Στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Λάκης Παπαστάθης παρακολουθεί την ιστορία ενός σύγχρονου ήρωα, του Κώστα που μετά από είκοσι χρόνια παραμονής στο Παρίσι επιστρέφει στην πατρίδα του, την Μυτιλήνη. Αφορμή, η κληρονομιά του οικογενειακού του σπιτιού. Ο ήρωας είχε φύγει από το νησί στα δεκαοχτώ του για σπουδές κινηματογράφου στο Παρίσι κι έκτοτε δεν ξαναγύρισε. Ένα βαρύ οικογενειακό ιστορικό τον κρατούσε μακριά.
Κατά την επιστροφή του συναντάει όσους από τους συγγενείς του έχουν απομείνει και θυμάται έντονα εκείνους που έχουν φύγει για πάντα από τη ζωή. Οι μνήμες της παιδικής ηλικίας των δέκα χρόνων, της εποχής δηλαδή που συνέβησαν τα δραματικά γεγονότα στην οικογένειά του, αναβιώνουν στο μυαλό του… Ζώντες και τεθνεώτες τον κάνουν να ξαναγαπήσει τον τόπο του. Καταλυτικό ρόλο παίζει η σχέση του με την Ελένη, τη δυναμική κι ευαίσθητη γιατρό που εργάζεται στο γηροκομείο της Μυτιλήνης και του ανοίγει νέους δρόμους στην ζωή του.
Η ιστορία εκτυλίσσεται με φόντο τη Λέσβο, ένα από τα ωραιότερα και σημαντικότερα ελληνικά νησιά στο βόρειο Αιγαίο, εκεί όπου έζησε τα δικά του παιδικά κι εφηβικά χρόνια ο Λάκης Παπαστάθης. Με τολμηρή ματιά κι ευαισθησία, η ποιητική και συγκινητική κινηματογραφική αφήγηση καταγράφει το υπαρξιακό ταξίδι του ήρωα, ενός σύγχρονου άντρα που έχει φύγει από το νησί του με βαριά οικογενειακά τραύματα. Η επιστροφή του στο γενέθλιο τόπο του σηματοδοτεί και την επιστροφή του στην ομορφιά της ζωής. Η κινηματογράφηση έχει γίνει σε έγχρωμο κι ασπρόμαυρο φιλμ και οι θεατές βλέπουν το πρόσωπο του πρωταγωνιστή μόνον στο τέλος της ιστορίας καθώς : «το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι υποκειμενικά πλάνα του ανθρώπου που επιστρέφει. Βλέπει τον κόσμο χωρίς ο ίδιος να φαίνεται. Επιπλέον καταγράφει την επιστροφή του με μια κάμερα που κουβαλάει πάντα μαζί του. Μόνο στην τελευταία σκηνή θα δούμε το πρόσωπό του» σημειώνει ο σκηνοθέτης και προσθέτει : «Το παρόν και το παρελθόν είναι εξ ‘ ίσου ζωντανά μέσα στη μνήμη και την ψυχή του. Τα ζει σα να συμβαίνουν τώρα. Όλοι οι νεκροί της οικογένειάς του ξαναβγαίνουν στο φως και ο θεατής βλέπει τη ζωή τους σαν σε ταινία μυθοπλασίας.
Η σπαστή αφήγηση, το μπρος – πίσω στο χρόνο, το υποκειμενικό πλάνο, η συχνά ντοκιμαντερίστικη γραφή, οι θεατρικές σκηνές μέσα στο σινεμά και η νοσταλγία της κλασσικής μυθοπλασίας με την οποία ο ήρωας επαναδημιουργεί το παρελθόν του, συνθέτουν τη δομή του φιλμ, που με την πολυμορφία του μοιάζει περισσότερο με σύγχρονη μουσική σύνθεση.
Ο νόστος είναι δύσκολος, σχεδόν ανέφικτος, γιατί όλα έχουν αλλάξει. Η πόλη, οι άνθρωποι, τα σπίτια. Για να αφηγηθείς αυτόν τον δύσκολο νόστο με ειλικρίνεια και χωρίς μελοδραματισμούς πρέπει να βρεις τον τρόπο, τη μορφή, που δεν είναι απλώς το ένδυμα του νοήματος της αφήγησης αλλά συχνά το ίδιο νόημα».
Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν κάτω από το φως της Μυτιλήνης: στον κόλπο της Γέρας, στην πόλη της Μυτιλήνης και σε πολλά χωριά της Λέσβου. Πολλοί ερασιτέχνες Λέσβιοι, ανάμεσα τους και συμμαθητές του Λάκη Παπαστάθη μαζί με τα παιδιά τους, συμμετείχαν στα γυρίσματα. Ας σημειωθεί ότι στην ταινία ακούγεται η ντοπιολαλιά της Λέσβου, την οποία αποδίδει περίφημα και ο πρωταγωνιστής της Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, καθώς έλκει την καταγωγή του από το Πλωμάρι και την Αγιάσο.