Βιέννη, λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Βιέννη, στην καρδιά της Ευρώπης, άλλοτε αριστοκρατική και γλεντζέδικη, τώρα έχοντας περάσει από την φονική επίδραση των ναζί, είναι κατεστραμμένη, φτωχή και διαιρεμένη σε συμμαχικές ζώνες επιρροής, και προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από συντρίμμια, ενώ καλπάζει η μαύρη αγορά. Σε ένα τέτοιο κλίμα καταφτάνει ένας αφελής και άνεργος συγγραφέας λαϊκών μυθιστορημάτων γουέστερν, ο Χόλι Μάρτινς, ύστερα από πρόσκληση ενός παλιού του φίλου, του Χάρι Λάιμ. Όταν όμως φτάνει εκεί τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη: ο Λάιμ έχει ήδη πεθάνει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Και ενώ είναι έτοιμος να φύγει πάλι πίσω στην Αμερική, αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο θάνατος του Χάρι μπορεί και να μην ήταν τόσο ατύχημα, όσο δολοφονία. Γνωρίζει τους φίλους του Χάρι, την κοπέλα του και έναν Άγγλο αστυνομικό επιθεωρητή και εμπλέκεται όλο και περισσότερο στην υπόθεση. Το μυστήριο μεγαλώνει συνεχώς, καθώς φαίνεται ότι στον τόπο του ατυχήματος εκτός από τους δύο φίλους του Χάρι, που τον σήκωσαν, υπήρχε και ένας τρίτος άνθρωπος, που ίσως είχε ρόλο-κλειδί στον περίεργο ατύχημα. Το μυαλό του νεαρού συγγραφέα αρχίζει να φαντάζεται διάφορα σενάρια ενώ σιγά σιγά ανακαλύπτει όλη την αλήθεια, μια αλήθεια που δεν είχε ποτέ υποψιαστεί...
Πληροφορίες
Φιλμ νουάρ θρίλερ μυστηρίου βρετανικής παραγωγής 1949 σε επανέκδοση.
"Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ" το αριστουργηματικό φιλμ νουάρ του ΚΑΡΟΛ ΡΙΝΤ, βραβευμένο με Οσκαρ Φωτογραφίας και Μέγα Βραβείο φεστιβάλ Καννών!
Aπό το ομώνυμο κατασκοπικό μυθιστόρημα του ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΙΝ,
με τον ιδιοφυή ΟΡΣΟΝ ΟΥΕΛΣ σε ένα ρόλο που έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία!
ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1951
ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ 1949
Το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΦΙΛΜ ΝΟΥΑΡ ΤΟΥ CAROL REED
Η μεταπολεμική Βιέννη δεν ήταν ποτέ πιο γοητευτική και μυστηριώδης…
«Από όλες τις ταινίες που έχω δει, αυτή ενσαρκώνει τη μαγεία του να πηγαίνεις σινεμά»
Roger Ebert
«Άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα τα πράγματα»
David Ansen, Newsweek
«Ο τρίτος άνθρωπος παραμένει μια ανεξίτηλη εμπειρία»
Village Voice
Η καλύτερη Αγγλική ταινία του 20ου αιώνα
British Film Institute
Ψηφίστηκε μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Η ΤΑΙΝΙΑ
Μόλις ακούσουμε τη χαρακτηριστική μουσική της ταινίας, το διάσημο θέμα του Άντον Κάρας, μας έρχεται αμέσως στο μυαλό η εξής εικόνα: μια καπνισμένη, εξπρεσιονιστική Βιέννη, βρεγμένα πλακόστρωτα, ζωές στο μεταίχμιο, και τον θρυλικό Όρσον Ουέλς, με το πρόσωπό του να κυριαρχεί επιβλητικό στην οθόνη, να μας λέει έναν από τους πιο φημισμένους κινηματογραφικούς μονόλογους στην ιστορία του σινεμά! Μια ταινία, που λατρεύτηκε ακαριαία, έγινε τεράστια επιτυχία, έγινε κινηματογραφικό πρότυπο, και συνοδεύεται από διάφορες ιστορίες-μύθους για τη δημιουργία της.
Καταρχήν, η ταινία είχε στη σκηνοθεσία τον έμπειρο και καταξιωμένο Βρετανό ΚΑΡΟΛ ΡΙΝΤ, έναν άνθρωπο που είχε ζήσει τον πόλεμο από πρώτο χέρι, αφού είχε εργαστεί στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως ντοκιμαντερίστας της βρετανικής κυβέρνησης. Ο ΡΙΝΤ ήξερε πολύ καλά πώς να αποδώσει το κλίμα μιας μεταπολεμικής Ευρώπης, με όλη την καταστροφή, τα τραύματα, τη σκληρότητα και την απογοήτευση που βίωναν τότε όλοι οι Ευρωπαίοι. Δημιουργεί λοιπόν ένα εξαιρετικό φιλμ νουάρ, τόσο ιδιαίτερο που μόλις το δεις μένει χαραγμένο στη μνήμη για πολλούς λόγους, με έναν από τους κυριότερους να είναι η ιδιόρρυθμη σκηνοθετική ματιά του ΡΙΝΤ που γυρίζει πολλά πλάνα του με κλίση. Όλα σε αυτή την πόλη, τη Βιέννη, είναι κυρτά και γυρτά, δημιουργώντας έτσι μια πόλη παζλ, μια πόλη-λαβύρινθο για τον αφελή αμερικανό επισκέπτη, τον συγγραφέα Χόλι, δείχνοντας μας έτσι την Ευρώπη από τη ματιά των ανθρώπων που δεν γνώρισαν τον πόλεμο και όλα αυτά τους φαίνονται μυστηριώδη και ακατανόητα. Μάλιστα, η χρήση κεκλιμένου πλάνου ήταν τόσο συχνή που λέγεται ότι, όταν ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης Ουίλιαμ Ουάιλερ –και φίλος του ΡΙΝΤ- είδε την ταινία, έστειλε στον ΡΙΝΤ ένα… αλφάδι και του έγραψε: «Κάρολ, την επόμενη φορά που θα γυρίσεις ταινία, απλώς βάλ’ το αυτό πάνω στην κάμερα, εντάξει;»!
Πρόκειται λοιπόν για μια ταινία εντυπωσιακού κινηματογραφικού στυλ, που αναμειγνύει στοιχεία εξπρεσιονιστικά και φιλμ νουάρ, έντονο κοντράστο μεταξύ φωτός και σκοταδιού, παραμόρφωση των προσώπων μέσα από ευρυγώνιο φακό, στραβά πλάνα, δημιουργώντας την απόλυτη μεταπολεμική ταινία, που εκφράζει την παράνοια, τον παραλογισμό και το κλίμα ανασφάλειας και φόβου, της πρώτης περιόδου μετά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου…
Στο σενάριο, ένας άνθρωπος που ίσως δεν υπήρχε καταλληλότερος για μια τέτοια ιστορία: ο γνωστός Βρετανός συγγραφέας κατασκοπικών μυθιστορημάτων, ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΙΝ, που και ο ίδιος είχε εμπειρία ανάλογη των ιστοριών του, καθώς και πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε εργαστεί και στην αντικατασκοπεία. Ο ΓΚΡΙΝ γνωρίζει όλους τους κώδικες της κατασκοπικής πλοκής, πώς μπορούν να δρουν, πώς μπορούν να κρύβονται, τι δημιουργεί σασπένς και πόσο απρόσμενα μπορεί να είναι καμιά φορά τα πράγματα. Δημιουργεί λοιπόν ένα εξαιρετικό σενάριο, εύστοχο, κυνικό, αγωνιώδες και πολύ μυστήριο. Μυστήριο είναι σίγουρο ένα στοιχείο που ξέρει καλά να χειρίζεται ο ΓΚΡΙΝ και η ταινία είναι ταυτόχρονα ομιχλώδης, καπνισμένη και ατμοσφαιρική, τόσο στα σοκάκια της όσο και στην υπόθεσή της…
Στην ατμόσφαιρα της ταινίας συμβάλλει βέβαια και η εξαιρετική δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας ΡΟΜΠΕΡΤ ΚΡΑΣΚΕΡ, που δημιουργεί όλο αυτό το σκοτεινό, ύποπτο και εξπρεσιονιστικό τοπίο της Βιέννης. Μάλιστα, για να προσθέσουν στην «ανάγλυφη» αίσθηση της φιλμ νουάρ αίσθησης της πόλης, στα γυρίσματα, έριχναν νερό στους πλακόστρωτους δρόμους για να αντανακλούν περισσότερο το φως μέσα στο σκοτάδι και να δημιουργούν μια όσο πιο ζωντανή και δυνατή εικόνα γίνεται. Βλέποντας την ταινία, είναι σαν να περπατάμε κι εμείς σε αυτά τα βρεγμένα σοκάκια, που λαμπυρίζουν μέσα στο σκοτάδι από τα λίγα φανάρια των δρόμων, σε μια κατά τα άλλα, σκοτεινή και τρομαγμένη πόλη…
Τα γυρίσματα λοιπόν είναι φανερό ότι έγιναν σε πραγματικές τοποθεσίες της Βιέννης, και όχι μέσα σε κάποιο στούντιο. Αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία της ταινίας, γιατί προσέδωσε μεγάλη πιστότητα και ρεαλισμό στην εικόνα και την έκανε μια αληθινή ιστορία που πίστευες ότι πράγματι μπορεί αυτή τη στιγμή να διαδραματίζεται κάπου στη μεταπολεμική Ευρώπη. Ο Αμερικανός παραγωγός της ταινίας, ο μυθικός ΝΤΕΪΒΙΝΤ Ο’ ΣΕΛΖΝΙΚ, παραγωγός του «ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ», ήθελε στην αρχή η ταινία να γυριστεί σε κάποιο στούντιο, με αισιόδοξη μουσική και πρωταγωνιστή τον Νόελ Κάουαρντ στον ρόλο που πήρε τελικά ο ΟΡΣΟΝ ΟΥΕΛΣ. Πόσο διαφορετική θα ήταν τότε η ταινία! Πόσο λίγο θα την θυμόμασταν! Η σοφή επιλογή να γυριστεί η ταινία σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στη Βιέννη, σε πραγματικές τοποθεσίες, όπου τα πλήγματα του πολέμου ήταν ακόμα πολύ ορατά, ήταν που έκανε όλη τη διαφορά.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που έκανε την ταινία ξεχωριστή ήταν φυσικά και η μουσική του ΑΝΤΟΝ ΚΑΡΑΣ, που τον άκουσε κάποια μέρα τυχαία ο ΡΙΝΤ σε μια μπυραρία στη Βιέννη. Ο ΡΙΝΤ έψαχνε μια μουσική που να μην θυμίζει την παλιά Βιέννη των βαλς και δεν ήθελε βαρύγδουπα ορχηστρικά θέματα. Όταν άκουσε τη μελαγχολική, ταξιδιάρικη μουσική του ΚΑΡΑΣ που την έπαιζε στο όργανο ζίθερ, ενθουσιάστηκε και έφερε τον μουσικό στην Αγγλία, όπου εκεί ο ΚΑΡΑΣ δούλεψε έξι εβδομάδες πάνω στο σάουντρακ της ταινίας. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Η μουσική έγινε αμέσως τεράστια εμπορική επιτυχία, και ο ΚΑΡΑΣ έγινε διεθνής μουσικός σταρ.
Έπειτα, τι να πεις για το πρωταγωνιστικό καστ της ταινίας! Εκεί η ταινία πραγματικά εκτοξεύεται στα όρια του μύθου: στο ρόλο του καλοκάγαθου Αμερικανού συγγραφέα ο ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΤΕΝ, σταθερός συνεργάτης του ΟΡΣΟΝ ΟΥΕΛΣ, που έχει παίξει σε σπουδαίες ταινίες, σπουδαίων σκηνοθετών, ανάμεσά τους και ο Χίτσκοκ. Στο ρόλο της Άννα, η Ιταλίδα ΑΛΙΝΤΑ ΒΑΛΙ, πρωταγωνίστρια του Χίτσκοκ, του Βισκόντι, του Αντονιόνι και του Παζολίνι. Και στον ρόλο του Χάρι φυσικά ο ΟΡΣΟΝ ΟΥΕΛΣ, ο μεγάλος δημιουργός του ΠΟΛΙΤΗ ΚΕΪΝ, ο πολυτάλαντος «υπεράνθρωπος» του σινεμά, που σκηνοθετούσε, έπαιζε, έγραφε σενάρια, εκφωνούσε, ένας πραγματικά μυθικός καλλιτέχνης. Μάλιστα, η παρουσία του στην ταινία αν και μικρή κάνει τόσο αίσθηση και είναι τόσο χαρακτηριστική, που για χρόνια κυκλοφορούσε ο μύθος ότι είναι ταινία του ΟΥΕΛΣ και όχι του ΡΙΝΤ, και ότι ο ΟΥΕΛΣ συμμετείχε πολύ στη σκηνοθεσία και το σενάριο. Η αλήθεια είναι πως ο ΟΥΕΛΣ είχε συμβάλλει σε κάποιες ιδέες και ότι ευθύνεται για τις τελευταίες σειρές του μονολόγου του, που έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία! Αλλά είναι πάντα τόσο έντονη η παρουσία του στην οθόνη, που δημιουργήθηκε αμέσως η φήμη της προσωπικής του δημιουργίας! Από κει καταλαβαίνουμε και τον αντίκτυπο που είχε η ταινία αμέσως στους σινεφίλ σε όλο τον κόσμο. Η ταινία εκθειάστηκε από τους κριτικούς από την πρώτη στιγμή και θεωρείται ακόμα τώρα από τους κριτικούς αριστούργημα. Ο διάσημος Αμερικανός κριτικός Ρότζερ Έμπερτ, είναι από τους μεγάλους θαυμαστές της ταινίας, ενώ και ο κριτικός Τζιν Σίσκελ αποκάλεσε την ταινία «υποδειγματικό κινηματογραφικό έργο» ενώ και ο Τζέιμς Μπεραρντινέλι την αποκάλεσε ταινία-must για όλους τους λάτρεις του φιλμ νουάρ.
Η ταινία έχει κερδίσει, όπως είναι φυσικό και πολλά βραβεία και διακρίσεις σε διάφορες λίστες προτιμήσεων. Τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ Καννών 1949, το βραβείο Καλύτερης Ταινίας από τη Βρετανική Ακαδημία και το Όσκαρ Καλύτερης μαυρόασπρης Φωτογραφίας το 1951. Έχει ψηφιστεί Καλύτερη Βρετανική Ταινία όλων των εποχών από το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, μια από τις Καλύτερες Αμερικανικές Ταινίες όλων των εποχών (λόγω της συμμετοχής του Αμερικανού Σέλζνικ στην παραγωγή), μια από τις 10 καλύτερες κλασικές ταινίες αλλά και μια από τις καλύτερες ταινίες μυστηρίου που έγιναν ποτέ… Ήρθε η ώρα λοιπόν να γνωρίσουμε ποιος είναι «ο τρίτος άνθρωπος»…
Αποσπάσματα από κριτική του ROGER EBERT για την ταινία «Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»:
«Έχει υπάρχει ποτέ ταινία που η μουσική της να έχει ταιριάξει περισσότερο με τη δράση απ’ ότι στην ταινία του Κάρολ Ριντ, «Ο τρίτος άνθρωπος»; Η μουσική εκτελέστηκε σε ένα όργανο ζίθερ από τον Άντον Κάρας, που έπαιζε σε μια μπυραρία στη Βιέννη και τον άκουσε ένα βράδυ ο Ριντ. Ο ήχος είναι ανάλαφρος αλλά όχι χαρούμενος, σαν να σφυρίζεις στο σκοτάδι. Θέτει το ύφος της ταινίας. Η δράση ξεκινά σαν ένα ανέμελο καλαμπούρι και μετά αποκαλύπτει βάναυσες πλευρές.
Η ιστορία ξεκινά με έναν πρόλογο («Ποτέ δεν ήξερα την παλιά Βιέννη, την προπολεμική…». Η κατεστραμμένη μεταπολεμική πόλη έχει χωριστεί σε γαλλική, αμερικάνικη, βρετανική και ρώσικη ζώνη, όπου η κάθε μια έχει τους δικούς τους ύποπτους. Σε μια δίνη ίντριγκας πέφτει ένας αθώος Αμερικανός: ο Χόλι Μάρτινς (Τζόζεφ Κότεν), ένας αλκοολικός συγγραφέας λαϊκών μυθιστορημάτων γουέστερν. Έχει έρθει ύστερα από πρόσκληση του κολεγιακού του φίλου, Χάρι Λάιμ. Αλλά ο Λάιμ έχει ήδη πεθάνει όταν ο Μάρτινς φτάνει πια στη Βιέννη.
Πώς πέθανε ο Λάιμ; Αυτή η ερώτηση είναι η κινητήριος δύναμη που καθοδηγεί την πλοκή, καθώς ο Μάρτινς βουτά στον βούρκο που έχει αφήσει πίσω του ο Λάιμ. Ο Κάλογουεϊ (Τρέβορ Χάουαρντ), ο Βρετανός αστυνομικός επιθεωρητής, λέει ωμά στον Χάρι ότι ο Λάιμ ήταν ένας κακός άνθρωπος, και του δίνει τη συμβουλή να φύγει με το επόμενο τρένο. Αλλά ο Χάρι είχε ένα κορίτσι με το όνομα Άννα (Αλίντα Βάλι), που ο Χάρι βλέπει στον τάφο του Λάιμ, και ίσως αυτή έχει κάποιες απαντήσεις για τον μυστηριώδη θάνατο του Λάιμ. Και φυσικά, ο Χόλι ερωτεύεται την κοπέλα, παρόλο που η αφελής γιάνκικη καρδιά του προσκρούει στην δική της σθεναρή αντίσταση.
«Ο τρίτος άνθρωπος» (1949) δημιουργήθηκε από ανθρώπους που γνώριζαν την καταστροφή της Ευρώπης από πρώτο χέρι. Ο Κάρολ Ριντ είχε δουλέψει για τον Βρετανικό στρατό στη διάρκεια του πολέμου στον τομέα των ντοκιμαντέρ, ενώ στο σενάριο είναι ο Γκράχαμ Γκριν, που όχι μόνο έχει γράψει για κατασκόπους αλλά ενίοτε είχε υπάρξει και ο ίδιος ένας! Ο Ριντ διαφώνησε με τον αμερικανό παραγωγό του, Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, σχεδόν για κάθε λεπτομέρεια της ταινίας. ΟΣ Σέλζνικ ήθελε να κάνει τα γυρίσματα σε στούντιο, να χρησιμοποιήσει χαρούμενη μουσική και να βάλει τον ηθοποιό Νόελ Κάουαρντ στο ρόλο του Χάρι Λάιμ. Αν το είχε κάνει αυτό, η ταινία του θα είχε ξεχαστεί μέσα σε μια εβδομάδα. Ο Ριντ αρνήθηκε να είναι συμβατικός και έκανε τα γυρίσματα στη Βιέννη όπου υπήρχαν ακόμη βουνά από συντρίμμια, δίπλα σε κρατήρες από βόμβες που είχαν σκάσει στην πόλη και τα ερείπια μιας αυτοκρατορίας που στήριζαν τώρα μια απεγνωσμένη οικονομία μαύρης αγοράς. Και επέμενε να χρησιμοποιηθεί η μουσική του Αντόν Κάρας (το μουσικό θέμα της ταινία έγινε μια από τις μεγαλύτερα χιτ της δεκαετίας του ’50).
Ο Ριντ, μαζί με τον βραβευμένο με Όσκαρ διευθυντή φωτογραφίας του, Ρόμπερτ Κράσκερ, επινόησαν ένα παράτολμο, αξέχαστο οπτικό στυλ. Περισσότερα πλάνα, υποπτεύομαι, είναι στραβά παρά ίσια. Και υποδηλώνουν έναν κόσμο ξεχαρβαλωμένο. Υπάρχουν φανταστικά πλάνα από λοξή γωνία. Ευρυγώνιοι φακοί που παραμορφώνουν πρόσωπα και τοποθεσίες. Και παράξενος φωτισμός, που μετατρέπει την πόλη σε έναν εξπρεσιονιστικό εφιάλτη. Η Βιέννη στον «Τρίτο άνθρωπο» είναι ένα πιο ιδιαίτερο «μέρος» σχεδόν από οποιαδήποτε άλλη τοποθεσία στην ιστορία των ταινιών. Η δράση ταιριάζει στην πόλη σα γάντι.
Κι ύστερα, τα πρόσωπα: το ευρύ, καλοκάγαθο πρόσωπο του Κότεν, έρχεται σε αντίθεση με αυτά των «φίλων» του Λάιμ: τον διεφθαρμένο «Βαρώνο» Κουρτζ, τον πονηρό Δρ. Βίνκελ, τον πανούργο Ποπέσκου. Ακόμα και ένα μικρό αγόρι που κρατά μια λαστιχένια μπάλα μοιάζει με ζαρωμένο διαβολάκι. Τα μόνα έμπιστα πρόσωπα είναι αυτά των αθώων όπως του πορτιέρη, ή του μυώδη βοηθού του Κάλογουεϊ, που συνεφέρνει τον μεθυσμένο Χόλι με μια μπουνιά και μετά του ζητάει συγγνώμη. Ακόμα και οι ένοικοι είναι διεφθαρμένοι.
Όσο για τον ίδιο τον Χάρι Λάιμ: αυτός ο ρόλος επιτρέπει στον Όρσον Ουέλς να κάνει μια από τις πιο διάσημες εισόδους στην ιστορία του σινεμά, και να πει έναν από τους πιο διάσημους κινηματογραφικούς λόγους. Όταν πια ο Λάιμ τελικά εμφανίζεται στην ταινία έχουμε σχεδόν ξεχάσει ότι ο Ουέλς παίζει καν στην ταινία. Η σκηνή είναι αξέχαστη: το νιαούρισμα της γάτας στο κατώφλι, τα μεγάλα παπούτσια, η εριστική πρόκληση από τον Χόλι, το φως στο παράθυρο, και ύστερα, το πλάνο που πλησιάζει γρήγορα το πρόσωπο του Λάιμ, αινιγματικό και πειρακτικό, σαν να ήταν δύο συμφοιτητές που τους έπιασαν να κάνουν μια άτακτη πλάκα.
Ο περίφημος λόγος, λέγεται στη διάρκεια μιας βόλτας σε μια τεράστια ρόδα λούνα παρκ. Κάποια στιγμή, ο Λάιμ ανοίγει την πόρτα του κουβούκλιου που βρίσκονται και ο Χόλι ανήσυχος πιάνεται από την άκρη της πόρτας. Ο Χάρι προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Το συναισθηματικό επίκεντρο της ταινίας είναι ο ενθουσιασμός του Χόλι με την Άννα, η οποία αγαπά ακόμα τον Χάρι και του είναι ευγνώμων ό,τι κι αν μάθει γι’ αυτόν. Οι σκηνές ανάμεσα στον Χόλι και την Άννα είναι εμπλουτισμένες με μικρολεπτομέρειες, όπως ο τρόπος με τον οποίο μερικές φορές μπερδεύει το όνομα του Χόλι και τον αποκαλεί «Χάρι». Όλοι στην ταινία έχουν προβλήματα με τα ονόματα. Ο Χόλι αποκαλεί τον Κάλογουεϊ «Κάλαχαν» και ο Δρ, Γουίνκελ επιμένει ότι προφέρεται Βίνκελ. Αλλά και το όνομα στην ταφόπλακα του Χάρι Λάιμ έχει γραφτεί λάθος.
Η σκηνή καταδίωξης στον «Τρίτο άνθρωπο» είναι άλλο ένας κρίκος που ενώνει τη σωστή δράση με τη σωστή τοποθεσία. Ο Χάρι δραπετεύει μέσα στους υπόνομους όπως το ποντίκι που το στρίμωξες στη γωνία και ο Ριντ παρουσιάζει το κυνήγι ως ένα μακρύ, ηχηρό, άδειο τοπίο υπονόμων, με κοντινά πλάνα στο ιδρωμένο πρόσωπο του Λάιμ, με τα μάτια του να ψάχνουν απεγνωσμένα μια διέξοδο. Πιθανόν δεν υπάρχουν καθόλου φώτα στους υπονόμους της Βιέννης, αλλά υπάρχουν δυνατές πηγές φωτός εκτός πλάνου, πίσω από κάθε γωνία, δημιουργώντας μακριές σκιές, δημιουργώντας φιγούρες του Χάρι και των διωκτών του.
Ο Τρίτος άνθρωπος αντικατοπτρίζει τον οπτιμισμό των Αμερικανών και την κούραση της Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Είναι μια ιστορία για μεγάλους και μικρούς: μεγάλους σαν τον Κάλογουεϊ, που έχει δει από πρώτο χέρι τα αποτελέσματα των εγκλημάτων του Λάιμ, και παιδιών, όπως τον αφελή Χόλι, που πιστεύει στο απλοποιημένο καλό και κακό των μυθιστορημάτων γουέστερν που γράφει.
Από όλες τις ταινίες που έχω δει, αυτή εδώ ενσαρκώνει καλύτερα τη μαγεία του να πηγαίνεις σινεμά. Την είδα πρώτη φορά μια βροχερή μέρα σε ένα μικροσκοπικό, καπνισμένο σινεμά στη δυτική όχθη του Παρισιού. Έλεγε μια ιστορία υπαρξιακής απώλειας και προδοσίας. Ήταν μια ταινία κουρασμένη και σοφή, και το μεγαλειώδες στυλ της αντιδρούσε ενάντια στον διεφθαρμένο κόσμο που παρουσίαζε. Βλέποντάς την, συνειδητοποίησα πόσες πολλές χολιγουντιανές ταινίες ήταν σαν αυτά τα λαϊκά μυθιστορήματα γουέστερν που έγραφε ο Χόλι Μάρτινς: αφελείς φόρμουλες που παρέχουν χάπι έντ για παθητική κατανάλωση.»