Βασισμένο στο περίφημο μυθιστόρημα του 1939 του Γκράχαμ Γκριν, η ομώνυμη ταινία περιγράφει την τραγική ιστορία του Πίνκι, ενός επαναστάτη εφήβου.
Στην ταινία ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ πρωταγωνιστούν ο Σαμ Ράιλι (On The Road, Control), ως Πίνκι, και η ανερχόμενη ηθοποιός Άντρεα Ράιζμποροου, ως Ρόουζ (W.E., Happy Go Lucky, υποψήφια για βραβείο BAFTA για τον ρόλο της στην ταινία Margaret Thatcher: the Long Walk to Finchley), η βραβευμένη με Όσκαρ, Έλεν Μίρεν, ως Άιντα (The Queen, Gosford Park), ο Τζον Χερτ, ως Φιλ Κόρκερι (1984, The Naked Civil Servant και 44 Inch Chest,) ο Σον Χάρις, ως Φρεντ Χέιλ (Harry Brown, Creep, 24 Hour Party People), και ο Φιλ Ντέιβις, ως Σπάισερ (Quadrophenia, Vera Drake).
Το σενάριο και η σκηνοθεσία της ταινίας είναι του Ρόουαν Τζόφε, ο οποίος είχε επιμεληθεί το σενάριο του θρίλερ The American, με τον Τζορτζ Κλούνι.
O «Ανήλικος Δολοφόνος» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκριν. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.
Ένας από τους πιο διάσημους κακούς στην ιστορία της λογοτεχνίας
Όταν στον παραγωγό Πολ Γουέμπστερ τέθηκε –αναπόφευκτα - η ερώτηση γιατί ασχολείται και πάλι με τον Ανήλικο Δολοφόνο, εκείνος πολύ σωστά απάντησε ότι δεν πρόκειται απλά για μία επανέκδοση της πρώτης ταινίας, αλλά για μια διασκευή του βιβλίου. «Είναι μια καταπληκτική ιστορία», λέει ο Γουέμπστερ. «Παρουσιάζει την πορεία ενός διάσημου κακού, του Πίνκι Μπράουν. Ο Γκράχαμ Γκριν ήταν ερωτευμένος με τον κινηματογράφο και έτσι η ιστορία μεταφέρεται πολύ εύκολα στη μεγάλη οθόνη, επειδή ακριβώς ο λόγος του είναι κινηματογραφικός.»
Ο Γουέμπστερ εκτός από το ενδιαφέρον και το ταλέντο του να μεταφέρει πολυαγαπημένα μυθιστορήματα στη μεγάλη οθόνη (Pride and Prejudice, Atonement), έχει συνεχώς το νου του για νέα ταλέντα. Η πρώτη ταινία του Τζόφε στην τηλεόραση ήταν η αφορμή για το ότι ο Γουέμπστερ έστρεψε την προσοχή του στον Ρόουαν Τζόφε. Οπότε δεν έχασε το χρόνο του. Τον εντόπισε και του γνωστοποίησε το ενδιαφέρον του. Ο Γουέμπστερ εξηγεί, «Είχα δει το Secret Life, και σκέφτηκα ότι επρόκειτο για μία λαμπρή ταινία. Οπότε τον κυνήγησα και του είπα κατά λέξη: «Θα είμαι εκεί για σένα εάν ποτέ θελήσεις να κάνεις μια ταινία μεγάλου μήκους.»
Χωρίς να το ξέρει ο Γουέμπστερ, ο αμερικανικός ατζέντης του Τζόφε, ο Μπομπ Μπούκμαν, που δουλεύει και αυτός για το StudioCanal είχε στο μυαλό το ακριβώς το ίδιο πράγμα. «Ήταν λες και ήμασταν συντονισμένοι,» λέει γελώντας ο Γουέμπστερ. «Ξαφνικά, όλα τα στοιχεία έδεσαν μεταξύ τους και την επόμενη στιγμή κάναμε μαζί την ταινία.» Αλλά ο Ρόουαν δεν ήταν τόσο σίγουρος για την ιδέα, όταν ο Γουέμπστερ του πρωτοπαρουσίασε το σχέδιό του, όπως επισημαίνει ο Γουέμπστερ. «Θυμάμαι τότε που συζητούσα με τον Ρόουαν και μου είπε ‘Όχι δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό. Το βιβλίο και η ταινία είναι τόσο διάσημα, που μου φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο. Είναι λες και πάμε ξιπόλητοι στα αγκάθια.» Αλλά, όπως έχω πλέον καταλάβει, το μυαλό του Ρόουαν κοιτάει μπροστά και σε βάθος χρόνου. Οπότε σκέφτηκε με λεπτομέρεια τα πράγματα και γύρισε πίσω λέγοντάς μου, «ΟΚ, ξέρω πως θα το κάνουμε.» Μου παρουσίασε την ιδέα του και συνειδητοποίησα ότι η ματιά του πάνω στην αρχική ιστορία ήταν πραγματικά πολύ ιδιαίτερη.
«Και μόνο η λέξη ’ριμέικ’ ήταν αρκετή για να με αποθαρρύνει,» λέει ο Τζόφε, «επειδή η πρώτη ταινία του 1947 είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, ένα κλασικό αριστούργημα, με την εξαιρετική ερμηνεία του Ρίτσαρντ Ατένμπορο, η οποία, δεδομένης της χρονικής στιγμής που κυκλοφόρησε, ήταν πραγματικά πολύ πρωτοποριακή.»
Αλλά όταν ο Ρόουαν σκέφτηκε περισσότερο με τους όρους του βιβλίου, άλλαξε γνώμη. «Κατά την άποψή μου, ο «Ανήλικος Δολοφόνος» πρέπει να αντιμετωπιστεί το ίδιο με ένα έργο του Σαίξπηρ - είναι ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο που αξίζει περισσότερες από μια προσαρμογές. Όταν ξαναδιάβασα το βιβλίο, ενθουσιάστηκα με το χαρακτήρα του Πίνκι. Ενθουσιάστηκα από τη σχέση του με την Ρόουζ και από τη δυνατότητα να κάνω μια ταινία που να είναι πιο αληθινή από το βιβλίο, σε ορισμένα σημεία. Προφανώς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συναγωνιστούμε την αρχική ταινία, το σενάριο της οποίας συνυπέγραφε ο Γκράχαμ Γκριν. Αλλά επειδή δεν θα δουλεύαμε κάτω από τη ‘λογοκρισία’ και τα ήθη που επικρατούσαν τη δεκαετία του ’40 μπορούσαμε να κάνουμε μια ταινία περισσότερο σκοτεινή, βίαιη και διεστραμμένα αισθησιακή, όπως το βιβλίο. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που σκέφτηκα ότι θα ήθελα να δοκιμάσω.»
Η πρώτη δουλειά του Τζόφε προσεγγίζοντας το έργο ήταν να αποφασίσει για το χρόνο, στον οποίο θα διαδραματιζόταν η ταινία. «Το αρχικό μου δίλημμα ήταν ‘Να τη βάλω το 1939, όπως και το βιβλίο, ή η ιστορία να διαδραματίζεται στο σήμερα;» Για πολλούς λόγους, το να διαδραματίζεται στο σήμερα δεν μπορούσε να λειτουργήσει εύκολα. Υπήρχαν κάποια τεχνικά προβλήματα, όπως το ότι η ταινία ‘παίζει’ με την ιδέα ενός δίσκου που ‘πηδά’ στο πικάπ. Οπότε δεν θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και με ένα CD. Δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε τον ίδιο ρομαντισμό. Αλλά υπήρχε και μια βαθύτερη αιτία για το ότι δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτό. Για να πιστέψει κάποιος στην ιστορία του «Ανήλικου Δολοφόνου» θα έπρεπε να πιστέψει στην αθωότητα της Ρόουζ. Η αθωότητα αυτή έχει χαθεί στον κόσμο που ζούμε σήμερα. Και μόνο η ύπαρξη της τηλεόρασης στα σπίτια όλων μας και το διαδίκτυο καθιστούν απαγορευτικό το να δημιουργήσεις έναν τέτοιο πειστικό χαρακτήρα. Έτσι για τον λόγο αυτό έπρεπε να βρούμε έναν άλλο τρόπο να καταστήσουμε σύγχρονη την ταινία χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο την ιστορία.»
Ο Τζόφε είχε την ιδέα η ταινία να διαδραματίζεται το 1964, γιατί πίστευε ότι το έτος αυτό αντιπροσωπεύει την αρχή της νεωτερικότητας. Επομένως θα έδινε μια σύγχρονη οπτική στην ταινία, αλλά το πιο σημαντικό θα τους έδινε την ευκαιρία να εξερευνήσουν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας από την άποψη της αλλαγής της νεολαίας, της κουλτούρας των συμμοριών, καθώς και του βρετανικού νομικού συστήματος.
«Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην άνοδο ενός 17χρονου ήρωα μέσα από τις συμμορίες του δρόμου,» εξηγεί ο Τζόφε. «Το 1964 ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της Βρετανίας που οι έφηβοι πήραν τα πάνω τους οικονομικά, πολιτισμικά και σωματικά. Επιπλέον, το Μπράιτον ήταν το επίκεντρο των ταραχών μεταξύ των Mods και των μεγαλύτερων σε ηλικία Rockers (υποκουλτούρες που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο στην Αγγλία), και ταιριάζει τέλεια με την προσωπική επανάσταση του Πίνκι. Μία χρονιά μετά το 1964, νομιμοποιήθηκαν τα τυχερά παιχνίδια, περίοδος κατά την οποία άνοιξαν περισσότερα από 100 μαγαζιά στοιχημάτων σε όλη τη χώρα σε μία μόλις εβδομάδα, και παραδόξως, παρατηρήθηκε ένα κύμα αύξησης του οργανωμένου εγκλήματος. Η δεκαετία του ‘60 ήταν η εποχή του Βρετανού γκάνγκστερ, του ήρωα που προερχόταν από την εργατική τάξη. Του ήρωα στον οποίο ήθελε να μοιάσει ο τρομαγμένος, αλλά και φιλόδοξος Πίνκι. Ήταν επίσης το τελευταίο έτος κατά το οποίο εκτελούνταν θανατικές ποινές. Η απειλή της αποκάλυψής του, είναι ένα κρίσιμο κίνητρο στην απεγνωσμένη προσπάθειά του Πίνκι να ξεφορτωθεί πιθανούς μάρτυρες της δολοφονίας. Οπότε, το 1964 μας φάνηκε να είναι το ιδανικό έτος για να διαδραματίζεται η ταινία. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο Γκράχαμ Γκριν θα το ενέκρινε, αλλά ταίριαζε πολύ στην ατμόσφαιρα που δημιουργούσε στα έργα του.»
Ακόμα ένα βασικό στοιχείο της αρχικής ιστορίας ήταν ο καθολικισμός, που είναι στο επίκεντρο ενός μεγάλου μέρους των έργων του Γκριν, ιδιαίτερα στην εξερεύνηση της δύναμης του καλού, του κακού, του παραδείσου και της κολάσεως. Αυτό ισχύει και για το Brighton Rock. Αναπάντεχα ίσως, στο πρώτο σενάριο του Τζόφε δεν υπήρχε καμία εμφανής αναφορά στον Καθολικισμό, κυρίως επειδή εκείνοι που είχαν επενδύσει στην ταινία είχαν άγχος για το πώς θα υποδέχονταν οι θεατές αυτό το θέμα. Αλλά σύντομα, όλοι όσοι ασχολούμασταν με την ταινία συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό ήταν λάθος, εξηγεί ο Πολ Γουέμπστερ.
«Μόλις δοκιμάσαμε να κάνουμε την ταινία χωρίς να δώσουμε έμφαση στον καθολικισμό και στα ηθικά διλήμματα των κεντρικών χαρακτήρων, συνειδητοποιήσαμε ότι το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολύ πεζό και ότι έλειπε η ‘καρδιά’ της ιστορίας,» συνεχίζει ο Τζόφε. «Ο Γκριν ασπάστηκε τον καθολικισμό προκειμένου να παντρευτεί τη γυναίκα με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος και αυτό τον οδήγησε σε μια ισόβια σχέση αγάπης / μίσους με την Καθολική Εκκλησία. Αυτό που εννοώ είναι ότι ο Καθολικισμός ήταν κάτι που τον γοήτευε και νομίζω κάτι που προσέγγισε με πολύ ανθρώπινο και πνευματικό τρόπο. Έτσι, δεν ήταν απλά ένα θέμα στον «Ανήλικο Δολοφόνο», αλλά κάτι που διαπερνά το σύνολο του έργου του Γκριν και είναι απολύτως ταυτισμένο με τους χαρακτήρες του Πίνκι και της Ρόουζ. Ταυτόχρονα, αυτό που κάνει τον «Ανήλικο Δολοφόνο» κάτι παραπάνω από ένα απλό αστυνομικό θρίλερ, δεν είναι απλά η θηλιά που κρέμεται πάνω από τον Πίνκι, αλλά και η πιθανότητα της αιώνιας καταδίκης του, γεγονός που κάνει την ιστορία επική.»
Όταν ρωτήθηκε για την πρόθεσή του να μείνει πιστός στο βιβλίο, ο Τζόφε εξήγησε, «Η δημιουργική διαδικασία για το γράψιμο ενός σεναρίου εξακολουθεί να είναι μυστήριο για μένα. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη διάσημη τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου ο δίσκος έχει κολλήσει και το μόνο μέρος του μηνύματος του Πίνκι που ακούμε είναι το «σ 'αγαπώ, σ ' αγαπώ, σ 'αγαπώ...», ο Γκριν και ο Τέρενς Ράτιγκαν, συν-σεναριογράφοι της ταινίας, μάλωναν για πολύ καιρό μεταξύ του, σχετικά με το σε ποιον από τους δύο ανήκε η ιδέα. Αυτό που εννοώ είναι ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε με κάθε λεπτομέρεια ποια ήταν η πραγματική δημιουργική διαδικασία που ακολουθούσε ο Γκριν.»
Ο Τζόφε ανέτρεξε στο βιβλίο για να εμπνευστεί για τις δολοφονίες των Χέιλ και Σπάισερ. Στην ταινία του 1947 ο Γκριν φαίνεται ότι δεν θέλει να είναι τόσο βίαιος, όσο στο βιβλίο, όπου αφήνεται να εννοηθεί ότι ο Πίνκι στραγγαλίζει τον Φρεντ Χέιλ με ένα πέτρινο ραβδί. Οπότε, αντί γι αυτό δείχνει τον Χέιλ να σκοτώνεται, όταν κάποιος τον σπρώχνει από το βαγόνι ενός τρένου. Ο Τζόφε δανείστηκε αυτήν την ιδέα για το θάνατο του Σπάισερ. «Στην ταινία ο Σπάισερ πέφτει από τη σκάλα, κάτι που θεώρησα κάπως λιγότερο δραματικό για ένα σύγχρονο κοινό, σε σχέση με το αναπάντεχο, βίαιο και βάναυσο θάνατο που μπορεί να προέλθει από ένα πέτρινο ραβδί.».
Ψάχνοντας τους ηθοποιούς για τους χαρακτήρες του Πίνκι και της Ρόουζ
Παρόλο που έχουν περάσει 60 χρόνια από τότε που ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο μετέφερε το ρόλο του Πίνκι στη μεγάλη οθόνη, η κληρονομιά που άφησε πίσω του είναι πολύ βαριά. Όπως διηγείται ο Τζόφε, « Ο μεγαλύτερος φόβος που είχα, όταν έγραφα το σενάριο και όταν ξεκινήσαμε να επιλέγουμε τους ηθοποιούς, ήταν ο ρόλος του Πίνκι. Δεν ήταν τόσο ότι ήθελα να βρω έναν καλύτερο Πίνκι από τον Ατένμπορο, αλλά ένιωθα ότι αν ήταν τουλάχιστον το ίδιο καλός με αυτόν, κατά κάποιο τρόπο, η ταινία θα δεχόταν ιδιαίτερα δριμείς κριτικές, οπότε είχα μεγάλο άγχος σχετικά με αυτό. Είχα δει και μου άρεσε πολύ ο Σαμ Ράιλι στο Control, αλλά αυτή ήταν μια πολύ διαφορετική ταινία, αν και υπήρχαν ομοιότητες στους δύο χαρακτήρες του Ίαν Κέρτις και του Πίνκι, ειδικά στο γεγονός ότι είναι και οι δύο σκοτεινοί. Έτσι ο Σαμ ήρθε και μας συνάντησε και με το που μπήκε στο δωμάτιο σκέφτηκα ‘Θεέ μου, δεν μοιάζει με κανένα άλλο Άγγλο ηθοποιό εν ζωή σήμερα. Είναι κάποιος με τη γοητεία και το χάρισμα του Αλέν Ντελόν, αλλά ταυτόχρονα έχει και κάτι δαιμόνιο πάνω του. Ο Πίνκι έχει κάτι στο χαρακτήρα του, ικανό να χειραγωγεί το κοινό και ο Σαμ κατάφερε να το αποδώσει αυτό, οπότε με το που τον γνώρισα ήμουν αποφασισμένος να του προσφέρω το ρόλο.»
Ο Σαμ Ράιλι είχε διαβάσει το πρωτότυπο βιβλίο, όταν ήταν 12 ή 13, αλλά όταν άκουσε για το εγχείρημα που ήταν στα σκαριά, θέλησε να αρπάξει την ευκαιρία να πάρει το ρόλο. «Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι ίσως φαντασιωνόμουν ότι ήμουν ο Πίνκι όταν διάβαζα το βιβλίο, Αλλά θυμάμαι ότι άκουσα ότι υπήρχε ένα σενάριο που επανέφερε την ιστορία στη δεκαετία του ‘60, γεγονός που θεώρησα ριψοκίνδυνο, αλλά το διάβασα και μου άρεσε. Είναι ένας από αυτούς τους μεγάλους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, που σπάνια βλέπεις σε άντρες της ηλικίας μου. Γι 'αυτό και ήθελα τόσο πολύ να τον πάρω. Αν θα μπορούσα να διαλέξω ένα ρόλο, νομίζω ότι όπως και οι περισσότεροι πιτσιρικάδες θα έλεγα ακριβώς το ίδιο πράγμα. Κάποιον που δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής, που φορά απίστευτα κοστούμια, έχει μια ουλή στο πρόσωπό του, ένα μαχαίρι κι ένα μπουκάλι οξύ στην τσέπη του. Είχα την ευκαιρία να παίξω με τον Τζον Χερτ, την Έλεν Μίρεν και την Άντρεα Ράιζμποροου. Έκανα μαθήματα για το πώς να γίνω πορτοφολάς. Έμαθα να οδηγώ σκούτερ. Επιπλέον πάντα ήθελα να παίξω σε γκανγκστερική ταινία του ’60 και να έχω σιλικόνη στα μαλλιά. Ήταν λες και ήμουν στον παράδεισο!»
Για τον Ράιλι ήταν σημαντικό να μην κολλήσει στην προηγούμενη ταινία, αλλά να επικεντρωθεί στη δημιουργία ενός δικού του «Πίνκι». «Αυτό μου προξενούσε κάποιο άγχος,» εξηγεί, «οπότε είδα και διαπίστωσα ότι ο Ατένμπορο ήταν καταπληκτικός. Αλλά είδα την ταινία μόνο μία φορά, επειδή δεν ήθελα να θυμάμαι το πώς έπαιζε το ρόλο, γιατί μετά αρχίζεις να μιμείσαι.»
Η επιλογή της Άντρεα Ράιζμποροου για το ρόλο δεν ήταν τόσο απλή. «Η αλήθεια είναι,» εξηγεί ο Τζόφε, «ότι υπήρχαν δύο ηθοποιοί που πραγματικά ξεχώριζαν στο μυαλό μου για να παίξουν την Ρόουζ. Η μία ήταν η Κάρεϊ Μάλιγκαν και η άλλη η Άντρεα Ράιζμποροου και μου ήταν σχεδόν αδύνατο να επιλέξω μεταξύ τους. Αλλά η Κάρεϊ δεν μπορούσε να συμμετάσχει επειδή έκανε την ταινία Wall Street 2, οπότε πήρα την Άντρεα επειδή ήταν κάποια με την οποία ένιωθα ότι μας συνδέουν πράγματα.»
Η Άντρεα ενθουσιάστηκε με το χαρακτήρα της Ρόουζ από το πρώτο λεπτό που διάβασε το σενάριο. «Το ότι ερωτεύτηκα το χαρακτήρα της Ρόουζ ήταν η κινητήριος δύναμη για να συμμετάσχω στην ταινία. Ένιωσα ότι ήταν κάτι πολύ φυσικό. Ήταν λες και μου μιλούσε ο χαρακτήρας, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Είναι τόσο καθαρή και τόσο αληθινή, όχι με τρόπο που να είναι ευσεβής ή βαρετή ή ενοχλητική, αλλά έχει ελπίδα και πίστη στο καλό. Το κακό είναι ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα όπως ελπίζεις, αλλά η ελπίδα, η σταθερή αφοσίωση και ο ηρωισμός που τη διακρίνουν είναι εξαιρετικά προτερήματα για κάθε άνθρωπο.»
Ο Τζόφε που θυμάται την οντισιόν της Ράιζμποροου λέει, «Όταν ήρθε τη ρώτησα, ‘γιατί θέλεις να παίξεις το ρόλο της Ρόουζ;’ και με κοίταξε και μου είπε ‘εξαιτίας της σκηνής όπου ο Πίνκι την τσιμπά στο χέρι και του λέει, μπορείς να συνεχίσεις να το κάνεις αυτό, αν σου αρέσει’, γι 'αυτό θέλω να παίξω την Ρόουζ. Το ενδιαφέρον ήταν ότι είχα βγάλει αυτή τη σκηνή από το αρχικό σενάριο και μόλις μου την ανέφερε η Άντρεα την ξαναπρόσθεσα. Ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ένας ηθοποιός είναι τόσο συνδεδεμένος με το ρόλο του, που μπορεί να επηρεάσει τη συγγραφή ή την επανεγγραφή του σεναρίου. Είχε δίκιο που διάλεξε αυτήν τη σκηνή. Είναι το κλειδί για το η Ρόουζ αναπτύσσει μία σχέση με κάποιον τόσο διαβολικό και σαδιστικό όπως ο Πίνκι, γι 'αυτό και την επιλέξαμε. Νομίζω ότι είναι πραγματικά μία εκπληκτική ηθοποιός και ήμασταν πολύ τυχεροί που συνεργαστήκαμε μαζί της.»
Αναφορικά με τη σχέση της Ρόουζ με τον Πίνκι, η Άντρεα λέει ότι φερόταν σαν μία αφελής 17χρονη. «Είμαι σίγουρη ότι περπατούσε και ήταν λες και είχε ένα σημάδι στο κούτελο που να λέει ότι μπορείς να μου φέρεσαι σα σκουπίδι και εγώ να ζητάω και άλλο! Υπάρχει κάτι απίστευτα δελεαστικό στον τρόπο που ο Πίνκι αρχικά της φέρεται περιφρονητικά, αλλά μετά το ανατρέπει και της φέρεται με τόσο γοητευτικό τρόπο. Φυσικά αυτό είναι το πιο συναρπαστικό πράγμα για εκείνη. Δεν είναι συνηθισμένη στο να της φέρονται καλά και αυτός της φέρεται καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Από τη μία εκείνη είναι πολύ καθαρή και από την άλλη και οι δύο τους έχουν την ίδια αθωότητα και είναι το ίδιο τρομοκρατημένοι. Στην πραγματικότητα ο Πίνκι είναι πιο τρομοκρατημένος από αυτήν. Είναι έτοιμη να παρατήσει όλη της τη ζωή για αυτόν. Είναι πολύ ώριμη από αυτή την άποψη.»
Η Έλεν Μίρεν εντάχθηκε σχετικά αργά στο καστ, καθώς βάση του αρχικού της προγράμματός δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει στην ταινία. Ενώ η ταινία ήταν στο αρχικό στάδιο παραγωγής, αποδεσμεύτηκε από την άλλη της εκκρεμότητα. Δεν είχε διαβάσει το σενάριο ακόμα, αλλά ήθελε να συναντήσει τον Ρόουαν.
Ο Τζόφε λέει για τη συνάντησή του με την Μίρεν, «Δεν ήξερα πόσο αποφασισμένη ήταν να παίξει στην ταινία, οπότε στην προοπτική της συνάντησής μου με τη Μεγάλη Κυρία, προετοιμαζόμουν με μεγάλο ενθουσιασμό για μέρες. Εμφανίστηκα μπροστά της έχοντας συγκεντρώσει ένα πλήθος πληροφοριών, μουσική που ήθελα της βάλω να ακούσει, αναφορές στην ελληνική μυθολογία, στοιχεία για το πώς ο Νόρμαν Σέρι λέει στον πρώτο τόμο της βιογραφίας του, ότι ο Γκριν ενδεχομένως να είχε επηρεαστεί από τη Μέι Γουέστ, όταν σκιαγράφησε το χαρακτήρα της Άιντα. Καθώς με παρατηρούσε να της αραδιάζω όλο αυτό το υλικό στο τραπέζι, με κοίταξε και μου είπε: ‘Ρόουαν δεν είμαι αυτού του τύπου η ηθοποιός.’. Είπα ‘ΟΚ’ και απλά τα ξαναέβαλα όλα μέσα στην τσάντα μου. Καθώς το έκανα αυτό σκεφτόμουν ‘τι θα της πω τώρα, αν δεν είναι τέτοιου είδους ηθοποιός; Για τί θα μιλήσουμε; »
Η Μίρεν είχε πολύ συγκεκριμένη άποψη για το πώς θα ενσάρκωνε το ρόλο της Άιντα. «Ξεκίνησα από το σημείο που είχε γράψει ο Ρόουαν και το πήγα λίγο πιο πέρα, σε μια διαφορετική κατεύθυνση», λέει η Μίρεν. «Είχε βασιστεί στο πρότυπο της Μέι Γουέστ για το χαρακτήρα και εγώ σε εκείνο της Σοφία Λόρεν ή της Άννα Μανιάνι, και συνεπώς είχαμε μεγάλες διαφορές, Όλες αυτές οι ηθοποιοί είναι γήινες και έχουν ένα δυναμισμό, έτσι έχουν ομοιότητες μεταξύ τους υπό αυτή την έννοια, αλλά εγώ βασικά δεν ήθελα να είμαι ξανθιά και επιβλητική και δυναμική, και από την άλλη ήθελα πάντα να παίξω μία κοκκινομάλλα!"
Ο Ρόουαν λέει για την ενσάρκωση της Άιντα από την Έλεν, «Προσέδωσε κύρος και δύναμη στην Άιντα. Ήταν σημαντικό που το έκανε αυτό επειδή και ο Γκριν την είχε περιγράψει σαν ένα χαρακτήρα που αρνιόταν πεισματικά να βγει από το προσκήνιο, οπότε συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για μία σημαντική πρόκληση.»
Η βασική ανησυχία του Τζον Χερτ ήταν ότι επρόκειτο για τη μεταφορά ενός κλασικού βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, αλλά το πάθος του Ρόουαν τον έπεισε. «Μιλούσαμε με τον Ρόουαν για τη δική του εκδοχή, και πραγματικά με έπεισε ότι το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν περισσότερο ένα αφιέρωμα στο βιβλίο, παρά μία νέα ταινία. Είναι πολύ ενδιαφέρον το να δουλεύει κανείς μαζί του, πολύ γοητευτικό. Ο ίδιος είναι παθιασμένος με αυτό με το οποίο καταπιάνεται, κάτι που είναι πολύ σημαντικό. Αυτό που, επίσης μου τράβηξε το ενδιαφέρον ήταν ότι η χρονική μεταφορά της ταινίας, πραγματικά λειτούργησε. Νομίζω ότι το βασικό μου κριτήριο είναι ότι η επιτυχία μίας ταινίας κρίνεται ανάλογα με το αν φτάνει τους στόχους που έχει θέσει. Και νομίζω ότι αυτή η ταινία, το επιτυγχάνει αυτό. Είναι κατά μία έννοια ένα τρομακτικό θρίλερ και ταυτόχρονα μιλά για την αθωότητα και το κακό.»
Ο Σον Χάρις που παίζει τον Φρεντ Χέιλ, λέει για το χαρακτήρα του, ότι είναι ο καταλύτης της ιστορίας, αυτός που ωθεί τον Πίνκι στα άκρα με πολλούς τρόπους. «Το ότι ο Χέιλ δολοφονεί κατά λάθος τον Κάιτ, δημιουργεί μία ψύχωση στον Πίνκι. Ο Πίνκι κυνηγά τον Χέιλ για να εκδικηθεί, και στη συνέχεια, ο Χέιλ τον κτυπά και τον σημαδεύει. Αυτό θα το θυμάται για πάντα ο Πίνκι. Είναι μία κρίσιμη καμπή στη ζωή του. Είναι αυτό που τον μετατρέπει σε αυτό που είναι.»
Η δημιουργία της συμμορίας ήταν μια διαδικασία καλά μελετημένη, λαμβάνοντας υπόψη τη δυναμική των χαρακτήρων, το πώς έδεναν μεταξύ τους, αλλά και την περίοδο του 1964 και το πώς αυτό θα επηρέαζε τη δυναμική της ομάδας. Ο Ρόουαν εξηγεί, «Θα μπορούσα να έχω σαν πρότυπο την ταινία Lock, Stock and Two Smoking Barrels αλλά αισθάνθηκα ότι έπρεπε να κάνω κάτι διαφορετικό, βασιζόμενος στην ιδέα του Βρετανού γκάνγκστερ. Γι 'αυτό και δεν προσπάθησα να παρουσιάσω τη συμμορία ως μία ομάδα ιδιαίτερα σκληρών και βάναυσων Βρετανών κακοποιών. Αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να τους βάλω να εκθέσουν τα ευάλωτα σημεία και τις αδυναμίες τους. Η κύρια δυναμική της ιστορίας βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι μικροαπατεώνες και θεωρούνται «τελειωμένοι’, σε μια εποχή που το Μπράιτον το έχουν καταλάβει πολύ μεγαλύτερες και άγριες συμμορίες.
Γι 'αυτό προσπάθησα να διαλέξω έναν ηθοποιό να παίξει τον Σπάισερ, που να φαίνεται ότι δεν αντέχει άλλο την πίεση και θέλει να αποσυρθεί, έναν Κούμπιτ που μπορεί να φαίνεται εξωτερικά σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλά καιροσκόπος και δειλός. Και για τον Νόνσο Ανόζι που παίζει τον Ντάλοου, θέλησα να βρω έναν χαρακτήρα με γνήσια δύναμη, αλλά και πραγματική συμπόνια. Έναν αρχετυπικό ευγενικό γίγαντα. Ο Φιλ Ντέιβις ενσαρκώνει τέλεια τον Σπάισερ, επειδή και ο ίδιος είναι ευάλωτος σαν χαρακτήρας. Σχεδόν σε όλους τους ρόλους που έχει παίξει, ο Φιλ με έχει κάνει να συμπάσχω μαζί του. Έχω την αίσθηση ότι παίζει συχνά το είδος των χαρακτήρων που ζουν σε έναν κόσμο όπου όλοι και όλα τους κατατρέχουν και που είναι ταλαιπωρημένοι από αυτό, αλλά και που ταυτόχρονα διαθέτουν μία ήρεμη ακεραιότητα. Υπάρχει κάτι στο χαρακτήρα του Σπάισερ που τον κάνει να μην διατεθειμένος να προχωρήσει τόσο μακριά όσο ο Πίνκι, και αυτός είναι ο λόγος που ο Πίνκι ξεχωρίζει.»
O Ντέιβις, που είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Ρόουαν στο Secret Life ήταν ενθουσιασμένος με το χαρακτήρα του (Σπάισερ). «Είναι ένας χαρακτήρας που ορίζεται από το φόβο. Είναι απολύτως τρομοκρατημένος, αλλά προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του, να καθοδηγήσει τη συμμορία και να προκαλέσει το φόβο στους ανθρώπους, αλλά εσωτερικά είναι απολύτως τρομοκρατημένος. Έχει επίσης τα χρονάκια του. Είναι 55αρης όπως εγώ και δεν μπορεί να εξακολουθεί να τα κάνει αυτά τα πράγματα. Ήταν ο φόβος του που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον. Αυτό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από το να παίζεις απλά έναν κακοποιό.»
Ο Νόνσο Ανόζι που παίζει τον Ντάλοου, ενθουσιάστηκε από το σενάριο και από το πώς ο Ρόουαν κατάφερνε να κάνει την ιστορία να ξεπηδά από το χαρτί. «Διαβάζοντας το σενάριο, σχεδόν μπορούσες να νιώσεις τις παύσεις να ξεπηδούν από το κείμενο και να αντιληφθείς το μεγαλείο των χαρακτήρων. Αυτό και μόνο αρκούσε για να θέλω να είμαι μέρος της ταινίας. Ο Ντάλοου είναι αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας, είναι η κινητήριος δύναμη της συμμορίας, ο ισχυρός, σκληρός άντρας. Στην αρχή φαίνεται να είναι λίγο έξω από τα πράγματα, αλλά προς το τέλος της ταινίας, εξαιτίας του τρόπου με τον οποία ‘χτίζει’ τον χαρακτήρα του ο Ρόουαν, το κοινό συνειδητοποιεί ότι είχε την κατάσταση στο χέρι του από την αρχή. Είναι ένας πολύ οξυδερκής παρατηρητής και σκέφτεται πολύ πριν κάνει κάποια κίνηση. Είναι ο μόνος που μπορεί να συγκρατήσει τον Πίνκι. Ο Ανόνζι ήταν και αυτός γοητευμένος από την περίοδο που διαδραματίζεται η ταινία: «Για μένα, που είμαι μαύρος, ήταν πολύ σημαντικό να αντιπροσωπεύομαι σε μία τέτοια συμμορία εκείνη την εποχή, στην οποία πολλοί άνθρωποι σαν και εμένα προσπαθούσαν να ενσωματωθούν. Ο χαρακτήρας μου προσπαθεί να ισιώσει τα μαλλιά του για να μπορέσει να ενταχθεί, να πάει με τη μόδα που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, και έχει πραγματικά ενδιαφέρον να το εξερευνήσεις αυτό.»
«Εάν δείτε την πρώτη ταινία σήμερα, φαίνεται επικίνδυνη και ατμοσφαιρική,», λέει ο Κρεγκ Πάρκινσον, που παίζει τον Κούμπιτ, «αλλά μεταφέροντάς την, το 1964 θα τραβήξει το ενδιαφέρον ενός πιο νέου σε ηλικία κοινού. Τα επίπεδα κινδύνου είναι πολύ υψηλότερα.» Με τον Κούμπιτ η συμμορία ολοκληρώνεται. Αυτός είναι ίσως ο πιο ανταγωνιστικός απέναντι στον Πίνκι. «Ο Κούμπιτ ήταν στη συμμορία του Κάιτ για μεγάλο χρονικό διάστημα», λέει ο Πάρκινσον. «Έχει τις δικές τους ιδέες και πιστεύει ότι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων είναι ότι θα γίνει κάποια στιγμή αρχηγός. Αυτός δεν βλέπει τον Πίνκι σαν απειλή και τον περιγελά μέχρι ένα βαθμό, ώσπου τα δεδομένα αλλάζουν και βλέπεις πραγματικά ποιος είναι. Ένα αδύναμος, εγωιστής και τρομαγμένος τύπος.»
Ένας χαρακτήρας που μπορεί να μην εμφανίζεται σε πολλές σκηνές, αλλά έχει μεγάλο βάρος για την ιστορία είναι ο αρχηγός της αντίπαλης συμμορίας, ο Κολεόνι, τον οποίο παίζει ο Άντι Σέρκις. «Πιστεύω, ότι ο Κολεόνι πάτα με το ένα πόδι στον παλιό κόσμο και με το άλλο στη νέα τάξη πραγμάτων,» εξηγεί ο Σέρκις. «Έχει μετακομίσει στο Μπράιτον μπλέκεται με μία μεγάλη συμμορία και βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία της. Αλλά αυτός βλέπει τον εαυτό του περισσότερο ως άνθρωπο των επιχειρήσεων. Ιδανικά, δεν θα ήθελε να είναι πλέον γκάνγκστερ, αλλά να κατέχει μία υψηλή θέση και να εμπνέει σεβασμό στους γύρω τους εξαιτίας αυτών που έχει κάνει στη ζωή του. Του αρέσει η πολυτέλεια και να απολαμβάνει τη ζωή. Παίρνουμε μόνο μία μικρή δόση απ’ αυτόν, αλλά αυτό που βλέπουμε δεν είναι ένας κακοποιός, αλλά κάποιος με τον οποίο θα ήθελε κανείς να κάνει παρέα και να περάσει χρόνο μαζί του.»