Αναζήτηση
Χίτλερ: Μια ταινία από την Γερμανία - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Χίτλερ: Μια ταινία από την Γερμανία - iShow.gr
Είδος
Δραματική ταινία γερμανικής παραγωγής 1977 σε επανέκδοση
Διάρκεια
410'
Συντελεστές
Σκηνοθεσία
Σενάριο
Παραγωγή
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Βιογραφία
Δραματική
Η άνοδος και η πτώση του Τρίτου Ράιχ, το φαινόμενο Αδόλφος Χίτλερ. Η ταινία εξερευνεί τον ψυχισμό των Γερμανών και πώς αυτοί δέχτηκαν τον Χίτλερ στην ηγεσία τους, στον νου τους.
Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, το «Χίτλερ: μια ταινία από τη Γερμανία» δεν είναι ένα κλασικό ντοκιμαντέρ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Ζίμπερμπεργκ δεν είχε στη διάθεσή του τόνους αρχειακού υλικού. Γνήσιο, όμως, καλλιτεχνικό τέκνο του Βάγκνερ, του Μπρεχτ, αλλά και του σουρεαλισμού, προσεγγίζει το μεγάλο θέαμα, που ονομάζεται Ιστορία, με μια ποικιλία τεχνικών: παραμύθια, τσίρκο, θρησκευτικά δράματα, μαγικές τελετουργίες, φιλοσοφικούς διαλόγους.
Ο Ζίμπερμπεργκ χρησιμοποίησε ένα μικρό συνεργείο, λίγους ηθοποιούς που ο καθένας έπαιζε πολλούς ρόλους, ενώ πολύ συχνά οι ηγέτες των ναζί παρουσιάζονται ως μαριονέτες. Περισσότερο ακούγονται ηχητικά ντοκουμέντα (λόγοι των Χίτλερ, Χίμλερ, Γκέμπελς, Σπέερ) παρά προβάλλονται φωτογραφίες και ταινίες της εποχής, κι αυτές μάλλον σαν ένα απόκοσμο ντεκόρ, παρά σαν πραγματικότητα. Οι μαρτυρίες πότε είναι γνήσιες (όπως ενός Εβραίου που επέζησε του Ολοκαυτώματος) και πότε τολμηρές καλλιτεχνικές αναφορές. Για παράδειγμα, ένας υστερικός SS απαγγέλλει τον παθιασμένο μονόλογο-απολογία του δολοφόνου παιδιών από το «Μ» του Λανγκ και ο Χίτλερ αναδύεται από τον τάφο του Βάγκνερ ως άλλος Σάιλοκ, αναρωτώμενος εάν οι Εβραίοι δεν ματώνουν όταν τους τρυπούν…
Trailer
Φωτογραφίες
Πληροφορίες
Η NEW STAR ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ Goethe-Institut Athen ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ, ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΕΣ, ΨΥΧΩΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ, ΕΝΑ ΕΡΓΟ-ΠΟΤΑΜΟ, ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ 7 ΩΡΩΝ,  ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΜΕΡΗ

Ολόκληρη η ταινία θα προβληθεί το Σάββατο 12/4, τη Μ. Τετάρτη 16/4 και τη Μ. Πέμπτη 17/4

Γερμανία - 1977 – Έγχρωμη/Ασπρόμαυρη

Ένα ποιητικό και συνειρμικό αριστούργημα από την ιδιοφυία του στοχαστικού-πειραματικού κινηματογράφου
Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ

«Η πιο αξοσημείωτη ταινία που έχω ποτέ δει. Ανήκει στην κατηγορία των ευγενών αριστουργημάτων που ζητούν πίστη»
Susan Sontag

Η ταινία που χαιρετίστηκε από τον Κόπολα ως «ένα έργο που έκανε όλες τις άλλες ταινίες της εποχής ασήμαντες ή παρωχημένες»

«Το πιο σημαντικό έργο της οπτικής τέχνης που έχει παραγάγει η Γερμανία από τον πόλεμο»
Barbara Rose, VOGUE

«Η πιο διαβόητη αβάν-γκαρντ ταινία της τελευταίας δεκαετίας»
Hoberman, AMERICAN FILM

«Ο Χίτλερ μέσα μας: ο ναζισμός δεν είναι
παρελθόν, μολύνει ακόμα το σήμερα...»

«Ο Ζίμπερμπεργκ προσεγγίζει το μεγάλο θέαμα που ονομάζεται Ιστορία με μια ποικιλία τεχνικών: παραμύθια, τσίρκο, θρησκευτικά δράματα, μαγικές τελετουργίες, φιλοσοφικούς διαλόγους...»


Μια ΑΛΛΗ ταινία για τον Χίτλερ και τον φασισμό...

Ζούμε σε μια εποχή κρίσης? μια εποχή που, όπως έχει τεκμηριωθεί ιστορικά, η φασιστική ιδεολογία βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να (εξ)απλώσει προς πάσα κατεύθυνση τα δηλητηριώδη πλοκάμια της. Καθόλου τυχαία, εννοείται, τα όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα με τη Χρυσή Αυγή, καθόλου τυχαία βέβαια και η εξάπλωση των πάσης φύσεως νεοναζιστικών κινημάτων παγκοσμίως.


Η αριστουργηματική ταινία, λοιπόν, του Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία», παρότι γυρίστηκε πριν από 37 ολόκληρα χρόνια, είναι ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ. Διότι δεν είναι «άλλη μια ταινία για τον Χίτλερ», είναι μια άλλη ταινία για τον Χίτλερ. Όχι απλώς για τον Χίτλερ, για τον φασισμό, που όλοι γνωρίζουμε, αλλά για τον Χίτλερ και τον φασισμό που όλοι έχουμε μέσα μας. Και για το πώς πρέπει να τον ξεριζώσουμε. Μια για πάντα.

Ενιαία ταινία και... τέσσερις ξεχωριστές!

Η ταινία είναι χωρισμένη σε τέσσερα μέρη, καθένα από τα οποία μπορεί να «σταθεί» αυτόνομα, ως ξεχωριστό έργο (εξ ου και οι τίτλοι αρχής και τέλους σε κάθε ένα από τα τέσσερα μέρη ξεχωριστά). Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια ενιαία ταινία, που, παρά τη μεγάλη της διάρκεια, παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα από το πρώτο ως το τελευταίο δευτερόλεπτο, αλλά παράλληλα και τέσσερις ξεχωριστές, αυτόνομες ταινίες, με αρχή, μέση και τέλος. Και αυτό χάρη στην ιδιοφυή μαεστρία του Ζίμπερμπεργκ, που καταφέρνει να μας δώσει... τέσσερα σε ένα! Ή, αν προτιμάτε, ένα σε τέσσερα...

Τα τέσσερα μέρη της ταινίας:


Μέρος Α: Το δισκοπότηρο (91΄)
Μέρος Β: Ένα γερμανικό όνειρο (120΄)
Μέρος Γ: Το τέλος μιας χειμωνιάτικης ιστορίας (93΄)
Μέρος Δ: Εμείς, τα παιδιά της κολάσεως (100΄)

Επώνυμα και ανώνυμα σχόλια για την ταινία

«Η πιο αξιοσημείωτη ταινία που είδα ποτέ. Ανήκει στην κατηγορία των ευγενών αριστουργημάτων που ζητούν πίστη και μπορούν να την αναγκάσουν»
Susan Sontag
«Το πιο σημαντικό έργο της οπτικής τέχνης που έχει παραγάγει η Γερμανία από τον πόλεμο»
Barbara Rose, VOGUE
«Η πιο διαβόητη αβάν-γκαρντ ταινία της τελευταίας δεκαετίας»
Hoberman, AMERICAN FILM
«Αυτή η αμφιλεγόμενη ταινία χαιρετίστηκε από τον Κόπολα ως ένα έργο που έκανε όλες τις άλλες ταινίες της εποχής ασήμαντες ή παρωχημένες»

«Αυτή η απίστευτη ταινία συγκλονιστικής πρωτοτυπίας είναι τόσο βαθιά και οπτικά ευφάνταστη όσο μπορεί να είναι ο κινηματογράφος»

«Μια από τα πιο καταπληκτικές, προκλητικές, ψυχωτικές ταινίες της σύγχρονης εποχής: είναι ένα εκπληκτικό, διανοητικά περιπετειώδες μνημείο που προφανώς απαιτεί την προβολή ενός σινεφίλ, εάν στην πραγματικότητα ο εν λόγω σινεφίλ θέλει να παραμείνει αντάξιος αυτής της ετικέτας»

«Απλά η πιο θαρραλέα ταινία που έχω δει ποτέ, δίνει νέο βάθος και νόημα σε αυτό που μπορεί να επιτύχει ο κινηματογράφος και ουσιαστικά καθορίζει τους όρους απτόητη, έξυπνη και επαναστατική»
[[page_break]]
Μια από τις σημαντικότερες ταινίες του γερμανικού κινηματογράφου

Ο Χίτλερ του Ζύμπερμπεργκ δεν είναι μια συνηθισμένη ταινία κι αυτό όχι μόνο γιατί κρατά πάνω από 7 ώρες (αν και είναι χωρισμένη σε 4 μέρη, που μπορούν να ειδωθούν ξεχωριστά), αλλά για την ίδια την αισθητική της πρωτοτυπία και το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει. Δεν είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Χίτλερ ή ταινία επικαίρων, ούτε ιστορική ταινία ανασύνθεσης μιας εποχής, αλλά απλά μια «ταινία» που διεξάγεται εξ ολοκλήρου μέσα σ’ ένα στούντιο. Ο Ζύμπερμπεργκ επιστρέφει στις αρχικές πηγές του σινεμά, στο πρώτο στούντιο του Έντισον, όταν η κινηματογραφική αισθητική μόλις και ξεχώριζε από το θέατρο, για να μας δώσει να καταλάβουμε ότι όλη η ταινία είναι ένα κινηματογραφικό παιχνίδι, μια μάχη από έναν σκηνοθέτη του σήμερα ενάντια σ’ έναν σκηνοθέτη του παρελθόντος, «αυτόν που υπήρξε ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών», δηλαδή τον Χίτλερ!
Η μάχη του Ζύμπερμπεργκ δεν είναι πολιτική (στην ταινία δεν θα συναντήσουμε καμιά οικονομικο-πολιτική ανάλυση του ναζισμού, ούτε καταγγελίες για τα χιτλερικά εγκλήματα), αλλά κυρίως ηθική. Ο σκηνοθέτης θέλει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με μια πλευρά της γερμανικής ιστορίας και κουλτούρας, για να μπορέσει ν’ απολυτρωθεί (αυτός και η γενιά του) από το αίσθημα ενοχής που τους βαραίνει.
Ο Ζύμπερμπεργκ κατηγορεί τον Χίτλερ, ότι είναι υπεύθυνος για την απώλεια της εθνικής ταυτότητας της χώρας του, (…), αλλά μία ενοχή βαραίνει πάνω στο ιστορικό παρελθόν της, όπως επίσης και μία ανεξίτηλη σκιά υποψίας πάνω στην πολιτική της παράδοση. Ο Νίτσε, ο Βάγκνερ, ο γερμανικός εξπρεσσιονισμός, οι πίνακες του Κάσπαρ Νταβίντ Φρήντριχ, χαρακτηρίσθηκαν «ναζιστικά» δημιουργήματα ή βλέπονται με απέχθεια, γιατί τα αγάπησε ή τα προώθησε ο ναζισμός. Όμως, όπως λέει ο σκηνοθέτης, δε μένει ατιμώρητο το να στερήσουν από ένα λαό, ό,τι καλύτερο έχει. Όσο η Γερμανία θα εμποδίζεται να ξαναβρεί την εθνική της ταυτότητα, θα υπάρχουν συγκεντρωμένες όλες οι προϋποθέσεις για να παραδοθεί στη γοητεία ενός νέου ναζισμού, ενός νέου Χίτλερ, και τότε το κακό θα ξαναρχίσει.

Μεταφορική εικόνα του διαβόλου

Ο Ζύμπερμπεργκ παρομοιάζει τον Χίτλερ με το Κακό, τον κάνει μια μεταφορική εικόνα του διαβόλου, αδειάζοντας τον έτσι από το ιστορικό-πολιτικό του πλαίσιο. Ταυτόχρονα όμως λέει ότι θα τον πολεμήσει με καθαρά ηθικά όπλα, θα του φερθεί ισάξια σαν αντίπαλο, θα του δώσει την ευκαιρία ν’ απολογηθεί. Γι’ αυτόν όμως ακριβώς το λόγο κατηγορήθηκε ως φιλοναζιστής, γιατί ο θεατής υποβάλλεται από τη κρυφή γοητεία του ναζιστικού μεγαλείου (πριν την πτώση του Γ' Ράιχ).
Η κατηγορία είναι λίγο βαριά αν αναλογιστούμε ότι ο Ζύμπερμπεργκ υιοθετεί τις πιο ριζικές σκηνικές καινοτομίες για να μην υπάρξει ποτέ ταύτιση του θεατή με τα πρόσωπα της ταινίας: τον Χίτλερ, τον Κόμπερβιτζ (ο ιδιωτικός μηχανικός προβολής του δικτάτορα), τον υπηρέτη του Χίτλερ, τον Χίμλερ κλπ. Στον Χίτλερ οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν διαδοχικά πολλούς ρόλους, ένα ιστορικό πρόσωπο παίζεται από διαφορετικούς ηθοποιούς, ο Χίτλερ εμφανίζεται πότε με σάρκα και οστά, πότε σα μαριονέτα και πότε με τη μορφή ενός ηθοποιού κ.λπ.
Η χρήση της μαριονέτας έχει μια πολλαπλή σημαίνουσα λειτουργία στην ταινία. Από τη μια στερεί το Χίτλερ από ένα σώμα, δείχνοντας ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι παρά ένα όνομα, ένας σταρ, ένας ηθοποιός που βασιζόταν στα «σκέρτσα» του, στην υποβλητική γοητεία της στολής για να σαγηνεύσει το πλήθος (όχι όμως και τους θεατές τούτης της ταινίας). Από την άλλη, η διαλεκτική σχέση της παρουσίας του Φίρερ σε μικροσκοπική μαριονέτα και ενός ηθοποιού που τον κινεί, θέτει σ’ ενέργεια μια βασική ιδέα του Ζύμπερμπεργκ που διαποτίζει όλη την ταινία: ότι υπάρχει ένας Χίτλερ μέσα μας, ότι ο Χίτλερ δε θα ήταν τίποτα χωρίς εμάς. «Έχει μεγάλη σημασία το ότι βλέπουμε έναν ηθοποιό σε φυσικό μέγεθος και μία πολύ πιο μικρή μαριονέτα του Χίτλερ στα χέρια του. Πράγμα που θέλει να πει ότι είναι ο δικός μας Χίτλερ, ότι είμαστε οι κύριοι, ότι εμείς αποφασίζουμε για ό,τι λέει κι ό,τι κάνει —όχι μόνο για το παρελθόν, μα επίσης για τον Χίτλερ του σήμερα και του αύριο».

Σεβασμός στον ήρωα και στον θεατή

Όσο παράδοξη κι αν φαίνεται μια τέτοια άποψη, ο Ζύμπερμπεργκ θα την υποστηρίξει μέχρις εσχάτων. Αυτό που τον ενδιαφέρει στην περίπτωση του Χίτλερ είναι ότι ο άνθρωπος αυτός εκλέχτηκε δημοκρατικά, ενσάρκωσε τα πιστεύω και τα ιδανικά της μεγαλύτερης μερίδας του γερμανικού λαού, («Οι άνθρωποι σε γενικές γραμμές ήταν ευτυχισμένοι κάτω από το Γ' Ράιχ. Όσο για τη μειοψηφία, αυτή βρισκόταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης»), αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος ηγέτης, για να οδηγήσει τελικά τη χώρα του και τον κόσμο στην καταστροφή. Ο Χίτλερ δεν είναι για τον Ζύμπερμπεργκ η κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών μα η ίδια «η κακή συνείδηση των δημοκρατικών συστημάτων, το σχολείο απ’ όπου βγήκαν οι σημερινοί θριαμβεύοντες δημοκρατικοί».
Στη συνέχεια ο Ζύμπερμπεργκ κατηγορεί τον Χίτλερ ότι είναι υπεύθυνος για την παρακμή της γερμανικής τέχνης, ανάγοντας την αισθητική του κιτς σε επίσημη αισθητική αντίληψη και καταλήγει, μιλώντας του σε πρώτο πρόσωπο: «Είσαι ο εκτελεστής της Δύσης που η ίδια σε εξέλεξε δημοκρατικά, ο συνειδητός καλλιτέχνης που επέφερε τη νίκη του χρήματος και του υλισμού πάνω μας. Η χολέρα του αιώνα μας».
Ο Χίτλερ είναι μια ταινία φτιαγμένη για να προκαλέσει ποίκιλλες αντιδράσεις και διαφωνίες. Όμως ο Ζύμπερμπεργκ σέβεται όχι μόνο τον «ήρωά» του, αλλά και το θεατή. Δεν προσπαθεί να περάσει με διδακτικό τρόπο τις απόψεις του, αλλά μας καλεί να σκεφτούμε κριτικά μαζί του, πάνω σ’ αυτόν το χείμαρρο των εικόνων και λόγων που κάνει τον Χίτλερ μια από τις σημαντικότερες ταινίες του σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου.
(ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Β. Ραφαηλίδης: Λεξικό ταινιών, τ. Ε'
Κιν/κα Τετράδια 6: Κριτική Μ. Ακτσόγλου
Σύγχρονος Κιν/φος 31: Αφιέρωμα Ζύμπερμπεργκ)

Συμβολικά μακάβριο κουκλοθέατρο…

Έπειτα από τα «Λούντβιχ, Ρέκβιεμ για Έναν Παρθένο Βασιλιά» (1972) και «Karl May» (1974), ο Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ ολοκλήρωνε το 1977 την περίφημη «γερμανική τριλογία» του με τον «Χίτλερ: Μία Ταινία από τη Γερμανία», ένα φιλμ-ορόσημο στην άγνωστη στο ευρύ κοινό κινηματογραφική του διαδρομή.
Αυτή η επική σε διάρκεια ταινία με το πενιχρό μπάτζετ συνιστά μία πολυεπίπεδη ματιά που δεν εξαντλείται στα πρόσωπα του Χίτλερ, του Γκέμπελς ή του Χίμλερ, αλλά εισχωρεί θαρραλέα στα κατάβαθα τόσο του γερμανικού ψυχισμού όσο και του συλλογικού ασυνειδήτου, ξεψαχνίζοντας υπομονετικά τις αιτίες που ευνόησαν τη γέννηση του ναζισμού, τα χαρακτηριστικά του και όσα αυτός καπηλεύτηκε, το αδιανόητο έγκλημα του Ολοκαυτώματος, καθώς φυσικά και τη θεοποίηση του ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας.
Χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια και βαθιά επηρεασμένο από τις ιδέες του Μπρεχτ για το επικό θέατρο, αυτό το πειραματικό, ποιητικό φιλμ γεμάτο από ανατριχιαστικούς μονολόγους, συμβολικά μακάβριο κουκλοθέατρο και εκτενές αρχειακό υλικό από την εποχή των ναζί, παραμένει το πλέον ολιστικό κινηματογραφικό πόνημα που κατάφερε να αντικρίσει το τέρας του φασισμού σε όλες του τις εκφάνσεις.
Ν.Σ. (http://camerastyloonline.wordpress.com/)

Ο Χίτλερ μέσα μας

Μεγάλο καλλιτεχνικό και πολιτικό γεγονός η προβολή της ποιητικής, πειραματικής, πολυεπίπεδης ταινίας του Χανς-Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ «Χίτλερ: μια ταινία από τη Γερμανία», διάρκειας 410 λεπτών. Γυρισμένη το 1977, μας λέει ότι ο ναζισμός δεν είναι παρελθόν, μολύνει ακόμα το σήμερα.
«Με τον Χίτλερ o Ζίμπερμπεργκ δεν εννοεί μόνο το πραγματικό ιστορικό τέρας, υπεύθυνο για τον θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Θυμίζει ένα είδος ουσίας-Χίτλερ που επέζησε του ιδίου, ένα φάντασμα παρόν στη σύγχρονη κουλτούρα, μια πρωτεϊκή αρχή του Κακού, που μολύνει το σήμερα και ξαναφτιάχνει το παρελθόν».
Η φράση αυτή της Σούζαν Σόνταγκ από το περίφημο δοκίμιό της «Eye of the Storm» για την ταινία του Χανς-Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ «Χίτλερ: μια ταινία από τη Γερμανία», δημοσιευμένο τον Φεβρουάριο του 1980 στο «The New York Review of books», θα μπορούσε να είχε γραφτεί ειδικά για την Ελλάδα της Χρυσής Αυγής. Γι’ αυτό και η επανέκδοση της ταινίας, που οι περισσότεροι δεν έχουμε δει και ούτε στο Ιντερνετ υπάρχει, είναι από τα κορυφαία καλλιτεχνικά και πολιτικά γεγονότα. Και από τα πιο απαιτητικά.
Η ταινία, που γυρίστηκε το 1977 σε ένα μεγάλο στούντιο ηχοληψίας του Μονάχου μέσα σε 20 μόνο μέρες, αλλά μετά από τέσσερα χρόνια προετοιμασίας, έχει διάρκεια 410 λεπτά.
Ο Ζίμπερμπεργκ γεννήθηκε το 1935 στο Νόσεντορφ της Πομερανίας, που δέκα χρόνια αργότερα έγινε μέρος της Ανατολικής Γερμανίας. Από το 1953 και μετά έζησε στη Δυτική. Στην ταινία του υποστηρίζει ότι η Λαοκρατική Δημοκρατία μοιάζει με το ναζιστικό καθεστώς, κάτι που του στοίχισε τη μήνι της Αριστεράς, αλλά, γενικά, δεν αφήνει κανέναν συμπατριώτη του στο απυρόβλητο.
Ο αφηγητής της ταινίας επαναλαμβάνει: «Τι θα ήταν ο Χίτλερ χωρίς εμάς;» ταυτιζόμενος με τη θέση του Τόμας Μαν, που το 1945 είχε δώσει σε άρθρο του για τον δικτάτορα τον τίτλο «Αυτός ο Άνθρωπος είναι Αδελφός μου». Ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι ο «Χίτλερ» του έχει μια θεραπευτική λειτουργία: απευθύνεται στην «ανικανότητα των Γερμανών να πενθήσουν» και αναλαμβάνει να καλύψει το κενό.

Γνήσιο τέκνο του Βάγκνερ, του Μπρεχτ και του σουρεαλισμού


Το «Χίτλερ: μια ταινία από τη Γερμανία» δεν είναι ένα κλασικό ντοκιμαντέρ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Ζίμπερμπεργκ δεν είχε στη διάθεσή του τόνους αρχειακού υλικού. Γνήσιο, όμως, καλλιτεχνικό τέκνο του Βάγκνερ, του Μπρεχτ, αλλά και του σουρεαλισμού, όπως εύστοχα επισημαίνει η Σούζαν Σόνταγκ, και έχοντας ως κινηματογραφικά πρότυπα τον Μελιές και τον Αϊζενστάιν και αντι-πρότυπα τη Λένι Ρίφενσταλ και το Χόλιγουντ, «προσεγγίζει το μεγάλο θέαμα, που ονομάζεται Ιστορία, με μια ποικιλία τεχνικών: παραμύθια, τσίρκο, θρησκευτικά δράματα, μαγικές τελετουργίες, φιλοσοφικούς διαλόγους».
Ο Ζίμπερμπεργκ χρησιμοποίησε ένα μικρό συνεργείο, λίγους ηθοποιούς που ο καθένας έπαιζε πολλούς ρόλους, ενώ πολύ συχνά οι ηγέτες των ναζί παρουσιάζονται ως μαριονέτες. Περισσότερο ακούγονται ηχητικά ντοκουμέντα (λόγοι των Χίτλερ, Χίμλερ, Γκέμπελς, Σπέερ) παρά προβάλλονται φωτογραφίες και ταινίες της εποχής, κι αυτές μάλλον σαν ένα απόκοσμο ντεκόρ, παρά σαν πραγματικότητα. Οι μαρτυρίες πότε είναι γνήσιες (όπως ενός Εβραίου που επέζησε του Ολοκαυτώματος) και πότε τολμηρές καλλιτεχνικές αναφορές. Για παράδειγμα, ένας υστερικός SS απαγγέλλει τον παθιασμένο μονόλογο-απολογία του δολοφόνου παιδιών από το «Μ» του Λανγκ και ο Χίτλερ αναδύεται από τον τάφο του Βάγκνερ ως άλλος Σάιλοκ, αναρωτώμενος εάν οι Εβραίοι δεν ματώνουν όταν τους τρυπούν…
Και όπως γράφει η Σούζαν Σόνταγκ, η μεγαλύτερη ειρωνεία του Ζίμπερμπεργκ είναι ότι παρουσιάζει τον πολύπλοκο στοχασμό του πάνω στον Χίτλερ σαν ένα παραμύθι που διηγείται στην εννιάχρονη κορούλα του. Η ταινία κλείνει με τη μικρή μέσα σε ένα πελώριο δάκρυ να κοιτάζει τα αστέρια...
Β. Γεωργακοπούλου - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ (15/9/2013)


Ο φασισμός, ως αισθητική και ως θέμα στον κινηματογράφο

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ*

"Το σημαντικότερο: θεωρείται γενικά ότι ο εθνικοσοσιαλισμός σημαίνει μόνο κτηνωδία και τρόμο. Αλλ' αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο εθνικοσοσιαλισμός -και γενικότερα ο φασισμός- σημαίνει επίσης και ένα ιδεώδες ή μάλλον κάποια ιδεώδη που επιβιώνουν σήμερα κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, η λατρεία της ομορφιάς, ο φετιχισμός του θάρρους, η διάλυση της αποξένωσης σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας? η απόρριψη της διανόησης? η ανδροκρατική οικογένεια (υπό την πατρική αιγίδα των ηγετών)..."
(Από το βιβλίο της SUSAN SONTAG, Η γοητεία του φασισμού, δύο δοκίμια, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 84)

Πολλαπλά ωφέλιμα και χρήσιμα τα ανά χείρας δύο μικρά δοκίμια της διεισδυτικής αμερικανίδας θεωρητικού και πεζογράφου Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004), στη δημιουργική μετάφραση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, για τον γερμανικό -και όχι μόνο- φασισμό. Αν και γράφτηκαν πριν από αρκετές δεκαετίες, με συγκυριακές αφορμές, θέτουν, βραχυλογικά, ακρογωνιαία ζητήματα της συγκεκριμένης ιδεολογίας και αισθητικής. Θα έλεγε κανείς ότι ειδικά το πρώτο στην ουσία σφραγίζει μια συζήτηση, για το κιτς, που έχει ως αφετηρία τις φανφάρες, τις εντυπωσιακές επιδείξεις του "κάλλους" και όλη αυτή την ενορχηστρωμένη από τις διάφορες εξουσίες προβολές των υπερβολών του σώματος (εμείς πια τα σύγχρονα, άδοξα θύματα των μίντια ξέρουμε καλά τι σημαίνει, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα, η τυραννία αυτή).
Η δημιουργός του κλασσικού πια Η ασθένεια ως μεταφορά, με συμπυκνωμένα σχόλια για το φαινόμενο της αμφιλεγόμενης γερμανίδας κινηματογραφίστριας Λένι Ρίφενσταλ (1902-2003), της Ηγερίας του Γ' Ράιχ, καθώς και για το φιλμ-ποταμό (επτάωρης διάρκειας) του συμπατριώτης τής προηγούμενης Χανς Γούργκεν Ζύμπερμπεργκ (1935), Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία -υπερφιλόδοξο έργο ενός μοντερνιστή σκηνοθέτη μεγαλεπήβολων, δοκιμιακών ταινιών- υπογράφει δύο αποτελεσματικά, διαχρονικά πολιτικά/αισθητικά κείμενα.
Δημοσιευμένα το 1975 και 1980 τα δύο δοκίμια («Η γοητεία του φασισμού» και «Ο Χίτλερ του Ζύμπερμπεργκ»), η Σόνταγκ εξετάζει, με τρόπο ευάγωγο και ευσύνοπτο, τις βασικές παραμέτρους της αισθητικής ιδεολογίας που ακολούθησε η προπαγάνδα του ναζιστικού, γερμανικού καθεστώτος, διόλου ανάξιες λόγου, αν και έχουμε συνηθίσει να τις αντιμετωπίζουμε διαφορετικά.
Με μια αδυσώπητα αποδομητική διάθεση, η Σόνταγκ, στο πρώτο κείμενο, παίρνοντας αφορμή την κυκλοφορία, πριν από τριανταέξι περίπου χρόνια, ενός σχολιασμένο φωτογραφικού άλμπουμ με θέμα τη φυλή των Νούμπα του Σουδάν, βασισμένου σε εικονιστικό υλικό της Ρίφενσταλ, "βιογραφεί" την τελευταία κάνοντας μια αναδρομή στο επιλήψιμο ιδεολογικά παρελθόν της. Το άλμπουμ, στο οποίο η ματιά της Ρίφενσταλ δεν έχει καθόλου αλλάξει στόχευση από τα αλήστου μνήμης εκείνα χρόνια της θητείας της στο "γερμανικό πνεύμα", όταν γύριζε τα υπερφίαλα, εξυμνητικά του μεγαλείου των Αρείων, ντοκιμαντέρ της, στο Μεσοπόλεμο, κατά παραγγελία των Χίτλερ και Γκέμπελς, εστιάζεται σε μια μισοξεχασμένη φυλή της Αφρικής.
Εάν το αμπαλάζ της έκδοσης αυτής δεν συνδύαζε την παρουσία μιας σκηνοθέτιδος/φωτογράφου με "βαρυσήμαντο" ιστορικό και ιδιαίτερη αισθητικοιδεολογικό προσανατολισμό, θα το υποδεχόταν ο αναγνώστης πρόχειρα, ως μία ακόμα εθνολογική προσέγγιση, τύπου Λεβί- Στρός, σε κάποιο "θλιβερό τροπικό". Όμως, από το φίλτρο της Σόνταγκ δεν περνά απαρατήρητη η εξειδικευμένη φόρτιση του άλμπουμ, η οποία παραπέμπει απευθείας στο ναζιστικό παρελθόν της Ρίφενσταλ. Πέρα από το έντεχνα διασκευασμένο βιογραφικό της Ρίφενσταλ, οι Νούμπα παρουσιάζονται φιλότεχνοι, ευειδείς, με έφεση στις τελετουργίες, "αθλητικό παράστημα που σπανίζει στις αφρικανικές φυλές", προικισμένοι με "μια πολύ εντονότερη αίσθηση για τα πνευματικά και θρησκευτικά ζητήματα απ' ό,τι για τα εγκόσμια και τα υλικά". Η Ρίφενσταλ με το βιβλίο αυτό δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εξάρειένα πριμιτιβιστικό ιδεώδες, που στηρίζεται στην απεικόνιση ενός λαού που ζει σε αρμονία με το περιβάλλον του, ανέγγιχτος από τον "πολιτισμό".
Η γερμανίδα ντοκιμαντερίστα, πριν γυρίσει τις τέσσερις ονομαστές της ταινίες (οι πιο γνωστές εξ αυτών: Ο θρίαμβος της θέλησης, 1934, και Οι θεοί των σταδίων, 1938, για το ναζιστικό συνέδριο της Νυρεμβέργης και τους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου αντιστοίχως), που "δοξολογούν την αναγέννηση του σώματος και της κοινότητας διαμέσου της λατρείας ενός ακαταμάχητου ηγέτη", είχε πρωταγωνιστήσει -ως πρώην αθλήτρια γαρ- σε διάφορες άλλες, με θέμα το άπιαστο ιδεώδες της Φύσης και της λυτρωτικής δοκιμασίας του σώματος εντός αυτής. Οι "αλπικές" της ταινίες, όπως ονομάσθηκαν, τη δείχνουν να ορειβατεί, με σκοπό να εξαγνιστεί απέναντι στην πρόκληση του στοιχειακού και του πρωτόγονου, να νιώθει ίλιγγο μπροστά στη δύναμη και το μεγαλείο των βουνών.
Η Σόνταγκ είναι απερίφραστη: "...Οι ναζιστικές ταινίες (της Ρίφενσταλ) αποτελούν έπη της κατορθωμένης κοινότητας, όπου η καθημερινή πραγματικότητα υπερβαίνεται μέσω του εκστατικού αυτοελέγχου και υποταγής? μιλούν για το θρίαμβο της εξουσίας. Και Οι τελευταίοι των Νούμπα, ένα ελεγείο για την οσονούπω εξαφανιζόμενη ομορφιά και τις μυστικές δυνάμεις των πρωτογόνων τους οποίου η Ρίφενσταλ αποκαλεί 'υιοθετημένο λαό' της, αποτελούν το τρίτο μέρος από το τρίπτυχο των φασιστικών οπτικών δημιουργημάτων της...". Βέβαια, θα πείτε, οι Νούμπα είναι μαύροι, του ιδίου χρώματος με τον ολυμπιονίκης του ναζιστικού Βερολίνου Τζέσε Όουενς, ο θρίαμβος του οποίου εξόργισε τον Χίτλερ, αλλά η ρητορική και η εικαστική της Ρίφενσταλ δίνουν βάρος στον "ευγενή άγριο", με την αμόλυντη από προσμίξεις φυλετική διαδρομή, όπως είναι ένας Νούμπα, με διαπιστευτήρια δοκιμασμένα μέσα από τη σωματική δεξιότητα, το θάρρος, τη φιλοδοξία της απόλυτης νίκης επί των βιολογικά κατωτέρων, συν την τελετουργική σκηνοθεσία αυτής της προσπάθειας. Οι χορευτικά ανεπτυγμένοι στρατιώτες της Βέρμαχτ στη Νυρεμβέργη και οι Άρειοι υπεραθλητές του Βερολίνου, αποτυπωμένοι από τον κινηματογραφικό φακό της Ρίφενσταλ, είναι πρόγονοι των Νούμπα, που είναι "παγωμένοι" σε στατικά κάδρα.

Η φασιστική τέχνη εξυμνεί την υποταγή, εκθειάζει τη βλακεία, μυθοποιεί το θάνατο

Η Σόνταγκ εγκαλεί δεξιοτεχνικά τη φασιστική αισθητική, η οποία (και) στην περίπτωση της Ρίφενσταλ, πέρα από τα προηγούμενα, υιοθετεί δύο φαινομενικά αντίθετες στάσεις, την εγωμανία και τη δουλικότητα, των οποίων η σχέση παίρνει τη μορφή μιας ορισμένης φαντασμαγορίας, με κύρια στοιχεία τη μαζικοποίηση, τη μετατροπή των ανθρώπων σε πράγματα, την αναπαραγωγή ή ομοιοτυποποίηση των πραγμάτων και την ομαδοποίηση ανθρώπων και πραγμάτων γύρω από μια πανίσχυρη υπνωτιστική ηγετική δύναμη ή φιγούρα. Μιλά, επίσης, για τη φασιστική δραματουργία με "τις οργιαστικές συναλλαγές μεταξύ ισχυρών δυνάμεων και των ανδρεικέλων τους, που ομοιόμορφα ντυμένα παρουσιάζονται κατά ολοένα ογκούμενα κύματα", καθώς και για τη χορογραφία που εναλλάσσεται ανάμεσα σε μια ακατάπαυστη κίνηση και σε μια παγωμένη, στατική 'ανδρική' στάση". Για να καταλήξει: "η φασιστική τέχνη εξυμνεί την υποταγή, εκθειάζει τη βλακεία, μυθοποιεί το θάνατο". Το κείμενο κλείνει με μια ευφυέστατη ανάλυση των σεξουαλικών μεταφορών, που χρησιμοποίησε το θέατρο του φασισμού για να απεικονίσει την "αρσενικότητα" της εξουσίας και τη "θηλυκότητα" της μάζας. Η ηχώ του Παζολίνι και του Σαλό του ακούγεται καθαρά...
Η σχέση φασισμού και θανάτου ήταν, σύμφωνα με κάποιον κριτικό του The New YorkReview of Books, η αχίλλειος πτέρνα του δευτέρου κειμένου του βιβλίου της Σόνταγκ για την ταινία του Ζύμπερμπεργκ. Κατά το άρθρο, αν και το φιλμ είναι μια σημαντική προσπάθεια να ερμηνευθεί ο χιτλερισμός, μέσα από ένα σύνθετο, συχνά απροσπέλαστο, πεδίο σημειολογικών παραπομπών σε πλήθος πολιτισμικών συμβόλων, η ερμηνεία του Ζύμπερμπεργκ, για την περίπτωση του Χίτλερ και της αποδοχής της από τους Γερμανούς, επικεντρώνεται στο γεγονός της γοητείας που άσκησε ο ναζισμός πάνω στους οπαδούς του, βασισμένος στο... δέλεαρ της καταστροφής και της αγάπης του ατόμου για το θάνατο: παράμετρο που δεν συλλαμβάνει η Σόνταγκ, σχολιάζει το άρθρο.

Τομή στα πολιτικά και κινηματογραφικά πράγματα

Η τελευταία είναι απολύτως καταφατική απέναντι στον ανατολικογερμανό σκηνοθέτη, που με τις ταινίες του μίλησε για την πατρίδα του, προσεγγίζοντας τους μύθους της Ιστορίας της. Το έργο του, γυρισμένο κυρίως στις δεκαετίες του '60 και του '70 (π.χ. Ρέκβιεμ για ένα παρθένο βασιλιά, Ο μάγειρας του Λούντβιχ, Βίνιφρεντ Βάγκνερ, Πάρσιφαλτον κ.ά.) είναι, όπως γράφτηκε, ο θρήνος ενός αριστοκράτη του 19ου αιώνα, που πενθεί το χαμένο μεγαλείο της Γερμανίας, αναθεματίζει την πεζότητα της καταναλωτικής κοινωνίας και επιστρέφει στις "μεγάλες πηγές": στον Νίτσε, τον Γκαίτε, τον Χέντερλιν ή τον Βάγκνερ. Η φόρμα του είναι θηριώδης: ένα υπέρογκο, μη αναπαραστατικό φρέσκο, αδέσμευτο από όρια. Ο χώρος δεν επιτρέπει ειδικές αναλύσεις αυτού του "αλαζονικού" έργου, που η Σόνταγκ επαινεί ανενδοίαστα, υποστηρίζοντας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το φιλμ κάνει τομή στα πολιτικά και κινηματογραφικά πράγματα, αφού, μεταξύ άλλων, επιστρατεύει μεγάλη ποικιλία θεατρικο-αφηγηματικών ειδών (παραμύθι, τσίρκο, σκηνική αλληγορία, μαγική τελετή, φιλοσοφικό διάλογο κ.λπ.), σε μια "μνημειώδη" προσέγγιση του Ναζισμού. Η ρομαντική και μαζί μοντερνίστικη σκοπιά της ταινίας, πάνω στο "μεγάλο θέατρο της Ιστορίας" με αφετηρία τον Χίτλερ, που δεν διστάζει να τον παρουσιάσει ως ένα κληρονόμο του Λουδοβίκου και του Καρλ Μαίυ, ενσαρκωτή των γερμανικών εθνικών μύθων, με αποτέλεσμα την πλατιά του αποδοχή από το λαό, είναι αναμφίβολα η πιο ολοκληρωμένη σύνθεση για το φαινόμενο.
Μόνο που εστιάζει τα βέλη της σε ένα νευραλγικό κέντρο (στον "Χορό του θανάτου") όπως είπα, μια από τις κριτικές της εποχής, αρκετά συγκροτημένη, η οποία αντιλαμβάνεται, εν αντιθέσει προς την Σόνταγκ, το συγκεκριμένο σκοτεινό φιλμ, λίγο ως πολύ, "καταραμένο"...
*Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος και κριτικός κινηματογράφου

------------------------------------------

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ... ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ ΖΙΜΠΕΡΜΠΕΡΓΚ
«Τον Αδόλφο Χίτλερ τον έχουμε μέσα μας»


Ήταν λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Στην Ιερά Οδό δίπλα στις γραμμές του τρένου, έπαιζε τη θρυλική ταινία του Ζίμπερμπεργκ διάρκειας 410 λεπτών. Επτά ώρες ταινία, δηλαδή, χωρίς τα διαλείμματα. Ηταν μια σπάνια ευκαιρία. Πότε θα ξαναπαιζόταν στην Ελλάδα; Και στο Διαδίκτυο, μόνο αποσπάσματα υπάρχουν και αυτά χωρίς ελληνικούς υπότιτλους. Οκτώ ώρες όμως κλεισμένος σε έναν κινηματογράφο είχα να περάσω από τότε που στο υπόγειο του Αστυ βλέπαμε το «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Κιούμπρικ και μετά το «Ran» του Κουροσάβα και όποιον άλλο συνδυασμό εντυπωσίαζε τα κορίτσια της παρέας.
Τελικά, αρκετή ώρα πριν από την προβολή της ταινίας πήρα τους δρόμους. Να χορτάσω βόλτα πριν χαθώ στη μαύρη αίθουσα. Η είδηση ότι ένας χρυσαυγίτης είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά ενός χαμογελαστού ράπερ τα είχε παγώσει όλα. Από την Ομόνοια έλειπαν ακόμη και τα πρεζόνια. Στην Κουμουνδούρου οι μετανάστες εξαφανισμένοι, το ίδιο και στον Κεραμεικό. Σκυθρωποί οι περισσότεροι πάλευαν με τα ίδια ερωτήματα. Μα τόσο μίσος; Τόσο κτήνη; Και ποιες απαντήσεις θα μπορούσε να μας δώσει μια ταινία του 1977;

Τα «λόγια» του Ζίμπερμπεργκ ήταν παντού μπροστά μου

Βγαίνοντας ύστερα από αρκετές ώρες από τη σκοτεινή αίθουσα, τα «λόγια» του Ζίμπερμπεργκ ήταν παντού μπροστά μου. Ηθελα να τα ξαναδιαβάσω. Βρήκα τον Γιάννη Παπαδάκη που είχε κάνει τους υπότιτλους, τους Έλληνες μεταφραστές Πελαγία Τσινάρη και Γιάννη Ανδρέου και εκείνοι με παρέπεμψαν στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, που έχει τα δικαιώματα της ταινίας. Εκεί, η Σοφία Μιχαηλίδου έστειλε το αίτημά μου στον Ζίμπερμπεργκ. Και τελικά (ναι!) ο σκηνοθέτης μού έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσω αποσπάσματα από τα κείμενα του έργου του, για μία και μόνο μία φορά. Από ένα ποταμό λοιπόν, 41.000 λέξεων, επέλεξα λίγες περισσότερες από χίλιες. Πρόσθεσα τις λέξεις που είναι μέσα στις αγκύλες και συνέθεσα ένα νέο κείμενο που θα μπορούσαν να είναι και οι υπότιτλοι σε μια γκροτέσκα θεατρική παράσταση για όλα αυτά που ζούμε τις τελευταίες ημέρες (ίσως και τα τελευταία χρόνια):

Ζίμπερμπεργκ: Τι θα ήταν ο Χίτλερ χωρίς εμάς

«Στην αρχή, γελούσαν όλοι μαζί μου [με εμένα, τον Χίτλερ]. Τώρα γελούν ελάχιστοι και σύντομα κανείς πια δεν θα γελά.
Τι θα ήταν ο Χίτλερ χωρίς εμάς; [Πρώτο ερώτημα]. Ο Θεός ανέκαθεν έπλαθε δέκα που έκλαιγαν και οδύρονταν και έναν μόνο γελωτοποιό για να τους διασκεδάζει. Εσύ τι από τα δύο είσαι; Ψυχοθεραπεία πρωτόγονης κραυγής! Και αφού δεν έχουμε τον Χίτλερ να τον εκθέσουμε σε κλουβί ενώπιον όλων για να τον φτύνουν, να τον κλωτσούν ή για να τον χειροφιλούν, για λίγα μάρκα, μόνο καθείς κατά την όρεξή του όπως στον καιρό της Λόλα Μοντές που μ' ένα δολάριο, σε κάποιο τσίρκο στην Αμερική μπορούσες να τη χαϊδέψεις. Προτείνω να τον υποδυθεί καθένας από εμάς, να παίξει εδώ, μπροστά σε όλους, τον Χίτλερ, όπως τον φαντάζεται. Οπως τον υποδύεται και σήμερα ακόμη στην ήσυχη κάμαρά του, μπροστά στον καθρέφτη ή πάνω σε μια μοτοσικλέτα με μια σβάστικα και με την Παναγία για φυλαχτό κρεμασμένη στο στήθος, κάτω από το δερμάτινο σακάκι του, καθώς τρέχει με τη μοτοσικλέτα κόντρα στον άνεμο.

Σας ζητώ, Φύρερ μου, να μας μιλήσετε!

Η ταινία έχει θέμα εμάς, όλους μας. Την ευτυχία που μας υπόσχονται και που ποτέ δεν μας δίνουν. Είναι για τον Χίτλερ που έχουμε μέσα μας. Σας ζητώ, Φύρερ μου, να μας μιλήσετε. Θέλουμε τον Φύρερ μας! Ο Αδόλφος Χίτλερ κατάλαβε τι ζητούσε πάνω απ' όλα ο ανθρωπάκος του λαού. Να γίνει μέγας και τρανός. Ο παλιός εφιάλτης των παραμυθιών. Αλλά να θυμάστε, ο άνθρωπος μεθοδικά μπορεί να μεταστραφεί στο καλό ή στο κακό.
Ο Χίτλερ διάλεξε το κακό και τα κατάφερε όσο κανείς άλλος. Μέσω ημών, έως τα σήμερα. Μόνο η ήττα του στρατού μας, μας έκανε να του γυρίσουμε την πλάτη. Οχι η σύνεση. Γιατί όταν κατακτούσαμε τα πάντα μαζί, με την ύστατη ικμάδα της δύναμής μας, ήταν εφικτό να κυριαρχήσουμε σε όλο τον κόσμο, να φτάσουμε σχεδόν έως τη Νέα Υόρκη, μέσω Παρισιού και Λονδίνου. Ας πούμε ότι είχε -είχαμε- εφεύρει τελικά την ατομική βόμβα και τους πυραύλους. Τι εντύπωση θα δίναμε σήμερα στον επετειακό εορτασμό της νίκης; Στον κόσμο ολόκληρο, όπως έγινε ήδη μία φορά, στους Ολυμπιακούς. Η επιτυχία δικαιώνει το πεπραγμένα. Αυτό διδάσκει η Ιστορία στη Δύση και παντού ή μήπως όχι;

Η μεγαλύτερη πορδή του αιώνα...

Η μεγαλύτερη πορδή του αιώνα. Ναι, εμείς είμαστε τα αρπακτικά της ανθρωπότητας. Φαντάσματα δεν είμαστε. Μα πρέπει να φοβάστε όταν με βλέπετε. Φοβηθείτε λοιπόν επιτέλους! Ποιος θα ρωτάει, σε πεντακόσια χρόνια από τώρα, αν η δίδα Σόλτσε ή η δίδα Μίλερ ήσαν δυστυχείς. Οταν θα έχουν να αξιολογήσουν τα δικά μου έργα; Ποιος σήμερα σκέφτεται, όταν θαυμάζει τις πυραμίδες των φαραώ, τον επιθανάτιο ρόγχο των σκλάβων κάτω από τις πέτρες; Ούτε εγώ ξέρω να πω τι τον έκανε να με διαλέξει. Μήπως άραγε τον διάλεξα εγώ κι όχι εκείνος εμένα;
Εδώ Γερμανική Ραδιοφωνία. Η Ενωσις Γερμανών Φοιτητών μαζί με την Επιτροπή Αγώνα Ενάντια στο Μη Γερμανικό Πνεύμα, καίνε βιβλία ανήθικου και φαύλου περιεχομένου. Θα ακούσετε τις πύρινες ομιλίες φοιτητών του Βερολίνου. Κατόπιν θα μιλήσει ο δρ Γκέμπελς.
Ο Χίτλερ είπε: «Τι θα καταφέρναμε χωρίς τους Γερμανούς νομικούς; Το 1923 πήρα σύννομα και νομοταγώς τον μακρύ δρόμο προς την εξουσία. Πέρασα όλα τα στάδια. Ελαβα άδεια από το Πρωτοδικείο και εκλέχτηκα δημοκρατικά. Μα το μέλλον δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη. Το όρισε ο Γερμανός νομικός, ο αδέκαστος. Τίμιος, πολυάσχολος, ευσυνείδητος πολίτης. Οι δικοί του νόμοι μου έδωσαν το δικαίωμα να πράξω όπως έπραξα».

Αιώνια καταδικασμένοι στην Κόλαση να σέρνουν τα σακιά με το χρήμα τους

Συνεπώς, μόνο εγκώμια έχει να πει για τους γερμανούς νομικούς ο Χίτλερ. Εως και τώρα ακόμη, που η Κόλαση αρχίζει να μας ζώνει. Και η θέση εκείνων είναι εδώ να βράζουν στον βούρκο των κριμάτων τους. Εως τα στερνά του κόσμου, όπως έγραφε και ο Δάντης. «Οι άνθρωποι του νόμου που ενέδωσαν υπό πίεση». Αιώνια καταδικασμένοι στην Κόλαση να σέρνουν τα σακιά με το χρήμα τους.
Τώρα το μεγάλο σουξέ είναι ο Χίτλερ. Το σκληρό πορνό το έδινα κρυφά. Νομίζετε ότι μου άρεσε αυτή η δουλειά; Ομως αφού το κοινό, ο αγοραστής, ο πελάτης, ο λαός, η πλειοψηφία, το θέλει και το ζητεί και πληρώνει; Στο κάτω κάτω, δημοκρατία έχουμε κι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, εφόσον πληρώνει βεβαίως. 41.000 μέλη στο κόμμα, ύστερα 62.000, ύστερα 78.000, 90.000, 137.000 και αύριο άλλοι 140.000.

Η εξουσία είναι αισθησιακή.
Η εξουσία είναι αίμα, η εξουσία είναι ζωή

Θέλω έναν υπασπιστή. Η εξουσία είναι αισθησιακή. Η εξουσία είναι αίμα, η εξουσία είναι ζωή. Η εξουσία είναι έρωτας, ένας έρωτας ανεξίτηλος. Που θα αποπλανήσει τους αδύναμους. Ο έρωτας της εξουσίας, ο έρωτας της ηγεσίας, ο έρωτας της βίας. Η σήψη, το σώμα, η βία. Εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ. Σε κατέχω.
Ως υπηρέτης του Χίτλερ ένα βασικό μου καθήκον ήταν η γκαρνταρόμπα του. Πολύ σπάνια εμφανιζόταν δημόσια χωρίς κάλυμμα της κεφαλής. Τα καπέλα του ήταν από φέλπα και τα αγόραζε από το Μόναχο. Τα πηλήκια των στολών από το Βερολίνο. Το πώς τα φορούσε ήταν ανυπόφορο. Είχε πολύ σθεναρές απόψεις επ' αυτού. Παρήγγειλα γι' αυτόν τρία ζευγάρια μπότες αλλά δεν του άρεσαν. Ξανά και ξανά, φορούσε τις παλιές. Αν ήθελαν επιδιόρθωση αυτό γινόταν τη νύχτα, έπρεπε να είναι έτοιμες το πρωί. Παπούτσια φορούσε μόνο λουστρίνια παντόφλες. Τα πρώτα τρία χρόνια φορούσε, για λόγους αρχής, μόνο μαύρες μεταξωτές κάλτσες και μαύρα λουστρίνια παντοφλέ, ακόμη και με τα ανοιχτόχρωμα κοστούμια. Πάντα με επέκρινε για τις κάλτσες, γιατί ήταν κοντές και προφανώς γλιστρούσαν.
Στις περιπτώσεις αυτές ωρυόταν. Μα είναι δυνατόν ο ηγέτης του γερμανικού λαού να μη βρίσκει κάλτσες της προκοπής; Αδύνατον να προβλέψεις τις πράξεις του, ιδίως όταν περίμενε και κυρίες. Τότε τίποτε δεν ήταν επαρκώς καλό. Ολη του η συνοδεία καθόταν στα καρφιά. Θεός φυλάξοι τις ορντινάτσες, αν κάτι πήγαινε στραβά. Υπήρχε πάντα ο φόβος ότι θα ξεσπούσε με αφορμή ένα μηδαμινό ατόπημα.
Ενα παράδειγμα θα σας πω. Κάποτε παρήγγειλα για τον Χίτλερ μερικές σκελέες, ίδιο ύφασμα με τις προηγούμενες. Τις έραψε η ίδια μοδίστρα, στα ίδια μέτρα. Ενα πρωί τού πήγα το πρωινό του και, αίφνης, μου τις πέταξε στα πόδια μου. Τις φόρεσα εγώ ο ίδιος αργότερα. Λίγες εβδομάδες μετά σ' ένα μεγάλο ταξίδι, ξέμεινε από σκελέες. Τι να έκανα; Πήρα από τη βαλίτσα μου τρεις τέτοιες σκελέες, φρεσκοπλυμένες, τις έβγαλα και άπλωσα τη μια για το επόμενο πρωί. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν κατάλαβα ότι την είχε φορέσει χωρίς ούτε ψίθυρο. Απόδειξη ότι η αιτία, την άλλη φορά, ήταν οι μεταπτώσεις της διάθεσής του. Αλλαζε ασπρόρουχα κατά τις ανάγκες του. Κατά καιρούς, δυο φορές την ημέρα ή τρεις. Υστερα καθόλου επί δυο ή τρεις ημέρες.Τη νύχτα [φορούσε], όχι πιτζάμες, αλλά μια νυχτικιά από απέριττο λινό ύφασμα.

«Οι Εβραίοι ρευστοποιήθηκαν»...

Γκέμπελς, 30 Ιανουαρίου 1943: Μας απασχόλησε το ερώτημα τι θα γίνει με τα γυναικόπαιδα. Ημουν αποφασισμένος να καταλήξουμε σε καθαρή λύση και ως προς αυτό. Θεώρησα ότι δεν είχα το δικαίωμα να εξοντώσω όλους τους άνδρες και να επιτρέψω στα παιδιά τους να μεγαλώσουν για να εκδικηθούν τους γιους μας και τα εγγόνια μας. Ηταν δύσκολο αλλά έπρεπε να πάρουμε την απόφαση και να επιφέρουμε την εξάλειψη του λαού αυτού από προσώπου Γης. Επετεύχθη. Οταν τα Ες Ες έφτασαν στο χωριό, είδαν μόνο μια γυναίκα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά. Αρνήθηκε να αποκαλύψει την κρυψώνα των Εβραίων. Τότε, ένας από τους άνδρες της άρπαξε το μωρό, το άδραξε από τα πόδια και του κοπάνησε το κεφάλι σε μια πόρτα. Εβγαλε έναν ήχο όπως όταν σκάει μια σαμπρέλα. Στη Ρίγα ένας άνδρας των Ες Ες είδε δυο Εβραίους που κουβαλούσαν κάτι βαρύ. Ηρεμα, έβγαλε ένα περίστροφο και σκότωσε τον έναν από τους δύο λέγοντας, Γι' αυτή τη δουλειά ένας αρκεί. Μέχρις ότου τον χειμώνα 1941-42, ο Κομάντο Α' ανέφερε ότι «249.420 Εβραίοι ρευστοποιήθηκαν». Ο Κομάντο Β', «25.487 ρευστοποιήσεις» και ο Γ', «95.000 Εβραίοι σκοτώθηκαν». Ο Κομάντο Δ', «92.ΟΟ0 Εβραίοι ρευστοποιήθηκαν».

Μια προβολή στη μαύρη τρύπα του μέλλοντος...

Η άρχουσα τάξη απέτυχε στο καθήκον της και υστέρησε σε ευφυΐα όσο και σε καρδιά. Θέλουμε να υλοποιηθεί χωρίς καθυστέρηση μια δημοκρατία του λαού και των εργατών. Στη συμμαχία αυτή η δημοκρατία θα εισφέρει την αρχή της ελευθερίας και ο λαός την πίστη και το κουράγιο.
Ο Χίτλερ, αν εξαιρέσουμε τον Βάγκνερ, τον Μπρούκνερ, τον Μπετόβεν, τον Στράους, μερικά λίντερ του Χούγκο Βολφ, και τον Βέρντι, δεν άκουγε παρά μόνο οπερέτες. Είχε τη συνήθεια, ενώ έπαιζε ο δίσκος, να σφυρίζει τη μελωδία ή και να τραγουδάει πότε πότε. Μια φορά η Εύα σχολίασε ότι σφύριζε φάλτσα. Είπε τότε εκείνος: “Δεν σφυρίζω εγώ φάλτσα. Ο συνθέτης έκανε ένα λαθάκι εδώ”.
Μια προβολή στη μαύρη τρύπα του μέλλοντος...».
Σταύρος Θεοδωράκης - TA NEA (5/10/2013)

Συμμετέχουν
Χάρι Μπερ
ο ίδιος - Junger Ellerkamp
Heinz Schubert
Zirkusdirektor, Himmler, Himmler-Puppenspieler, Hitler
Πήτερ Kern
Mörder aus
Hellmut Lange
Hitlers Kammerdiener, Goebbels-Puppenspieler, SS-Mann
Rainer von Artenfels
Jahrmarkt-Ausrufer, Hitler-Puppenspieler, Junger Goebbels, Schüler des Kosmologen, SS-Mann
Μάρτιν Sperr
Himmlers Masseur, Fitzliputzli, Bürgermeister
Πήτερ Moland
Astrologe, Speer-Puppenspieler, SS-Mann
Johannes Buzalski
Hitler als Anstreicher, Eva Braun-Puppenspieler, Mann der Gesellschaft 1923
Άλφρεντ Edel
Stimmen der Leute, Mann der Geschichte 1923
Πήτερ Lühr
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551