκτόξευση αρνητικών δηλώσεων κι από τις δυο πλευρές, στο μεταξύ η Ντέιβις έλαβε και την ενδέκατη υποψηφιότητα για τα όσκαρ, ενώ η ακαδημία αγνόησε την Κρόφορντ. Η Κρόφορντ πικραμένη τότε, στράφηκε δημόσια εναντίον της Ντέιβις, ζήτησε λοιπόν από τις υπόλοιπες υποψηφίους να την άφηναν να δεχτεί εκείνη το βραβείο, σε περίπτωση νίκης, ενώ εκείνες ήταν απούσες. Η Ντέιβις, της οποίας η ερμηνεία είχε λάβει πολύ καλές κριτικές θεωρούνταν το φαβορί, όμως την βραδιά των όσκαρ το βραβείο πήγε στην Αν Μπάνκροφτ, η οποία λόγω θεατρικών υποχρεώσεων δεν είχε μπορέσει να παραβρεθεί. Μόλις το όνομα της νικήτριας ανακοινώθηκε η Ντέιβις πάγωσε κι η Κρόφορντ την προσπέρασε για να παραλάβει το Όσκαρ για λογαριασμό της Μπάνκροφτ. Η Ντέιβις δεν είχε πει ακόμα την τελευταία λέξη.

Η ταινία Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; είχε μεγάλη επιτυχία κι η Ντέιβις έγινε η βασίλισσα του γραν-γκινιόλ για τη δεκαετία του 60, οι περισσότερες ταινίες που γύρισε τότε ήταν έργα τρόμου. Το 1964 πρωταγωνίστησε στην ταινία Το μυστικό της Σάρλοτ (Hush...Hush...Sweet Charlotte) του Όλντριτς.
Αρχικά η παραγωγή αυτή φιλοδοξούσε να επανενώσει τη Ντέιβις με την Κρόφορντ, για να επαναλάμβαναν την επιτυχία του Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν. Μετά από μερικές ημέρες γυρισμάτων όμως, η Ντέιβις ανάγκασε την Κρόφορντ να αποχωρήσει και τη θέση της πήρε η φίλη της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Η ταινία ήταν επιτυχημένη και ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού για τη Ντέιβις, που συνέχισε να είναι ενεργή στο χώρο του κινηματογράφου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας.Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70, η Ντέιβις συνέχισε να δουλεύει και συμμετείχε κυρίως σε τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ στις ελάχιστες κινηματογραφικές της ταινίες εμφανιζόταν ως καρατερίστα. Συνεργάστηκε με τον φίλο της και ηθοποιό Ρόμπερτ Βάγκνερ στην ταινία Ο αρχικατάσκοπος (Madame Sin, 1971), με τη Φέι Ντάναγουεϊ στην τηλεταινία The Disappearance Of Aimee, καθώς και με τη Τζίνα Ρόουλαντς στην τηλεταινία Strangers: the story of mother and daughter, ρόλος ο οποίος το 1979 της απέφερε ένα βραβείο ΕΜΜΥ.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Η εξαφάνιση της Έιμι ήρθε σε ρήξη με τη Φέι Ντάναγουεϊ επειδή αισθάνθηκε ότι δεν της έδινε το σεβασμό που άξιζε, και την αποκάλεσε μη επαγγελματία. Επίσης εμφανίστηκε και στη μεταφορά του μυθιστορήματος της Άγκαθα Κρίστι Έγκλημα στο Νείλο (Death On The Nile, 1978), με τον Πίτερ Ουστίνοφ, την Μία Φάροου, την Μάγκι Σμιθ και την Άντζελα Λάνσμπερι.

Το 1977 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την τίμησε με βραβείο καριέρας, κάνοντας την, την πρώτη γυναίκα κάτοχο του βραβείου αυτού. Στην τελετή την τίμησαν με την παρουσία τους και μίλησαν γι'αυτήν, ο Χένρι Φόντα, η Τζέιν Φόντα, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ, η Νάταλι Γούντ και η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ.

Συνέχισε να δουλεύει και τη δεκαετία του '80 και το 1983, μετά την ολοκλήρωση της τηλεταινίας Right of way με τον Τζέιμς Στιούαρτ, της διέγνωσαν καρκίνο του μαστού και της έκαναν μαστεκτομή. Δυο εβδομάδες μετά την εγχείρηση υπέστη εγκεφαλικό. Η υγεία της ήταν σε κρίσιμη κατάσταση και όλοι νόμιζαν ότι θα πέθαινε. Εκείνη την εποχή η κόρη της Μπάρμπαρα, έγραψε κι εξέδωσε το βιβλίο My mother's keeper, στο οποίο παρουσίαζε τη μητέρα της αυταρχική κι αλκοολική. Όταν η Ντέιβις συνήλθε, με μικρή παράλυση στην αριστερή γνάθο και στο αριστερό της χέρι, αποκλήρωσε την κόρη της και δεν της ξαναμίλησε μέχρι και το θάνατό της το 1989.
Ο πρώην σύζυγος της Ντέιβις, Γκάρι Μέριλ, κι άλλοι οικογενειακοί φίλοι, διέψευσαν τα γεγονότα του βιβλίου υποστηρίζοντας ότι η Μπάρμπαρα το έγραψε οδηγούμενη από φιλαργυρία. Η Ντέιβις βοηθούσε οικονομικά την οικογένεια της κόρης της κι αυτό ήταν κάτι που αναγνωρίστηκε από όλους τους υποστηρικτές της. Ο γιος της Ντέιβις πήρε επίσης το μέρος της μητέρας του και δεν ξαναμίλησε στη Μπάρμπαρα. Ως απάντηση στο βιβλίο της Μπάρμπαρα η Ντέιβις συνέγραψε την δεύτερη αυτοβιογραφία της This'n'That.

Η Ντέιβις το 1987 συμπρωταγωνίστησε με έναν άλλο θρύλο του αμερικανικού κινηματογράφου, την Λίλιαν Γκις, στην ταινία Οι φάλαινες του Αυγούστου (The Whales Of August), μιά ταινία που μιλάει για τα προβλήματα της τρίτης ηλικίας κι εξετάζει τη ζωή δυο ηλικιωμένων αδελφών.
Η ταινία έλαβε ευνοϊκές κριτικές. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία Wicked Stepmother του 1989.

Μετά την λιποθυμία της, κατά τη διάρκεια των βραβείων του αμερικανικού κινηματογράφου το 1989, ανακάλυψε ότι ο καρκίνος είχε υποτροπιάσει, ανέκαμψε για λίγο καιρό, πράγμα που της επέτρεψε να ταξιδέψει στην Ισπανία όπου την τίμησαν με βραβείο καριέρας, αλλά κατά τη διάρκεια της διαμονής της εκεί η υγεία της χειροτέρευσε. Όντας αδύναμη να επιστρέψει στην Αμερική ταξίδεψε μέχρι τη Γαλλία, όπου και εισήχθη σε αμερικανικό νοσοκομείο στην πόλη Νεϊγί επί του Σηκουάνα (Neuilly sur Seine).

Πέθανε στις 6 Οκτωβρίου 1989. Η ταφή της έγινε στο Λος Άντζελες και στην ταφόπλακά της αναγράφεται She did it the hard way (Έκανε τα πάντα με τον δυσκολότερο τρόπο).

Η Μπέτι Ντέιβις ήταν η πρώτη ηθοποιός του Χόλιγουντ που κατάφερε να εξασφαλίσει έντεκα υποψηφιότητες για βραβείο όσκαρ, με την πάροδο των χρόνων μόνο τρεις ηθοποιοί κατάφεραν να ισοφαρίσουν και να ξεπεράσουν το ρεκόρ της κι αυτοί είναι οι: Η Μέριλ Στριπ με 16 υποψηφιότητες, ο Τζακ Νίκολσον με 12 υποψηφιότητες και η Κάθριν Χέπμπορν με 12 υποψηφιότητες.

Είχε επίσης το ρεκόρ για τις περισσότερες υποψηφιότητες μέχρι τα 34 της χρόνια, ένα ρεκόρ που κατάφερε να καταρρίψει η Κέιτ Γουίνσλετ που έχει 6 υποψηφιότητες ενώ είναι μόλις 33 χρόνων.

Μοιράζεται ακόμα και σήμερα μαζί με τη Γκριρ Γκάρσον το ρεκόρ συνεχόμενων υποψηφιοτήτων στα όσκαρ (ήταν υποψήφια για πέντε συνεχόμενες χρονιές απ' το 1938 μέχρι και το 1942).

Βραβεία Ακαδημίας Κινηματογράφου

Βράβευση:

- 1935: Α' Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Μια επικίνδυνη γυναίκα
- 1938: Α' Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Ζέζεμπελ

Φωτογραφίες
Τελευταίες ειδήσεις
Ο Tom Hanks ψηφίστηκε ως ο καλύτερος ηθοποιός όλων των εποχών Ο Tom Hanks ψηφίστηκε ως ο καλύτερος ηθοποιός όλων των εποχών  πριν 6 χρόνια
Σπάνιες φωτογραφίες των σταρ του παλιού καλού σινεμά με τα κατοικίδιά τους Σπάνιες φωτογραφίες των σταρ του παλιού καλού σινεμά με τα κατοικίδιά τους  πριν 7 χρόνια
Από που πήρε το όνομά του το χρυσό αγαλματίδιο και ολόκληρη η τελετή των Oscars; Από που πήρε το όνομά του το χρυσό αγαλματίδιο και ολόκληρη η τελετή των Oscars;  πριν 10 χρόνια
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551