Ο χαρισματικός σκηνοθέτης του Γαλλικού Νέου Κύματος, με το Atlantic City καθιστά αδύνατη την κατηγοριοποίηση της ταινίας του, αφού είναι ταυτόχρονα ένα φιλοσοφικό νεο-νουάρ, μια ιστορία αγάπης και μια γκανγκστερική περιπέτεια, που κατάφερε να κερδίσει πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ στις σημαντικότερες κατηγορίες (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α’ αντρικού και Α’ γυναικείου ρόλου) και τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ προστέθηκε στην Εθνική Ταινιοθήκη της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών ως "πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική".
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ατλάντικ Σίτι, της οποίας η αστική υποβάθμιση οδήγησε στη νομιμοποίηση του τζόγου ως λύση για τη διάσωση της πόλης. Όταν κινηματογραφούσε ο Μαλ, τα περισσότερα από τα παλιά θέρετρα στις προβλήτες ήταν σχεδόν ερειπωμένα και σύντομα θα κατεδαφίζονταν για να αντικατασταθούν από νέα καζίνο: Η ίδια η Ατλάντικ Σίτι χρησίμευσε ως καθρέφτης του κύριου πρωταγωνιστή της ταινίας (ο Μπαρτ Λάνκαστερ απέσπασε για τον ρόλο του Λου τις καλύτερες κριτικές της καριέρας του) αφού καταρρέει και υποβαθμίζεται μέχρι να αναζωογονηθεί από αυτό που κάποτε ήταν παράνομο.
Ο Λου, ένας γερασμένος μικροαπατεώνας έχει την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος, όταν ερωτεύεται μια νεότερη γυναίκα που μένει στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών -μια κυνική σερβιτόρα που παλεύει να επιβιώσει και να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Το Atlantic City είναι μια μελέτη χαρακτήρων με ίσες δόσεις μελαγχολίας και χιούμορ. Ο Μαλ αντιπαραβάλλει τη μάλλον θλιβερή και μοναχική ζωή των ηρώων με τα ρομαντικά τους όνειρα για επιτυχία και καταξίωση, σκιαγραφώντας το πορτρέτο δύο ανθρώπων που τελικά ανανεώνουν τη ζωή τους, μέσω της προσπάθειας να ανταποκριθούν στην εξιδανικευμένη εικόνα που έχει ο ένας για τον άλλον.
Η μόνη μουσική που χρησιμοποιείται στην ταινία είναι αυτή που υπάρχει στον κόσμο των χαρακτήρων (από το ραδιόφωνο κλπ.) ενώ μαζί με τους σέπια χρωματικούς τόνους της φωτογραφίας δίνουν στο Atlantic City μια ονειρική αίσθηση (αποτελώντας την έμπνευση και για το ομώνυμο κομμάτι του Μπρους Σπρίνγκστιν). Δεν είναι τυχαίο που στη γνωστή ιστοσελίδα αξιολόγησης ταινιών Rotten Tomatoes είναι από τα λίγα φιλμ με σκορ 100%!