Αναζήτηση
Στη χώρα των μαγικών πλασμάτων - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Στη χώρα των μαγικών πλασμάτων - iShow.gr
Είδος
Περιπέτεια φαντασίας αμερικανικής παραγωγής 2009
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Περιπέτεια
Φαντασίας
Ο Μαξ είναι ένα ατίθασο αλλά και ευαίσθητο παιδί, που νιώθει ότι στο σπίτι του δεν τον καταλαβαίνει κανείς και βρίσκει καταφύγιο στον κόσμο των Μαγικών Πλασμάτων. Ο Μαξ μεταφέρεται σε ένα νησί όπου συναντά μυστηριώδη και παράξενα πλάσματα, των οποίων τα συναισθήματα είναι εξίσου τρελά και απρόβλεπτα με τις αντιδράσεις τους. Από τη μία, τα Μαγικά Πλάσματα αναζητούν απεγνωσμένα έναν ηγέτη και από την άλλη ο Μαξ διψά να βρει ένα βασίλειο να κυβερνήσει. Όταν στέφεται βασιλιάς, τους υπόσχεται να φτιάξει έναν τόπο όπου όλοι θα είναι ευτυχισμένοι. Πολύ σύντομα όμως ανακαλύπτει ότι η διακυβέρνηση ενός βασιλείου δεν είναι εύκολη δουλειά...
Trailer
Φωτογραφίες
Πληροφορίες
Ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης Σπάικ Τζoνζ συνεργάζεται με τον πολυβραβευμένο συγγραφέα Μορίς Σεντάκ στην κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα βιβλία όλων των εποχών. Τo «Where the Wild Things Are», είναι μια κλασική ιστορία για την παιδική ηλικία, τις διεργασίες από τις οποίες περνάμε και τα μέρη που επισκεπτόμαστε, για να καταλάβουμε τον κόσμο, στον οποίο ζούμε.

Υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Μουσικής – Κάρεν Ο και Κάρτερ Μπάργουελ

Μέσα μας βρίσκονται όλα όσα βλέπουμε, όλα όσα κάνουμε και όλα όσα αγαπάμε.
Μέσα σε όλους μας υπάρχει κάτι μαγικό και άγριο


«Δεν ήθελα να κάνω μία ταινία για παιδιά. Ήθελα να κάνω μία ταινία για την παιδική ηλικία,» λέει ο σκηνοθέτης Σπάικ Τζόνζ, του οποίου η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη της κλασικής ιστορίας του Μορίς Σεντάκ Where the Wild Things Are ήταν αποτέλεσμα αγάπης. Στην ταινία εξερευνά σε βάθος τα θέματα που θέτει ο Σεντάκ στο βιβλίο και τα οποία ο Τζονζ πιστεύει ότι παραμένουν κοινά σε κάθε γενιά. «Έχει να κάνει με το πώς αισθάνεται κανείς όταν είναι οκτώ ή εννέα χρονών και προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο, τους ανθρώπους γύρω του και τα συναισθήματα που τον διακατέχουν, τα οποία είναι καμία φορά αναπάντεχα ή πολύπλοκα – έχει να κάνει δηλαδή με την πρόκληση του να διαχειρίζεσαι τις σχέσεις που δημιουργείς στη ζωή σου,» λέει. «Και αυτό συμβαίνει και σε αυτή την ηλικία.»
Η ταινία ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΩΝ δίνει μία φρέσκια ματιά - και για πολλούς από εμάς μία ματιά στο παρελθόν – στις πολλές διαφορετικές πτυχές της παιδικής ηλικίας. Προσκαλεί τα κοινά όλων των ηλικιών να συμμετάσχουν στην ανακάλυψη, στην πρόκληση, αλλά και στην αγνή χαρά ενός ριψοκίνδυνου ταξιδιού ενός μικρού παιδιού στο νησί των Μαγικών Πλασμάτων, έναν ιδιαίτερο τόπο που σίγουρα θα θυμίσει σε όλους τα παράξενα συναισθήματα που «κατοικούν» μέσα μας.
«Κατά ένα τρόπο, πρόκειται για μία περιπέτεια στην οποία πρωταγωνιστεί ένα εννιάχρονο παιδί. Στην περιπέτεια αυτή επικρατεί χάος, ‘βρώμικοι’ καυγάδες, λεηλασίες στο δάσος,» λέει ο Τζονζ. Η αλήθεια είναι ότι το νησί αυτό αποτελεί φαντασίωση για κάθε παιδί: δίνει την ελευθερία να τρέξει, να πηδήξει, να κτίσει, να καταστρέψει, να παλέψει και να πετάξει πράγματα όσο πιο μακριά μπορεί… Κυρίως, να κάνει μόνο τα πράγματα που θέλει να κάνει και να μην έχει κανένα από πάνω του να του λέει ότι δεν μπορεί να τα κάνει. Λάμποντας μες το κοστούμι του λύκου του, ο νεαρός Μαξ σύντομα γίνεται ο Βασιλιάς των Μαγικών Πλασμάτων αποδεικνύοντας την υπεροχή του απέναντι στα γιγάντια πλάσματα που μένουν στο νησί. Αλλά η βασιλεία του δεν θα είναι εύκολη, επειδή τα άγρια πλάσματα είναι άγρια και υπάρχει πάντα η πιθανότητα να αποφασίσουν να τον φάνε με τα κοφτερά τους δόντια. Το να είναι βασιλιάς ίσως και να μην είναι τελικά τόσο εύκολο όσο φανταζόταν ο Μαξ.
Ταυτόχρονα, η ιστορία ακολουθεί τα πρώτα βήματα ενηλικίωσης του Μαξ, καθώς αρχίζει να συνειδητοποιεί τις πολύπλοκες σχέσεις που το κάθε πλάσμα έχει με το άλλο και μαζί του, και πως το να κάνει μόνο αυτό που θέλει δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή. Με αμείλικτη ειλικρίνεια και ιδωμένη από την οπτική πλευρά ενός παιδιού, η ταινία ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΩΝ αποκαλύπτει τη σταδιακή συνειδητοποίηση του Μαξ τόσο για τα δικά του συναισθήματα, αλλά και για τα συναισθήματα των άλλων.
Η ταινία ξεκίνησε από τη σταθερή αγάπη και σεβασμό που είχε ο Τζονζ για το βιβλίο, που έγραψε και εικονογράφησε ο Σεντάκ, ακόμα ένας ένθερμος οπαδός των νέων ανθρώπων. Δημοσιεύτηκε το 1963, κέρδισε το μετάλλιο Caldecott και μίλησε στις καρδιές εκατομμυρίων αναγνωστών παγκοσμίως, ενώ συνεχώς εμφανιζόταν στη λίστα των δέκα ευπώλητων παιδικών βιβλίων του περιοδικού Publishers Weekly.
Η διαχρονική του αποδοχή, παρατηρεί ο Τζονζ, έχει να κάνει με το ότι καταπιάνεται με κατεξοχήν παιδικά συναισθήματα και τα παίρνει στα σοβαρά, χωρίς να τα υποτιμά. Τα παιδιά πολύ συχνά γίνονται δέκτες συμπεριφορών που δεν είναι τίμιες απέναντι τους, οπότε μία τέτοια ιστορία τους τραβά την προσοχή. Θυμάμαι τον εαυτό μου, σε αυτήν την ηλικία, που ήθελα τόσο να ακούω ότι και τα άλλα παιδιά περνούσαν τα ίδια που περνούσα και εγώ και ότι έκαναν τις ίδιες σκέψεις.»
Ο Μαξ Ρέκορντς που έκανε το ντεμπούτο του ως Μαξ στην ταινία ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΩΝ και είναι πλέον δώδεκα χρονών, συμφωνεί. «Το βιβλίο αντανακλά το τι σημαίνει πραγματικά να είσαι παιδί. Είναι ένα βιβλίο που εκτός του ότι θα το εκτιμήσουν τα παιδιά, μπαίνει στην ουσία όλων αυτών των συναισθημάτων που έχεις όταν μεγαλώνεις. Και πολλά περισσότερα...»
Ήταν αυτό το «περισσότερα» που έκανε τον Τζονζ να συνειδητοποιήσει ότι θα μπορούσε να συνεισφέρει την δική του οπτική στην ιστορία. Το να προσαρμόσει το λεπτό βιβλίο σε μία ταινία μεγάλου μήκους του έδωσε την ευκαιρία να πάει παραπέρα αυτήν την περιπέτεια, να βυθιστεί περισσότερο στον κόσμο του Μαξ, στο άγνωστο νησί και σε εκείνο που τον ωθεί να πάει εκεί. Θα μπορούσε να εξετάσει περισσότερο εις βάθος τα ίδια τα Μαγικά Πλάσματα, αυτά τα εχθρικά και απείρως εκφραστικά πλάσματα που στην πραγματικότητα συμβολίζουν «τα πρωτόγονα συναισθήματα» που κρύβει μέσα του ο Μαξ, αλλά και όλοι μας.» Από αυτήν την οπτική γωνία, οι ευκαιρίες ήταν απεριόριστές.
Ο Τζονζ διάλεξε τον αναγνωρισμένο μυθιστοριογράφο Ντέιβ Έγκερς - και εξίσου φανατικού αναγνώστη του ομότιτλου βιβλίου - για να συνεργαστούν στο σενάριο, παρόλο που ο Έγκερς δεν είχε γράψει ποτέ για ταινία. Αυτό δεν ξάφνιασε τον Βίνσεντ Λάντλεϊ, τον παλιό συνεργάτη του Τζονζ και παραγωγό της ταινίας ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΩΝ, ο οποίος λέει, «Το ένστικτο του Σπάικ σχετικά με τον Ντέιβ βασιζόταν στο γεγονός ότι τον ήξερε προσωπικά και ότι είχε την ευαισθησία που χρειαζόταν και την επίγνωση του τι έπρεπε να βγάζουν οι χαρακτήρες. Στον Σπάικ αρέσει να βάζει τους ανθρώπους σε καταστάσεις που δεν έχουν βρεθεί στο παρελθόν, γιατί έτσι έχει πιθανότητες να καταλήξει με ένα πιο φρέσκο αποτέλεσμα.»
Πολύ γρήγορα, οι δυο τους συναντήθηκαν με τον Σεντάκ στο σπίτι του στο Κονέκτικατ ώστε να μιλήσουν για τα σχέδιά τους για την ταινία. Αναμφίβολα, ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στο αρχικό όραμα και στην οπτική του συγγραφέα. Αλλιώς δεν θα το επιχειρούσαν καθόλου. Από τις αρχικές τους συζητήσεις ο Έγκερς θυμάται, «Θέλαμε να κάνουμε μία ταινία που να μη σνομπάρει τα παιδιά, αλλά να ψάξει βαθιά μέσα τους. Τα περισσότερα παιδιά στις ταινίες παρουσιάζονται άκακα. Δεν είναι καθόλου άτακτα. Αυτό που ανακαλύψαμε πολύ γρήγορα ήταν ότι όλοι θυμόμασταν καθαρά πως ήταν το να είσαι μικρό αγόρι, λίγο ατίθασο και να βρίσκεσαι συνεχώς μπλεγμένος σε μπελάδες. Καταλάβαμε έτσι ποιος ήταν ο Μαξ. Δεν χρειαζόταν να το ερευνήσουμε παραπάνω ή να ρωτήσουμε κάποιο παιδοψυχολόγο σχετικά με το τι πιστεύει και τι σκέφτεται ένα παιδί. Αυτό το ξέραμε καλά.»
«Πρώτα και κύρια ασχολήθηκα με το ποιος ήταν ο Μαξ και το τι συνέβαινε στη ζωή του,» λέει ο Τζονζ. «Ήθελα να κάνω μία ταινία που να παίρνει το παιδί στα σοβαρά, αλλά ο Μορίς είπε, ‘Να κοιτάξεις να μην ασχοληθείς μόνο τη σοβαρή πλευρά του παιδιού. Να ασχοληθείς σοβαρά και με τη φαντασία του και την αίσθηση των πραγμάτων που του δίνουν χαρά.’ Ποτέ δεν βάλαμε όρια για το αν αυτή η ταινία θα ήταν για παιδιά ή ενήλικες. Απλά αφεθήκαμε να μας πάει εκεί που θα μας πήγαινε.»
Δουλεύοντας και ως παραγωγός στην ταινία, ο Σεντάκ συμμετείχε ενεργά στις πρώτες συζητήσεις και στη συνέχεια καθόλη τη διάρκεια της παραγωγής. Λέει, «Ο Σπάικ από την αρχή είχε τον τρόπο του να βλέπει τα πράγματα. Τον εμπιστεύτηκα. Ήξερα ότι είχε πολύ ζωντανή την αίσθηση του βιβλίου στο μυαλό του, κάτι που είχα και εγώ όταν το έγραφα.»
«Μου ανανέωσε το σεβασμό που έχω απέναντι στους νέους ανθρώπους,» συνεχίζει ο συγγραφέας, σημειώνοντας ότι πολύ λίγοι άνθρωποι που ξέρει έχουν την ίδια οπτική με τον Τζονζ. Πολύ λίγοι ενδιαφέρονται για την ιστορία τους ή τον κόσμο από τον οποίο προέρχονται. Απλά θέλουν να υπάρχουν, χωρίς την πολυτέλεια του να μάθουν για όλα αυτά. Ο Σπάικ μου θυμίζει τους νέους ανθρώπους που ήξερα τη δεκαετία του 1960. Λίγο τρελούτσικος, αλλά με ένα θαυμάσιο, περιπετειώδη τρόπο. Για μένα τα ‘60s ήταν μία πολυτάραχη, πληθωρική και θαυμάσια εποχή.»
«Τελικά, η ταινία είναι ένα συγκερασμός των ιστοριών και των αναμνήσεών τους,» λέει ο Τζονζ, «Ο Μορίς βάσισε το βιβλίο σε θέματα και συναισθήματα της ζωής του, της παιδικής του ηλικίας. Και εγώ συνέχισα σε αυτό το μοτίβο.»
«Ο Σπάικ είναι ένας απίστευτα χαρισματικός νέος και θαρραλέος άντρας,» λέει ο Σεντάκ. «Δεν έπλεξε το εγκώμιο του βιβλίου. Έκανε κάτι νέο που ανήκει στον ίδιο, κάτι που τον καθιστά πραγματικά δημιουργό και καλλιτέχνη. Μου άρεσε πολύ η ταινία. Είναι πρωτότυπη. Στέκεται μόνη της συναισθηματικά, πνευματικά και οπτικά, κάτι που συμβαίνει και με το βιβλίο. Ο Σπάικ έκανε τα δικά του ‘Μαγικά Πλάσματα’, χωρίς να ακυρώσει τα δικά μου, με έναν εξαιρετικό, σύγχρονο και φανταστικό τρόπο που δεν δανείζεται σχεδόν τίποτα από το βιβλίο μου, αλλά που το εμπλουτίζει. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά έργα τέχνης και μου αρέσουν και τα δύο.»

Αιχμαλωτίζοντας την εικόνα, την αίσθηση, τον αέρα του βιβλίου

Επειδή ο Τζονζ ήθελε να παρουσιάσει τον Μαξ σαν ένα πραγματικό αγόρι, θέλησε να προσδώσει στα φανταστικά στοιχεία της ιστορίας μία ρεαλιστική προσέγγιση. Εξηγεί, «Ήθελα να δομήσω και να γυρίσω την ταινία έτσι ώστε ο Μάξ να μπορεί να αγγίξει αυτά τα μαγικά πλάσματα, να ακουμπήσει πάνω τους, να τα σπρώξει, να τα αγκαλιάσει. Ήθελα αυτά τα πλάσματα να βρίσκονται εκεί ώστε το κοινό να μπορεί να αισθανθεί την ανάσα τους το μέγεθός τους και το βάρος τους με έναν άμεσο τρόπο, οπότε δεν μπορούσα να το κάνω αυτό εξ ολοκλήρου μέσω ενός υπολογιστή ή σε ένα στούντιο ηχογράφησης.»
«Κάθε ιστορία υπαγορεύει μία συγκεκριμένη διαδικασία γυρισμάτων, που την εξυπηρετεί καλύτερα,» παρατηρεί ο Καρλ. «Στην περίπτωση της ταινίας ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΙΚΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΩΝ, ο Σπάικ ήθελε να φτιάξει μία περιπέτεια που να φαίνεται πραγματική, παρά να απεικονίσει ένα όνειρο ή μία φαντασίωση. Το να διαλέξει έναν ηθοποιό που να αλληλεπιδρά με πραγματικά πλάσματα, σε αληθινούς τόπους ήταν ο καλύτερος τρόπος να το πετύχει αυτό. Αυτός και η ταλαντούχα ομάδα των καλλιτεχνικών του συνεργατών έδωσαν ζωή στα Μαγικά Πλάσματα, φτιάχνοντας μία ταινία που έμοιαζε με ότι είχαμε φανταστεί όταν διαβάζαμε το βιβλίο.»
Η ταινία είναι ένας απίστευτος συνδυασμός ζωντανής δράσης, κουκλοθέατρου και computer animation, βάζοντας τον Μαξ μέσα στην παρέα πανύψηλων τεράτων που είναι φουντωτά, πολύχρωμα, με μεγάλα μάτια, προκαλούν δέος και είναι ταυτόχρονα άγρια αλλά και αγαπητά.
Στα πλάσματα δόθηκε ζωή και ψυχή από τους διάσημους voice performers Λόρεν Άμπρoουζ, Κρις Κούπερ, Τζέιμς Γκαντολφίνι, Κάθριν Ο’ Χάρα και Φόρεστ Γουίτακερ. Στη συνέχεια τους δόθηκε κίνηση και θέση στο χώρο από τους ηθοποιούς που φορούσαν τα κοστούμια και που «πάντρεψαν» τη γλώσσα του σώματος με τα λόγια. Στο τέλος, έγινε ψηφιακή επεξεργασία στα πρόσωπά τους, ώστε να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια τις απαραίτητες συσπάσεις, σκέψεις και κινήσεις.
Ο Τζονζ λέει, «Ήξερα ότι η διαδικασία θα ήταν πολύπλοκη. Έμοιαζε λες και για όλες τις επιλογές που κάναμε διαλέγαμε το δυσκολότερο δρόμο. Μόνο το να φτιάξουμε τα πλάσματα μας πήρε οκτώ μήνες. Αλλά πάντα σκεφτόμασταν το αποτέλεσμα που θέλαμε να έχουμε και μετά δουλεύαμε για να το πετύχουμε και παραμέναμε πιστοί στο αρχικό μας όραμα.»

O Μαξ είναι η ψυχή της ταινίας

Η επιλογή του ηθοποιού για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μαξ ήταν πολύ σημαντική. Χρειάστηκε να ψάξουν γι αυτόν περισσότερο από ένα χρόνο και σε πολλές διαφορετικές ηπείρους, καθώς οι παραγωγοί δεν χρησιμοποίησαν μόνο παραδοσιακούς τρόπους casting, αλλά κινήθηκαν και μέσω γνωστών, φίλων και συναδέλφων που ίσως ήξεραν κάποιο νεαρό που να πληροί τα κριτήρια.
«Ήθελα ένα πραγματικό παιδί – όχι απαραίτητα έναν ηθοποιό που θα ‘έπαιζε’ το παιδί, αλλά κάποιον που θα μπορούσε να βγάλει μία πραγματική, συναισθηματική ερμηνεία,» λέει ο Τζονζ, που συνεχίζει, «Καθώς προχωρούσαμε, ήταν εμφανές ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεις και τις δύο πλευρές του Μαξ σε ένα παιδί. Θα έπρεπε να είναι ένα πολύ βαθιά συναισθηματικό, εσωστρεφές παιδί, με πολλά πράγματα στο μυαλό του. Ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπό του θα έπρεπε να αποκαλύπτει τη σκέψη του και τα συναισθήματά του. Ταυτόχρονα, χρειαζόμασταν ένα παιδί που σε συγκεκριμένες στιγμές θα φερόταν εντελώς αλλοπρόσαλλα, θα ήταν χαρούμενο και ατίθασο. Μπορούσαμε να βρούμε τον ένα ή τον άλλο τύπο, αλλά το να βρούμε και τους δύο στο πρόσωπο ενός παιδιού ήταν δύσκολο.»
Ο Τζονζ βρήκε αυτές τις δύο πτυχές σε ένα αγόρι που εντελώς συμπτωματικά ονομαζόταν Μαξ, Μαξ Ρέκορντς. Ο Ρέκορντς δεν ήταν εντελώς άπειρος με την κάμερα, καθώς είχε εμφανιστεί σε ορισμένα μουσικά βίντεο. Συνδέθηκαν αμέσως με τον σκηνοθέτη. Ο παραγωγός Βίνσεντ Λάντλεϊ λέει, «Ήταν συναρπαστικό να βλέπεις τον Σπάικ να δουλεύει μαζί του και κυρίως να ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τον Μαξ. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ λέγοντας, ‘Είναι μόνο εννέα χρονών, δεν μπορώ να ζητήσω περισσότερα πράγματα από αυτόν.’ Περίμενε τα πάντα από αυτόν, όπως τα περίμενε και από τον Τζέιμς Γκαντολφίνι.»
Η εμφάνιση του Ρέκορντς στην ταινία χωρίζεται σε δύο φάσεις: τη ζωή του στο σπίτι και μετά το ταξίδι του στη θάλασσα, προκειμένου να αντιμετωπίσει έναν άγριο, νέο κόσμο.
«Η κατάσταση είναι λίγο χαοτική στο σπίτι για τον Μαξ. Πολλά ξεφεύγουν από τον έλεγχό του,» λέει ο Έγκερς. «Οι γονείς του είναι χωρισμένοι, η αδερφή του είναι στην εφηβεία και κατά κάποιο τρόπο τον παραμελεί, καθώς αποκτά άλλα ενδιαφέροντα.» Φτάνει ένα σημείο που όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ απασχολημένοι ώστε να δουν ότι χρειάζεται τη προσοχή τους, οπότε και εκείνος φορά το κοστούμι του λύκου και αρχίζει να γυροφέρνει μέσα στο σπίτι. Στην επόμενη κιόλας σκηνή, τον βλέπεις να βγαίνει από την πόρτα.»
Αυτές οι πρώτες σκηνές μας δίνουν μία πρώτη ιδέα για τα μυριάδες ερωτήματα, αλλά και τη δημιουργική διάθεση, τις ανησυχίες και τα ισχυρά συναισθήματα που μπορεί να συγκρούονται στο μυαλό ενός νεαρού αγοριού, που προσπαθεί να γνωρίσει τον κόσμο και να βρει τη θέση του σε αυτόν – και τους λόγους που συχνά ένα παιδί μπορεί να αποζητά ένα κόσμο στον οποίο να είναι ο αρχηγός.
Κατά τη διαδικασία προετοιμασίας της ταινίας, ο Τζονζ θέλησε να ανακαλύψει τις αυθεντικές ανησυχίες των παιδιών και να τις δει από τη δική τους πλευρά, οπότε, πήρε συνεντεύξεις από πολλά παιδιά για να πάρει ιδέες και έμπνευση. Τους έβαλε να μιλήσουν για πράγματα που τους κάνουν να θυμώνουν, για τους καυγάδες που έχουν με τους γονείς τους και για το πώς αισθάνονται. «Ήταν δραματικό το να είσαι σε αυτήν την ηλικία,» θυμάται ο Τζονζ.
«Όταν γυρίζαμε την ταινία, άφησα τον Μαξ να διαβάσει μία φορά το σενάριο και του είπα, ‘δεν θέλω να σκέφτεσαι το σενάριο. Θέλω απλά να ξεκινήσεις να παίζεις και να δεις τι θα σου βγει,’ λέει ο Τζονζ μιλώντας για τη στρατηγική που ακολούθησε. «Ήθελα η ερμηνεία του να είναι φρέσκια. Η πολυπλοκότητα των διαλόγων κάνει την κατάσταση απαιτητική. Είναι πολύ δύσκολο να βγαίνουν ταυτόχρονα με το διάλογο και οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Αυτό που ζητούσα από τον Μαξ, ήταν δύσκολο ακόμα και για έναν ενήλικα ηθοποιό.»
Στην ταινία, η Κάθριν Κίνερ παίζει την στοργική, αλλά αγχωτική μητέρα του Μαξ. Αφού ολοκλήρωσε τις αρχικές της κοινές σκηνές με τον Ρέκορντς, η Κίνερ, επίσης παραγωγός στην ταινία, παρέμεινε σε μεγάλο αριθμό γυρισμάτων στην Αυστραλία, ώστε να βοηθήσει ενεργά τον Τζονζ και για να προσφέρει και τη δική της ματιά στα πράγματα. «Η συνολική εμπειρία του να συνεργάζομαι με τον Μαξ μου έκανε πολύ καλό,» λέει. «Η φυσικότητά του και η καθαρότητα του πνεύματός του αναδυόντουσαν σε κάθε σκηνή. Παρόλο που μιλάμε για μήνες σκληρής δουλειάς, ήταν συνεχώς ευδιάθετος.»
«Η Κάθριν με βοήθησε πολύ,» λέει ο Ρέκορντς. «Για παράδειγμα, υπάρχει μία σκηνή που πηγαίνω στο δωμάτιο της αδερφής μου και πρέπει να φαίνομαι πολύ νευριασμένος. Πριν από αυτήν τη σκηνή η Κάθριν προσπαθούσε να με κάνει να φωνάξω. Με έκανε να θέλω να ουρλιάξω κάθε είδους βρισιές που μπορούσα να ξεστομίσω.»
Ο Ρέκορντς βρήκε ακόμα ένα μέντορα στο πρόσωπο του Τζονζ, που σύντομα έμαθε ότι το να σκηνοθετείς έναν νεαρό απαιτούσε μία διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που είχε συνηθίσει και ότι ήταν πολύ πιο απαιτητικό σωματικά. «Δεν είχα πολύ χρόνο για να ξεκουραστώ. Συνεχώς έτρεχα γύρω- γύρω επειδή ήθελα η δουλειά μου με τον Μαξ να είναι αμφίδρομη,» σημειώνει. «Δεν ήταν ότι απλά θα έβλεπα τις σκηνές του και θα του έδινα συμβουλές. Έπρεπε συνεχώς να κινούμαι μαζί του, να χοροπηδάω, να φωνάζω ή να του μιλάω για να τον κάνω να αντιδράσει. Όπως και να έχει, ήταν πολύ ενδιαφέρον να τον σκηνοθετώ.»
«Πάντα θα με εμπνέει ο Μαξ. Δούλεψε πολύ σκληρά, αλλά ήξερε και πώς να περνάει καλά. Όσο δύσκολη και να ήταν η σκηνή, εμφανιζόταν στο μεσημεριανό φαγητό, έβγαζε τη στολή του λύκου του και έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά. Με βοήθησε να θυμηθώ ότι το να γυρίζεις ταινίες υποτίθεται ότι είναι μια διαδικασία που έχει πλάκα,» παραδέχεται ο Τζονζ. «Ανέπτυξα πολλές διαφορετικές σχέσεις σε αυτήν την ταινία, αλλά αυτή που είχα με τον Μαξ ήταν κάτι ξεχωριστό. Ο Μαξ ήταν ο συνεργάτης μου στο να με κάνει να βγάλω προς τα έξω την ψυχή της ταινίας. Αυτός είναι στην ουσία η ψυχή της ταινίας.»

Τα μαγικά πλάσματα αποκτούν φωνή και αποκαλύπτουν την προσωπικότητά τους

Βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό στην εικονογράφηση του βιβλίου, ο Τζονζ και ο Έγκερς ανέπτυξαν το ετερόκλητο πλήθος των κερασφόρων, γαμψών και τριχωτών γιγάντων σε μία ομάδα ξεχωριστών προσωπικοτήτων, που η καθεμιά είχε τα δικά της κίνητρα και ένστικτα. Οι ηθοποιοί που επιλέχτηκαν να κάνουν τις φωνές των Άγριων Πλασμάτων ήταν καθοριστικής σημασίας, καθώς θα «μετέδιδαν» τις δικές τους ξεχωριστές προσωπικότητες σε αυτά τα πλάσματα μέσω της φωνής τους. Ταυτόχρονα, έδωσαν βάρος στους τρόπους με τους οποίους τα Άγρια Πλάσματα επικοινωνούσαν μεταξύ τους, όταν καυγάδιζαν, συγκρούονταν, έπαιζαν ή προσέφεραν συντροφιά το ένα στο άλλο.
Ο Τζέιμς Γκαντολφίνι κάνει τη φωνή του δυνατού – αλλά και ιδιαίτερα ευαίσθητου αρχηγού της ομάδας, του Κάρολ. Ο Λόρεν Άμπροουζ είναι ο φιλελεύθερος, αλλά μελαγχολικός KW, που από τη μία του αρέσει η παρέα, αλλά θέλει και να περνά χρόνο μόνος του. Ο Κρις Κούπερ είναι ο κοκορόμορφος Ντάγκλας, δυναμικός και ζημιάρης. Η Κάθριν Ο Χάρα είναι η σαρκαστική, κυνική και επιβλητική Τζούντιθ. Και ο Φόρεστ Γουίτακερ είναι ο ταπεινός και υπομονετικός σύντροφος της Τζούντιθ, Άιρα, που τυχαίνει να είναι πολύ καλός στο να ανοίγει τρύπες όπου βρει. Ο Πολ Ντάνο είναι ο θεόρατος τράγος Αλεξάντερ, που πολλές φορές έχει την εντύπωση ότι δεν τον παίρνουν όσο σοβαρά πρέπει.
«Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες συμβολίζουν διαφορετικά πράγματα και συμπωματικά μπλέκονται στον κόσμο του Μαξ, χωρίς να σχετίζονται άμεσα με αυτόν,» εξηγεί ο Έγκερς. «Δεν τα αντιμετωπίσαμε ως ‘αλλόκοτα΄ πλάσματα. Τα αντιμετωπίσαμε ως ξεχωριστές προσωπικότητες καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.»
«Όλα ξεκίνησαν με τις φωνές των ηθοποιών,» λέει ο Τζονζ που απέφυγε να χρησιμοποιήσει την παραδοσιακή μέθοδο της ηχογράφησης των φωνών του κάθε ηθοποιού ξεχωριστά σε ένα στούντιο, αλλά προτίμησε να τους βάλει όλους μαζί στη σκηνή να παίξουν κατά κάποιο τρόπο όλη την ταινία. Έτσι καταγράφηκαν και οι κινήσεις και οι φωνές τους. «Κάναμε μία ταινία που ήταν κάτι μεταξύ κινουμένων σχεδίων και κουκλοθέατρου. Και οι δύο αυτές μορφές τέχνης δεν είναι από τη φύση τους αυθόρμητες. Οπότε αποφασίσαμε να ‘γυρίσουμε’ όλη την ταινία σε ένα στούντιο ηχογράφησης για δύο εβδομάδες. Θέλαμε να ‘αιχμαλωτίσουμε’ τον αυθορμητισμό αυτών των σπουδαίων ηθοποιών.»
Ακόμα ένα πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου ήταν ότι μετά βοήθησε πολύ τους Αυστραλούς ηθοποιούς που φόρεσαν τα τεράστια κοστούμια για να αναπαραστήσουν τα Μαγικά Πλάσματα στο σετ. Λέει ο Τζονζ, «Οι κοστουμαρισμένοι ηθοποιοί θα έβλεπαν τις σκηνές από την ηχογράφηση των φωνών και θα επαναλάμβαναν αυτά που έκαναν οι ηθοποιοί. Πήραν την ουσία και την προσάρμοσαν σε αυτό που έπρεπε να κάνουν φορώντας πλέον τα κοστούμια.»
«Ήταν ενδιαφέρον να βλέπεις το ότι σημείο εκκίνησης για τους χαρακτήρες ήταν όλα όσα έκαναν οι ηθοποιοί που είχαν δανείσει τις φωνές τους στα Μαγικά Πλάσματα,» παρατηρεί ο Τζονζ. «Αλλά το αποτέλεσμα είναι ένας συνδυασμός αυτού που έκαναν οι ηθοποιοί με τις φωνές, αυτού που έκαναν οι κοστουμαρισμένοι ηθοποιοί και αυτού που έκαναν οι animators με τις κινήσεις των προσώπων. Ήταν τρία εντελώς διαφορετικά στοιχεία που συνδέθηκαν, για να φτιαχτεί ένας χαρακτήρας.»

«Έβγαζαν τρομερούς βρυχηθμούς και έτριζαν τα τρομερά τους δόντια και γύριζαν τα τρομακτικά τους μάτια και έδειχναν τα τρομερά τους νύχια.»

Όταν ήρθε η ώρα του σχεδιασμού των κοστουμιών, αυτό που έχει σημασία περισσότερο για τη μεταφορά των Μαγικών Πλασμάτων στη μεγάλη οθόνη ήταν να έχουν την αίσθηση του βάθους, του χιούμορ, της αγριότητας και της απαιτούμενης ευαισθησίας που υπαγόρευε η αρχική ιστορία. Έπρεπε να φαίνονται σαν να είναι αληθινά.
Ο Σεντάκ είχε την τελευταία λέξη για το πώς θα έμοιαζαν και πως θα κινούνταν. «Ωστόσο, δεν ήθελα να τους περιορίσω και να τους εμποδίσω από το να τα αναπαραστήσουν δημιουργικά,» λέει ο συγγραφέας. «Όταν έκανα το βιβλίο, κανείς δεν με ενόχλησε. Κανείς δεν μου είπε ότι τα πλάσματα έπρεπε να φαίνονται έτσι ή αλλιώς επειδή κανείς δεν ήξερε πως πρέπει να μοιάζουν.»
Ο Τζονζ και ο Λάντλεϊ είδαν ταινίες που είχαν περίεργα πλάσματα, ερεύνησαν την ιστορία των κοστουμιών σε διάφορες παραστάσεις, και εξέτασαν την πιθανότητα να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο των animatronics, για να δουν τι τους άρεσε ή δεν τους άρεσε, και γιατί. Ήταν δύσκολο να βρουν κάτι ανάλογο που να είχε γίνει στο παρελθόν. Ο Τζονζ ζήτησε τη βοήθεια σχεδιαστών και εταιρειών παραγωγής εφέ αλλά οι επιλογές που του πρόσφεραν του φάνηκαν ότι έκαναν τα πλάσματα να φαίνονται πολύ τερατόμορφα, σαν ξωτικά ή συχνά πολύ πιο χαριτωμένα απ’ όσο έπρεπε. Επανειλημμένα, τους πρότειναν να προσανατολιστούν στη μέθοδο του CGI και τους προειδοποίησαν ότι θα ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να αναπαραστήσουν το βιβλίο σε πραγματικούς χώρους. Αλλά ποτέ δεν το έβαλαν κάτω.
Ένας φίλος, τους γνώρισε τον καλλιτέχνη Σόνι Γκερασίμοβιτς του οποίου τα πρώτα σκίτσα έβγαζαν το χιούμορ, το κέφι και το πάθος που έψαχναν. Μαζί, πειραματίστηκαν με το χρώμα, την υφή και το τρίχωμα των πλασμάτων και στη συνέχεια προχώρησαν στο στάδιο της παραγωγής.
Η εταιρεία του Τζιμ Χένσον και το πασίγνωστο κατάστημά του στο Λος Άντζελες κατασκεύαζε για έξι μήνες και τελειοποίησε τα τεράστια κοστούμια, πριν την αποστολή τους στην Αυστραλία, στο Σίδνεϊ όπου ο Ντέιβ Έλσεϊ και μια αυστραλιανή ομάδα από ενδυματολόγους συνέχιζαν τις on-site προσαρμογές για να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των γυρισμάτων. Μία μεγάλη προσπάθεια που απαιτούσε την κατασκευή συστημάτων με τροχαλίες, σύρματα και ειδικές ρυθμίσεις, καθώς στην ταινία τα πλάσματα εκσφενδόνιζαν συχνά το ένα το άλλο στον αέρα.
Η τελευταία πινελιά ήταν αυτή που θα επέτρεπε στα χαρακτηριστικά των προσώπων των πλασμάτων να καθρεπτίζουν τα συναισθήματά τους. Αντί να χρησιμοποιήσουν animatronic μοντέλα, που θα προκαλούσαν προβλήματα συγχρονισμού των χειλιών, λόγω των τεράστιων στομάτων που είχαν τα πλάσματα, ο Τζονζ επέλεξε να τονίσει τις εκφράσεις τους στο post production χρησιμοποιώντας computer animation, υπό την καθοδήγηση του Ντάνιελ Ζανέτ, του υπεύθυνου για το animation και τα οπτικά εφέ.
Ο Ζανέτ λέει, "Ακόμα και με τις στατικές εικόνες, μπορείτε να δείτε σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά. Προσπαθήσαμε να ζωντανέψουμε τα πλάσματα χωρίς να δημιουργήσουμε μία ολοκληρωτική CG εκδοχή τους. Εφαρμόσαμε το CGI μόνο στις κινήσεις των προσώπων τους.»

Μουσική για να εξημερώσει τα μαγικά πλάσματα

Τις ανακαλύψεις του Μαξ συνοδεύει η μουσική της ταινίας, που συνέθεσαν οι Κάρεν Ο και Κάρτερ Μπούρβελ. Ο Τζονζ είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον βραβευμένο συνθέτη Μπούρβελ για το «Being John Malkovich» και το «Adaptation» καθώς και με την Κάρεν Ο. Τους θεωρεί δύο από τους πιο διαισθητικούς και δημιουργικούς ανθρώπους που έχει γνωρίσει στη ζωή του. Συνολικά, λέει ο Τζονζ, "Η μουσική δεν ‘ντύνει’ απλά την ταινία, αλλά αναδεικνύει θέματα.»
"Προσπάθησα να ακολουθήσω τον Μαξ στη συναισθηματική του οδύσσεια – όχι να τον καθοδηγήσω," εξηγεί ο Μπουρβέλ. "Αυτό μπορεί να σημαίνει, για παράδειγμα, όταν συναντά τα Μαγικά Πλάσματα, τη μετάβαση από την περιέργεια στη μανία, από το φόβο στο θρίαμβο και όλα αυτά μέσα σε ένα λεπτό ή δύο. Εγώ πάντως το έχω δει αυτό το ‘ταξίδι’ στα πρόσωπα των παιδιών μου.»
«Ο στόχος μου ήταν να καταλήξουμε σε απλές, παιδικές μελωδίες που να θυμίζουν παλιά pop τραγούδια που είναι διαχρονικά, που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά και αυτά να αποτελούν την εσωτερική φωνή του Μαξ,» λέει η Κάρεν Ο, που συγκρότησε μία ομάδα μουσικών από διαφορετικά γκρουπ, τους οποίους θαυμάζει. «Γράψαμε τη μουσική σε διάστημα δύο ετών, σε πέντε συναντήσεις. Αισθάνεσαι μεγάλη ελευθερία όταν δουλεύεις πάνω στις αρχικές σκηνές. Χωρίς να έχουμε στα χέρια μας τις μονταρισμένες σκηνές, μπορούσαμε να επικεντρωθούμε πραγματικά στο συναίσθημα που θέλαμε να προκαλεί η μουσική.»
Και τελικά αυτό που θέλει να δείξει η ταινία είναι η αξία της ψυχής και των συναισθημάτων.
Λέει ο Τζονζ, "Αγαπώ και πάντα αγαπούσα αυτό το βιβλίο, από τότε που ήμουν παιδί. Δεν ήθελα να απογοητεύσω τον Μορίς. Η δουλειά του είναι τόσο σημαντική. Μας είπε, ‘Κάντε μια ταινία που να είναι προσωπική, που να είναι δική σας.’ Όμως ακόμα και έτσι, αυτό το βιβλίο υπήρξε δημιούργημά του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, για 40 χρόνια. Και ήθελα να το σεβαστώ αυτό και να κάνω μία ταινία που να είναι πιστή στις αξίες του. Και αυτό κάναμε. "


Συμμετέχουν
Κάθριν Κίνερ
Connie
Μαξ Ρέκορντς
Max
Μάρκ Ράφαλο
Λόρεν Άμπροζ
KW (φωνή)
Τζέιμς Γκαντολφίνι
Carol (φωνή)
Κάθριν Ο’ Χάρα
Judith (φωνή)
Φόρεστ Γουιτάκερ
Ira (φωνή)
Πολ Ντάνο
Alexander (φωνή)
Τομ Νούναν
Douglas (φωνή)
Άλις Πάρκινσον
KW
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551