Η Ζεϊνέπ περνάει τις μέρες της στο ξενοδοχείο όπου εργάζεται ως καμαριέρα. Έχει μια υποτονική ζωή, άδεια και άχρωμη, γιατί τη «στοιχειώνει» ένα βαρύ μυστικό, ένα μεγάλο προσωπικό δράμα: ο πατέρας της, με τον οποίο ζουν οι δυο τους σε ένα μικρό διαμέρισμα, την κακοποιεί σεξουαλικά. Ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μπορεί να έχει κάποια σχέση είναι ο Μουσταφά, ένας νεαρός που εργάζεται στο ίδιο ξενοδοχείο, που τη λατρεύει και προσπαθεί να την πλησιάσει. Όμως, η Ζεiνέπ, δεν ανταποκρίνεται στο ενδιαφέρον του Μουσταφά, που είναι και νεότερός της, γιατί νιώθει αποξενωμένη και θλιμμένη. Βιώνει σιωπηλά τα τραύματά της και, παράλληλα, προσπαθεί να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρίσκεται παγιδευμένη. Αλλά πουθενά δεν βλέπει μια διέξοδο. Σε μια άλλη γειτονιά της πόλης, ο Σελτσούκ, τεχνικός ήχου, παλεύει με τις ενοχές που νιώθει σχετικά με τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του. Όμως, μια βαλίτσα που περιέχει τα ρούχα της γυναίκας του Σελτσούκ θα αλλάξει τη ζωή της Ζεϊνέπ, με τον πιο απρόσμενο και μοιραίο τρόπο…
Πληροφορίες
ΕΠΙΣΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
55ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
46ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝ/ΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ & ΒΡΑΒΕΙΟ FIPRESCI
24ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝ/ΦΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
11ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΕΡΑΛΑ
27ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ NANTES
12ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥ ΚΙΝ/ΦΟΥ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ
Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΠΤΩΣΗΣ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ…
ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΤΑΜΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΟΥΡΚΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΙΩΠΗΛΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ ΠΟΥ ΛΥΤΡΩΝΕΙ…
Η ΤΑΙΝΙΑ
Ο γνωστός Τούρκος σκηνοθέτης ΣΕΜΙΧ ΚΑΠΛΑΝΟΓΛΟΥ δημιουργεί μια ταινία, για τα σιωπηλά ανθρώπινα πάθη, τη μελαγχολία, την απόγνωση, τα εσωτερικά τραύματα και τους προσωπικούς εφιάλτες, εξερευνώντας για άλλη μια φορά, τη σχέση του παιδιού με τον γονέα. Εδώ, όμως, από μια πολύ πιο σκοτεινή πλευρά: Ο ΕΚΠΤΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ είναι μια ιστορία εκδίκησης, εμπνευσμένη από αληθινές ιστορίες, που διαβάζουμε στις εφημερίδες και βλέπουμε στις ειδήσεις. Ανθρώπινη και βαθιά, η ταινία αφηγείται με αργούς, υπνωτιστικούς ρυθμούς την σταδιακή κάθοδο μιας νεαρής κοπέλας στην άβυσσο του τραύματός της, στην απελπισία της κατάστασής της. Ο Καπλάνογλου, μέσα από πλάνα μεγάλης διάρκειας, διακριτική σκηνοθεσία και ατμοσφαιρική φωτογραφία και μουσική, καταφέρνει να αναδείξει την αποξένωση, την έλλειψη χαράς, την στέρηση ευτυχίας, την παγωνιά της ψυχής που βιώνει η νεαρή κοπέλα αλλά και την παγωνιά ανάμεσα σε αυτήν και τον πατέρα της, ο οποίος με τις πράξεις του της έχει συνθλίψει την προσωπικότητα. Η Ζεϊνέπ, είναι δυσλειτουργική, γιατί ο πατέρας της την έβαλε σε αυτή τη θέση, και η ίδια υπομένει τη ντροπή και τις ενοχές που η ίδια νιώθει για αυτό που συμβαίνει. Η Ζεϊνέπ δεν απολαμβάνει τη ζωή. Η χαρά της ζωής είναι μια πολυτέλεια, που νιώθει ότι πρέπει να στερηθεί τιμωρώντας τον εαυτό της για κάτι, για το οποίο δεν ευθύνεται η ίδια. Ο «έκπτωτος άγγελος» είναι η ίδια, φορτωμένη με όλες τις βιβλικές ενοχές των γυναικών που υποτίθεται αποπλανούν τους άντρες και τους σπρώχνουν στην αμαρτία, με το να βάφονται, να γίνονται ελκυστικές και προκλητικές. Η νεαρή κοπέλα έχει αρνηθεί κάθε είδους εκδήλωση της σεξουαλικότητάς της, νιώθει μόνο ένα ανδρείκελο στα χέρια του βάναυσου πατέρα της. Μέσα της όμως βράζει. Αρκεί μόνο ένα απλό γεγονός για να εκραγεί όλη αυτή η αίσθηση καταπίεσης και να αποφασίσει η Ζεϊνέπ να πάρει τη ζωή στα χέρια της…
Η ταινία, που γυρίστηκε το 2004, και είχε μια πολύ επιτυχημένη πορεία σε διεθνή φεστιβάλ, όπου και απέσπασε διακρίσεις, αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία να γνωρίσουμε άλλο ένα αξιόλογο έργο του διάσημου Τούρκου σκηνοθέτη, που μας έχει γίνει τόσο αγαπητός με τις τελευταίες του ταινίες, όπως το ΜΕΛΙ και το ΑΥΓΟ. Πρόκειται για τη 2η μεγάλου μήκους ταινία του, που εξερευνά τη «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», το ζήτημα της αιμομιξίας, ενός θέματος ταμπού, που δεν ακούγεται συχνά και αποσιωπείται ενώ υπάρχει μέσα στην κοινωνία μας. Λιγότερο ημι-αυτοβιογραφική από τις μετέπειτα ταινίες του, η ταινία είναι μια υπέροχη σπουδή πάνω στον ανθρώπινο πόνο και τις διεργασίες της ψυχής, με λιτή σκηνοθετική ματιά, ουσιαστική και περιεκτική σε νόημα, χωρίς πολλά περιττά «στολίδια», ώστε να απογυμνώσει την ιστορία από κάθε εφέ και να φανεί ξεκάθαρα η σκληρή πραγματικότητα. Οι διάλογοι της ταινίας είναι λίγοι, καθημερινοί, πεζοί και ρουτινιάρικοι, όπως άλλωστε και οι ζωές των μοναχικών χαρακτήρων της ταινίας. Παράλληλα, είναι μια ταινία με σχεδόν μυστικιστική σιωπή και ηρεμία, εμπνευσμένη και επηρεασμένη από τον κινηματογράφο του Ταρκόφσκι, που με απλότητα και διεισδυτική ματιά, οδηγεί τον κεντρικό χαρακτήρα στην εσωτερική κάθαρση, ενώ «ντύνει», όπου χρειαστεί, τις σκηνές με τις βαθιές, μελαγχολικές μελωδίες του κλασικού Νορβηγού συνθέτη Γκριγκ.
Μια ταινία, που βιώνεται με τις αισθήσεις, όσο και με το μυαλό, με πρωταγωνιστή τη σιωπή, όπως και στο ΜΕΛΙ, η οποία αγγίζει μέσα από ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ύπαρξης, την πτώση και την εξιλέωση…
Τέλος, να σημειώσουμε ότι η ταινία αποτελεί μια τουρκο-ελληνική συμπαραγωγή, η οποία, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Καπλάνογλου, ήταν άψογη και εποικοδομητική, χωρίς κανένα πρόβλημα και κανένα χάσμα ανάμεσα στους συνεργαζόμενους από τις δύο γειτονικές χώρες.
Ο ΣΕΜΙΧ ΚΑΠΛΑΝΟΓΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ:
«Σε πολλές τουρκικές εφημερίδες, στην τρίτη σελίδα, δημοσιεύονται ειδήσεις σχετικές με κάποια εγκλήματα που έχουν συμβεί. Υπάρχουν σε αυτήν τη σελίδα κάποιες φωτογραφίες ατόμων και από κάτω τι έγκλημα έχουν διαπράξει οι εικονιζόμενοι. Οι φωτογραφίες αυτές με ενδιέφεραν πάρα πολύ και πάντοτε τις κοίταζα και προσπαθούσα να φανταστώ το κάθε άτομο τι έγκλημα θα μπορούσε να είχε κάνει και στη συνέχεις διάβαζα τι έγραφε από κάτω, Έτσι, κατά κάποιον τρόπο έκανα μια σύγκριση στο μυαλό μου της αρχικής ιδέας που είχα και στο τι πραγματικά είχε συμβεί.»
«Αυτό που βλέπουμε στην ταινία ίσως είναι πράγματα που συμβαίνουν στην Τουρκία, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου. Δηλαδή το θέμα της αιμομιξίας δεν είναι μόνον της Τουρκίας αλλά το συναντάμε παντού, είναι κάτι που υπήρχε και υπάρχει. Αλλά θα ήθελα να πω πως τα πράγματα αλλάζουν τώρα στη χώρα μου και εξαιτίας αυτών των αλλαγών βγαίνουν στην επιφάνεια κάποια πράγματα που δεν έβγαιναν πριν, και συζητιούνται».
«Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο, αλλά το θέμα είναι ταμπού και ο κόσμος το αντιμετωπίζει δύσκολα. Δε νομίζω όμως πως αυτό αφορά μόνον την Τουρκία. Γενικά το θέμα της αιμομιξίας είναι ένα θέμα αρκετά λεπτό και αρκετά ευαίσθητο. Έτσι για την ταινία δεν μπορώ να πω πως συνέρευσαν τα πλήθη για να τη δούνε. Όμως παρόλα αυτά προβλήθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, και δε δημιουργήθηκε κανένας ντόρος, δηλαδή δεν ειπώθηκαν πολλά αρνητικά πράγματα. Θα έλεγα πως δεν ειπώθηκαν πολλά πράγματα γενικώς, κυριάρχησε γενικώς μία σιωπή, ίσως εξαιτίας του θέματός της».
Για το «νήμα της ευχής»:
«Αυτό με την κλωστή είναι κάτι που πράγματι συμβαίνει και όχι κάτι που εγώ κατασκεύασα. Στο νησί της Μεγάλης Πρίγκηπος στη Θάλασσα του Μαρμαρά υπάρχει μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου η οποία βρίσκεται επάνω σε ένα λόφο. Τη μέρα της γιορτής του αγίου ανεβαίνουν στο λόφο γυναίκες, όχι μόνο χριστιανές, αλλά και μουσουλμάνες και εβραίες, έχοντας μια συγκεκριμένη ευχή και ξεκινάνε δένοντας την κλωστή, ανεβαίνουν το μονοπάτι, πολλές φορές ξυπόλητες, αφήνοντάς την να ξετυλίγεται. Εάν μέχρι να φτάσουν στην εκκλησία η κλωστή κοπεί τότε η ευχή δε θα πραγματοποιηθεί, ένα δεν κοπεί θα πραγματοποιηθεί. Επιπλέον δείχνοντας αυτήν τη σκηνή ήθελα να απευθύνω έναν χαιρετισμό στον Αντρέι Ταρκόφσκι αφού μια παρόμοια υπάρχει και στην ταινία του “Νοσταλγία”».
Αποσπάσματα συνέντευξης στον Στράτο Κερσανίδη, «ΕΠΟΧΗ» (4 Δεκεμβρίου 2005)