Το 1939 ενώ οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Πολωνία, το πολωνικό ιππικό επελαύνει εναντίον των γερμανικών τανκς. Ενώ η μάχη μαίνεται, μια υπέροχη λευκή φοράδα, τρομαγμένη, «σκαρφαλώνει» τα σκαλιά ενός πύργου και καταφεύγει στο υπνοδωμάτιο του κυρίου της, που είναι ετοιμοθάνατος. Μετά το θάνατο του ευγενή, τη Λότνα «κληρονομεί» ο λοχαγός, διοικητής μιας έφιππης μονάδας. Σε μια καινούρια επέλαση, ο λοχαγός σκοτώνεται
και η διοίκηση μαζί με τη Λότνα περιέρχονται σ’ ένα υπολοχαγό. Στο χωριό, όπου στρατοπεδεύει η μονάδα, ο υπολοχαγός ερωτεύεται τη δασκάλα Εύα…
Ο Βάιντα συνέβαλε την ταινία σαν απελπισμένο ρομαντικό έπος, για την Πολωνία και τον τυραννισμένο επί αιώνες λαό της από διάφορους κατακτητές. Από το πραγματικό ιστορικό γεγονός ότι οι Πολωνοί ιππείς επέλασαν εναντίον των τρομερών τάντες και αποδεκατίστηκαν υπέρ πατρίδος, ο σκηνοθέτης κράτησε τις ευθύνες αυτού του πανέμορφου, λευκού αλόγου
που καλπάζει τρελά και σαν συμβολική εικόνα μιας Πολωνίας τρελά ηρωικής και μαζί ανεδαφικής και (για την εποχή εκείνη) καταδικασμένης. Με έξοχη χρωματική παλέτα, ο Βάιντα, πλάθει ένα ύφος πυριφλεγούς εξπρεσιονισμού.
Η Πολωνία είναι μια χώρα τυραννισμένη από συνεχείς εισβολές και κατακτήσεις των ισχυρών γειτόνων της επί πολλούς αιώνες, ανέπτυξε όμως (ή ίσως και εξ αιτίας αυτού) μια λαμπρή πολιτιστική παράδοση στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Δεν είναι έτσι καθόλου παράξενο ότι κατά τη δεκαετία του ’50 και αργότερα, παρουσίασε μια πλειάδα σπουδαίων κινηματογραφιστών, που θεμελίωσαν τη Μεγάλη Πολωνική Σχολή. Ακόμα και όταν η χώρα μπήκε σε νέες, οξύτατες πολιτικές περιπέτειες και η κινηματογραφική παραγωγή της τραυματίστηκε, Πολωνοί σκηνοθέτες και τεχνικοί μετανάστευσαν και αιμοδότησαν το παγκόσμιο σινεμά.