Η Μπέκα (Νικόλ Κίντμαν, βραβευμένη με Όσκαρ για την ταινία «The Hours») και ο Χάουι Κόρμπετ (Άαρον Έκχαρτ) είναι ένα ευτυχισμένο παντρεμένο ζευγάρι. Ο τέλειος κόσμος τους γκρεμίζεται μια για πάντα, όταν ένα αυτοκίνητο σκοτώνει τον γιο τους, Ντάνι. Η Μπέκα, πρώην στέλεχος σε μεγάλη εταιρία που εγκατέλειψε τη θέση της για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή της στη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που φτιάχνουν οι καλοπροαίρετοι συγγενείς και φίλοι. Τα βιώματα της Μπέκα, οδυνηρά, ενοχλητικά, αστεία, την σπρώχνουν να βρει παρηγοριά σε μια μυστηριώδη σχέση με έναν περίεργο, νεαρό δημιουργό κόμικ, τον Τζέισον – το νεαρό οδηγό που σκότωσε το γιο της. Η εμμονή της Μπέκα με τον Τζέισον, την ανακουφίζει από τις αναμνήσεις του Ντάνι, την ίδια στιγμή που ο Χάουι βυθίζεται στο παρελθόν και αναζητά καταφύγιο σε άλλες γυναίκες, οι οποίες του προσφέρουν αυτό που δεν μπορεί η σύζυγος του.
Πληροφορίες
Ο σκηνοθέτης του «Rabbit Hole», Τζον Κάμερον Μίτσελ είναι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης των «Shortbus» και «Hedwig and the Angry Inch». Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ, για το οποίο ο συγγραφέας κέρδισε Βραβείο Πούλιτζερ το 2007. Το έργο έχει προταθεί για αρκετά Βραβεία Τόνι, ενώ η πρωταγωνίστρια του «Sex and the City», Σίνθια Νίξον, κέρδισε Βραβείο Τόνι Γυναικείας Ερμηνείας για την παράσταση που είχε ανέβει το 2006, στην Νέα Υόρκη.
1 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ:
Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ (ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ)
1 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΧΡΥΣΗ ΣΦΑΙΡΑ:
Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ ΣΕ ΔΡΑΜΑ (ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ)
1 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΒΡΑΒΕΙΟ SAG:
Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ (ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ)
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Στην ΑΠΩΛΕΙΑ, μια οικογένεια θα έρθει αντιμέτωπη με μια τραγωδία που θα αλλάξει τα πάντα… τα πάντα εκτός από το γεγονός ότι εξακολουθούν να παραμένουν οικογένεια, με όλη την αγάπη, το χιούμορ, τις στιγμές θυμού, τις ανάγκες, τους καυγάδες, την ελπίδα που αυτό συνεπάγεται. Στον ασφαλή κόσμο των Κορμπέτ έχουν έρθει τα πάνω κάτω, από την ημέρα του θανάτου του γιου τους. Οι δυο γονείς προσπαθούν να συνεχίσουν τις ζωές τους, παρότι η καθημερινότητα τους φαίνεται να κρέμεται από μια κλωστή. Είναι αυτή η δυναμική των σχέσεων που κάνει την ιστορία τους, όχι μόνο ένα συγκινητικό πορτρέτο για την απώλεια και τη θλίψη, αλλά και ένα αναπάντεχο ταξίδι στις απλές, αστείες, αιφνιδιαστικές ανθρώπινες στιγμές που μας κρατούν όλους στο παιχνίδι της ζωής, ειδικά μετά από μια τέτοια τραγωδία.
Το θεατρικό έργο του Λίντσεϊ-Αμπέρ ξάφνιασε την θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης το 2006. Ήταν μια δουλειά που δεν περίμενε κανείς, από έναν καλλιτέχνη που μέχρι τότε ήταν γνωστός για την ιδιόμορφη προσέγγιση του σε εκκεντρικές κωμωδίες, όπως τα Fuddy Meers και Kimberly Akimbo. Με την ΑΠΩΛΕΙΑ εξερεύνησε ένα σοβαρότερο θέμα, μιας οικογένειας που χάνει το παιδί της. Ήταν ένα θέμα πολύ πιο αληθινό από οτιδήποτε είχε κάνει μέχρι τότε ο Λίντσεϊ-Αμπέρ, σε μια ιστορία που δεν ακολούθησε την συμβατική κατεύθυνση.
Ο Λίντσεϊ-Αμπέρ δημιούργησε τους Μπέκα και Χάουϊ Κορμπέτ, ένα ζευγάρι με το δικό του πνεύμα και τρόπο σκέψης, σε δυο ρόλους που δεν εστίαζαν σε έναν μεγαλοπρεπή – αλά Χόλιγουντ - θρίαμβο επί της απώλειας. Αντίθετα, η ιστορία τους, αποτύπωσε το πως πραγματικά αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι την απώλεια... αμήχανα, πεισματικά, σαρκαστικά, με ξεσπάσματα συγχώρεσης και συμφιλίωσης, στιγμές που μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά, αλλά που τους προχωρούν αργά και με πόνο προς μια διαφορετική ζωή, την οποία μαθαίνουν και πάλι να εκτιμούν.
Το ίδιο το όνομα του έργου – που αναφέρεται στην διάσημη βουτιά της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», σε μια άγνωστη πραγματικότητα υπενθυμίζει την σουρεαλιστική πραγματικότητα της θλίψης, που αφήνει σχεδόν όλους όσους την βιώνουν, να νιώθουν σαν ξένοι, σε ξένη χώρα.
Ο Λίντσεϊ-Αμπέρ όχι μόνο δημιούργησε ένα ρεαλιστικό ζευγάρι που έχει εγκλωβιστεί σε έναν άσχημο κόσμο, αλλά τους δόμησε σαν συναισθηματικά αντίβαρα. Η Μπέκα, μια γυναίκα κλειστή στον εαυτό της που προσπαθεί να κρατά πάντα τον έλεγχο, θέλει να αφήσει πίσω το παρελθόν. Παρόλα αυτά, έρχεται κοντά στον έφηβο νεαρό που προκάλεσε ακούσια το ατύχημα του γιου της. Την ίδια στιγμή ο Χάουϊ, ο σύζυγος της, κρατιέται από αναμνήσεις και φιλίες και προσπαθεί να βρει ανακούφιση στον γάμο τους.
Το θεατρικό έργο «περικύκλωσε» το ζευγάρι με μια ομάδα χαρακτήρων, με τα δικά τους ελαττώματα, που τους βοήθησαν να ξαναβρούν τον δρόμο τους. Κλειδί στην ιστορία, η Ίζυ, η αδερφή της Μπέκα που σε μια περίεργη χρονική στιγμή, ανακοινώνει ότι είναι έγκυος. Η Νατ, μητέρα της Μπέκα που θέλει τόσο πολύ να της συμπαρασταθεί, τελικά καταφέρνει να την εξάπτει περισσότερο. Και ο Τζέισον, ο έφηβος που χτύπησε κατά λάθος τον γιο των Κορμπέτ με το αυτοκίνητο του, είναι εξίσου χαμένος με εκείνους. Όλοι τους είναι σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής τους... μαζί όμως, βιώνουν στιγμές χιούμορ και ευγένειας που δείχνουν να αποτελούν τα μικρά βήματα προς μια ζωή που ίσως να ξαναεκτιμήσουν.
Η ΑΠΩΛΕΙΑ κέρδισε 5 υποψηφιότητες στα Βραβεία Τόνι, μέσα στα οποία και για Καλύτερο Θεατρικό Έργο, κέρδισε Βραβείο Πούλιτζερ για τον Λίνσεϊ-Αμπέρ και γρήγορα έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο.
Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός και παραγωγός Νικόλ Κίντμαν, έδειξε ενδιαφέρον για το έργο πριν ακόμη το δει, με αποτέλεσμα η ΑΠΩΛΕΙΑ να γίνει το πρώτο πρότζεκτ που θα συμμετείχε στην παραγωγή και θα πρωταγωνιστούσε, υπό την ομπρέλα της εταιρίας της Blossom Films.
Ο παραγωγός Περ Σάαρι, συνεταίρος της Κιντμαν στην Blossom Films, θυμάται: “Η Νικόλ, που ήταν στην Αυστραλία εκείνο τον καιρό, διάβασε μια κριτική για το έργο και σκέφτηκε πως ήταν το είδος της ιστορίας που θέλαμε να υποστηρίξουμε: δυνατό, ανθρώπινο δράμα που προέρχονταν από μια νέα και ταλαντούχα φωνή, τον Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ. Αποφασισμένος να δω την παράσταση πριν την ανακαλύψει το Χόλιγουντ, ταξίδεψα στην Νέα Υόρκη, την παραμονή της χειρότερης χιονοθύελλας που χτύπησε την πόλη.”
Μόλις είδε την ΑΠΩΛΕΙΑ, ο Σάαρι κατάλαβε γιατί οι κριτικοί ήταν τόσο ενθουσιασμένοι με την επιδέξια, ψυχρή, αλλά με ψήγματα χιούμορ προσέγγιση του Λίντσεϊ-Αμπέρ που συνήθως απεικονίζονται με περισσότερο συναίσθημα. “Το έργο ήταν ωμό, χωρίς να απομακρύνεται από την αλήθεια της θλίψης. Συνάμα, ήταν ελπιδοφόρο, αστείο και μιλούσε για νέες αρχές, παρότι στο μεγαλύτερο μέρος του καταπιάνονταν με την ανθρώπινη τραγωδία,” λέει ο Σάαρι. “Έχοντας χάσει πρόσφατα τον πατέρα μου και τον αδερφό μου, η παρακολούθηση του θεατρικού ήταν μια έντονα καθαρτική εμπειρία. Ήταν σαν ο Ντέιβιντ να είχε γράψει την τέλεια πρόταση με τις πιο κατάλληλες λέξεις, ορίζοντας την απώλεια, μιλώντας την ίδια στιγμή με πολύ ανθρωπιά και αξιοπρέπεια.”
Η Κίντμαν είχε μια παρόμοια αντίδραση. “Πίστεψα στην ιστορία,” λέει, “Με συνεπήρε η ιστορία αυτού του ζευγαριού που μοιράζεται μια τόσο βαθιά τραγωδία και την ίδια στιγμή αντιδρά με τόσο διαφορετικό τρόπο. Πενθούν με τον δικό τους τρόπο και παρόλα αυτά μένουν ακόμη μαζί. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και ήθελα πολύ να υποδυθώ την Μπέκα, ρόλο που τόσο έξυπνα είχε παίξει στο Μπρόντγουεϊ η Σίνθια Νίξον. Ήμουν ενθουσιασμένη γιατί ήλπιζα πως θα βοηθούσα να γίνει γνωστός ο χαρακτήρας σε ένα κινηματογραφικό κοινό.”
[[page_break]]
Τα Πράγματα Που Σε Τρομάζουν Περισσότερο.
Αναπτύσσοντας την Ιστορία για την Μεγάλη Οθόνη
Όταν ο Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ ξεκίνησε να γράφει την ΑΠΩΛΕΙΑ, εμπνεύστηκε από μια συμβουλή που του είχε δώσει η καθηγήτρια του, Μάρσα Νόρμαν: “Γράψε για τα πράγματα που σε τρομάζουν περισσότερο.» Ο συγγραφέας παραδέχεται πως για αρκετό καιρό δεν ήταν σίγουρος, τι εννοούσε. Όταν απέκτησε ένα γιο, όλα ξεκαθάρισαν. “Όταν κάποια στιγμή σκέφτηκα τι θα σήμαινε για μένα να χάσω το παιδί μου, ένιωσα έναν πρωτόγνωρο φόβο που δεν είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε,” εξηγεί ο Λίντσεϊ-Αμπέρ. “Αυτός ήταν ο σπόρος για την ΑΠΩΛΕΙΑ.” Καθώς άρχισε να ερευνά την πηγή του φόβου του, ο σπόρος αυτός μεταμορφώθηκε στους Κορμπέτ. Έχοντας να μεταφράσει το καλοδουλεμένο, θεατρικό έργο, σε μια κινηματογραφική ταινία, ο Λίντσεϊ-Αμπέρ έπρεπε να κοιτάξει τους Κορμπέτ από την αρχή και να ανοίξει την ιστορία πέρα από την εστιασμένη στην σκηνή, λογική του θεατρικού.
“Το θεατρικό έργο έμενε στο σπίτι των Κορμπέτ. Πολύ γρήγορα κατάλαβα, πως η ταινία, θα μου επέτρεπε να ανοίξω τον κόσμο της Μπέκα και του Χάουϊ,” εξηγεί. “Είχα την δυνατότητα να πάρω πολλά από τα περιστατικά που περιγράφονται πάνω στην σκηνή και να δώσω τη δυνατότητα στο κοινό να τα δει. Για παράδειγμα, μπορούσα να δείξω την ομάδα υποστήριξης που συμμετέχουν οι Κορμπέτ και το συμβαίνει εκεί ή το τι συμβαίνει σε ένα σούπερμαρκετ, όταν η Μπέκα βλέπει μια μητέρα με το παιδί της. Όλα αυτά μου έδωσαν τη δυνατότητα να καταλάβω καλύτερα τους χαρακτήρες. Ο κόσμος τους ήταν τώρα μεγαλύτερος, μπορούσαν να κινηθούν με νέους και διαφορετικούς τρόπους.”
Κατά την διαδικασία της προσαρμογής του σεναρίου για την μεγάλη οθόνη, ο Λίντσεϊ-Αμπέρ έδωσε προτεραιότητα στο να μπολιάσει, στο σενάριο της ταινίας, το χιούμορ και την αίσθηση του παραλογισμού που εκπέμπει το θεατρικό έργο. “Δούλεψα πολύ σκληρά προκειμένου να κινηθώ αντίθετα από τα αυστηρά πλαίσια της ιστορίας,” λέει. “Είναι κάτι που έχει να κάνει με την πεποίθηση μου ότι οι άνθρωποι δεν χάνουν το χιούμορ τους, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές τους. Νομίζω πως οι Κορμπέτ ήταν πάντα άνθρωποι με χιούμορ και τώρα που βιώνουν αυτή την τραγική απώλεια, ξέρουν πως δεν είναι κάτι που απλά θα περάσει. Ήταν σημαντικό για μένα η ταινία να έχει στιγμές εύθυμες και ελκυστικές, όπως οι ίδιοι οι χαρακτήρες.”
Για να κάνει πράξει το όραμα του, ο Λίντσεϊ-Αμπέρ ήξερε ότι χρειάζονταν ένας σκηνοθέτης που θα έφερνε την δική του φρέσκια οπτική στην ιστορία του. Ενώ έγραφε, οι παραγωγοί πλησίασαν τον Τζον Κάμερον Μίτσελ, που ξεκίνησε επίσης, από την θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης. Ο Μίτσελ έγινε γνωστός στον κινηματογραφικό κύκλο με το αγαπημένο των κριτικών, indie μιούζικαλ, «Hedwig and the Angry Inch», ταινία βασισμένη, στο μικρού μπάτζετ θεατρικό που έγραψε μαζί με τον Στίβεν Τρασκ. Ακολούθησε, έπειτα, η βραβευμένη ταινία, «Shortbus», που μας αποκάλυψε την ποικιλία του σαν κινηματογραφιστή. Η ΑΠΩΛΕΙΑ θα ήταν γι αυτόν μια μεγάλη, στιλιστική αλλαγή. Όλοι όμως, λέει ο Περ Σάαρι, μπορούσαν να δουν πως ο Μίτσελ θα έφερνε κάτι ιδιαίτερο στην ιστορία.
“Αυτό που χαρακτηρίζει την δουλειά του Τζον είναι μια ακούραστη ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση. Αμέσως μας κίνησε την περιέργεια ο τρόπος που θα προσέγγιζε με την - άνευ ταμπού - ματιά του, τους χαρακτήρες της ΑΠΩΛΕΙΑΣ, ματιά που είχαμε δει στα «Hedwig» και «Shortbus».”
Ο Λίντσεϊ-Αμπέρ ένιωσε μια συγγένεια με τον Μίτσελ. “Αυτό που αγαπώ στον Τζον είναι ότι η δουλειά του κινείται από το συναίσθημα και την εντιμότητα, την ίδια στιγμή που είναι ιδιόμορφη και αστεία,” λέει. “Βλέποντας τις προηγούμενες ταινίες του Τζον, αισθάνθηκα ότι αναζητεί τα ίδια πράγματα σαν σκηνοθέτης, τα οποία ψάχνω κι εγώ σαν συγγραφέας.”
Ο Μίτσελ λέει ότι η ΑΠΩΛΕΙΑ έχει πολλά κοινά σημεία με τις δυο προηγούμενες ταινίες του, μόλις τις δεις λίγο βαθύτερα. “Πάντοτε με γοήτευαν ιστορίες για ανθρώπους που προσπαθούν να συνδεθούν μεταξύ τους, που προσπαθούν να μην είναι μόνοι, για χαρακτήρες που προσπαθούν να βρουν τα όρια τους,” λέει ο σκηνοθέτης. “Όλες μου οι ταινίες το μοιράζονται αυτό. Είναι για ανθρώπους που ψάχνουν για το φως στην άκρη του τούνελ. Όλες τους ακολουθούν ένα διαφορετικό στιλ, αλλά όλες μοιράζονται την ίδια ψυχή.”
Καθώς διάβαζε το σενάριο της ΑΠΩΛΕΙΑΣ, ο Μίτσελ ένιωσε το δέλεαρ των θεμάτων του. “Μου άρεσε που ήταν μια ιστορία όχι μόνο για την απώλεια, αλλά και για την απώλεια της επικοινωνίας που την ακολουθεί. Βρήκα τον εαυτό μου, τη μια στιγμή να κλαίει και την άλλη να γελάει, κατά την διάρκεια της ανάγνωσης,” λέει. “Συνήθως προτιμώ να δουλεύω ο ίδιος τα σενάρια μου, αλλά αυτό ήταν τόσο βαθύ και ώριμο που ήθελα να ασχοληθώ εξ αρχής. Το ενδιαφέρον μου ήταν άμεσο και σταμάτησα ότι άλλο έκανα τότε.”
Μόλις τελείωσε το σενάριο, ο Μίτσελ μίλησε με την Νικόλ Κίντμαν. Ότι και να συνέβαινε με το κομμάτι της σκηνοθεσίας, ο Μίτσελ ήθελε να τις μεταφέρει, τις σκέψεις του για το υλικό που διάβασε. Μεταξύ τους υπήρξε άμεση χημεία. “Νομίζω ότι ήταν ένα ένστικτο μέσα της που της είπε ότι πρόκειται για το σωστό timing. Τα πράγματα πήραν μετά πολύ γρήγορα το δρόμο τους ”, θυμάται ο Μίτσελ. Λέει η Κίντμαν για τον Μίτσελ: “Δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε πως τον διαλέξαμε σαν σκηνοθέτη. Νομίζω πως μας βρήκε και τον βρήκαμε. Είναι καλύτερος τρόπος να το εκφράσεις. Το σημαντικό στοιχείο ήταν πως τα κίνητρα όλων μας ήταν αγνά. Όλοι ήμασταν εκεί για να πούμε αυτή την ιστορία.
Όπως και για τον Λίντσεϊ-Αμπέρ, το στοιχείο του χιούμορ ήταν απαραίτητο και για τον Μίτσελ. Έδινε στο κοινό έναν τρόπο να συνδεθεί με τους ήρωες και στον ίδιο ένα όχημα να καταλάβει τους χαρακτήρες του. “Νομίζω πως όπου συμβαίνει μια τραγωδία, την συνοδεύει και μια υπέρβαση της λογικής,” σημειώνει ο Μίτσελ. “Για μένα δεν θα ήταν ρεαλιστική μια τέτοια ιστορία, χωρίς χιούμορ. Το χιούμορ είναι τόσο βασικό στοιχείο της καθημερινότητας μας και ένα εργαλείο μέσα από το οποίο πορευόμαστε με όλες μας τις σχέσεις, την επιβίωση μας. Ήταν απαραίτητο στο σενάριο του Ντέιβιντ και έγινε ζωτικό στοιχείο στις ερμηνείες των ηθοποιών.”
[[page_break]]
Ένα ζευγάρι στα δυο:
Μπέκα και Χάουϊ Κορμπέτ
Στην καρδιά της ΑΠΩΛΕΙΑΣ είναι η Μπέκα και ο Χάουϊ. Θεωρούσαν πως είχαν την τέλεια οικογενειακή ζωή, μέχρι που καταστράφηκε από ένα ατύχημα, χωρίς λογική, αφήνοντας τους αβέβαιους στο πως να αντιδράσουν σε όλα, μέσα στα οποία και για την ίδια τους τη σχέση. Η ιστορία κινείται ανάμεσα στα απρόβλεπτα συναισθήματα τους, δίνοντας τη βάση για δυο χαρακτήρες προκλητικούς και συναρπαστικούς. Παρότι οι δυο ρόλοι έχουν ενσαρκωθεί στην σκηνή από αξιόλογους ηθοποιούς, ο Τζον Κάμερον Μίτσελ λέει ότι η βραβευμένη με Όσκαρ, Νικόλ Κίντμαν και ο υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα, Άαρον Έκχαρτ τους απόδωσαν με τον δικό τους, ξεχωριστό τρόπο.
“Η Νικόλ και ο Άαρον έπλασαν μια Μπέκα και έναν Χάουι απόλυτα πιστευτούς, δυο ανθρώπους που ο καθένας έχει κάπου δίκιο και κάπου άδικο,” λέει. “Οι ερμηνείες τους είναι τόσο ευδιάκριτες που μπορείς να δεις τα λάθη που κάνουν, την ώρα που τα κάνουν, αλλά την ίδια στιγμή καταλαβαίνεις γιατί κάνουν, ότι κάνουν.”
Η Κίντμαν αφιερώθηκε πλήρως στο ρόλο της Μπέκα, ξέροντας ότι θα την πήγαινε σε ορισμένα πολύ σκοτεινά μέρη. Για την Κίντμαν, η Μπέκα δεν είναι λιγομίλητη και αποστασιοποιημένη, επειδή δεν αισθάνεται τίποτα, αλλά αντίθετα, γιατί προσπαθεί με το δικό της, γενναίο τρόπο, να κρατήσει το χείμαρρο των συναισθημάτων της, που απειλούν να βγουν προς τα έξω.
“Ταυτίστηκα με τον στωικισμό της,” λέει η Κίντμαν. “Πλησίασα τον ρόλο, σαν η Μπέκα να βιώνει τόσο έντονο πόνο, που ακόμα κι αν τον αγγίξει έστω και λίγο, θα σπάσει... κάτι που νομίζω, μπορεί να ισχύει, για όλες τις γυναίκες που έχουν χάσει το παιδί τους. Πρέπει να ξυπνάει κάθε πρωί, βιώνοντας αυτή την εξουθενωτική και παραλυτική απώλεια. Ο μόνος τρόπος που μπορεί να αντιμετωπίσει τα γεγονότα είναι να προσπαθήσει να βλέπει μπροστά. Προσπαθεί απεγνωσμένα να «διαλέξει» τη ζωή, αλλάζοντας για παράδειγμα θέση στους πίνακες ή καθαρίζοντας το σπίτι, λέγοντας: ‘Δεν μπορώ απλά να καταρρεύσω και να πεθάνω. Πώς όμως να συνεχίσω να ζω; Πρέπει να βρω έναν τρόπο.’”
Εκτός, όμως, από τα έντονα συναισθήματα που βιώνει η Μπέκα, η Κίντμαν γοητεύτηκε και από τα ψήγματα κωμωδίας της ιστορίας. “Νομίζω πως στη ζωή, ακόμα και στις περιόδους απόλυτου πόνου, οι άνθρωποι διατηρούν το χιούμορ τους. Νομίζω πως αυτό κάνει μια τέτοια ταινία απτή, γιατί αν μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους να γελούν, ακόμα κι όταν υποφέρουν, σου ανοίγουν την καρδιά τους,” λέει. “Το χιούμορ είναι πάντα εκεί, ακόμα κι αν είναι μια μαύρη απόχρωση του.”
O έτερος, πρωταγωνιστής της ταινίας υποδύεται έναν από τους πιο απλούς χαρακτήρες που έχει παίξει. Παρόλα αυτά, ο Χάουϊ, του δίνει την ευκαιρία, για μια από τις πιο δυνατές και συναισθηματικές ερμηνείες του μέχρι σήμερα. Τον Έκχαρτ τράβηξε, η επιθυμία του Χάουϊ Κορμπέτ να μαζέψει τα κομμάτια του και να συνεχίσει, ακόμα κι αν δεν ξέρει ακριβώς τον τρόπο που θα το καταφέρει. Για τον ηθοποιό, ο Χάουϊ απλά ψάχνει παρηγοριά και καθώς η Μπέκα αποτραβιέται από αυτόν όλο και περισσότερο, μπαίνει στον πειρασμό να την βρει στο πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας που δείχνει, να καταλαβαίνει, τι περνάει. “Αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον, ήταν ότι ο Χάουϊ και η Μπέκα προσπαθούν να περισώσουν μια σχέση που ήταν όμορφη, στοργική, γεμάτη. Τώρα, όλα είναι δυστυχώς διαφορετικά,” λέει ο Έκχαρτ. “Είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία θα έχει απήχηση σε αρκετούς ανθρώπους. Είναι μια ιστορία για όλους όσους έχουν ζήσει κάποια απώλεια, οικογενειακή πίεση, προβλήματα γάμου, πράγματα που όλοι αντιμετωπίζουμε σε καθημερινή βάση.”
Για τον Λίντσεϊ-Αμπέρ, το να βλέπει τους Κίντμαν και Έκχαρτ να φέρνουν κάτι καινούργιο στην Μπέκα και τον Χάουϊ ήταν συναρπαστικό. Έχει ζήσει με αυτούς τους χαρακτήρες τόσο καιρό και σε τόσες διαφορετικές ενσαρκώσεις τους, που σκέφτονταν πως δεν θα μπορούσε να εκπλαγεί άλλη φορά από αυτούς. Συνέβη όμως ακριβώς το αντίθετο.
“Όσο κι αν είχα σκεφτεί κάθε πλευρά των χαρακτήρων και της σχέσης τους, κάτι συμβαίνει, όταν δίνεις αυτούς τους ρόλους στα χέρια δυο μεγάλων ηθοποιών. Ξαφνικά βρίσκεις στιγμές που δεν ήξερες ότι ήταν εκεί.”
[[page_break]]
Οικογενειακή Ιστορία:
Νατ & Ίζυ
Όσο αναποδογυρισμένος κι αν είναι ο κόσμος τους, η Μπέκα και ο Χάουϊ, εξακολουθούν να πρέπει να αντιμετωπίσουν την υπόλοιπη οικογένεια τους, ανάμεσα στους οποίους την μητέρα και την αδερφή της Μπέκα που δεν έχουν ιδέα πως να τους βοηθήσουν, αλλά παρόλα αυτά, το προσπαθούν. Η μητέρα της Μπέκα, η Νατ, ένας από τους πιο αγαπημένους χαρακτήρες του θεατρικού έργου είναι μια γυναίκα, κάπως χαμένη, αλλά αστεία και αληθινή. Για το ρόλο οι δημιουργοί διάλεξαν την δυο φορές βραβευμένη με Όσκαρ για τις ταινίες «Bullets Over Broadway» και «Hannah and Her Sisters», Νταιάν Γουίστ. Η ηθοποιός ήταν επίσης υποψήφια για Όσκαρ, στην ταινία «Parenthood», μια διαφορετική ματιά στις αγωνίες της μητρότητας. Η Γουίστ απεικόνισε την Νατ σαν μια γυναίκα που θέλει να πει όλα τα σωστά πράγματα στην θλιμμένη κόρη της, αλλά που οι λέξεις, ποτέ δεν βγαίνουν προς τα έξω σωστά. Η καλοπροαίρετη Νατ κάνει τα πάντα από αγάπη και κατανόηση. Καθώς η ιστορία προχωράει, αποκαλύπτεται ότι και η Νατ είχε ένα παιδί που πέθανε, κάτω από διαφορετικές όμως, συνθήκες. Ξέρει επομένως περισσότερα πράγματα γι αυτού του είδους την απώλεια, από όσο της αναγνωρίζει η Μπέκα.
“Για τον ρόλο της Νατ, θέλαμε κάποια που θα ήταν κάτι σαν η κόλλα της ιστορίας,” λέει ο Σάαρι. “Η Νταιάν φέρνει μια ζεστασιά σε κάθε ρόλο που παίζει. Είναι σαν μέλος της οικογένειας – κάθε οικογένειας – που στρεφόμαστε για συμβουλές και καλοσύνη.”
Η Τάμι Μπλάνσαρντ, γνωστή για την δουλειά της στο Μπρόντγουεϊ και για την βραβευμένη με Έμμυ ερμηνεία της στην τηλεταινία «Life With Judy Garland: Me and My Shadows», παίζει τον ρόλο της Ίζυ, αδελφής της Μπέκα.
Η Ίζυ είναι φασαριόζα και απερίσκεπτη, σε αντίθεση με την σοβαρή και οργανωτική Μπέκα. Η σχέση τους γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη, όταν η Ίζυ ανακοινώνει πως θα αποκτήσει παιδί, νέα που θα σοκάρουν στην αρχή την αδερφή της.
Η Μπλάνσαρντ γοητεύτηκε από αυτό το στοιχείο της ιστορίας. “Η Ίζυ είναι μια μοντέρνα γυναίκα που ήθελε πάντα να περνάει καλά,” εξηγεί. “Δεν μπορεί να κρατήσει μια δουλειά, μένει ακόμα με την μαμά της και παρόλα αυτά, της συμβαίνει αυτό το θαυμάσιο πράγμα. Η Μπέκα από την άλλη, έχει κάνει όλα τα σωστά πράγματα, πήρε τις καλύτερες αποφάσεις, δούλεψε πολύ σκληρά, και παρόλα αυτά της συνέβη το πιο άσχημο πράγμα που θα μπορούσε να φανταστεί. Υπάρχει μια αίσθηση αδικίας, που καταλαβαίνουν και οι δυο. Ένα από τα βασικά ερωτήματα της ιστορίας είναι ο τρόπος που οι δυο πολύ διαφορετικές γυναίκες θα αντιμετωπίσουν τα πρόσφατα γεγονότα. Νομίζω πως και οι δυο καταλαβαίνουν πως μόνο μέσα από την αγάπη, μπορούν να τα αντιμετωπίσουν όλα.”
Ένας Απροσδόκητος Δεσμός:
Ο Μάιλς Τέλερ, ως ο Τζέισον
Ένας από τους πιο απαιτητικούς ρόλους στην ΑΠΩΛΕΙΑ ήταν αυτός του Τζέισον, ρόλος που υποδύεται ο πρωτοεμφανιζόμενος Μάιλς Τέλερ. Είναι ο έφηβος που η μοίρα του παίζει άσχημο παιχνίδι, όταν την ώρα που οδηγεί, ο γιος των Κορμπέτ βγαίνει ξαφνικά στο δρόμο, κυνηγόντας τον οικογενειακό τους σκύλο. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την ενοχή του, ο Τζέισον θα αντιμετωπίσει διερευνητικά την απροσδόκητη προσέγγιση της Μπεκα. Η εντιμότητα του, θα πάρει τον χαρακτήρα εξομολόγησης, σαν το να δηλώνει την ενοχή του, θα την βοηθήσει να ανακουφιστεί από τον πόνο της. Κατά κάποιο τρόπο, η επαφή τους φαίνεται να καταφέρνει ακριβώς αυτό. Ο Τέλερ που ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης κάνει με αυτή την ταινία, το κινηματογραφικό του ντεμπούτο.
Το καστ της ταινίας συμπληρώνουν οι Σάντρα Ο («Sideways», «Grey’s Anatomy»), Τζον Τένι («The Closer», «Green Lantern») και Τζιανκάρλο Εσπόζιτο («Breaking Bad»).