Βασισμένη σε αληθινή ιστορία, η ταινία «The Fighter» διηγείται την σχέση δυο αδερφών μποξέρ, με φόντο τον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και αδυσώπητο κόσμο του μποξ. Η ιστορία ξεκινά καθώς ο Ντίκι, το καμάρι της πόλης που κάποτε αναμετρήθηκε με τον Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ, περνά δύσκολες στιγμές. Στο μεταξύ, ο Μίκι έχει εξελιχτεί ως ο βασικός πυγμάχος στην οικογένεια, με τη μητέρα του Άλις (Μελίσσα Λίο) να μανατζάρει την ανερχόμενη καριέρα του. Παρόλα αυτά, και παρά τη δυνατό αριστερό του χτύπημα, πάντα βγαίνει χαμένος στο ρινγκ. Όταν σε έναν από τους τελευταίους του αγώνες κινδυνεύει να χάσει και τη ζωή του, πείθεται από τη δυναμική του σύντροφο, την Σαρλίν (Έιμι Άνταμς) να κάνει το αδιανόητο: να μείνει μακριά από την οικογένειά του, να κοιτάξει το συμφέρον του και να ξεκινήσει προπονήσεις χωρίς τον προβληματικό του αδερφό. Ξαφνικά όμως, ο Μίκι βρίσκεται μπροστά στην ευκαιρία της ζωής του – να παίξει σε ένα αγώνα για ένα σημαντικό τίτλο. Για να το πετύχει όμως αυτό πρέπει να έχει στο πλευρό του τον αδερφό του και όλη του την οικογένεια. Αψηφώντας εκείνους που τον αμφισβητούν, ξεκινά έναν αγώνα που θα ενώσει ξανά τον Ντίκι, την Σαρλίν, την Άλις και όλα τα μέλη της οικογένειας Γουόρντ/ Έκλαντ, στη δική του γωνιά του ρινγκ και θα οδηγήσει σε μία από τις πιο διάσημες νίκες στην ιστορία του αθλήματος. Προς έκπληξη όλων, ο Μίκι θα γίνει πρωταθλητής, γνωστός ως ο ανθεκτικός και επίμονος πυγμάχος που αγωνίστηκε σκληρά κυρίως για να ενώσει και πάλι την οικογένειά του.
Πληροφορίες
H ταινία είναι υποψήφια για 6 Χρυσές Σφαίρες και 4 Βραβεία SAG:
6 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΧΡΥΣΗ ΣΦΑΙΡΑ:
ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ – ΔΡΑΜΑ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ (ΝΤΕΪΒΙΝΤ Ο’ΡΑΣΕΛ)
Α’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ (ΔΡΑΜΑ) – ΜΑΡΚ ΓΟΥΟΛΜΠΕΡΓΚ
Β’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ – ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΠΕΪΛ
Β’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ – ΕΪΜΙ ΑΝΤΑΜΣ & ΜΕΛΙΣΣΑ ΛΙΟ
4 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ SAG:
ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΚΑΣΤ
Β’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ – ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΠΕΪΛ
Β’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ – ΕΪΜΙ ΑΝΤΑΜΣ & ΜΕΛΙΣΣΑ ΛΙΟ
NATIONAL BOARD OF REVIEW:
ΒΡΑΒΕΙΟ Β’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ – ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΠΕΪΛ
Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Κρίστιαν Μπέιλ («Batman Begins», «The Dark Knight», «Terminator: Salvation»), στο ρόλο του Ντίκι Έκλαντ, ενός μποξέρ από την Μασαχουσέτη που κατέληξε να εθιστεί στο κρακ και την κοκαΐνη. Συμπρωταγωνιστής του Μπέιλ, είναι ο Μαρκ Γουόλμπεργκ («The Departed», «Max Payne»), ως ο «Ιρλανδός» Μίκι Γουόρντ. Η σκηνοθεσία της ταινίας είναι του Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ («Three Kings»).
Πληροφορίες για την παραγωγή
“Τι θα γίνει με τον αδερφό μου; Μου έχει μάθει ότι ξέρω. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν...”- Μίκι Γουόρντ
Εμπνευσμένη από μία απίστευτη αλλά πραγματική ιστορία, έρχεται η σκληρή, συναισθηματική και στοργική ταινία για έναν ασυνήθιστο ήρωα του μποξ, τον «Ιρλανδό» Μίκι Γουόρντ (Μαρκ Γουόλμπεργκ), και τον ετεροθαλή αδερφού του, Ντίκι Έκλαντ (Κρίστιαν Μπέιλ), οι οποίοι έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι για να δεθούν και πάλι μεταξύ τους, και στην πορεία να ενώσουν και πάλι όλη τους την οικογένεια.
Για χρόνια στην παραγωγή, η ταινία THE FIGHTER γυρίστηκε μέσα σε μόλις 33 μέρες, στις εργατικές συνοικίες του Λόουελ, στη Μασαχουσέτη. Από νωρίς, οι παραγωγοί Ντέιβιντ Χόμπερμαν και Τοντ Λίμπερμαν ενθουσιάστηκαν με την ιστορία του Μίκι και του Ντίκι και συνειδητοποίησαν ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία ιστορία για ένα αουτσάιντερ που τελικά κερδίζει. Ο πρωταγωνιστής και παραγωγός Μάρκ Γουόλμπεργκ, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ και ένα σφιχτοδεμένο καστ ένωσαν τις δυνάμεις τους προς ένα κοινό όραμα: να δώσουν ζωή στον οικογενειακό δεσμό του Μίκι και του Ντίκι, μέσα από μία σειρά από κωμικές, τρυφερές και θριαμβευτικές στιγμές που ξετυλίγονται τόσο μέσα σε καθιστικά σπιτιών όσο και στο ρινγκ.
Η ταινία THE FIGHTER έχει να κάνει με την οικογένεια, την αγάπη, τις σχέσεις και το να ξεπερνάς τις αντιξοότητες. «Η ιστορία είναι τόσο δυνατή, όσο και το άθλημα της πυγμαχίας,» εξηγεί ο Μαρκ Γουόλμπεργκ, ο οποίος εξασκήθηκε εντατικά για αρκετά χρόνια ώστε να μπορέσει να αποδώσει τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά τον απαιτητικό ρόλο του Μίκι Γουόρντ. «Ο Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ έγραψε ένα πραγματικά υπέροχο σενάριο, βασισμένο στον κόσμο της πυγμαχίας και στους ανθρώπους του. Κατάφερε να αιχμαλωτίσει το αγωνιστικό πνεύμα της ταινίας, και το ίδιο κάναμε και εμείς.»
[[page_break]]
Από τους δρόμους στη μεγάλη οθόνη: Πληροφορίες για την ιστορία
Η ιστορία της δύσκολης και αναπάντεχης ανέλιξης του Μίκι Γουόρντ σε ένα θρύλο του αθλήματος ήταν σαν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Η μεταφορά της ιστορίας στη μεγάλη οθόνη θα χρειαζόταν το ίδιο πάθος, αφοσίωση και σκληρή δουλειά από όλη την ομάδα των δημιουργών της, όσο και του ίδιου του Μίκι στον αγώνα του να κερδίσει τον τίτλο του πρωταθλήματος.
Εκείνο που ενθουσίασε τους παραγωγούς Τοντ Λίμπερμαν και Ντέιβιντ Χόμπερμαν είχε να κάνει και με τους ανίκητους δεσμούς μεταξύ των αδερφών και την αναζήτηση της οικογένειας για λύτρωση. Αυτά ήταν τα στοιχεία που έκαναν την ιστορία να αξίζει τον κόπο, σύμφωνα με τους παραγωγούς.
«Αναμιχθήκαμε στην ταινία THE FIGHTER όταν οι σεναριογράφοι Πολ Ταμάσι και Έρικ Τζόνσον μας έφεραν ένα 15λεπτο DVD σχετικά με τις ζωές των Ντίκι Έκλαντ και Μίκι Γουόρντ,», εξηγεί ο Χόμπερμαν. «Όταν ο συνεργάτης μου ο Τοντ και εγώ το είδαμε, συγκινηθήκαμε πολύ. Είναι μία ιστορία για το πώς κανείς μπορεί να πάει κόντρα σε όλα τα εμπόδια και να λυτρωθεί παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Μας αρέσει να μεταφέρουμε στον κινηματογράφο αυτού του είδους τις ιστορίες. Τους προτείναμε αμέσως να συνεργαστούμε και είπαν ναι.»
Ο Λίμπερμαν προσθέτει, «Πρέπει να είδα το DVD πεντακόσιες φορές. Η ιστορία αυτών των αδερφών και όλων των δυσκολιών που έπρεπε να ξεπεράσουν, με ενέπνευσε. Αισθανθήκαμε ότι είχε πολλούς συσχετισμούς με τα στοιχεία του δράματος, της λύτρωσης και της αδερφικής αγάπης.»
Η ιστορία θα χρειαζόταν τρία χρνια και το μαχητικό πνεύμα των δημιουργών για να φτάσει στη μεγάλη οθόνη. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ ήθελε από καιρό να κάνει μία ταινία για τον Μίκι Γουόρντ και τον Ντίκι Έκλαντ. Ο Χόμπερμαν και ο Λίμπερμαν ήταν ενθουσιασμένοι που θα συνεργάζονταν με τον Γουόλμπεργκ. Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ο΄Ράσελ καθοδήγησε την παραγωγή σε ένα εντατικό, γρήγορο πρόγραμμα που βοήθησε ώστε το καστ και το συνεργείο να μπουν βαθιά μέσα στο πνεύμα των χαρακτήρων και στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις εργατικές συνοικίες της Αμερικής, στις οποίες το μποξ είχε μεγάλη απήχηση.
«Ήταν προφανές ότι θα ενσάρκωνε τέλεια τον Μίκι Γουόρντ,» λέει ο Χόμπερμαν. Ο Λίμπερμαν προσθέτει, «Από τη στιγμή που αρχίσαμε να ερευνούμε για την ιστορία, ξέραμε ότι ο Μαρκ θα ήθελε να παίξει τον Μίκι. Ο Μίκι ήταν από παλιά ένας από τους αγαπημένους του ήρωες και ήξερε την ιστορία καλύτερα από τον καθένα.»
Ο Ράσελ αντιμετωπίζει το THE FIGHTER και ως μία ιστορία αγάπης. Την προσέγγισε όχι μόνο ως μία ιστορία που αφορούσε τον αδερφικό δεσμό του Μίκι με τον Ντικι, αλλά και ως την ιστορία του Μίκι στην προσπάθειά του να φέρει κοντά την οικογένειά του με τη γυναίκα που αγαπά και να βάλει στο επίκεντρο της ιστορίας τη σύγκρουση μεταξύ της Σαρλίν και της οικογένειάς του. «Η ταινία THE FIGHTER έχει να κάνει με ανθρώπους που είναι πραγματικά απλοί, καθημερινοί, όπως όλοι μας,» λέει. «Αυτού του είδους οι τύποι είναι οι καλύτεροι χαρακτήρες από κινηματογραφικής απόψεως και οι συγκεκριμένοι ήταν ταυτόχρονα οι αυθεντικοί χαρακτήρες του Λόουελ την εποχή εκείνη. Το Λόουελ είναι μία εργατική πόλη έξω από τη Βοστώνη και αυτή η οικογένεια έχει ιδιαίτερη θέση σε αυτήν. Έχει ένα δικό της τρόπο ζωής. Η μητέρα είναι μια βαμμένη ξανθιά νοικοκυρά με το τσιγάρο στο στόμα και το ποτό στο χέρι, που διαχειρίζεται την καριέρα των γιών της εδώ και δύο δεκαετίες. Του Ντίκι, που είναι ο μεγαλύτερος ήρωας του Λόουελ, μετά τον Τζακ Κέρουακ. Είναι αυτός ο ζεστός, χαρισματικός, χαλαρός τύπος που καμία φορά σε βγάζει και από τα ρούχα σου. Και του μικρότερου αδερφού του, του Μίκι, που είναι ήσυχος, πειθαρχημένος και δεν μπορεί να αποφασίσει με ποιο τρόπο να διαχωρίσει τον εαυτό του από την οικογένειά του.»
Συνεχίζει: «Ήθελα να πω την ιστορία αυτών των ανθρώπων και του κόσμου στον οποίο ζουν. Πραγματικά μπαίνουν στην καρδιά σου. Και μερικές φορές είναι ξεκαρδιστικοί. Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι αυθεντικοί.»
Για να γράψουν το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου, οι σεναριογράφοι Πολ Ταμάσι, που έκανε και την παραγωγή της ταινίας, και ο Έρικ Τζόνσον, που ήταν και εκτελεστής παραγωγής, πέρασαν πολλές ώρες στο Λόουελ, παίρνοντας συνεντεύξεις από όλους όσους συνδέονταν με την ιστορία, συλλέγοντας ένα πολύ καλό δείγμα από την κοινότητα. Το 1920, το Λόουελ, που θεωρείτο σημαντική βιομηχανική πόλη της Ανατολικής Ακτής, η οποία κτίστηκε με τη σκληρή δουλειά των μεταναστών, υπέστη τις συνέπειες μία μεγάλης ύφεσης που συνοδεύτηκε από το κλείσιμο πολλών εργοστασίων. Στο πλαίσιο αυτό, το μποξ έγινε διέξοδος για αρκετούς από τους νέους της πόλης και το ρινγκ έγινε μία δεύτερη ευκαιρία για όσους ήθελαν να καταφέρουν κάτι άλλο στη ζωή τους.
«Υπήρχαν σχεδόν τριάντα γυμναστήρια του μποξ εκείνη την εποχή στο Λόουελ,» εξηγεί ο Τζόνσον. «Το μποξ θεωρείτο το μέσο για μία καλύτερη ζωή που θα τους έβγαζε από τη φτώχια. Όταν έκλεισαν τα εργοστάσια, η ανεργία αυξήθηκε και το μποξ ήταν η ευκαιρία για μία καλύτερη ζωή.»
Ο Ταμάσι σημειώνει ότι η οικογένεια Γουόρντ/ Έκλαντ θεωρείτο χαρακτηριστική και ιδιαίτερα σημαντική στην τοπική κοινωνία του Λόουελ. «Η οικογένεια αυτή είναι πολύ αντιπροσωπευτική της κατάστασης που επικρατεί στην πόλη. Είναι κλειστή. Αποτελεί καταφύγιο για τα μέλη της,» λέει.
Μετά από το αρχικό προσχέδιο του Τζόνσον και του Ταμάσι, ο Ράσελ συνέχισε το σενάριο με τον σεναριογράφο Σκοτ Σίλβερ, που είχε επιμεληθεί το σενάριο του 8 Mile, μίας ταινίας γυρισμένης στο Ντιτρόιτ, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Έμινεμ. Ο Σίλβερ θέλησε να προσθέσει και άλλα επίπεδα στην ιστορία, όπως το χιούμορ.
Καθώς πλησίαζε το στάδιο της παραγωγής, έγινε προτεραιότητα για τον Ράσελ να αναμίξει στην ιστορία ολόκληρη την οικογένεια Γουόρντ/ Έκλαντ, και την πόλη του Λόουελ, μία διαδικασία η οποία προσέδωσε μία δόση αυθεντικότητας στην ταινία, στους ηθοποιούς και στο συνεργείο.
«Θέλαμε να σεβαστούμε αυτούς τους ανθρώπους και ταυτόχρονα να είμαστε απολύτως πιστοί στην αλήθεια της ιστορίας τους,» λέει ο Ράσελ, «και μας ενέπνευσαν να το κάνουμε αυτό επειδή είναι συμφιλιωμένοι με αυτό που είναι.»
[[page_break]]
Ο κεραυνός από την Ιρλανδία:
Ο Μάρκ Γουόλμπεργκ είναι ο Μίκι Γουόρντ
Όταν έφτασε η ώρα να διαλέξουν ηθοποιό για να ενσαρκώσει τον Μίκι Γουόρντ – τον αδύνατο μποξέρ - γνωστό και ως Κεραυνό από την Ιρλανδία, για τα αναπάντεχα χτυπήματά του, με τα οποία κέρδιζε τους αγώνες στα τελευταία λεπτά – δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Μάρκ Γουόλμπεργκ θα έπαιρνε το ρόλο.
Ο Γουόλμπεργκ ήταν παθιασμένος για χρόνια με την ιδέα του να κάνει μία ταινία για τα πάνω και τα κάτω της θυελλώδης σχέσης των αδερφών Μίκι Γουόρντ και Ντίκι Έκλαντ. Στην πραγματικότητα, είχε ο ίδιος πλησιάσει προσωπικά και τους δύο ζητώντας τη βοήθειά τους για την ταινία. Έτσι, όχι μόνο πρωταγωνιστεί στην ταινία THE FIGHTER, αλλά είναι και παραγωγός της.
Πριν η ταινία πάρει το «πράσινο φως», ο Γουόλμπεργκ ξεκίνησε πυρετώδη προετοιμασία. Για τρία χρόνια, έπαιρνε μαζί του τον προπονητή του σε όλες τις άλλες δουλειές που αναλάμβανε και έκανε συνεχώς προπόνηση μαζί του. «Αυτό πολλές φορές σήμαινε ότι έπρεπε να σηκώνεται από τις 4 το πρωί,» λέει, «να πηγαίνει στο γυμναστήριο για δύο ώρες, να κάνει ντους και μετά να πηγαίνει σε κάποια άλλη δουλειά, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας γυρισμάτων, ξέκλεβε χρόνο και πήγαινε στο τροχόσπιτό του να εξασκηθεί.»
Ο παραγωγός Ράιαν Κάβανο προσθέτει, «ο Μάρκ ήταν απίστευτα παθιασμένος με αυτήν την ταινία για πολλά χρόνια. Έζησε με αυτήν την ιδέα και πίστεψε σε αυτήν πολύ βαθιά. Κατάφερε να γίνει ο Μικι Γουόρντ, απ΄ όλες τις απόψεις.»
Στο πλαίσιο της προπόνησης με τον Μπο Κλίρι, ο Γουόλμπεργκ δούλεψε και με άλλους πυγμάχους, ώστε να αποκτήσει την ικανότητα να βελτιώσει την τεχνική του. Ο Γουόλμπεργκ συνοψίζει: «Κάθε μέρα ζούσα και ανέπνεα μέσα από την πυγμαχία ώστε να γίνω ο Μίκι Γουόρντ. Ήξερα τις προσδοκίες που είχε ο Μίκι και οι δικές μου ήταν το ίδιο υψηλές. Ήθελα να είμαι πιστευτός από κάθε πλευρά του ρόλου, συμπεριλαμβανομένης και της πυγμαχίας. Δεν ήθελα να βασιστώ στο μοντάζ ή στη χορογραφία. Ήθελα πραγματικά να φαίνομαι και να είμαι.»
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησαν τα γυρίσματα, ο Γουόλμπεργκ ήταν σχεδόν επαγγελματίας πυγμάχος. Ήταν επίσης έτοιμος να μπει στον εσωτερικό κόσμο του Μίκι, έναν άνθρωπο που ήταν διχασμένος ανάμεσα στην αφοσίωση στην οικογένειά του και στην ανάγκη του να σταθεί στα δικά του πόδια.
«Ο Μάρκ μπήκε στο πετσί του Μίκι,» λέει ο Ντείβιντ Ο΄Ράσελ. «Συγκινείτο όπως εκείνος, ντυνόταν όπως εκείνος και υιοθέτησε το στιλ που πυγμαχούσε με μεγάλη ακρίβεια. Περισσότερο απ΄ αυτό, πιστεύω ότι τον κατάλαβε βαθιά. Όπως ο Μίκι, δεν το βάζει ποτέ κάτω. Τον διακρίνει η ίδια ένταση. Είναι μία ήρεμη, τρομακτική ένταση που όταν ξεσπά, είναι πολύ δυνατή.»
Συνεχίζει: «Ο Μαρκ ήταν πυγμάχος, είχε μπει και κάποιο διάστημα στη φυλακή, οπότε ‘φέρνει’ αυτήν την πραγματικότητα, αυτήν την ψυχή και όλη αυτήν την εμπειρία στο χαρακτήρα του Μίκι. Ο Μαρκ έβαλε τον πήχη πολύ ψηλά, με την αφοσίωση που έδειξε στο ρόλο και την αγάπη που έδειξε σε αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό έδωσε ώθηση σε αυτά που έκαναν και όλοι οι άλλοι, είτε επρόκειτο για τον υπεύθυνο για το μακιγιάζ ή το σκηνοθέτη.»
Ο πραγματικός Μίκι Γουόρντ ήταν ενθουσιασμένος που ένας ηθοποιός με το χάρισμα και την υποκριτική ικανότητα του Γουόμπεργκ, πήρε το ρόλο. «Μου άρεσε επίσης το ότι ήταν ένας απλός τύπος από το Ντόρτσεστερ και ότι ήξερε το παρελθόν μου. Είναι κάποιος που έχει ζήσει στους δρόμους,» λέει ο Γουόρντ.
Ο Γουόρντ, νικητής του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του 2000 εναντίον του Σι Νίρι και νικητή δύο «Αγώνων της Χρονιάς (Fights of the Year)» εναντίον του Αρτούρο Γκάτι και ενός «Fight of the Year» εναντίον του Εμάνουελ Μπάρτον, λέει ότι εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από το επίπεδο αφοσίωσης του Γουόλμπεργκ κατά την προετοιμασία του ρόλου. «Πραγματικά είχε κάνει τη δουλειά που πρέπει,» σημειώνει ο Γουόρντ. «Με την αφοσίωση και την επιμονή που επέδειξε, ο Μαρκ βοήθησε ώστε να γίνει πραγματικότητα αυτή η ταινία. Δεν υπάρχουν λόγια να τον ευχαριστήσω.»
Ο Γουόρντ μπήκε ακόμα και στο ρινγκ με τον Γουόλμπεργκ. «Χτυπάει γερά και ξέρει που να σε στριμώξει,» λέει ο Γουόρντ για τον άνθρωπο που κατάφερε να τον μιμηθεί στην εντέλεια. «Με μιμήθηκε πολύ καλά! Ήμουν γεμάτος χτυπήματα τις επόμενες μέρες. Του το ανταπέδωσα. Αλλά το περίμενε. Με ξέρει καλά, και ήξερε τι τον περίμενε.»
[[page_break]]
Σκληρά κτυπήματα:
Ο Κρίστιαν Μπέιλ είναι Ντίκι Έκλουντ
Και ενώ ο Γουόλμπεργκ έμοιαζε έτοιμος να παίξει το ρόλο του Μίκι Γουόρντ, έπρεπε να αρχίσει η αναζήτηση για έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του ως Ντίκι Έκλαντ. Ο Ντίκι έχει πολλά επίπεδα. Ως πυγμάχος, είναι γνωστός για τη σιδερένια του αντοχή, τη στρατηγική του και την απίστευτη ταχύτητά του. Μεταξύ των φίλων του στο Λόουελ, είναι γνωστός για το ταλέντο του, τη φιλικότητα και το χιούμορ του. Όμως στο δρόμο, μπλέχτηκε με τη βία και τα ναρκωτικά, γεγονός που τον οδήγησε στη φυλακή για 10-15 χρόνια. Ο Κρίστιαν Μπέιλ γνωστός για την ικανότητά του να «εισχωρεί» στις ζωές πολύ έντονων χαρακτήρων, γεγονός που έχει αποδείξει παίζοντας το σκοτεινό ήρωα Batman στη ταινία The Dark Knight μέχρι τον Τρέβορ Ρέζνικ στην ταινία The Machinist, έκανε κάτι αντίστοιχο και για τον ρόλο του Μίκι.
«Ο Κρίστιαν ήταν τέλειος για το ρόλο, επειδή ανήκει σε αυτό το είδος των ηθοποιών – χαμαιλεόντων που μπορούν να μεταμορφώνονται,» λέει ο Ράσελ. «Πέρασε πολύ χρόνο με τον πραγματικό Ντίκι Έκλαντ και έγινε σαν και αυτόν.» Και ο Ντίκι Έκλαντ και ο Μίκι Γουόρντ ήταν ευχαριστημένοι με αυτήν την επιλογή. «Όταν ο Κρίστιαν μπήκε στην ομάδα των ηθοποιών, ο Ντίκι ευχαριστήθηκε πολύ,» θυμάται ο Γουόρντ. «Αν δεις τον Ντίκι και αμέσως μετά τον Κρίστιαν έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις τον ίδιο άνθρωπο. Τον κόπιαρε τέλεια. Ήταν φοβερό το να τον παρακολουθείς.»
Ο Μπέιλ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τον εσωτερικό κόσμο του Έκλαντ, που ήταν γεμάτος γοητεία αλλά και δαίμονες, και δεν κρατιόταν να τον γνωρίσει από κοντά. «Ο Ντίκι είναι πολύ ενδιαφέρον χαρακτήρας,» σχολιάζει. «Ήμουν πολύ χαρούμενος που τον γνώρισα. Το ταλέντο του είναι τόσο ξεχωριστό, παρόλο που ο ίδιος δεν το συνειδητοποιούσε σε όλη του την έκταση, αλλά έπεφτε και σε ακρότητες. Είχε πολλά πάνω και κάτω. Ο Ντίκι ήταν τόσο προικισμένος από τη φύση, που μπορούσε να πίνει όλο το βράδυ και μετά να μπαίνει στο ρινγκ το πρωί. Όμως αργά ή γρήγορα δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι, και συνεπώς ήταν δύσκολο για αυτόν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Θα μπορούσε να γίνει πρωταθλητής. Πέρα απ΄ όλα αυτά πάντως, είχε χρυσή καρδιά.»
Ήταν επίσης πολύ ενθουσιασμένος από τον τρόπο που η πολύπλοκη αλλά και βαθιά αδερφική σχέση του Ντίκι και του Μίκι παρουσιαζόταν στο σενάριο. «Οι δύο αδερφοί ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους,» λέει. «Ο Μίκι ήταν της σκληρής δουλειάς και της πειθαρχίας. Ήταν τέτοια η απόσταση μεταξύ τους, που ο Μίκι ήταν φρουρός στην ίδια φυλακή που εξέτισε την ποινή του ο Ντίκι. Παρόλα αυτά ήταν πολύ δεμένοι, με έναν τρόπο που μόνο τα αδέρφια μπορούν να είναι. Είχαν πραγματικά ανάγκη ο ένας τον άλλο. Ήταν σε τόσο διαφορετικές τροχιές στη ζωή τους, αλλά τελικά, κανείς από τους δυο τους δεν μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει χωρίς τον άλλο.»
Ο Μπείλ ξεκίνησε να ετοιμάζεται για τον ρόλο αλλάζοντας την εξωτερική του εμφάνιση, χάνοντας περίπου 13 κιλά ώστε να διαφανεί η νευρώδης κορμοστασιά του, η οποία είχε υποστεί πολλές φθορές λόγω του τρόπου ζωής τους. Και εκείνος, ξεκίνησε εντατικές προπονήσεις στην πυγμαχία, δουλεύοντας με τον πραγματικό Ντίκι Έκλαντ, ώστε να μπορεί να μιμηθεί τις κινήσεις του. Για πρώτη φορά σε ρινγκ, ο Μπέιλ λέει επίσης, ότι έπρεπε να μάθει να σκέφτεται σαν πυγμάχος.
«Στο ρινγκ πρέπει να μάθεις να ηρεμείς το μυαλό σου, επειδή πρέπει να το σταματάς, όταν απλά σε οδηγεί με το ένστικτο, να επιτεθείς σε κάποιον που προσπαθεί να σε χτυπήσει. Πρέπει να ηρεμείς, να ρίχνεις τους χτύπους της καρδιάς σου. Πάντως από τη στιγμή που ξεκινάς τις προπονήσεις, εθίζεσαι αμέσως σε αυτό,» παραδέχεται ο Μπέιλ.
Καθώς ο Μπέιλ άρχισε να μπαίνει όλο και περισσότερο μέσα στο ρόλο τόσο σε σωματικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο, περνούσε όλο και περισσότερο καιρό με τον Ντίκι. «Αρχικά ανησυχούσα ότι ίσως ήταν δύσκολο να τον έχω μαζί μου στα γυρίσματα, αλλά τελικά δεν συνέβη αυτό,» λέει ο Μπέιλ. «Προσωπικά, δεν θα μπορούσα να κάθομαι ήσυχα στη γωνιά μου και να παρακολουθώ έναν ηθοποιό να με ενσαρκώνει, αλλά ο Ντίκι το έκανε. Εμπιστεύτηκε τον τρόπο με τον οποίο τον ενσάρκωνα.»
Όλοι στο σετ έμειναν έκπληκτοι με τον τρόπο που ο Μπέιλ έπαιζε τον Ντίκι, ειδικά με το πώς αναπαριστούσε τη σχέση που είχε με τον Γουόλμπεργκ. Ο Τοντ Λίμπερμαν λέει: «Ο Κρίστιαν πραγματικά κατάφερε να μιμηθεί τις κινήσεις του Ντίκι, τον τρόπο που μιλούσε. Η χημεία που είχε με τον Μαρκ, μοιάζει πολύ με τη σχέση που είχαν ο Μίκι και ο Ντίκι στην πραγματικότητα. Το τελικά αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Ενσαρκώνει κάποιον που έχει πολλά ελαττώματα, αλλά και ταλέντο, το οποίο χαραμίζει εξαιτίας των ναρκωτικών. Και μετά, κατά τη διαδικασία της κάθαρσης, συνειδητοποιεί ότι η σχέση του με τον αδερφό του είναι πιο σημαντική από τους προσωπικούς του στόχους και φιλοδοξίες. Και αυτό είναι πολύ δυνατό.»
Για τον Ντέιβιντ Ο΄Ράσελ, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα ήταν να «αιχμαλωτίσει» τον τρόπο που ο Ντίκι ήταν ανέκαθεν μία σημαντική φιγούρα στην πόλη του Λόουελ, κάποιος που γνώριζαν σχεδόν όλοι, τον οποίο είτε θαύμαζαν, είτε ανησυχούσαν για αυτόν. Και ο Μπέιλ, λέει, το έπιασε αυτό. «Ο Κρίστιαν είναι ένας πολύ ήσυχος τύπος, αλλά παίζοντας τον Ντίκι, μπόρεσε να γίνει αυτή η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και έντονη προσωπικότητα, στην οποία αρέσουν οι κοινωνικότητες. Εκείνο που εννοώ είναι ότι ο Ντίκι ήταν φίλος και τους ήξερε όλους στο Λόουελ. Λες και ήταν δήμαρχος. Και ο Κρίστιαν κατάφερε να γίνει αυτός ο τύπος.»
[[page_break]]
Χωρίς γάντια:
Η Έιμι Άνταμς είναι η Σαρλίν
Για να παίξει την Σαρλίν, την μπαργούμαν που φέρνει τα πάνω κάτω στη δική του γωνία του ρινγκ, ο Ντέιβιντ Ο΄Ρασελ προσέγγισε την Έιμι Άνταμς, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ, για τις ταινίες Junebug και Doubt. Την Άνταμς την τράβηξε περισσότερο στην ταινία η προοπτική να συνεργαστεί με τον Ράσελ.
«Είχα γνωριστεί με τον Ντέιβιντ σε μία άλλη ταινία,» θυμάται η Άνταμς «και ήμουν αποφασισμένη να δουλέψω ξανά μαζί του. Και μετά μου τηλεφώνησε και μου πρότεινε το ρόλο. Διάβασα μία σκηνή και ήμουν σίγουρη ότι έπρεπε να παίξω την Σαρλίν. Ενθουσιάστηκα με την ιδέα.»
Η Άνταμς ήταν ενθουσιασμένη εν μέρει και για την ευκαιρία που είχε να ενσαρκώσει ένα χαρακτήρα που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο, από αυτούς που είχε στο παρελθόν – μία σκληρή και δυναμική γυναίκα της εργατικής τάξης που ξέρει ποια είναι, δεν σηκώνει αστεία, λέει ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό της και μπορεί να προστατεύει μόνη της τον εαυτό της.
Ο Ράσελ λέει για το ρόλο: «Ο χαρακτήρας της Έιμι είναι μία γυναίκα που μπορεί να σε βάλει στη θέση σου. Είναι σκληρή και ο Μίκι χρειάζεται δίπλα του κάποια σαν και αυτή. Χρειαζόταν κάποια τόσο σκληρή, όσο αυτή, ώστε να αποκοπεί από την απίστευτη επιρροή που ασκούσε πάνω του η οικογένειά του. Μία επιρροή που ήταν ταυτόχρονα καταστροφική και εποικοδομητική.»
Συνεχίζει: «Η Έιμι έπαιξε κόντρα ρόλο. Άλλαξε ακόμα και τον τόνο της φωνής της. Η Έιμι είναι στην πραγματικότητα πολύ ζεστός άνθρωπος, αλλά από τη στιγμή που έκανε την Σαρλίν, δεν χαμογελούσε και έπαψε να είναι φιλική. Μια μέρα τη ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπε ‘ Τίποτα. Απλά ‘ζω’ τον χαρακτήρα.’ Ήταν έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ήταν εκπληκτική και ο χαρακτήρας της τόσο δυναμικός και σκληρός. Αυτό το γεμάτο αυτοπεποίθηση κορίτσι, με το μπερδεμένο παρελθόν, αποφασισμένη να τα αφήσει όλα πίσω της.»
Την Άνταμς ενέπνευσε ιδιαίτερα - κάτι που περίμενε - η συνεργασία της με τον Ράσελ. «Έχει όλες αυτές τις σπουδαίες ιδέες για την Σαρλίν και το πώς ήθελε να παρουσιάσει το χαρακτήρα της, το πώς ήθελε να μιλά, με ποιο ρυθμό. Την ήθελε να είναι βράχος για τον Μίκι, να συγκρουστεί με το χαοτικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε. Συζητήσαμε για το πώς η Σαρλίν είναι εκείνη που κατά κάποιο τρόπο τον ηρεμεί και τον κάνει να ξαναδεί τη ζωή του με άλλα μάτια.»
Καταλήγει: «Ο Ντέιβιντ πραγματικά με πίεσε να ξεχάσω τον τρόπο, με τον οποίο δούλευα στο παρελθόν και μου έδειξε πώς να απελευθερώνομαι κατά τη διαδικασία αφήγησης της ιστορίας.»
Η Άνταμς είχε επίσης την ευκαιρία να συναντήσει την πραγματική Σαρλίν. «Ήθελα να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί της, αλλά είχα δει κάποιες κασέτες με αυτήν και είχα μιλήσει με πολλούς ανθρώπους για αυτήν. Είναι πολύ προσγειωμένη και ευθύς,» σχολιάζει. «Η ενέργεια που η οικογένεια έφερνε στο σετ ήταν πραγματικά θετική. Ήταν έμπνευση να βλέπεις κάθε μέρα αυτούς τους ανθρώπους που εξακολουθούν να είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο και με την κοινωνία.»
[[page_break]]
Μία σκληρή μητέρα:
Η Μελίσσα Λίο είναι η Άλις Γουόρντ
Η υποψήφια για Όσκαρ Μελίσσα Λίο (Frozen River) συμπληρώνει το βασικό καστ, ενσαρκώνοντας την Άλις Γουόρντ, τη μητέρα – μάνατζερ του Μίκι και του Ντίκι και τη βασική αντίπαλο της Σαρλίν, αλλά και του οποιοδήποτε θα τολμούσε να μπερδευτεί στις ζωές των γιών της. Η Λίο, γνωστή για τη μακρόχρονη συμμετοχή της στην τηλεοπτική σειρά Homicide, αλλά και σε αρκετές ανεξάρτητες κοινωνικές ταινίες, ήταν η πρώτη επιλογή του Γουόλμπεργκ για να ενσαρκώσει έναν από τους πιο ζωντανούς και επίμονους χαρακτήρες της ταινίας.
«Υπήρχαν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι που συζητούσαν για αυτό το ρόλο αρχικά, αλλά είχα δει την Μελίσα στην ταινία Frozen River και είπα ‘αυτήν πρέπει να πάρεις,» θυμάται ο Γουόλμπεργκ.
Σήμα κατατεθέν της Άλις είναι τα ξεβαμμένα της μαλλιά, τα ψηλά τακούνια και τα κολλητά λεοπάρ φορέματα. Αυτό είναι μία μεγάλη αλλαγή από την πραγματική Μελίσσα που όπως λέει ο Ντέιβιντ Ο΄Ράσελ είναι περισσότερο «κορίτσι της εξοχής που τριγυρνά με φλατ παπούτσια.» Ωστόσο, η Λίο μπήκε στο πετσί του ρόλου χωρίς να διστάσει ούτε μία στιγμή.
Ο σκηνοθέτης συνεχίζει: «Η Άλις είναι φανταστική, ένας πολύπλευρος χαρακτήρας που έχει πολύ ενδιαφέρον. Είναι κάποια που αγαπά πολύ τους γιους της, αλλά θεωρεί ότι πρέπει να είναι σκληρή μαζί τους, γιατί σκληρός είναι και ο κόσμος του μποξ. Ασχολείται με ότι τους απασχολεί και ανησυχεί μήπως κάποιος τους εξαπατήσει. Η Άλις πιστεύει βαθιά ότι μόνο η οικογένεια μπορεί να σε προστατέψει, ότι μόνο την οικογένειά του μπορεί να εμπιστευτεί κανείς. Είναι πεισματάρα και θέλει να ελέγχει τα πάντα και φοβάται ότι η Σαρλίν θα τραβήξει μακριά της τον Μίκι. Ωστόσο είναι πάντα καλοπροαίρετη.»
Η Λίο ήταν ενθουσιασμένη με τον χαρακτήρα. Πόσο μάλλον όταν γνώρισε την πραγματική Άλις. «Όταν γνώρισα την Άλις, ένιωσα ευθύνη απέναντί της,» λέει. «Είναι πολύ διαφορετική από εμένα. Έχουμε διαφορά ηλικίας και διαφορετικό κώδικα αξιών. Οπότε ήταν ένα μεγάλο άλμα να δεχτώ να παίξω τον ρόλο. Υπήρχαν όμως πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι που συνεισέφεραν στο να ‘στήσω’ το χαρακτήρα. Ο Τζόνι που επιμελήθηκε το χτένισμά μου και η Τρις στο μέικαπ. Το ίδιο και ο Μαρκ Μπρίτζες που ήταν υπεύθυνος για τα κοστούμια και ασφαλώς ο Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ που πραγματικά με βοήθησε να ζωντανέψω την Άλις στη μεγάλη οθόνη.»
Ιδιαίτερη πρόκληση παρουσίαζε για την Λίο η σχέση της Άλις με τη γυναίκα την οποία αγαπά ο γιος της: την Σαρλίν. «Η σχέση μεταξύ της Άλις και της Σαρλίν παρουσιάζει ενδιαφέρον,» ομολογεί. «Νομίζω είναι ένα από αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν όταν ο γιος σου καταλήγει στη ζωή του με μία γυναίκα που μοιάζει πολύ στη μητέρα του. Όταν συμβαίνει αυτό, η σχέση μεταξύ της μητέρας και της συζύγου είναι δύσκολη.»
Η Λίο λέει ότι εξίσου την ιντρίγκαρε το να συνηθίσει τις έξι γυναίκες που θα έκαναν τις κόρες της. «Είχα κρεμάσει φωτογραφίες τους στο σπίτι και στο τροχόσπιτό μου για να μπορώ να ξεχωρίζω ποια είναι ποια. Οπότε όταν έφτασαν όλες, δεν είχα να ανησυχώ για ονόματα και υποκοριστικά,» λέει γελώντας.
Ίσως το πιο αστείο κομμάτι του ρόλου ήταν το να υποδυθεί την ισχυρή μητρική φιγούρα στη ζωή του Μαρκ Γουόλμπεργκ και του Κρίστιαν Μπέιλ. «Η γνωριμία μου με τον Κρίστιαν και τον Μαρκ ήταν από τα καλύτερα κομμάτια αυτήν της δουλειάς,» σχολιάζει. «Δεν θα μπορούσαν να βρουν περισσότερο διαφορετικούς μεταξύ τους ηθοποιούς, παρόλο αυτά ο καθένας τους διαθέτει μοναδικά χαρίσματα. Ήταν τέλειοι ως αδερφοί, τόσο όμοιοι και τόσο διαφορετικοί την ίδια στιγμή.»
Συνεχίζει: «Παρατηρούσα τον Κρίστιαν στην προσπάθειά του να γίνει ο Ντίκι. Να υιοθετεί γκριμάτσες που δεν φανταζόταν ποτέ και ταυτόχρονα να ‘βυθίζεται’ στο χαρακτήρα αυτό. Μου άρεσε πολύ που συνεργαστήκαμε και που είχα την ευκαιρία να τον πειράζω και να του δείχνω την αγάπη μου, σαν να ήταν πραγματικά ο αγαπημένος μου γιος. Για τον Μαρκ, ένιωσα απεριόριστο σεβασμό, αλλά δεν αισθάνθηκα ότι τον γνώρισα πραγματικά. Και νομίζω ότι κάπως έτσι αισθανόταν και η Άλις για τον Μίκι. Τον αγαπούσε, αλλά αισθάνονταν ότι δεν τη χρειάζονταν το ίδιο, όσο ο μεγαλύτερος γιος της.»
Στο τέλος, η Άλις συνειδητοποιεί ότι ο Μίκι όντως τη χρειάζεται πολύ, και αυτήν και ολόκληρη την οικογένεια, αλλά με το δικό του τρόπο. «Το υπέροχο με την Άλις,» συνοψίζει ο Λίμπερμαν «είναι ότι οτιδήποτε και να έκανε, το έκανε επειδή ακριβώς αγαπούσε πολύ τα παιδιά της.»