Έχοντας χάσει αρκετά χρήματα σε αποτυχημένες εμπορικά ταινίες, δυο νεαροί σκηνοθέτες αναγκάζονται να ασχοληθούν με τα διαφημιστικά. Πάντοτε, όμως, ελπίζουν να επιστρέψουν στον πραγματικό κινηματογράφο. Επισκέπτονται παραγωγούς ή προσπαθούν να πείσουν πλούσιους φίλους τους να επενδύσουν χρήματα στο ταλέντο τους. Παρότι αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, οι δύο φίλοι έχουν διαφορετικές φιλοδοξίες: ο ένας είναι κομφορμιστής και ψηφίζει τους σοσιαλιστές (που βρίσκονται στην κυβέρνηση) ενώ ο άλλος είναι ριζοσπάστης και ψηφίζει τους κομμουνιστές. Ο πρώτος θέλει να κάνει συμβατικές ταινίες ενώ ο δεύτερος ονειρεύεται πολιτικά στρατευμένες ταινίες...
«Το ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ είναι η οπτικοποίηση των κοινών απραγματοποίητων σχεδίων των ηρώων του. Αποσπάσματα που εσκεμμένα θυμίζουν γνωστά είδη κινηματογράφου: αρχίζει σαν ρομαντικό μελόδραμα, συνεχίζει σαν ιδεολογικό νεορεαλιστικό δράμα και μετά από ένα κοσμοπολίτικο ιντερμέδιο, εξελίσσεται σε φάρσα με φεμινιστικό θέμα. Τότε ξαφνικά μετατρέπεται σε σύγχρονο έπος, αλλάζοντας στη μέση ενός πλάνου σε ελληνικό γουέστερν. Ένα ψυχοπαθολογικό οικογενειακό δράμα προκύπτει λίγο πριν η ταινία βυθιστεί βαθιά στον βίαιο, νυκτόβιο κόσμο ενός μικροαστού, δευτέρας διαλογής Μαντ Μαξ. Θεματικά, η φανταστική αυτή ταινία μέσα στην ταινία ξεκινά από το μοτίβο «πλούσιο-αγόρι-συναντά-φτωχό-κορίτσι», αντιμετωπίζει τα προβλήματα ανεργίας, κάνει ένα φλας-μπακ για να αφηγηθεί μια νέα έκδοση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή με φόντο τον ελληνικό εμφύλιο στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και… τέλος πάντων είναι αδύνατο να συνοψίσει κανείς ένα σενάριο τόσο ευρηματικό και τόσο αυθεντικό όσο αυτό. Στο τέλος-τελος, το ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ δεν είναι μια συνηθισμένη ταινία που μιλάει για μια πραγματική «ιστορία». Είναι μια κωμωδία για τον τρόπο που φτιάχνονται οι ταινίες και τον τρόπο που αναπαριστούν την πραγματικότητα μεταπλάθοντάς την παρότι υπάρχουν φορές που η πραγματικότητα μιμείται την τέχνη».
Μ’ αυτό το σημείωμα μας ξεναγεί ο Νίκος Περάκης στην ταινία του.