Αναζήτηση
Νύχτα γεμάτη έρωτα - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Νύχτα γεμάτη έρωτα - iShow.gr
Είδος
Αισθηματική ταινία αμερικανικής παραγωγής 1941 σε επανέκδοση
Διάρκεια
119'
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Αισθηματική
Στην Ιαπωνία, ένας σεισμός προκαλεί το θάνατο του αγέννητου παιδιού του Ρότζερ και της Τζούλι. Όταν γυρίζουν πίσω στην Αμερική, υιοθετούν ένα μωρό παρά την επισφαλή οικονομική κατάσταση της οικογένειας τους. Θα μεγαλώσουν την κόρη τους μέχρι την ηλικία των 6 ετών, η οποία πεθαίνει ξαφνικά. Η θλίψη σχεδόν χωρίζει τον Ρότζερ και την Τζούλι, αλλά έρχονται και πάλι μαζί όταν τους προσφέρεται άλλη μια ευκαιρία να υιοθετήσουν ένα παιδί.

Ενώ ακούει μια ηχογράφηση από τη συλλογή της, η Τζούλη (Irene Dunne) προβληματίζεται σχετικά με το παρελθόν της. Θυμάται τον σχεδόν παρορμητικό γάμο της με τον ρεπόρτερ μιας εφημερίδας Ρότζερ Άνταμς (Cary Grant), ο οποίος αρχίζει πολύ ευχάριστα, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι γεμάτος με τραγωδία. Ενώ ήταν στο μήνα του μέλιτος στην Ιαπωνία, η Τζούλι και ο Ρότζερ παγιδεύονται από το σεισμό του 1923, πράγμα που οδηγεί σε αποβολή της Τζούλι και την επακόλουθη αδυναμία της να αποκτήσει άλλα παιδιά. Με την επιστροφή τους στην Αμερική, ο Ρότζερ γίνεται εκδότης εφημερίδας σε ένα μικρό χωριό. Παρά την εξάντληση των πόρων τους, η Τζούλι και ο Ρότζερ θέλουν απεγνωσμένα να υιοθετήσουν ένα παιδί. Φαίνεται μάταιο μέχρι που ευγενική επικεφαλής της υπηρεσίας η δεσποινίς Όλιβερ (Beulah Bondi) βοηθά στην έγκριση και την ομαλή πορεία της θιοθεσίας. Ωστόσο, η ευτυχία τους είναι για μια ακόμη φορά μικρής διάρκειας: η κόρη τους, Τρίνα (Eva Lee kuney), υποκύπτει από μια ξαφνική ασθένεια σε ηλικία μόλις των έξι ετών. Βυθισμένη στην απελπισία τους, αποφασίζουν να διαλύσουν το γάμο τους, αλλά δεσποινίς Όλιβερ για μια ακόμη φορά έρχεται να τους σώσει. Η ταινία «Penny Serenade» είναι μια συναισθηματική ταινία με εξισορροπητικές στιγμές σπαρακτικού πάθους και γέλιου. Μόνο ο σκηνοθέτης George Stevens θα μπορούσε να χειριστεί άψογα μια σκηνή με άφθονο κλάμα του Cary Grant, χωρίς να προκαλεί δυσφορία ή αμηχανία στο ακροατήριο.
Trailer
Φωτογραφίες
Πληροφορίες
Αισθηματική ταινία αμερικανικής παραγωγής 1941 σε επανέκδοση το 2013

Με τις ανεπανάληπτες ερμηνείες των Κάρι Γκραντ – Αϊρίν Ντουν

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ έχουν αγαπήσει ... και για όσους που δεν έχουν, αλλά ελπίζουν να αγαπήσουν

Μια συναισθηματική ταινία με εξισορροπητικές στιγμές σπαρακτικού πάθος και γέλιου.

Με έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς θρύλους όλων των εποχών

Τα μεγάλα όνειρα ενός ζευγαριού δίνουν τη θέση τους σε μια ζωή γεμάτη από απροσδόκητη θλίψη και απρόσμενη χαρά.

“Για να πούμε την αλήθεια, η όλη ταινία μιλάει στην καρδιά σου κατευθείαν!”
New York Times

“Tο απίστευτα εξαιρετικό σενάριο του Morrie Ryskind μας υπόσχεται τρυφερότητα, καρδιοχτύπι, κομεντί και φυσικά το καλό και παραδοσιακό κλάμα!”
Variety


Κριτικές Ταινίας

“Το τέλος αυτής της ταινίας είναι βέβαιο ότι θα σας κάνει να κλάψετε”

Ο ρεπόρτερ Roger Adams (Cary Grant) και η εργαζόμενη στο κατάστημα ειδών μουσικής, Julie Gardiner (Irene Dunne) ερωτεύονται με την πρώτη ματιά. Το ειδύλλιο τους οδηγεί σε γάμο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μετα τον οποία ο Roger φεύγει για μια θέση εργασίας στο Τόκιο.
Η Julie τον ακολουθεί τρεις μήνες αργότερα στο Τόκιο και του ανακοινώνει ότι είναι έγκυος. Καταστροφή επέρχεται όταν η Τζούλι χάνει το μωρό σε ένα σεισμό και δεν είναι σε θέση να αποκτήσει πια άλλα παιδιά. Η Julie και ο Roger επιστρέφουν στην Αμερική όπου ο Roger αγοράζει μια μικρή εφημερίδα της χώρας, και το ζευγάρι αρχίσει τη διαδικασία της υιοθεσίας ενός παιδιού. Ωστόσο, κατά την χρόνια "προσπάθεια" να υιοθετήσουν το μωρό, η εφημερίδα του Roger δεν πάει καθόλου καλά και φαίνεται πως το ζευγάρι πρόκειται να χάσει το παιδί που τόσο λαχταρούν λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης τους. Ένας τρυφερός λόγος του Roger στο δικαστή εξασφαλίζει την έγκριση και την υιοθεσία του παιδιού, το οποίο θα μεγαλώσουν μέχρι την ηλικία των έξι ετών.
Μια ξαφνική ασθένεια παίρνει το παιδί μακριά από αυτούς και φέρνουν το ζευγάρι στα πρόθυρα του χωρισμού.
Ο χωρισμός αυτός είναι όπου η ταινία ξεκινά, η ιστορία της οποίας ξετυλίγεται μέσα από μια σειρά αναδρομών στο παρελθόν, κάθε φορά με ένα κομμάτι της μουσικής από τη συλλογή της Τζούλι. Ο Cary επάξια ήταν υποψήφιος για Όσκαρ για την εξαιρετική απόδοσή του, αλλά π΄ρεπει οπωσδήποτε να αναφέρω ότι ένα κομμάτι αυτής της ταινίας ανήκει στον Edgar Buchanan, ο οποίος υποδύεται τον πιστό φίλο του ζευγαριού με τελειότητα. Απλά δείτε τη σκηνή στην οποία λούζει το μωρό!
Εάν πρόκειται να παρακολουθήσετε αυτή την ταινία, βεβαιωθείτε ότι έχετε ένα μεγάλο κουτί χαρτομάντιλα κοντά σας. Εάν, από κάποιο θαύμα, καταφέρετε να κρατήσετε τα δάκρυα σας στη σκηνή όπου Cary κάνει εκκλήσεις προς τον δικαστή να μην τους πάρει το μωρό, το τέλος αυτής της ταινίας είναι βέβαιο ότι θα σας κάνει να κλάψετε.
Κριτική της Zoe Shaw.

“Tο απίστευτα εξαιρετικό σενάριο του Morrie Ryskind μας υπόσχεται τρυφερότητα,
καρδιοχτύπι, κομεντί και φυσικά το καλό και παραδοσιακό κλάμα!”

«Οι Ιρέν Ντιουν και Κάρυ Γκράντ, για τα πειράγματα των οποίων στην ταινία «Η Γυμνή Αλήθεια» είχαν όλον τον κόσμο στα πόδια τους, επιστρέφουν στην Columbia, με το «Penny Serenade», και οι ίδιοι θεατές θα συγκινηθούν αυτή τη φορά από την πολύ συναισθηματική ιστορία ενός άνδρα, μιας γυναίκας και του υιοθετημένου παιδιού τους. Τόσο συναισθηματική, που οι παραγωγοί ίσως θα πρέπει να προσφέρουν χαρτομάντιλα, μαζί με τα εισιτήρια, στο ταμείο. Ίσως θα ταν καλύτερα να τα δίνουν με τις δεκάδες, καθώς μιλάμε για την πιο έντονα συναισθηματική και συγκινητική ταινία που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη, από τον καιρό της «Madame». Άρα πάμε πολύ πίσω στο χρόνο.

Με μία παραγωγή μειωμένων δυνατοτήτων και με υποκριτική λιγότερο ειλικρινή, η ταινία ίσως και να ναυαγούσε, αν δεν ήταν για την εξαιρετική σκηνοθεσία του George Stevens και την εξίσου καταπληκτική συνεργασία επί της οθόνης των δύο πολύ σπουδαίων πρωταγωνιστών της. Αυτά τα δύο έκαναν την ταινία κορυφαία. Είναι ιδανική ταινία για όλη την οικογένεια, με αιτήσεις
για περισσότερες προβολές. Οι κύριοι χαρακτήρες είναι δύο νέοι οικογενειάρχες, που θα μπορούσαν να είναι εσείς ή οι γείτονές σας – τόσο οικείοι!

Η ιστορία τους έχει ως εξής: Η δις Dunne και ο Grant υιοθετούν ένα μωράκι έξι μηνών και το μεγαλώνουν μέχρι που γίνεται ένα κοριτσάκι έξι χρονών, το οποίο πεθαίνει μετά από μία σύντομη ασθένεια. Κατόπιν, υιοθετούν ένα αγοράκι δύο ετών.

Αυτή είναι όλη κι όλη η ιστορία, ωστόσο το απίστευτα εξαιρετικό σενάριο του Morrie Ryskind (ο οποίος το εμπνεύστηκε από μία ιστορία της Martha Cheavens στο περιοδικό McCall's Mag) μας υπόσχεται τρυφερότητα, καρδιοχτύπι, κομεντί και φυσικά το καλό και παραδοσιακό κλάμα!

Το συγκεκριμένο φιλμ σηματοδοτεί την επιστροφή της Irene Dunne, μετά από πολύ καιρό. Και φυσικά, για μία ακόμη φορά, αποδεικνύει η ίδια πως ανήκει στο καστ των πολύ δυνατών γυναικών ηθοποιών του χώρου! Υποδυόμενη μία όχι και πολύ ευτυχισμένη, εργαζόμενη γυναίκα, που παλεύει να κρατήσει ζωντανή την έκδοση της τοπικής εφημερίδας, εύθυμη και σοβαρή ταυτόχρονα, κατορθώνει να συγκρατήσει τη συγκίνηση της πλοκής χωρίς να φτάνει σε ερμηνευτικές ακρότητες. Ίσως και να έχει υποδυθεί πιο θεαματικούς χαρακτήρες, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που πρέπει να ισορροπήσει το συναίσθημα του θεατή μέσω της ερμηνεία της.

Ο Grant, επίσης κινείται στο ίδιο πνεύμα, και μάλιστα μας ξαφνιάζει ευχάριστα σε πολλές σκηνές ως θετός πατέρας και μάλιστα μωρού παιδιού!

Ο καστ επίσης περιλαμβάνει τους Beulah Bondi, Edgar Buchanan and Ann Doran. Και, παρόλη την μουσικότητα του τίτλου, η μόνη μελωδία που ακούγεται στην ταινία είναι μέσω κάποιων λίγων δίσκων βινυλίου.
VARIETY Film Review - April 16, 1941


“Για να πούμε την αλήθεια, η όλη ταινία μιλάει στην καρδιά σου κατευθείαν!”

«Όταν πάτε στους κινηματογράφους αυτή τη φορά (γι’ αυτή την ταινία), μην ξεχάσετε να πάρετε μαζί σας πετσέτα και σφουγγάρι. Και αν κλαίτε και εύκολα, πάρτε και μία λεκάνη με νερό καλύτερα, για να πλυθείτε. Και μην ταραχθείτε διόλου αν ο διπλανός σας, σας λούσει με δάκρυα. Καθώς, αυτή τη φορά, η κωμωδία δίνει τη θέση της στο κλάμα και τη συγκίνηση. Αυτή τη φορά, οι Cary Grant και Irene Dunne, δύο ηθοποιοί που τους έχουμε συνηθίσει σε πιο ανάλαφρες και κωμικές ερμηνευτικές συνευρέσεις, είναι τόσο δεμένοι και πραγματικά ενωμένοι στο συγκεκριμένο φιλμ, που μόνο μία τραγωδία απειλεί να τους χωρίσει. Αυτή τη φορά, η νέα ταινία για την οποία μιλάμε είναι το «Penny Serenade», της Columbia.

Όταν σκεφτείτε την ταινία κάπως πιο ψύχραιμα και αποστασιοποιημένα – και αφού περάσει τουλάχιστον μία ώρα από όταν την είδατε – δε μπορεί παρά να νιώσετε πως κάποιος σας επιφύλασσε κάτι το διαφορετικό: Ίσως ο παραγωγός, George Stevens, ο οποίος δημιούργησε ένα φιλμ που έχει όχι μία, αλλά έξι ή επτά «συνταγές» για σίγουρη συγκίνηση. Ίσως είναι η κα Dynne, η οποία υποκύπτει σε μία από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις καλπάζουσας νοσταλγίας, που έχουμε δει ποτέ στη μεγάλη οθόνη. Και ίσως είναι ο κος Grant, αυτός ο χαρούμενος και αστείος τύπος, ο οποίος χωρίς ντροπή παραδέχεται πως ήθελε να παίξει ένα ρόλο τύπου «σπίτι μου, σπιτάκι μου», κάπου βαθιά μέσα του. Και η αλήθεια είναι πως δυσκολεύεσαι να τα πιστέψεις όλα αυτά, μέχρι που τα μάτια σου αρχίζουν να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι.

Αλλά, έτσι έχουν τα πράγματα. Από τη στιγμή που η κα Dunne στρέφεται μελαγχολικά προς το γραμμόφωνο και ακούει το «Εσύ ήσουν για μένα!» και αμέσως η σκηνή αλλάζει και μας πηγαίνει πίσω, στην πρώτη τους συνάντηση με τον Cary Grant, τότε καταλαβαίνει πως είσαι έτοιμος για να ζήσεις μία ανάμνηση – κλειδί! Και αργότερα, υπό τη μελωδία νοσταλγικών τραγουδιών, όπως το "Just a Memory," "Missouri Waltz," "Poor Butterfly," "Blue Heaven," κ.α., βρίσκεις τον εαυτό σου να ακολουθεί το ζευγάρι όταν παντρεύεται, όταν προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του, να στήσει την τοπική εφημερίδα, να υιοθετήσει ένα μωρό, και τελικά να χάσει το παιδί που τόσο αγαπούσε.

Και σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβεις, μεταφέρεσαι μαζί τους μέσω του φιλμ, από μία εύθραυστη και ντελικάτη κωμωδία, σε κάτι το απαλό και το ευσυγκίνητο, και από τη δονκιχωτική στιγμή της ερωτικής τους ένωσης σε ένα Πρωτοχρονιάτικο πάρτυ, στο μεγάλωμα του μωρού τους, με τα αστεία στιγμιότυπα κάθε νέου ζευγαριού με παιδί. Και μετά κλαις και συγκινείσαι όταν η μικρή τους παίζει στο πρώτο της σχολικό έργο και ακούς τη δασκάλα να τους λέει πως «θα είναι αυτή ο άγγελος του χρόνου», ξέροντας πως δυστυχώς έτσι θα είναι, καθώς πεθαίνει στην επόμενη χρονιά. Και είναι δύσκολο να πιστέψεις πως ο κος Grant, ως σύζυγος και πατέρας, συμπεριφέρεται τόσο αξιοθρήνητα στη σύζυγό του, όταν χάνουν την κορούλα τους, ενώ θα περίμενε κανείς το γεγονός αυτό να τους φέρει ακόμη πιο κοντά. Και αργότερα, όταν υιοθετούν το δεύτερο παιδάκι, κάποιος μπορεί εύκολα να αμφισβητήσει τη νέα τους, τόσο δροσερή και πάλι, χαρά.

Παρόλο, λοιπόν, που η ταινία σεναριακά υπολείπεται, ωστόσο οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών του, αποζημιώνουν το θεατή και εξυψώνουν το φιλμ. Ο Edgar Buchanan δίνει μία εξίσου θαυμάσια ερμηνεία ως ο «καλός φίλος Τσάρλι» και η Beulah Bondi παίζει πολύ σωστά και μετρημένα την υπεύθυνη υιοθεσίας.

Για να πούμε την αλήθεια, η όλη ταινία μιλάει στην καρδιά σου κατευθείαν! Ο Noel Coward είχε κάποτε ορθώς παρατηρήσει του πόσο ισχυρά επιδραστική είναι η «ελαφριά» μουσική. Ε, λοιπόν, ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με αυτή την ταινία. Η «Penny Serenade» μπορεί να βασίζεται σε συγκινησιακά κλισέ, ωστόσο μας κερδίζει στα σίγουρα.»
NEW YORK TIMES Film Review - May 16, 1941


“Η συγκεκριμένη ιστορία αγάπης αφορά τον πόνο και την απογοήτευση
και τις δοκιμασίες που περνά ένα νέο ζευγάρι.”

«Για τους λάτρεις του Cary Grant και του κλασικού σινεμά γενικότερα, το φιλμ «Penny Serenade», που γυρίστηκε το 1941 και βγήκε στα σινεμά την ημέρα των γενεθλίων μου, στις 24 Απριλίου του 1941, δύο χρόνια πριν έρθω κι εγώ στον κόσμο, είναι ένα φιλμ που θα φέρει στην επιφάνεια όλα τα συναισθήματα αλληλεγγύης, κατανόησης και συμπάθειας των θεατών! Μιλάμε για την ταινία που έδωσε στον Grant την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ (πάλι κέρδισε μία, το 1944, για το φιλμ «NONE BUT THE LONELY HEART»), αν και έχασε τελικά από τον ανταγωνιστή του Cary Cooper που πήρε το βραβείο της Ακαδημίας για την ταινία «SERGEANT YORK» (Ο Λοχίας Γιορκ). Παρόλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως ο Grant δίνει μία στέρεη και πολύ ορθά στοχευμένη παράσταση ως Roger Adams, που ερωτεύεται τρελά την Julie Gardiner, μία υπάλληλο δισκοπωλείου, την οποία υποδύεται με χάρη περισσή, η Irene Dunne. Οι δύο τους θα συμπρωταγωνιστήσουν συνολικά σε τρεις ταινίες: THE AWFUL TRUTH, MY FAVORITE WIFE, και στο PENNY SERENADE. Η αλήθεια είναι πως κάνουν ένα πολύ όμορφο ζευγάρι.

Η συγκεκριμένη ιστορία αγάπης αφορά τον πόνο και την απογοήτευση και τις δοκιμασίες που περνά ένα νέο ζευγάρι, μετά την αποβολή της Τζούλι, η οποία χάνει το μωρό που κουβαλάει μέσα της εξαιτίας ενός σεισμού στο Τόκιο της Ιαπωνίας, καθώς και την ακόλουθη υιοθεσία ενός κοριτσιού έξι μηνών στην Καλιφόρνια, το οποίο δυστυχώς τους πεθαίνει όταν γίνεται έξι χρονών.

Στην ταινία επικρατούν οι χρονικές διακυμάνσεις και οι αναδρομές στο παρελθόν, που με οδηγό παλιές μελωδίες του γραμμοφώνου, μας συστήνουν μία συγκινητική ιστορία αγάπης. Όταν η Τζούλι και ο Ρότζερ πρωτοσυναντιούνται, αξίζει να παρατηρήσει κανείς το βλέμμα του Grant όταν ζητάει από την Τζούλι να τους βρει ένα γραμμόφωνο για να παίξει την πληθώρα των δίσκων που έχει αγοράσει από την ίδια. Ε, αυτό το βλέμμα δεν το ξεχνάς ποτέ! Και γενικά οι εκφράσεις του Grant καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ αξίζουν επισταμένης παρατήρησης… δεν ήταν άδικα υποψήφιος για Όσκαρ γι’ αυτή του την ερμηνεία! Αυτή την τεχνική, ο Γκράντ την έμαθε όταν δούλευε με τον Bob Pender και τους Knockabout Comedians στην Ευρώπη. Ο κος Grant χρησιμοποιεί αυτή την ερμηνευτική μέθοδο του να παίζεις χωρίς να μιλάς, να υποδύεσαι χωρίς λέξεις, μόνο με τις εκφράσεις του προσώπου σου, πράγμα που από τη μια τον ξεχωρίζει από τους συναδέλφους του και από την άλλη, συγκινεί και ενθουσιάζει το θεατή. Για παράδειγμα, όταν ο ήρωας που ενσαρκώνει στην ταινία, ο Roger, πηγαίνει στο δικηγόρο του για να αναλάβει πλήρως την υιοθεσία της μικρής Τρίνα, ο λόγος του προς το δικαστή είναι τόσο εύγλωττος και γεμάτος από τόσο συναίσθημα, που δε μπορείς παρά να ξεσπάσεις σε λυγμούς. Κάθε, μα κάθε φορά που βλέπω αυτή τη σκηνή, το ίδιο συναίσθημα κατακλύζει την ψυχή μου: πόσο μά πόσο ικανός θέε μου είναι αυτός ο ηθοποιός, ώστε να προδιαθέτει το θεατή σύμφωνα με την ψυχολογική κατάσταση του ήρωα. Ναι, αυτό είναι το σημάδι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα σπουδαίο ηθοποιό. Και φυσικά, πέρα όλων αυτών, όλοι ξέρουμε πως ο Cary Grant είναι από τους σπουδαιότερους κωμικούς ηθοποιούς επίσης.

Το φιλμ περιγράφει δύο πολύ σοβαρά γεγονότα – το θάνατο δύο μικρών παιδιών. Ωστόσο είναι συνυφασμένο με τις κωμικές δυνατότητες των πρωταγωνιστών του, των οποίων η χημεία στην οθόνη είναι δεδομένη και εμφανής. Επιπρόσθετα, αν κάποιος κοιτάξει λίγο τις ημερομηνίες, θα παρατηρήσει πως αυτή η ταινία είναι γυρισμένη το ’41, δηλαδή 25 χρόνια νωρίτερα από τη γέννηση του μοναδικού παιδιού του Grant, της κόρης του Τζένιφερ, το ’66. Και καθώς ο Cary Grant δεν ζει πια, αλλά η ζωή του είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ανοιχτό βιβλίο πλέον, όλοι εμείς οι φανατικοί θαυμαστές του μπορούμε να κάνουμε παρόμοιους παραλληλισμούς, δηλαδή να βλέπουμε τι συνέβαινε στην προσωπική του ζωή κάθε φορά που γυρνούσε μία από τις 72 συνολικά αξέχαστες ταινίες του.

Η συγκεκριμένη, δε, ταινία έχει χαρούμενο τέλος, παρά τον έντονα συγκινητικό της χαρακτήρα, καθώς ο Ρότζερ και η Τζούλια έχουν αποφασίσει να χωρίσουν, όταν ένα τηλεφώνημα από το Γραφείο Υιοθεσίας, τους ενημερώνει πως υπάρχει ένα ακόμη παιδάκι γι’ αυτούς, ένα αγοράκι αυτή τη φορά, αλλά με ακριβώς τα χαρακτηριστικά που είχαν δηλώσει χρόνια νωρίτερα. Αυτό αναζωπυρώνει την ερωτική φλόγα του ζευγαριού, καθώς επρόκειτο να ξαναγίνουν γονείς και πάλι. Η ζωή τους έτσι ολοκληρώνεται. Πρόκειται για μία υπέροχη ερωτική ιστορία, που γα όσους λατρεύουν τις παλιές, κλασικές ταινίες, όπως κι εγώ, η ταινία ανήκει στις «απαραίτητες».

Ας μην ξεχνάμε πως χωρίς τα κλασικά έργα, θα χάναμε τόσα πολλά από όσα είναι αληθινά πλέον γύρω μας, αλλά σπάνια στις σύγχρονες ταινίες… γι’ αυτό και προτείνω απολύτως την ταινία PENNY SERENADE.»
Κριτική από την Kathy Fox


Cary Grant ή Archie Leach, ένα «τσακισμένο» είδωλο

«Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου προσαρμόζοντας τον εαυτό μου
μεταξύ Cary Grant και Archie Leach, υποπτευόμενος και τους δύο,
αβέβαιος και για τους δύο…»

Λένε πως δεν αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος. Ούτε όνομα αλλάζει εύκολα κανείς. Ακόμη κι αν αυτό συμβεί για οποιονδήποτε λόγο, ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος, μόνο το όνομα του αλλάζει. Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που όχι μόνο άλλαξε το όνομα του αλλά και τη ζωή του ολόκληρη. Πρόκειται για έναν από τους ομορφότερους, πλέον ταλαντούχους και πολυαγαπημένους ηθοποιούς καθώς και μία από τις αιτίες που λατρεύω τον κινηματογράφο. Ας δούμε λοιπόν τη ζωή του γοητευτικού και μυστηριώδη κυρίου Cary Grant.

Έρχεται στον κόσμο ως Archibald Alexander Leach στις 18 Ιανουαρίου 1904 στο Bristol της Αγγλίας. Ο μικρός Archie, είναι μοναχοπαίδι και μένει μαζί με την οικογένεια του στην οδό Hughenden αριθμός 15, στο προάστιο Horfield. Σε ηλικία 9 ετών, αντιμετωπίζει την πρώτη βόμβα που σημαδεύει τη ζωή του. Η μητέρα του, Elsie Maria Kingdon, έχει εξαφανιστεί από το σπίτι πάσχοντας από νευρικό κλονισμό καθώς είχε ήδη βιώσει τον θάνατο ενός παιδιού. Όταν ρωτάει τον πατέρα του, Elias James Leach, για να μάθει που είναι, εκείνος του απαντάει πως βρίσκεται σε διακοπές μακράς διαρκείας. Έτσι πιστεύει πως έχει πεθάνει. Η αλήθεια ήταν πολύ πιο τραγική. Βρισκόταν σε κάποια ψυχιατρική κλινική και ο Leach, ανακαλύπτει την αλήθεια αυτή σε ηλικία περίπου 30 ετών. Μέχρι τότε ζούσε μέσα σε ένα ψέμα πιστεύοντας πως η μητέρα του ήταν νεκρή. Προσπάθησε να τη βγάλει από την κλινική. Μάταια όμως. Το μυαλό της είχε ήδη υποστεί μεγάλη ζημιά. Την επισκεπτόταν συχνά για τα επόμενα χρόνια της ζωής της. Το 1973, τελικά πεθαίνει σε ηλικία 96 ετών, παλεύοντας όλον αυτόν τον καιρό να συνέλθει. Στο μεταξύ ο «τρυφερός» του πατέρας τον έχει εγκαταλείψει από τα 10 του κιόλας, ζώντας με την καινούρια οικογένεια του, ώσπου πεθαίνει το 1935, από χρόνια προβλήματα αλκοολισμού, σε ηλικία 62 ετών.

Το σχολείο δεν είναι και το καλύτερο του. Έχοντας αποβληθεί το 1918, το μόνο που τον χαλαρώνει είναι να κυκλοφορεί ανενόχλητος στα παρασκήνια του θεάτρου “The Bristol Hippodrome”. Εκεί γνωρίζει έναν από τους ηλεκτρολόγους που του προσφέρει την πρώτη του δουλειά. Ξεκινάει να δουλεύει χωρίς αμοιβή ως «το παιδί για όλες τις δουλειές». Ώσπου αποφασίζει να το σκάσει από
το σπίτι και να μπει στην ομάδα ακροβατών, “The Bob Pender Stage Troupe”. Στην αρχή δεν γίνεται δεκτός καθώς είναι ανήλικος και χρειάζονται τη γονική συναίνεση. Ο πατέρας του τον εντοπίζει και τον φέρνει πίσω στο σπίτι. Εκείνος το σκάει ξανά. Πλαστογραφεί την υπογραφή του πατέρα του και μπαλώνοντας τα, όπως - όπως για την ηλικία του, ξεκινάει η πρώτη του επαφή με τον καλλιτεχνικό κόσμο. Το ραντεβού με το πεπρωμένο πλησίαζε…

Η ομάδα παρουσίαζε στο κοινό διάφορα νούμερα εκτός από τα ακροβατικά στα σκοινιά. Ζογκλέρ, κωμικοί και παντομίμα ήταν μερικά από τα κομμάτια του προγράμματος. Περιοδεύοντας στην Αμερική τον Ιούλιο του 1920, η παρέα φτάνει στη Νέα Υόρκη όπου μετά από κάποιες εμφανίσεις συνεχίζουν την περιοδεία στην υπόλοιπη χώρα ενώνοντας τις δυνάμεις τους με το βαριετέ του B.F. Keith για 6 μήνες. Ολοκληρώνοντας την περιοδεία τους αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Αγγλία. Όμως ο Leach «μαγεμένος» από τις Η.Π.Α. τα παίζει όλα για όλα με την παραμονή του στη χώρα, κυνηγώντας όποια ευκαιρία του παρουσιάζεται για δουλειά, μέχρι να μπει για τα καλά στο χώρο του θεάματος. Περπατάει σε ξυλοπόδαρα για να διαφημίσει ένα θεματικό πάρκο. Πουλάει γραβάτες σχεδιασμένες, μάλιστα από τον ενδυματολόγο του Χόλυγουντ Orry-Kelly ενώ παράλληλα περιοδεύει με το βαριετέ “Parker, Rand and Leach”. Έχοντας κατασταλάξει πια μέσα του στο ότι θέλει να ασχοληθεί μόνο με την υποκριτική, επικεντρώνεται από εδώ και πέρα σε αυτόν τον στόχο.

Το 1923 παραιτείται από το βαριετέ και κυνηγάει τη θεατρική καριέρα. Ξεκινάει παίζοντας σε μιούζικαλ-κωμωδίες. Ο κυνηγός θεατρικών ταλέντων Arthur Hammerstein του προσφέρει ένα ρόλο στο καινούριο έργο που θα ανέβαζε στο Broadway τον Νοέμβριο του 1927, με τίτλο “Golden Dawn”. Συνεχίζει με την παράσταση “Boom-Boom”, με συμπρωταγωνίστρια την Janette MacDonald. Το έργο εκτός από επιτυχία, έφερε και στους δύο γούρι καθώς οι κυνηγοί ταλέντων της Paramount τους πήραν για δοκιμαστικά τεστ. Ο Leach δεν κατάφερε να περάσει το τεστ καθώς οι κριτικοί που τον είδαν είπαν πως τα πόδια του λυγίζουν και έχει πολύ χοντρό σβέρκο. Απτόητος εκείνος, συνεχίζει να κυνηγάει το όνειρο και ελπίζει πως θα τα καταφέρει. Το 1931, μετά από κάποιες επιτυχημένες παραστάσεις όπως “Irene”, “Nina Rosa”, “Rio Rita” και “The Three Musketeers”, έρχεται το πολυπόθητο συμβόλαιο με την Paramount. Καλείται αρχικά να δίνει τις ατάκες σε μία νεαρή ηθοποιό που έκανε το δοκιμαστικό της. Όμως το συμβόλαιο πήγε στον Leach. Η εμπειρία του ως κωμικός και μίμος, καθώς και το ομαδικό πνεύμα εργασίας που απέκτησε στο βαριετέ, είχαν ήδη συμβάλλει στην εκπαίδευση του, έτσι ώστε να προσγειωθεί ομαλά στο Χόλυγουντ που του είχε ανοίξει πια τις πόρτες διάπλατα…

Η Paramount ζητάει από τον 27χρονο Archie Leach να αλλάξει το όνομά του. Θεωρούν πως δεν είναι «πιασάρικο» για να κάνει καριέρα. Συνηθισμένη κίνηση της εποχής από τις εταιρείες παραγωγής προς τους νέους ηθοποιούς, καθώς ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν κάνει καριέρα με το πραγματικό τους όνομα. Εκείνος τους προτείνει το Cary Lockwood από έναν χαρακτήρα που είχε υποδυθεί στο θεατρικό έργο “Nikki”. Η εταιρεία αποδέχεται το Cary αλλά όχι και το Lockwood καθώς όπως υποστηρίζει, θυμίζει το όνομα ενός άλλου ηθοποιού. Έτσι δίνουν στον Cary μία λίστα με ονόματα για να συμπληρώσει το επώνυμο του. Διαλέγει τελικά το Grant, γιατί πιστεύει ότι τα αρχικά C και G θα φέρουν τύχη στη νέα του σταδιοδρομία, όπως έφεραν και στους Clark Gable και Gary Cooper. Δε θα φέρει όμως την ίδια τύχη και στη ζωή του…

Στα 27 του λοιπόν χρόνια ακούγεται για τελευταία φορά το όνομα Archie Leach. Ως Cary Grant πλέον, αφήνει πίσω του τον Archie Leach και τη ζωή που είχε ζήσει μέχρι τότε προχωρώντας με καινούριο όνομα και χαρακτήρα. Συνεχίζει σαν να είναι ένας άλλος άνθρωπος και μπαίνει στο κυνήγι της ευτυχίας που ποτέ δεν είχε νοιώσει. Στις 26 Ιουνίου 1942 παίρνει την Αμερικανική υπηκοότητα αλλάζοντας και επίσημα το όνομά του σε Cary Grant. Ο ίδιος αναφερόταν συχνά στο χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στον Cary Grant και τον Archie Leach, κάποιες φορές με χιούμορ, με δηλώσεις όπως:
« Όλοι θέλουν να γίνουν Cary Grant. Κι εγώ θέλω να γίνω Cary Grant.»

«Προσποιούμουν κάποιον που θα ήθελα να είμαι και τελικά έγινα αυτό το άτομο. Ή αυτός έγινε εγώ. Ή συναντηθήκαμε σε κάποιο σημείο.»

«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να είσαι ο εαυτός σου. Ειδικά όταν ξέρεις ότι θα σε δουν 300 εκατ. άνθρωποι.»

Στην ταινία “His Girl Friday” (1940) αναφέρεται το όνομα Archie Leach σε μία ατάκα που λέει ο ίδιος, ενώ σε μία ταφόπλακα στην ταινία “Arsenic and Old Lace” (1944) αναγράφεται πάλι το βαφτιστικό του. Ο John Cleese στην ταινία “A Fish Called Wanda” (1988), ονομάζει τον χαρακτήρα του Archie Leach. Ακόμη και το τεριέ του Grant άκουγε στο όνομα Archie Leach.

Πίσω στα κινηματογραφικά τώρα, έχοντας σαν πρότυπο τον ηθοποιό Douglas Fairbanks Sr, ξεκινάει την καριέρα του στο σινεμά. Το φυσικό σκουρόχρωμο δέρμα του Fairbanks, θα παρακινήσει αργότερα τον Grant να αποκτήσει κι εκείνος ένα μαυρισμένο δέρμα από τον ήλιο, χάρη στο οποίο θα αποφύγει το make up για ένα χρόνο περίπου. Ο πρώτος του ρόλος με την Paramount είναι ένας ναύτης στην ταινία “Singapore Sue” (1932). Το όνομα του όμως δεν μπαίνει στους τίτλους καθώς η εμφάνιση του είναι μικρής διάρκειας. Στη συνέχεια της ίδιας χρονιάς γυρίζει την πρώτη επίσημη ταινία του με τίτλο “This is The Night” παίζοντας τον ρόλο του Stephen. Μέσα στο 1932 θα γυρίσει άλλες 6 ταινίες. Ανάμεσα τους είναι οι “Devil and The Deep”, “Blonde Venus” και “Madame Butterfly”. Ακολούθησαν κι άλλες επιτυχίες όπως: “Sylvia Scarlett” (1935), “Bringing Up Baby” (1938), “Holiday” (1938), “The Philadelphia Story” (1940). Και στις τέσσερις συμπρωταγωνιστεί με την Katharine Hepburn. Ο Cary Grant είχε πει για εκείνη:

«Ήταν αυτός ο τύπος της αδύνατης γυναίκας που ποτέ δε μου άρεσε. Όμως είχε αυτό το κάτι, αυτόν τον αέρα που σε μαγνήτιζε και δεν έχω ξαναδεί ποτέ σε γυναίκα. Την κοιτούσες και την άκουγες χωρίς να μπορείς να αποδράσεις από αυτήν.»
Το 1936 λήγει το 5ετες συμβόλαιο του με την Paramount. Από τις αρχές της δεκαετίας του 20’ μέχρι το 1960 περίπου, οι ηθοποιοί που υπέγραφαν συμβόλαια συνεργασίας με τις εταιρείες παραγωγής, ουσιαστικά «ανήκαν» και στις εταιρείες. Έτσι τα στούντιο είχαν τον πλήρη έλεγχο στις επιλογές τους. Ο Cary Grant δεν ανανεώνει και κάνει κάτι προφανές για τα δεδομένα της εποχής. Παίρνει την τύχη στα χέρια του υπογράφοντας μη αποκλειστικά συμβόλαια συνεργασίας με τις Columbia και RKO διατηρώντας παράλληλα και την ανεξαρτησία του. Έτσι είχε εκείνος τον πρώτο λόγο στις επιλογές του. Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που κατόρθωσε κάτι τέτοιο ρισκάροντας πολλές φορές να μένει χωρίς δουλειά, κάτι το οποίο ευτυχώς δε συνέβη ποτέ. Αντιθέτως με αυτή του την κίνηση κέρδισε εκτός από την ελευθερία του και τη δυνατότητα να κάνει μεγαλύτερα παζάρια στα ποσοστά επί των κερδών από τις εισπράξεις των εισιτηρίων.

Η δεκαετία του 40’ βρίσκει τον Grant με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του που τον καθιερώνουν σε star του Χόλυγουντ. “His Girl Friday” (1940), “My Favorite Wife” (1940), “Arsenic and Old Lace” (1944), “I Was a Male War Bride” (1949) κ.α. Παράλληλα αντιμετωπίζει και την απώλεια αρκετών συγγενών του στο Bristol από βομβαρδισμούς των Γερμανών, καθώς είχε ξεσπάζει ήδη ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Έτσι αποφασίζει να δώσει ολόκληρο το μισθό του από την ταινία “The Philadelphia Story” για την ενίσχυση του Βρετανικού Στρατού, και από την ταινία “Arsenic and Old Lace” στο Αμερικάνικο Ίδρυμα Ανακούφισης από τον Πόλεμο. Στις 18 Απριλίου 1947, ο βασιλιάς Γεώργιος VI, θα τον τιμήσει με το Μετάλλιο του Βασιλιά για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον Βρετανικό Οργανισμό Αποκατάστασης από τον Πόλεμο και στις προσπάθειες απελευθέρωσης .

Το 1941 έρχεται η πρώτη συνεργασία με τον σκηνοθέτη Alfred Hitchcock στην ταινία “Suspicion” όπου παίζει δίπλα στην Joan Fontaine. Ανάμεσα στους δύο άντρες θα δημιουργηθεί αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμός. Θα συνεργαστούν συνολικά σε τέσσερις ταινίες: “Suspicion”, “Notorious” (1946) με την Ingrid Bergman, “To Catch A Thief” (1955) και “North By Northwest” (1959) με την Eva Marie Saint. Ας σταθούμε όμως για λίγο στην ταινία “To Catch a Thief”. Συμπρωταγωνίστρια του η πανέμορφη Grace Kelly, λίγο πριν γίνει πριγκίπισσα του Μονακό. Ο Grant είναι 26 χρόνια μεγαλύτερος της και αυτή η διαφορά ηλικίας κριτικάρεται έντονα. Από τότε απορρίπτει πολλούς ρόλους για τους οποίους θεωρούσε ότι ήταν μεγάλος για να υποδυθεί. Μέσα σε αυτούς είναι και ο ρόλος του James Bond στην ταινία Dr No (1962) θεωρώντας ότι στα 58 του είναι μεγάλος για να γίνει ο πράκτορας 007. Ο Ian Fleming πάντως είχε πει πως σχεδίασε τον James Bond έχοντας στο μυαλό τον Cary Grant, εκτός από τον εαυτό του.

Νωρίτερα το 1953, σόκαρε τους πάντες όταν ανακοίνωσε πως σκόπευε να αποσυρθεί. Οι αιτίες ήταν δύο. Η πρώτη ήταν η απογοητευτική συμπεριφορά του Χόλυγουντ, προς τον ηθοποιό Charlie Chaplin, ο οποίος είχε μπει στη μαύρη λίστα του Μακάρθυ, εξαιτίας των πολιτικών του πιστεύω. Έντονα ενοχλημένος από αυτό ο Grant καταδίκασε δημόσια τον Μακαρθισμό, και δήλωσε πως «τα πιστεύω του κάθε ανθρώπου δεν πρέπει να συγχέονται με το ταλέντο του και τη δουλειά του». Η δεύτερη ήταν το γεγονός ότι είχαν μπει στον κινηματογράφο νέα αστέρια όπως ο Marlon Brando και η “Μέθοδος” που ήταν ένα νέο στυλ υποκριτικής. Έτσι θεώρησε ότι δεν υπήρχε χώρος για τη δική του «μέθοδο» και τον ίδιο. Λίγο αργότερα γύρισε το ‘To Catch a Thief’, το οποίο πήγε πάρα πολύ καλά, κι έτσι η παραίτηση του αναβλήθηκε μέχρι το 1966.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ιδρύει τη δική του εταιρεία παραγωγής, τη Granart Productions. Με διανομέα τη Universal θα γυρίσει μερικές από τις πολύ καλές ταινίες του όπως: “Operation Petticoat” (1959), “That Touch of Mink” (1962) και “Father Goose” (1964). Το 1963 παίζει μαζί με την Audrey Hepburn στην ταινία “Charade” σε σκηνοθεσία Stanley Donen. Αρχικά αρνείται καθώς η Hepburn είναι 34 κι εκείνος 59. Τα γνωστά θέματα με την ηλικία βασανίζουν τον Grant. Δέχεται τελικά να παίξει καθιστώντας σαφές ότι η Hepburn θα είναι εκείνη που του ρίχνεται στην ταινία κι όχι το αντίθετο. Συμφωνεί με την παραγωγή, να μην βγάλει τα ρούχα του στη σκηνή με το ντους γιατί πίστευε πως είχε πάρει κάποια κιλάκια και πως δεν ήταν για την ηλικία του αυτά. Τέλος προσθέτει και κάποια αστεία γύρω από τη διαφορά ηλικίας που είχαν. Η σκηνή που η Hepburn λερώνει τον Grant με παγωτό, βασίζεται σε παρόμοιο αληθινό γεγονός. Τον είχε λερώσει, όπως η ίδια ισχυρίζεται, με κόκκινο κρασί σε κάποιο πάρτι όπου είχαν παρευρεθεί. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας ο Grant ζήτησε σαν Χριστουγεννιάτικο δώρο, άλλη μια ταινία με την Hepburn. Παραλίγο να το είχε, καθώς του είχε προταθεί αρχικά ο ρόλος του καθηγητή Higgins στην επόμενη ταινία της Hepburn “My Fair Lady”, τον οποίο υποδύθηκε τελικά ο Rex Harrison. Ο ίδιος της είχε πρότεινε επίσης να συμπρωταγωνιστήσουν στην ταινία “Father Goose” όμως ο ρόλος κατέληξε στην Leslie Caron.

Υποψήφιος δύο φορές για Όσκαρ στις ταινίες “Penny Serenade” (1941) και “None But The Lonely Heart” (1944), δεν κερδίζει ποτέ. Αυτό το γεγονός τον στεναχωρεί πάρα πολύ. Το 1970 παραλαμβάνει από την Ακαδημία το Τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Τη βραδιά της αποδοχής του βραβείου είπε πως ποτέ του δε συμμετείχε σε κοινωνικές εκδηλώσεις αλλά ήταν μεγάλη του τιμή να είναι μέλος του Χόλυγουντ. Ευχαρίστησε θερμά όλους τους σκηνοθέτες που τον ανέχτηκαν και τις όμορφες συμπρωταγωνίστριες που έπαιξαν δίπλα του χωρίς να ξέρει πολλές φορές τι κάνει. Μίλησε ακόμη για τη χαρά της συναδελφικότητας και για το παράδειγμα που δίνουν όλοι τους στις επόμενες γενιές ηθοποιών. Σύσσωμος ο Χολιγουντιανός κόσμος σηκώνεται όρθιος και τον χειροκροτεί.

Η αγαπημένη του ταινία ήταν το ‘Indiscreet’ (1958), όπου συναντιέται ξανά με την Ingrid Bergman. Τους δύο ηθοποιούς έδενε στενή φιλία. Ο Grant ήταν ο μόνος που της στάθηκε στην περιπέτεια που πέρασε στη σχέση της με τον Ιταλό σκηνοθέτη Roberto Rossellini. Αγαπημένη του συμπρωταγωνίστρια η Grace Kelly. Στην κηδεία της το 1982, δε σταμάτησε στιγμή να κλαίει. Η ερμηνεία που μισούσε ήταν αυτή του Mortimer Brewster στην ταινία “Arsenic and Old Lace” καθώς όπως υποστηρίζει ήταν υπερβολική και ήταν η λιγότερο αγαπημένη του ταινία. Ο ρόλος του ως Walter Eckland στην ταινία “Father Goose” ήταν πιο κοντά στον εαυτό του. Λάτρευε το ραδιόφωνο στο οποίο έπαιζε συνήθως διαφορετικούς ρόλους από αυτούς που τον είχαμε συνηθίσει στο σινεμά. Κάτι που ίσως λίγοι γνωρίζουν είναι πως χάρη στην άριστη φυσική κατάσταση που απέκτησε ως ακροβάτης, γύριζε μόνος του τις περισσότερες επικίνδυνες σκηνές.

Αν και επαγγελματικά βρισκόταν στο απόγειο στης καριέρας του στην προσωπική του ζωή ακροβατούσε σε τεντωμένο σκοινί. Ο Cary Grant ήταν ένας άνθρωπος κλεισμένος στον εαυτό του. Έχοντας μεγαλώσει μόνος του, χωρίς οικογένεια, προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στα προβλήματα του και στην πραγματικότητα. Έσβηνε τις όποιες άσχημες αναμνήσεις στο μυαλό με άφθονο αλκοόλ και LSD, αφού πρώτα είχε δοκιμάσει τον υπνωτισμό, τη γιόγκα και τον μυστικισμό που δεν βοήθησαν. Φλέρταρε πολλές φορές με τον θάνατο αλλά πέρασε ξυστά. Το 1948 οι καταχρήσεις από το αλκοόλ τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη λοιμώδη ηπατίτιδα και τον ίκτερο. Οι γιατροί του δίνουν λιγότερο από 10%. Ο Grant μέσα σε έξι μήνες και κάτι τα καταφέρνει και συνέρχεται. Εάν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά το χαμόγελο του θα δει ότι του λείπει το ένα, από τα δύο επάνω μπροστινά του δόντια, και τα υπόλοιπα είναι προσκολλημένα στο άλλο που υπάρχει. Ως πιτσιρικάς το έσπασε κάνοντας πατινάζ. Για να μη φωνάζει ο πατέρας του βλέποντας τον έτσι, πήγε σε κάποια κοντινή οδοντιατρική σχολή προκειμένου να το καλύψει. Τον Μάρτιο του ‘68 θα έχει ένα σοβαρό ατύχημα με το αυτοκίνητο γλιτώνοντας τη με μικροτραυματισμούς. Ένας καλοήθης όγκος θα αφαιρεθεί από το μέτωπο του το 1957 ενώ η άνοιξη του 1977 θα τον βρει με μία επέμβαση αφαίρεσης ομφαλοκήλης.

Το LSD όπως λέει κι εκείνος, το ξεκίνησε για να γίνει ευτυχισμένος. Ήταν μέρος της ψυχολογικής θεραπείας αλλά εκείνος ένοιωθε σαν πειραματόζωο μέχρι που έγινε εθισμός. Ήταν κάτι που τον βοήθησε αρκετά να ξεχαστεί και ξεφύγει, αλλά μάλλον ξέφυγε πολύ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του: «Είναι σαν το αλκοόλ. Μια δόση μπράντι μπορεί να σε σώσει αλλά ένα μπουκάλι μπράντι μπορεί να σε σκοτώσει».
Υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος και στον ερωτικό τομέα. Παντρεύτηκε πέντε φορές, αλλά αν θέλετε τη γνώμη μου κανένας από τους γάμους του δεν έγινε από έρωτα. Θεωρώ ότι και οι πέντε έγιναν από λάθος εκτιμήσεις. Βλέπετε όταν μεγαλώνει κανείς χωρίς οικογένεια ψάχνει από πολύ νωρίς τρόπους για να δώσει και να πάρει τη φροντίδα, την τρυφερότητα αλλά και την αγάπη που στερήθηκε από την απουσία οικογενειακού περιβάλλοντος. Όταν δε έχεις και παιδικά τραύματα όπως ο Grant, τότε είναι πολύ πιθανό να εκφράζεις τα συναισθήματα σου με λάθος τρόπους χωρίς να μπορείς να το ελέγξεις. Ο πρώτος του γάμος έγινε με την τυφλή ανθοπώλη από την ταινία “City Lights” (1931), Virginia Cherill, στις 9 Φεβρουαρίου 1934 και τελείωσε στις 26 Μαρτίου 1935. Επόμενος σταθμός στους γάμους η πάμπλουτη Barbara Hutton, με την οποία παντρεύτηκε στις 8 Ιουλίου 1942 και χώρισαν στις 30 Αυγούστου 1945. Ο κόσμος τους αποκαλούσε “Cash and Cary” όπως τα σουπερμάρκετ, υπονοώντας ότι ο Grant την παντρεύτηκε για τα λεφτά της, κάτι το οποίο ο ίδιος γνώριζε. «Δεν παντρεύτηκα ποτέ μου για τα χρήματα. Μπορεί να μην παντρεύτηκα για πολλούς προφανείς λόγους αλλά τα χρήματα δεν υπήρξαν ποτέ αιτία για να παντρευτώ» δήλωσε για τα υπονοούμενα αυτά. Προσωπικά πιστεύω πως αυτός ο γάμος έγινε για να πάρει ο Grant την Αμερικάνικη υπηκοότητα καθώς υπήρχε ρητός όρος σε προγαμιαίο συμβόλαιο που είχαν υπογράψει από κοινού, βάσει του οποίου δε θα έπαιρνε δεκάρα από την Hutton. Οι δυο τους παρέμειναν καλοί φίλοι ακόμη και μετά το διαζύγιο. Ο Grant είχε πολύ καλές σχέσεις και με το γιό της, Lance Reventlow, που είχε αποκτήσει από τον προηγούμενο γάμο της. Συχνά τον αποκαλούσε «γιό» του και περνούσαν αρκετά Σαββατοκύριακα μαζί. Όταν εκείνος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1972, έμεινε κοντά στην Hutton, βοηθώντας την με την κηδεία του γιού της. Στις 25 Δεκεμβρίου 1949 παντρεύεται την ηθοποιό Betsy Drake. Ίσως είναι η γυναίκα την οποία αγάπησε περισσότερο από όλες τις συζύγους του. Μπορεί να την αγάπησε κι αληθινά. Όμως δε νομίζω πως την ερωτεύτηκε. Ήταν εκείνη που τον βοήθησε να κόψει το τσιγάρο. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν κάπνισε ποτέ ξανά από τότε, αλλά η Drake λέει πως τον έπιασε να καπνίζει περιστασιακά στην αυλή του σπιτιού τους. Ήταν επίσης εκείνη που τον έπεισε να ξεκινήσει τις συνεδρίες στον ψυχολόγο προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που τον βασάνιζαν. Τον παρακίνησε ακόμη να δοκιμάσει το LSD, το οποίο ήταν νόμιμο παραισθησιογόνο εκείνη την εποχή και χορηγούταν από τους ψυχολόγους. Όμως ο γάμος του με την Drake καταλήγει και αυτός σε διαζύγιο στις 13 Αυγούστου 1962. Τρία χρόνια αργότερα στις 22 Ιουλίου 1965 παντρεύεται την ηθοποιό Dyan Cannon. Εκείνη θα του χαρίσει το καλύτερο δώρο της ζωής του. Τη μοναδική ευκαιρία να γίνει πατέρας φέρνοντας στον κόσμο την κόρη τους Jennifer στις 26 Φεβρουαρίου 1966.

Την ίδια χρονιά έχοντας γυρίσει την τελευταία του ταινία που τα λέει όλα με τον τίτλο της “Walk, Don’t Run”, ανακοινώνει την παραίτηση του από τον κινηματογράφο. Ένιωθε πως έπρεπε να αποσυρθεί για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ανατροφή της κόρης του. Ο κόσμος του Χόλυγουντ σοκάρεται για δεύτερη φορά μετά την πρώτη παρόμοια ανακοίνωση το 1953. Όπως και τότε όλοι πιστεύουν ότι μπορεί να αλλάξει γνώμη. Όμως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες σκηνοθετών όπως ο Billy Wilder, ο Howard Hawks και ο Stanley Kubrick, να τον μεταπείσουν, η απόφαση του είναι οριστική. Έτσι αφήνει το Χόλυγουντ απογοητεύοντας τους θαυμαστές του, και μένει σπίτι για να μεγαλώσει τη Jennifer.
Ο Grant λάτρευε τα παιδιά και η κόρη του ήταν, όπως ο ίδιος την περιγράφει, «η καλύτερη παραγωγή του». Ήταν εθισμένος σε αυτή. Την πρόσεχε πιο πολύ κι από τον ίδιο του τον εαυτό γιατί θυμόταν τα δικά του παιδικά χρόνια και δεν ήθελε να περάσει τα ίδια ούτε να αμφιβάλει ποτέ της για την απέραντη αγάπη του. Φύλαγε τα πρώτα της δόντια καθώς και διάφορα αντικείμενα από την παιδική της ηλικία και την εφηβεία σε ένα τεράστιο δωμάτιο, σαν χρηματοκιβώτιο, που είχε στο σπίτι. Όταν η Jennifer μεγάλωσε απέδωσε την κίνηση αυτή του πατέρα της στο γεγονός ότι εκείνος δεν είχε κανένα αντικείμενο από την παιδική του ηλικία για να θυμάται. Ο βομβαρδισμός του Bristol από τους Γερμανούς δεν άφησε τίποτα όρθιο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αφορμή τη γέννηση της κόρης του ο Grant χάρισε στην Cannon ένα διαμαντένιο βραχιόλι. Δυστυχώς δεν κατάφερε να αποκτήσει περισσότερα παιδιά κάτι που ήθελε σαν τρελός: «αν ήξερα αυτά που ξέρω τώρα και δεν ήμουν τόσο ηλίθιος, θα έκανα 100 παιδιά και θα έχτιζα ένα ράντζο για να τα μεγαλώσω».

Όπως και οι προηγούμενοι γάμοι του Grant και αυτός οδηγήθηκε στα δικαστήρια. Χωρίζουν στις 21 Μαρτίου 1968 παλεύοντας χρόνια για την κηδεμονία της Jennifer. Ωστόσο η μικρή περνούσε τον ίδιο χρόνο και με τους δύο γονείς της. Ο πατέρας της ήταν πάντα κοντά της και δεν επέτρεψε να της λείψουν η πατρική αγάπη, η φροντίδα κι η στοργή. Η Jennifer Grant γοητεύεται από την υποκριτική. Ο Grant έχει πολλές ενστάσεις σχετικά με το θέμα του επαγγελματικού της προσανατολισμού καθώς δεν θέλει να γίνει ηθοποιός. Μετά τον θάνατο του, θα ακολουθήσει τελικά τα χνάρια των γονιών της.

Πέμπτη και τελευταία σύζυγος του, η Barbara Harris, μία υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων σε ξενοδοχείο. Παντρεύονται στις 11 Απριλίου 1981 και μένουν μαζί μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος του Grant. Στο λαιμό του φορούσε πάντα μια χρυσή αλυσίδα με τρία διαφορετικά σύμβολα θρησκειών, καθένα από τα οποία συμβόλιζε και τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του. Μία εικονίτσα του Αγίου Χριστόφορου για την Virginia Cherill που ήταν Ρωμαιοκαθολική, έναν σταυρό για την Barbara Hutton και την Betsy Drake που ήταν Προτεστάντισσες, κι ένα Αστέρι του Δαυίδ για την Dyan Cannon που ήταν Εβραία.

Μετά από πέντε αποτυχημένους γάμους κι έναν μάλλον επίσης αποτυχημένο αρραβώνα με την ηθοποιό Queenie Smith, ο Cary Grant έχει ένα απωθημένο. Ήταν τρελά ερωτευμένος με την ηθοποιό Sophia Loren. Γνωρίστηκαν στα γυρίσματα της ταινίας “The Pride and The Passion” (1957) όπου συμπρωταγωνιστούσαν. Ήταν 31 χρόνια μικρότερη του και παρά το γεγονός πως ήταν παντρεμένος με την Betsy Drake, τη φλέρταρε επίμονα. Βγήκαν κάποιες φορές και ίσως να έγινε κάτι μεταξύ τους αλλά η Loren δεν έδωσε συνέχεια στο φλερτ. Ξαναπροσπαθεί και δεύτερη φορά όταν εκείνη επισκέπτεται το Los Angeles, την ίδια στιγμή που ο Grant γυρίζει εκεί την ταινία “An Affair To Remember” (1957). Την πολιορκεί στενά με χιλιάδες τηλεφωνήματα και τόνους λουλούδια, όμως εκείνη έχοντας ανοίξει παρτίδες με τον παραγωγό Carlo Ponti, παραμένει ανένδοτη. Ο Grant αρπάζει και την τελευταία ευκαιρία να την κατακτήσει όταν μαθαίνει πως θα συμπρωταγωνιστήσουν ξανά μαζί στην ταινία “Houseboat” (1958), κι έτσι δέχεται τον ρόλο. Εκείνη σπαράζοντας τον παρακαλάει να την αφήσει ήσυχη λέγοντας του ότι πρόκειται να παντρευτεί τον Ponti. Εκείνος δεν την πιστεύει και όταν τελικά αυτό συμβαίνει ο Grant νοιώθει την καρδιά του να ξεριζώνεται και ζητάει να φύγει από την παραγωγή. Ο σκηνοθέτης Melville Shavelson δεν επιτρέπει να συμβεί κάτι τέτοιο και προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες και να συνεχίσει τα γυρίσματα φροντίζοντας να βγει ένα καλό ρομάντζο. Ο Grant δεν ξαναενόχλησε την Loren, αλλά νομίζω πως δεν την έβγαλε ποτέ από την καρδιά του. Σύμφωνα με κάποιες φήμες είχε σοβαρό σκοπό για εκείνη και θα τη ζητούσε σε γάμο. Ήταν η μόνη γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα και αγάπησε με πάθος. Παρέμεινε για πάντα ένα αγκάθινο βέλος στο στήθος του…
Η παραίτηση του από την ενεργό δράση το 1966, ωθεί τον Grant να ασχοληθεί με άλλα πράγματα στη ζωή του. Ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή στα καλλυντικά Faberge την ίδια χρονιά. Θέλοντας να διευρύνει τις επιχειρησιακές του δεινότητες, συμμετέχει στα διοικητικά των πολυχώρων διασκέδασης “Hollywood Park” και “The Magic Castle”. Θα καταπιαστεί ακόμη και με τα διοικητικά της τότε αεροπορικής εταιρείας Western Airlines και της εταιρείας παραγωγής MGM. Παρόλο που πίστευε ότι οι ηθοποιοί δεν πρέπει να εκδηλώνουν τα πολιτικά τους πιστεύω, ανέλαβε ωστόσο δράση και στα πολιτικά δρώμενα. Στα μέσα της δεκαετίας του 60’ στήριξε πολιτικά τον φίλο του Richard Nixon, αν και ο ίδιος μάλλον ήταν φιλελεύθερων πολιτικών πεποιθήσεων. Το 1976 παρουσίασε την πρώτη κυρία των Η.Π.Α. και φίλη του Betty Ford, σε ένα συνέδριο του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, αναφερόμενος σε αυτό ως «το κόμμα σας». Νωρίτερα το 1968, με αφορμή τη δολοφονία του φίλου του Robert F. Kennedy, έκανε μία δημόσια αναφορά στην οπλοχρησία. Έχοντας ο ίδιος σαν παιδί φοβία στα ύψη και στα μαχαίρια, αποφάσισε να μιλήσει στον κόσμο για την ορθή χρήση της οπλοκατοχής και τον έλεγχο των όπλων γενικότερα.
Ο Cary Grant είχε καθιερωθεί από τη δεκαετία του ‘30 κιόλας σαν ηθοποιός αλλά και καρδιοκατακτητής. Ο γόης του Χόλυγουντ, φορώντας το αγαπημένο του after shave Aqua Di Parma και πάντα κόντρα ξυρισμένος, προκαλούσε λιποθυμίες στον γυναικείο πληθυσμό που ήταν όλος ερωτευμένος μαζί του, ανάμεσα τους κι εγώ. Αποτελούσε πρότυπο και για πολλούς άντρες ηθοποιούς που ήθελαν να του μοιάσουν. Ένας από αυτούς ήταν και ο Tony Curtis, ο οποίος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το είδωλο του αλλά και να πρωταγωνιστήσει μαζί του στην ταινία “Operation Petticoat” (1959). Η ταινία “Destination Tokyo” (1943) ήταν η αφορμή για τον Curtis να καταταγεί στο Πολεμικό Ναυτικό. Άλλος ένας θαυμαστής του Grant ο ηθοποιός Michael Caine, με τον οποίο αργότερα θα γίνουν φίλοι όπως και με τον Curtis. Ένα αστείο περιστατικό που τους συνέβη το 1968 ήταν μια θαυμάστρια του Caine που τους πλησίασε καθώς περπατούσαν στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να αναγνωρίσει τον Grant, στρεφόμενη προς το μέρος του σχολίασε το πόσο άνετοι είναι οι ηθοποιοί με τους θαυμαστές τους. Εκείνος έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας χωρίς να πει κάτι. Από την επόμενη γενιά ηθοποιών ο Christopher Reeve είχε δηλώσει πως είχε βασίσει την εικόνα του Clark Kent στην ταινία ‘Superman’, στον Cary Grant.

Δεν αποτελούσε όμως μόνο ο ίδιος ένα πρόσωπο άξιο θαυμασμού. Ο Cary Grant υπήρξε με τη σειρά του θαυμαστής του μεγάλου star της παγκόσμιας μουσικής σκηνής Elis Presley. Ήταν παρών σε όλες τις παραστάσεις του στο Las Vegas. Μπορείτε να τον δείτε να συζητάει μαζί του στα παρασκήνια του μουσικού ντοκιμαντέρ “That’s The Way It Is” (1970). Υπήρξε ακόμη λάτρης του baseball. Ξεκίνησε υποστηρίζοντας τους New York Giants, μετά όμως στράφηκε στους L.A. Dodgers. Στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε λίγο πιάνο και διάβαζε αρκετά. Έχοντας αποβληθεί από το σχολείο στα 14 του η μόρφωση ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση. Μεγαλώνοντας και μελετώντας μόνος του παρέμεινε φίλος της μάθησης και του διαβάσματος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Ο ηθοποιός διατηρούταν πάντοτε σε εξαιρετικά καλή φόρμα. Ωστόσο τα σοβαρά προβλήματα υγείας είχαν αρχίσει από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 λόγω αυξημένης αρτηριακής πίεσης. Παρόλ’ αυτά εκείνος δεν το βάζει κάτω. Θέλοντας να ανανεώσει το ραντεβού του με το κοινό, επιστρέφει στη γενέτειρα του και στο θέατρο “The Bristol Hippodrome”. Εκεί από όπου ξεκίνησε το καλλιτεχνικό του ταξίδι. Διοργανώνει μία συζήτηση με τον κόσμο, χωρίς σενάριο. Η παράσταση ονομάζεται “A Conversation With Cary Grant” και περιοδεύει στην Αμερική. Τον Νοέμβριο του 1981, λαμβάνει μια σειρά από τιμητικές εκδηλώσεις στο Kennedy Center. Εκεί βρίσκονται πολλοί φίλοι και συνάδελφοι που θέλουν να τον τιμήσουν όπως ο Ronald Reagan και ο James Stewart, κάτι που χαροποιεί ιδιαίτερα τον Grant. Τον Οκτώβριο του 1984 υπέστη ένα μικρό εγκεφαλικό που τον ανάγκασε να περιορίσει τις εμφανίσεις του. Λίγο καιρό πριν μεταβεί στην Iowa για την παράσταση του, εμφανίζεται για τελευταία φορά στα Όσκαρ για να παρουσιάσει τον φίλο του James Stewart ο οποίος θα παραλάμβανε το Τιμητικό Βραβείο το 1985. Το βράδυ της 29ης Νοεμβρίου 1986 βρίσκεται στο θέατρο Adler, στο Davenport της Iowa, έτοιμος να βγει στη σκηνή. Η παράσταση όμως δε θα δοθεί ποτέ. Ο Grant αντιμετωπίζει και δεύτερο σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και μεταφέρεται στο νοσοκομείο St. Luke. Λίγες ώρες αργότερα φεύγει από τη ζωή εξαιτίας της ανεξέλεγκτης εγκεφαλικής αιμορραγίας. Ήταν 82 ετών. Σύμφωνα με δική του επιθυμία, αποτεφρώνεται και δε γίνεται κηδεία. Οι στάχτες του βρίσκονται κάπου στον ωκεανό Pacific στην Καλιφόρνια.

Έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή διχασμένος ανάμεσα στον Cary Grant και στον Archie Leach. Πάλεψε όλη του τη ζωή για να βρει την ευτυχία και την αρμονία-ισορροπία ανάμεσα τους. Πιστεύω πως τελικά τα κατάφερε αν και πολέμησε σκληρά γι’ αυτό. Δεν ήταν και λίγα τα «χτυπήματα» που δέχτηκε. Άλλαξε όλη του τη ζωή για να ξεφύγει από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ένας άνθρωπος που ποτέ του δεν ένιωσε, έστω και για μια στιγμή, την οικογένειά του δίπλα του. Ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι θα πει ευτυχία. Κι όμως την κυνήγησε και την κατέκτησε μέχρι ενός σημείου. Ίσως και να του ήταν αρκετό αυτό. Η ζωή του μας διδάσκει ότι η καθημερινότητα είναι ένας συνεχής αγώνας και πρέπει να παλεύουμε διαρκώς και να μην το βάζουμε ποτέ κάτω. Εμπόδια θα παρουσιάζονται αλλά δε θα πρέπει να τα αφήνουμε να μας εμποδίζουν. Και για κάθε εμπόδιο που προσπερνάμε θα έρχεται και η ανταμοιβή. Κάποιες φορές θα πέφτουμε, άλλες θα σηκωνόμαστε, αρκεί να μένουμε πάντα όρθιοι. Κι εκείνος, παρόλο που πληγώθηκε πολλές φορές κι έκανε αρκετά λάθη, προσπάθησε να μείνει όρθιος μέχρι το τέλος.

Τον ενδιέφερε πάντα η εικόνα του προς τα έξω γιατί μετρούσε πολύ τη γνώμη που είχε για εκείνον ο κόσμος. Γι’ αυτό το λόγο στην ταινία “The Grass Is Greener” (1960), αρνήθηκε να φορέσει σμόκιν για τις ανάγκες μιας σκηνής. Έχοντας στο μυαλό του μια φράση που του είχε πει ο πατέρας του, «άσε τους ανθρώπους να δουν εσένα κι όχι το κοστούμι», φοβόταν ότι ο κόσμος δε θα ταυτιζόταν μαζί του επειδή θα τον περνούσαν για αριστοκράτη. Ίσως ήταν το μόνο σωστό πράγμα που του είχε πει. Ανησυχούσε ακόμη και για την εικόνα που έβγαζε ως Walter Eckland στην ταινία “Father Goose” (1964), καθώς ήταν ένας αξύριστος μπεκρής που μιλούσε άσχημα μπροστά σε μικρά κορίτσια. Του άρεσε πολύ να βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό και να μιλάει μαζί του από τη σκηνή και όχι μόνο, κάτι που όπως υποστήριζε δεν μπορούσε να γίνει άμεσα μέσα από το φιλμ.

Διακρίθηκε με τις έξοχες ερμηνείες του σε πολλά είδη ταινιών, όμως έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις ρομαντικές κωμωδίες. Σύμφωνα με τη γνώμη του, «η κωμωδία είναι κάτι που πρέπει να βγαίνει φυσικά κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Είναι το δυσκολότερο είδος ταινιών από όλα , τουλάχιστον στο σινεμά γιατί στο θέατρο βλέπεις άμεσα τις αντιδράσεις του κοινού. Όταν γυρίζεις μια ταινία απουσία των θεατών, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βάλεις τα δυνατά σου ελπίζοντας ότι ο κόσμος που θα τη δει μετά θα περάσει καλά». Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς τι είναι η ηθοποιία. Έλεγε πάντως ότι το μόνο αληθινά καλό που έχει είναι ότι δε χρειάζεται να σηκώνεις βάρη κι ότι πιθανώς να διάλεξε αυτό το επάγγελμα επειδή αναζητούσε την αποδοχή, την κολακεία, τον θαυμασμό και τη στοργή.
Ο Grant είχε καταλάβει το παιχνίδι των δημοσιογράφων και των media γενικότερα. Λίγο πριν πεθάνει είχε προειδοποιήσει την γυναίκα του για κάποια συγκλονιστικά άρθρα τα οποία πιθανόν να μιλάνε για εκείνον με την σκληρότερη γλώσσα και να προσβάλουν το άτομο του μετά θάνατον. Το 1981 είχε δηλώσει πως δε σκόπευε να γράψει την αυτοβιογραφία του. Αυτό θα το άφηνε σε άλλους σίγουρος πως θα τον βγάλουν από κατάσκοπο των Ναζί μέχρι οτιδήποτε άλλο. Δεν έπεσε και πολύ έξω καθώς από τότε μέχρι και σήμερα οι δημοσιογράφοι γράφουν για ηθοποιούς και άλλα δημόσια πρόσωπα, τελείως υποκειμενικά, προκειμένου να πουλάνε ή να «ανεβάζουν» και να κατεβάζουν όποιον-α θέλουν εκείνοι για δικούς τους λόγους. Πιόνι αυτού του παιχνιδιού υπήρξε και ο Grant. Ευτυχώς όμως υπάρχει και η καλή πλευρά της δημοσιογραφίας και σε αυτήν θα σταθώ. Τον Οκτώβριο του 1997 το Βρετανικό περιοδικό Empire τον τοποθετεί στην 7η θέση ανάμεσα στους 100 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών. Δύο χρόνια αργότερα το AFI (American Films’ Institute) τον ανακηρύσσει 2ο μεγαλύτερο άντρα ηθοποιό όλων των εποχών ενώ σε μία άλλη λίστα του Ινστιτούτου με τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς θρύλους, βγαίνει πάλι νούμερο 2. Κλείνοντας με τις τιμητικές διακρίσεις, η εκπομπή Entertainment Weekly, ψηφίζει τον Grant 6ο μεγαλύτερο σταρ όλων των εποχών και το 2005 ηγείται των καλύτερων ηθοποιών του σινεμά στο περιοδικό Premiere. Το 2001 οι συμπατριώτες του στο Bristol έκαναν τα αποκαλυπτήρια ενός μπρούτζινου αγάλματος του ηθοποιού, που κοσμεί από τότε την πλατεία Millennium της πόλης.
Φεύγοντας αφήνει πίσω του μία κληρονομιά 72 ολοκληρωμένων ταινιών και δύο υπερήφανους απογόνους. Την κόρη του Jennifer Grant, που συνεχίζει να βαδίζει στα βήματα του πατέρα της, και τον εγγονό του Cary Benjamin Grant, που σήμερα είναι 4 ετών. Εμείς θα τον θυμόμαστε πάντα να μας μαγνητίζει με τη σαγηνευτική ομορφιά του και να μας ξεγελά με την Αμερικάνικη προφορά του. Την απέκτησε καθώς υποδυόταν σχεδόν πάντα τον Αμερικάνο στις ταινίες του. Προσωπικά θα τον θυμάμαι για όλα τα παραπάνω αλλά και ως τον ηθοποιό που με την ερμηνεία του στην ταινία “Charade” (1963) με έκανε να αγαπήσω το παγκόσμιο κλασικό σινεμά. Ήταν η πρώτη ταινία που είδα και μαγεύτηκα. Μαζί με τους εξαιρετικούς Audrey Hepburn και Walter Matthau που επίσης πρωταγωνιστούν στην ταινία, μπαίνουν στην κορυφή της λίστας με τους αγαπημένους μου ξένους ηθοποιούς. Ήταν εκείνοι με τους οποίους ξεκίνησα την ενασχόληση μου με τον κινηματογράφο. Θα τον θυμάμαι όμως και με ένα παράπονο. Έφυγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να μου λύσει ποτέ μία απορία. Την ίδια απορία που είχε και η Regina Lambert (A. Hepburn), στην ταινία “Charade”.
Τον ρώτησε για να μάθει, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Πως ξυριζόταν στο λακκάκι του πηγουνιού του;
Άρθρο της Άννα Σιούλα
Συμμετέχουν
Αϊρίν Ντιουν
Julie Gardiner Adams
Κάρι Γκραντ
Roger Adams
Beulah Bondi
Miss Oliver
Έντγκαρ Μπιουκάναν
Applejack Carney
Αν Doran
Dotty 'Dot'
Έβα Lee Kuney
Trina (at the Age of 6 Years)
Λίοναρντ Willey
Doctor Hartley
Wallis Κλαρκ
Judge
Walter Soderling
Billings
Baby Jane Biffle
Trina (at the Age of 1 Year) (ως Baby Biffle)
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551