Η Άννα, μια νεαρή ιστορικός τέχνης ετοιμάζει ένα τιμητικό αφιέρωμα στο έργο της ζωγράφου, Μαρίας Δήμου. Στο πλευρό της για να την βοηθήσει είναι ο σύντροφος της Δήμου, Άγγελος. Μαζί θα ξετυλίξουν το κουβάρι της ζωής της Μαρίας, της οποίας τον θάνατο τυλίγει ένα πέπλο μυστηρίου. Αυτοκτονία ή δολοφονία; Η Άννα σταδιακά βυθίζεται γοητευμένη στη ζωή της ζωγράφου, σύντομα, όμως, θα ανακαλύψει πως ο Άγγελος κρύβει πολλά μυστικά...
Πληροφορίες
Σημείωμα Σκηνοθέτη
Η ταινία «η Υπογραφή» καταγράφει την πορεία δύο ανθρώπων στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τη ζωή τους, να υπερβούν επιλογές που φάνταζαν οριστικές και δεσμευτικές, να αρνηθούν ρόλους και ταυτότητες, εγχείρημα που θα καταλήξει στη συντριβή τους. Ο Άγγελος και η Μαρία, πριν συναντηθούν ορίζουν δύο αντιθετικές περιπτώσεις του Είναι. Αυτός, ταλαντούχος χωρίς στήριξη και βοήθεια όμως, υποχρεωμένος να ζει στο σκοτάδι του καθημερινού βιοπορισμού. Εκείνη, με στήριξη και βοήθεια, που της προσφέρουν την επιθυμητή λάμψη του εφήμερου. Θα συναντηθούν και θα προσπαθήσουν να απελευθερωθούν από το βάρος των επιλογών τους. Η ανάγκη του Άγγελου, ως δημιουργού πλέον, να διεκδικήσει την ταυτότητά του και η ανάγκη της Μαρίας να σαρκώσει τη δική της ταυτότητα με πραγματική δημιουργία, ξαναβάζουν στη ζωή, με δραματικό τρόπο, αυτό που θέλησαν να αγνοήσουν, να υποβαθμίσουν: το ήθος σαν στάση ζωής. Αυτό που θα τους σώσει είναι ο έρωτας με το ούτως ή άλλως ενυπάρχον ήθος του. Ο περίγυρος όμως έχει κατανείμει ρόλους και ταυτότητες, θέλει να επιβεβαιώνεται η «εικόνα», αδιαφορεί για την ουσία της ύπαρξης. Ο Δημήτρης Ορφανός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να απαιτεί να ανταποκριθούν σε αυτό που επιτάσσει το συλλογικό, έστω και ως λανθάνον, απέναντι στο ατομικό: να υποστασιοποιούν τον κοινωνικό τους ρόλο.
Με όχημα την αφήγηση του Άγγελου, μορφικά, η ταινία εκτυλίσσεται μέσα από τη σύμπλευση παρόντος-παρελθόντος μέσα από επιλεκτικές καταδύσεις της μνήμης στον πάγο της ιστορίας για να ανασύρει και να επανασυναρμολογήσει στο παρόν το άλλο πρόσωπο της ίδιας ιστορίας.
Την πρόφαση για την αναθεώρηση των πραγμάτων παρέχει η αναδρομική έκθεση και το λεύκωμα-αφιέρωμα προς τιμήν της ζωγράφου. Και τα δύο, εξ’ ορισμού, επινοούν και τοποθετούν την «αλήθεια» τους στη θέση μιας πραγματικότητας που ο χρόνος ολοένα καθιστά πιο δυσπρόσιτη, ελάχιστα απτή και επικίνδυνα επαγωγική. Αναδρομή και αφιέρωμα, έννοιες καθ’ ολοκληρίαν διάτρητες, καταδικασμένες να αλιεύουν στερεότυπες εικόνες από ένα παρελθόν που ελάχιστα έχει να κάνει με το βιωμένο χώρο του ανθρώπου. To βιωμένο χώρο ως τόπο του πάθους και της ίδιας της περιπέτειας της ζωής και όχι της περιγραφής της. Αυτά τα στοιχεία-κάτω και από την πίεση της Άννας-θα φέρει στην επιφάνεια ο Άγγελος.
Ο Άγγελος παραμένει ξεχασμένος στο σκοτάδι του μέχρι που έρχεται η Μαρία να τον τραβήξει στο φως. Η επίδρασή της διττή και διχαστική. Μέσα από τον έρωτα αναζωπυρώνει τη φλόγα της δημιουργίας, πυροδοτεί τη ζωή. Από την άλλη όμως «δανείζει» στον εαυτό της και τον Άγγελο μια δημόσια εικόνα που συγχέει ταυτότητες και ρόλους, αναιρεί την ουσία του Είναι και τελικά κακοφορμίζει-μεσ’ την ενοχή- τον ίδιο τον έρωτα. Η Αρκαδία, ως κυριολεξία αλλά και ως ουτοπία, θα τους προσφέρει ένα προσωρινό καταφύγιο, θα αποδειχθεί όμως για άλλη μια φορά πως παραμένει πάντα στο επίπεδο του φαντασιακού, ακριβώς όπως και στις ειδυλλιακές εικόνες του Πουσέν αλλά και στα όνειρα του Γκαίτε.
Η έξοδος στο φως για τον Άγγελο είναι ταυτόχρονα παράδεισος και κόλαση. Σαν τα “Σκισμένα Πρόσωπα” της έκθεσής του, σχοινοβατεί σ’ ένα εφιαλτικό μεταίχμιο αντιθέσεων. Στο τέλος ο Άγγελος –αν και του δίνεται η δυνατότητα-επιλέγει να μείνει στο σκοτάδι, αρνείται να ξαναγράψει την ιστορία, δεν αποκαθιστά την αλήθεια. Θυσιάζει τη δική του ταυτότητα προκειμένου να μείνει αλώβητη η δημόσια εικόνα της Μαρίας.
Έχει προηγηθεί βέβαια η θυσία της Μαρίας όταν επωμίζεται τη λύση του δράματος, όταν κατά κάποιο τρόπο προσφέρει τη λύτρωση στον Άγγελο. Αλλά και η πράξη του Άγγελου, έστω εκ των υστέρων, υιοθετεί μια δίσημη συνθήκη που αφ’ ενός οριοθετεί, εγκλωβίζει την αλήθεια στο χώρο του ιδιωτικού και αφ’ ετέρου, δημόσια, δεν κλονίζει στερεότυπα και πλάνες. Δεν λέει ψέματα, απλά επιβεβαιώνει πως το όμορφο δεν είναι κατ’ ανάγκην και αληθινό. Σε αντίθεση με την Άννα που πιστεύει πως το ήθος ορίζει, διέπει ως ενυπάρχον, οτιδήποτε το αισθητικό. Η σύγκρουση μεταξύ τους εκτείνεται ανάμεσα σε δύο ακραία αντιθετικούς πόλους. Η αναλυτική σκέψη της Άννας έχει σαν οδηγό τα Πλατωνικό «το όμορφο είναι το απαύγασμα του αληθινού» και η συνθετική πράξη του ζωγράφου Άγγελου ενστερνίζεται την άποψη του Σαρτρ ότι «η τέχνη όπως πάντα ψεύδεται για να είναι αληθινή».
Η στάση του Άγγελου έχει συνέπεια, δεν στερείται ήθους. Είναι ένας άνθρωπος που λούστηκε στην αγάπη, την ακολούθησε στις νομοτέλειές της και δεν φοβήθηκε να καεί στο φως της. Στην αγάπη λογοδοτεί και αυτήν υπερασπίζεται. Η Άννα αλλά και οι θεατές της ταινίας παρακολουθούν τη ζωή του Άγγελου και της Μαρίας από τη στιγμή που διασταυρώνονται οι δρόμοι τους. Ο Άγγελος παρουσιάζει την πορεία τους μέσα από τρεις τρόπους. Αφηγείται, σήμερα, κατευθείαν στην κάμερα την ιστορία. Σχολιάζει off κομμάτια της ιστορίας που επιλέγει η μνήμη του. Ανασυνθέτει, ασχολίαστα, μια γραμμική εκτύλιξη του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, στο παρόν χτίζεται σιγά-σιγά η προσωπικότητα του Άγγελου. Μέσα από τη γνώση της προσωπικότητάς του γίνεται δυνατή πλέον η ερμηνεία και διαλεύκανση στάσεων και συμπεριφορών του παρελθόντος. Κλειδί για την κατανόηση ορισμένων πραγμάτων είναι το ζωγραφικό έργο του Άγγελου. Οι επιλεγμένοι πίνακες που αποκαλύπτονται στην κάμερα παρουσιάζουν την ιδιόμορφη και ενορατική σύνθεση μεταξύ της πραγματικότητας και της πρόσληψής της από τον Άγγελο. Σαν μέσα από κάτοπτρο ο Άγγελος κοιτά τη ζωή του, κοιτά τη σχέση του με τη Μαρία.
Το βλέμμα του πρισματικό, προφητικό συλλαμβάνει το “εσωτερικό ταξίδι”, την αθέατη πλευρά της ιστορίας. Γίνεται έτσι η ζωγραφική ένα μετωνυμικό σχόλιο πάνω στην αφήγηση και η ίδια η ταινία μια μετωνυμία της εικαστικής αναπαράστασης της. Η ταινία εγκαθιστά το διφορούμενο στη σχέση παρόντος/παρελθόντος. Συνθέτει στο παρελθόν μια νέα πραγματικότητα, μια καινούρια ιστορία και αποσυνθέτει στο παρόν αυτό που μόλις έστησε σαν πραγματικότητα του παρελθόντος. Κάθε εξιστόρηση του χθες από τον Άγγελο προϋποθέτει μια επιλογή, υιοθετεί μια στάση. Σήμερα η Άννα και ο θεατής, συχνά διακριβώνουν πως σημασία έχει ό,τι έμεινε έξω από τις επιλογές του Άγγελου, αυτό που δεν έγινε αντικείμενο των ιστοριών του. Κι εδώ εστιάζεται η προσοχή της Άννας: να ανακαλύψει τη στάση του αφηγητή, τον ίδιο τον αφηγητή. Στο τέλος δε, θα επιχειρήσει ακόμη και να υποκαταστήσει τον αφηγητή κάτι που θα της αρνηθεί όμως ο Άγγελος.
Ίσως ο λόγος του ποιητή “πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά να αισθανθεί ό, τι ο νους συνέλαβε” να χαρακτηρίζει το παρόν στην ταινία και τον τρόπο που το παρόν κοιτά το παρελθόν. Φως και σκοτάδι, καρδιά και νους παρουσιάζονται μεν σαν αντιθετικά δίπολα, δεν παύουν όμως να συνυπάρχουν στην πραγματικότητα. Ένα παρελθόν παραδομένο στις επιταγές της καρδιάς κλείνει μ’ ένα στοχαστικό παρόν που διεκδικεί το νηφάλιο λογισμό των έργων της αγάπης.
[[page_break]]
TRIVIA
1. Τα γυρίσματα κράτησαν 8 εβδομάδες και ολοκληρώθηκαν τα Χριστούγεννα του 2009. Τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, το Παρίσι και την Αρκαδία. Συγκεκριμένα στο Παρίσι έγιναν στον Σηκουάνα, στην περιοχή κοντά στον Πύργο του Άϊφελ, στο μετρό του Παρισιού και στο Μονπαρνάς. Στην Αρκαδία στις εξής περιοχές: στα χωριά Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βούρβουρα, Κάψια, στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό και την ιστορική γέφυρα του Μάναρη (η οποία χρονολογείται από το 1884 επί Τρικούπη).
2. Ο Γιώργος Χωραφάς εμφανίζεται στην ταινία σε δύο διαφορετικές ηλικίες: σαν 40άρης και σαν 60άρης. Για την ερμηνεία του στο σήμερα, σαν 60άρης, ενσωμάτωσε στοιχεία όχι μόνο ενός ηλικιωμένου αλλά και ενός ανθρώπου που ταλαιπωρείται από αναπνευστικά προβλήματα και από χημειοθεραπευτική αγωγή. Η μεταμόρφωση του αυτή στηρίχθηκε σε τροποποίηση τόσο στην κινησιολογία όσο και στην χροιά της φωνής του ανάμεσα στις δύο ηλικίες. Επίσης, μετά από πολύμηνες δοκιμές η παραγωγή κατέληξε σε ειδικό μακιγιάζ που θα τον έδειχνε μεγαλύτερο σε ηλικία, προσθέτοντας γένια, ασπρίζοντάς τα και με περούκα που έγινε κατόπιν ειδικής παραγγελίας και κατασκευής στην Ιταλία.
3. Ο Γιώργος Χωραφάς έχει ανατραφεί με τη γαλλική κουλτούρα και θεατρική παιδεία, μιλάει με άνεσή γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και ελληνικά, ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική, διαβάζει πολλά βιβλία και λατρεύει τα ταξίδια.
4. Η μουσική του Νίκου Κυπουργού είναι πρωτότυπη σύνθεση για την ταινία και η ηχογράφηση έγινε με την Καμεράτα στο studio Sierra. Για την ιστορία, είχαν προηγηθεί πρόβες με την Καμεράτα στο Μέγαρο Μουσικής και το remix έγινε επίσης στο studio Sierra. Ο Κυπουργός έχει ξανασυνεργαστεί με τον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο στις εξής ταινίες του:"Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη”, “Γιάννης Μόραλης”, “Ημερολόγια Καταστρώματος – Γιώργος Σεφέρης”, “Είδαν Τα Μάτια Μας Γιορτές”.
5. Ο Παναγιώτης Κουλουράς , που έχει ντύσει την ταινία με τους πίνακες του, είναι νέος ζωγράφος, αριστούχος της Σχολής Καλών Τεχνών στο τμήμα του Χρόνη Μπότσογλου με αρκετές ήδη ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στο ενεργητικό του. Στην ταινία προβάλλονται περίπου 25 δικοί του πίνακες , ενώ 8 από αυτούς ζωγραφίζονται μέσα στο πλάνο.
[[page_break]]
Πρεμιέρα με… ΥΠΟΓΡΑΦΗ!
Ο Γιώργος Χωραφάς, ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας, ΥΠΟΓΡΑΦΗ πραγματοποίησε την επίσημη πρεμιέρα της στους κινηματογράφους ΑΤΤΙΚΟΝ & ΑΠΟΛΛΩΝ Cinemax-Class!
Oι δύο κινηματογράφοι κατακλύστηκαν από εκατοντάδες θεατές, τους συντελεστές της ταινίας, Γιώργο Χωραφά, Στέλιο Χαραλαμπόπουλο, Νίκο Κουρή, Μαρία Πρωτόπαπα, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Κυπουργός αλλά και επώνυμους φίλους του ελληνικού κινηματογράφου, όπως οι Γιώργος Παπαλιός, Τάσος Μπουλμέτης, Νίκος Περράκης, Γιώργος Καραμίχος, Χρίστος Γεωργίου, Τάσσος Ψαρράς, Ντίνος Κατσουρίδης, Ντίνος Αυγουστίδης, Τίτος Πατρίκιος, Άλκηστις Μαραγκουδάκη κ.α.