Βιογραφικό
Η Πίτσα Παπαδοπούλου, με καταγωγή από τον Πόντο είναι παιδί προσφυγικής οικογένειας, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Η οικογένειά της μετακόμισε στην Αθήνα με στόχο ο μεγαλύτερός της αδερφός να δοκιμάσει την τύχη του στο τραγούδι. Όμως, ο Στέλιος Χρυσίνης, ο τυφλός μαέστρος ξεχώρισε την Πίτσα Παπαδοπούλου και έτσι ο Στράτος Παγιουμτζής την σύστησε στον Ζαμπέτα.
Ο αδερφός της λοιπόν την πήγε στον Ζαμπέτα κι εκείνος, ενθουσιασμένος από το ταλέντο της, την ανέβασε το ίδιο βράδυ για πρώτη φορά στο πάλκο δίπλα του, στα «Ξημερώματα». Ήταν η πρώτη φορά που η γνωστή τραγουδίστρια εμφανιζόταν στο κοινό. Με πολύ άγχος, με φόρεμα που είχε δανειστεί και παπούτσια ένα νούμερο μικρότερα από αυτά που φορούσε, τραγούδησε το «Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια».
Ο κόσμος την υποδέχτηκε με θέρμη και ζεστό χειροκρότημα και έτσι σιγά σιγά εκείνη άρχισε να συνεργάζεται με συναδέλφους της ώσπου ήρθε η στιγμή που ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο το 1980 με τίτλο «Τι αγάπη Θεέ μου», ο οποίος πούλησε περισσότερα από 60.000 αντίτυπα.
Οι αλλεπάλληλες χρυσές επιτυχίες της την καθιέρωσαν ως μεγάλη κλασική λαϊκή ερμηνεύτρια. Σε όλα αυτά τα δημιουργικά χρόνια της καλλιτεχνικής της πορείας συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής.
Στη συνεργασία της με τον Αντώνη Βαρδή στο «Άνευ Όρων» η Πίτσα Παπαδοπούλου εκτός από την τεράστια επιτυχία που γνώρισε με το «Μη Μιλάς» και το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, απέδειξε ότι μπορεί να τραγουδήσει ότι θέλει και όπως το θέλει.
Όταν μάλιστα ρώτησαν τον αείμνηστο Στέλιο Καζαντζίδη για το ποια ελληνίδα τραγουδίστρια θεωρεί σπουδαία φωνή, απάντησε: «Πίτσα Παπαδοπούλου. Τι φωνή, Θεέ μου!». Και τη ζήτησε για να του κάνει δεύτερη φωνή στο δίσκο «Αφιέρωμα» και της εμπιστεύτηκε τραγούδια τα οποία ερμήνευε ο ίδιος.
Κάποτε μάλιστα ήθελε να δημιουργήσει μια δισκογραφική εταιρία, στην οποία ήθελε να βάλει την Πίτσα Παπαδοπούλου να ηχογραφήσει ένα δίσκο με δικά του τραγούδια . Δεν κατάφερε ποτέ όμως να δημιουργήσει αυτήν την εταιρία.
Η Πίτσα Παπαδοπούλου, παρά την τεράστια επιτυχία της στο χώρο της μουσικής, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Παραμένει απλή και σεμνή και πάντοτε προσιτή.