Αναζήτηση
Παλικάρι: Ο Λούης Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Παλικάρι: Ο Λούης Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου - iShow.gr
Είδος
Ντοκιμαντέρ ελληνικής παραγωγής 2014
Διάρκεια
92'
Συντελεστές
Σκηνοθεσία
Άλλοι συντελεστές
Μενέλαος Τζαφάλιας
Σύμβουλος Παραγωγής
Λαμπρινή Θωμά
Παραγωγή, Έρευνα
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Ντοκυμαντέρ
Ελληνική Ταινία
Η σφαγή του Λάντλοου και η δολοφονία του Έλληνα μετανάστη και συνδικαλιστή Λούη Τίκα (Ηλία Σπαντιδάκη) αποτελεί μία από τις κομβικές στιγμές του αμερικάνικου εργατικού κινήματος και ενώνει, έναν ολόκληρο αιώνα μετά, τις ΗΠΑ του 1914 με τις εργατικές και μεταναστευτικές διεκδικήσεις της Ελλάδας του 2014. Η Λαμπρινή Θωμά και ο Νίκος Βεντούρας αναζήτησαν τις μνήμες, την ιστορία και την κληρονομιά του Λούη Τίκα και του Λάντλοου στο Κολοράντο και μίλησαν με κορυφαίους ιστορικούς, καλλιτέχνες και απογόνους ανθρακωρύχων, καταγράφοντας τα σημάδια που άφησε στο σώμα της εργατικής Αμερικής μια τραγωδία που πολλοί προσπάθησαν να ξεχαστεί.
Trailer
Φωτογραφίες
Πληροφορίες
Η πιο βίαιη σύγκρουση εργοδοσίας και εργατών στην Αμερικανική ιστορία (Χάουαρντ Ζιν)
Η ιστορία των μεταναστών εργατών που ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων του Ν. Κολοράντο (1913-14) και ο ήρωας που τους ενέπνευσε.
Μία από τις πιο σημαντικές και πιο αιματηρές σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος στην Αμερική, όπως εξηγείται από ειδικούς ιστορικούς, καλλιτέχνες και απόγονους των αξιοθαύμαστων αυτών ανθρακωρύχων έναν αιώνα αργότερα.

Παλληκάρι - Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου
Ελληνική Παραγωγή, 2014

Σκηνοθεσία, Μοντάζ: Νίκος Βεντούρας
Παραγωγή, έρευνα: Λαμπρινή Χ. Θωμά
Μουσική: Μάνος Βεντούρας
Σύμβουλος Παραγωγής: Μενέλαος Τζαφάλιας
Τραγούδι: Φρανκ Μάνινγκ (Λούης Τίκας, Βραβείο καλύτερου folk τραγουδιού, 2002)
Τοποθεσίες Γυρισμάτων: Όκλαντ Καλιφόρνιας, Σάντα Φε Νέου Μεξικού, Ντένβερ Κολοράντο, Φορτ Κόλινς Κολοράντο, Κολοράντο Σπρινγκς Κολοράντο, Σικάγο, Αθήνα


Ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας γεννήθηκε στην Κέρκυρα και εργάστηκε ως προγραμματιστής στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2012 αρθρογραφεί στον ενημερωτικό ιστοτόπο ThePressProject.gr, ενώ έχει συνεργαστεί ως φωτογράφος με δεκάδες εφημερίδες και περιοδικά. Το «Παλληκάρι», συνέχεια επιτόπιου ρεπορτάζ για το Λάντλοου, αποτελεί την πρώτη του απόπειρα στο χώρο του ντοκιμαντέρ.
Η παραγωγός Λαμπρινή Χ. Θωμά εργάζεται στο χώρου του τύπου το 1985, και έχει συνεργαστεί δε δεκάδες ελληνικά και ξένα ΜΜΕ ως δημοσιογράφος, παραγωγός ή από διευθυντικές θέσεις. Το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής της πορείας το έζησε στη Θεσσαλονίκη. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΜΘ. Το «Παλληκάρι» είναι η πρώτη της παραγωγή.
Ο σύμβουλος παραγωγής Μενέλαος Τζαφάλιας είναι δημοσιογράφος. Έχει εργαστεί στον περιοδικό τύπο, ενώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια συνεργάζεται κυρίως με ξένα ΜΜΕ. Μπήκε στην ομάδα του ντοκιμαντέρ μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων.

ΛΟΥΗΣ (ΛΟΥΙ) ΤΙΚΑΣ – ΤΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Λαμπρινή Θωμά • 29 Μαΐου 2008
Είμαστε οι πρώτοι έλληνες δημοσιογράφοι που πατήσαμε το δημοσιογραφικό ποδαράκι μας στο Λάντλοου, είδαμε τον τόπο της θυσίας του Λούη Τίκα, όσο ξέρω. Το ταξίδι έγινε (μαζί με το φωτογράφο Γνωμοδότη), το υλικό για το άρθρο συγκεντρώθηκε, χάρη στο αδέλφι μου, που χρόνια μου έλεγε πως πρέπει να πάμε στον τόπο αυτό, “να μάθουμε περισσότερα για τον Τίκα”, και στον αγαπητό Μιχάλη του Ιστολογίου, που τον καιρό που βγάζαμε τις διαδρομές, αναρωτιόταν Ποιός Θυμάται το Λούη Τίκα. Ύστερα, το άρθρο βρήκε σπίτι χάρη στον αγαπημένο μου φίλο, το Γιάννη – fight club- Τσαούση, που έγινε και κυριακάτικος και έντυπος με το SMS, το περιοδικό της κυριακάτικης SportDay, και μας χώρεσε δίπλα σε άλλη εκλεκτή παρέα πάλι (ευτυχείς συναντήσεις, συμπτώσεις και διαδρομές – ναι, υπάρχει Θεός!).
Τα κόκκινα τριαντάφυλλα (θα δεις) παιδευτήκαμε λίγο να τα βρούμε – μα στο τέλος, τα πήγαμε του Λούη και του είπαμε πως είναι από μας, από το Γίγα και από το Μιχάλη.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αυτή την Κυριακή, 29 Ιουνίου 2008, στο SMS της SportDay.
“Κανείς δεν άκουγε. Κανείς δε νοιαζόταν. Και ύστερα ήρθε το Λάντλοου και το έθνος άκουσε. Μωρά που ψήνονται ζωντανά βρίσκουν μια θέση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι θάνατοι από πείνα και κακουχίες όχι.”
Μητέρα Τζόουνς
Το Τρινιδάδ, στα σύνορα της Γιούτας με το Νέο Μεξικό, είναι μια πόλη κοιμισμένη, άνευρη. Το τοπίο αδιάφορο, αν όχι άσχημο και η φτώχεια εμφανής. Η μικρή πόλη μοιάζει να ζωντανεύει στο τέλος του Ιουνίου, όταν υποδέχεται ένα ετερόκλητο πλήθος από όλη την Αμερική. Εργάτες, καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, έμποροι, μαζεύονται για να τιμήσουν τη μνήμη του Λούη Τίκα και των συν αυτώ μαρτύρων του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, που έπεσαν θύματα αυτής που ονομάστηκε “Η Σφαγή του Λάντλοου” και ήταν το αποκορύφωμα των “Πολέμων των Λιγνιτωρυχείων” της περιόδου 1914- 1915.
Το όνομά του δεν ήταν Λούης Τίκας, αλλά Ηλίας Σπαντιδάκης. Το συνηθίζουν οι Ηλίες να το κάνουν “Λούι” στην Αμερική. Είχε αποβιβαστεί στην Νέα Υόρκη το Μάρτιο του 1906. Ψάχνοντας δουλειά, μετά από ένα εξάμηνο κατέληξε στο Κολοράντο. Ήταν φωτεινός άνδρας, δυνατός, με εμφανή την ακμή των 30 του χρόνων. Η γυναίκα που ο Λούης φώναζε “Μάνα” στην ξενιτιά, η θρυλική Μητέρα Τζόουνς, μίλησε για αυτή του τη λεβεντιά, είπε πως, αν συναντούσες τον “Λούη τον Έλληνα” δεν επρόκειτο ποτέ να τον ξεχάσεις. Ο Λούης αρχικά ανοίγει ένα καφενείο στο Κολοράντο ―στέκι της ελληνικής παροικίας. Σύντομα το έκλεισε και κατέβηκε προς το νότο να βρει δουλειά.
Το νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή περνούσε από το άγριο Ουέστ στη βιομηχανική εποχή. Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Μεξικανοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι οδηγούνταν ομαδικά στο Τρινιδάδ. Οι δουλέμποροι τους πουλούσαν υποσχέσεις για τη γη της επαγγελίας και ύστερα τους έφερναν να πεθάνουν στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ.
Τα ορυχεία, οι συνθήκες υγιεινής, ζωής και δουλειάς ήταν άθλιες. Οι ανθρώπινες ζωές δε μετρούσαν. Όσοι πατούσαν εκεί το πόδι τους, γίνονταν κτήμα της εταιρίας. Οι μικρές “πόλεις” που βρίσκονταν κοντά στα ορυχεία, ήταν και αυτές της εταιρίας ―μία ακόμη υπενθύμιση των δεσμών τους. «Ο Ροκφέλερ έβγαζε από παντού. Δεν τους πλήρωνε με κανονικά χρήματα, αλλά με δικά του, αυτά που ονομάζονταν “σκριπ”, και ήταν ένα είδος κουπόνια που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις μόνο στα δικά του μαγαζιά, όπου οι τιμές ήταν βέβαια πολύ υψηλότερες. Σε ένα τέτοιο μαγαζί δούλευε και ο παππούς μου», λέει ο Ντέηβιντ Μέησον, που διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο Σπρινγκς. Από τους ανθρώπους που πάντα βρίσκονται παρόντες στο μνημόσυνο του Λούη, ο καθηγητής Μέισον απαθανάτισε σε ένα μοναδικό, επικών διαστάσεων ποίημα την ιστορία του “Πολέμου των Δέκα Ημερών” του Κολοράντο.
Πληγωμένος ακόμη από όσα συνέβησαν τότε, αναζητεί την ταυτότητα της Αμερικής σε γεγονότα όπως αυτά του Λάντλοου, βλέπει εκεί την ψυχή της. Μας τον συστήνει ο Φρανκ Μάνινγκ. Ο τραγουδοποιός που έγραψε το βραβευμένο φολκ τραγούδι για το Λούη Τίκα. Ο Φρανκ μας έχει υιοθετήσει. Έλληνες που έρχονται ως εδώ για να βρουν τα ίχνη του Λούη είναι δικοί του άνθρωποι, λέει. Μας πάει στο Τρινιδάδ με το αμάξι του, οδηγεί εφτά ώρες γεμάτες πήγαινε έλα. Μας βρίσκει ανθοπωλείο – ένα τριαντάφυλλο για κάθε φίλο που το ζήτησε. Φέρνει κρασί να κεραστεί ο Λούης. «Πάντα του φέρνω ελληνικό, να πιούμε παρέα».
Έρχεται τρεις τέσσερις φορές το χρόνο. Μεγάλος, και αφού έγραψε το τραγούδι, έμαθε πως ήταν το αίμα που τον τραβούσε κατά εδώ. «Δε μίλησε ποτέ ο παππούς μου για όλα αυτά. Η αλήθεια είναι ότι, δε μίλησε και για τίποτε άλλο. Ήταν λιγόλογος και ο μόνος του φίλος ήταν από τους ανθρακωρύχους. Τον πατέρα μου, όμως, τον βάφτισε Λούη. Είχε πει κάποτε ότι Λούη λέγανε το φίλο του στα ορυχεία, στο Λάντλοου όπου είχε δουλέψει. Τίποτε άλλο δεν είπε. Ξέραμε ότι είχε ζήσει εκείνα τα γεγονότα, αλλά δεν μάθαμε ποτέ την δική του εκδοχή. Πέρασαν πολλά χρόνια για να βρω, μάλλον τυχαία, ποιός ήταν αυτός ο Λούης που έγινε αιτία να βαφτίσουν έτσι τον πατέρα μου, και να καταλάβω γιατί ο παππούς μου δεν ανοίχτηκε ποτέ, δεν μίλησε ποτέ, παρά μόνον με έναν, με εκείνον που είχε ζήσει την ιστορία». Οι δυό μαζί, μας διηγούνται την άλλη ιστορία της Αμερικής.
Πολλοί από όσους έφτασαν στα ορυχεία, έρχονταν για να σπάσουν απεργίες. Άλλοι το γνώριζαν, άλλοι όχι. Κατέληγαν να έχουν την ίδια άθλια μοίρα με τους εξεγερθέντες που είχαν έρθει να αντικαταστήσουν. Η απεργία και η εξέγερση γίνονταν γρήγορα και για κείνους η μόνη διέξοδος, εκτός αν πέρναγαν από την απέναντι πλευρά, γίνονταν σκυλιά των αφεντικών. Όλα ήταν ώριμα για την ανταρσία, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να προχωρήσει λόγω της αδυναμίας συνεννόησης: οι περισσότεροι Ανθρακωρύχοι δεν γνώριζαν αγγλικά, μιλούσαν μόνο τη γλώσσα της πατρίδας τους. Τα Συνδικάτα δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν γιατί οι κοινότητές τους ήταν μικρές, κλειστές, στηρίζονταν στην εθνότητα και τη γλώσσα. Αυτά ήταν τα φράγματα που κατάφερε να ξεπεράσει ο Λούης Τίκας. Αφού στρατεύτηκε ο ίδιος στο Συνδικάτο, γύρω στο 1910, άρχισε να μιλάει με τους ανθρακωρύχους, όχι ως κάποιος σταλμένος από κάποιο αόρατο, μακρινό σωματείο, όχι ως ο ξένος επισκέπτης, ο καλοντυμένος με τα καθαρά νύχια, αλλά σαν ένας από αυτούς, που μοιραζόταν την ίδια μοίρα.
«Είχε ακουστεί ότι ήρθε ως απεργοσπάστης, αλλά είχε ακουστεί από τους εχθρούς του. Είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο Συνδικάτο ο Τίκας. Tους δημιουργούσε με τις θέσεις και το χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως όποιος δεν έχει δουλέψει στα ορυχεία, δεν είχε θέση στο Συνδικάτο. Δεν τα πήγαινε καλά με τους επαγγελματίες εργατοπατέρες», λέει ο Ντέιβιντ Μέησον. Όπως δεν τα πήγαινε καλά και με τα αφεντικά. «Αν θες τη γνώμη μου, τον κατασυκοφάντησαν για να μειώσουν την προσφορά του». Δεν έχει σημασία. Τα έσωσε το βίωμα, η λαϊκή μνήμη, οι στίχοι του Γούντυ Γκάθρυ, τώρα και του Φρανκ Μάνινγκ. Ρωτάω και ένα ακόμη το Μέησον – διάβασα κάπου πως, ο Λούης ήθελε να εξαμερικανιστεί, απόδειξη πως έκοψε το μουστάκι. Δεν το έκανε γι’ αυτό, μου λέει. Το να κόψεις το μουστάκι σου «ήταν μια έξυπνη κίνηση, στα ορυχεία: εκεί, η σκόνη από το κάρβουνο κολλούσε πάνω στο μουστάκι και ήταν πολύ πιο δύσκολο να το καθαρίσεις ύστερα». Ο Λούης ήταν καθαρός, πάντα στην τρίχα, όπως επέβαλε τότε η πρακτική των συνδικάτων. Και ακόμη ήταν ευγενικός, ένας αληθινός τζέντλεμαν, λένε όσοι επιβίωσαν και τον θυμούνταν.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο Αμήν, το Σεπτέμβρη του 1913. Οι Ροκφέλερ, οι Λαμόντ, όλοι οι ιδιοκτήτες των κολαστηρίων, αρνήθηκαν στα Συνδικάτα τη βελτίωση των συνθηκών των εργατών, οι οποίοι ζητούσαν οκτάωρο, δικαίωμα να πληρώνονται με κανονικά χρήματα και να τους επιτρέπεται να πάνε στην πόλη, σε αληθινά μαγαζιά να ψωνίσουν, σε αληθινά σπίτια να μείνουν, και, βεβαίως, δικαίωμα στο συνδικαλίζεσθαι. Αρκεί να δεις τα αιτήματα για να καταλάβεις τις συνθήκες, λέει ο καθηγητής Μέησον.
Η άρνηση των αφεντικών οδήγησε σε απεργία των εργατών. Εκδικούμενοι, οι ιδιοκτήτες χρησιμοποίησαν τον ιδιωτικό τους στρατό, αποτελούμενο από μισθοφόρους των Πίνκερτον, των Μπάλντουιν Φελτς και άλλους μπράβους, για να πετάξουν τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους έξω από τους καταυλισμούς και τις παράγκες της εταιρίας. Οι απεργοί, πάνω από 13.000 σύνολο, βρήκαν καταφύγιο σε σκηνές που τους διέθεσε το Συνδικάτο. Στο Λάντλοου στήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους καταυλισμούς, για πάνω από 1200 ανθρώπους. Ηγετικές φυσιογνωμίες ήταν ο Λούης και ο Τζων Λώσον. Ο Λώσον συνομιλούσε με την εργοδοσία, ο Λούης γνώριζε τα αιτήματα των εργατών, ζούσε μαζί τους, τους εμψύχωνε.
Οι εταιρίες απάντησαν φέρνοντας περισσότερους μπράβους, περισσότερα όπλα και ένα τεθωρακισμένο με τέσσερα οπλοπολυβόλα, που οι εργάτες ονόμασαν “Τραίνο του Θανάτου” (Death Special). Οι απεργοί αποφάσισαν να εξοπλιστούν. Άρχισαν αραιές ανταλλαγές πυροβολισμών. Στόχος των αφεντικών ήταν η επέμβαση της εθνοφρουράς του Κολοράντο. Είχαν βρει τον άνθρωπό τους στο πρόσωπο του υπολοχαγού Καρλ Λίντερφελτ, ο οποίος πήγε στο Λάντλοου δήθεν για να εξακριβώσει τις συνθήκες, αλλ’ αντ’ αυτού ετέθη επικεφαλής των μισθοφόρων. Ο Λίντερφελντ ήθελε τη σύγκρουση γιατί την ήθελαν οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι πλήρωναν καλά ―ήταν ο μόνος τρόπος να κατεβάσουν ως εκεί την εθνοφρουρά και να πνίξουν την εξέγερση στο αίμα.
Οι απεργοί δεν κατάλαβαν από την αρχή το ρόλο της εθνοφρουράς. Πίστεψαν ότι μπορεί να τους βοηθούσε, να έβαζε τέλος στις συμπλοκές. Δεν γνώριζαν ότι είχε κατεβεί με εντολή να συνεργαστεί με τους ιδιωτικούς στρατούς των ιδιοκτητών ούτε ότι εκείνοι είχαν πληρώσει τα έξοδά της. Ο Ροκφέλερ εξηγούσε αργότερα ότι, δεν τον ένοιαζε πόσες ζωές θα θυσιάζονταν για να τα κρατήσει ανοικτά τα ορυχεία του, παραδεχόμενος πως μόνον ο ίδιος είχε ξοδέψει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια για να πολεμήσει την είσοδο των συνδικάτων σε αυτά.
Η 19η Απριλίου του 1914 ήταν Πασχαλιά, η μεγαλύτερη γιορτή για τους ξεριζωμένους Έλληνες ανθρακωρύχους. Πολωνοί, Ιταλοί, Μεξικανοί και Έλληνες γιόρταζαν μαζί, με χορούς, παιχνίδια μπέιζμπολ μεταξύ ανδρών και γυναικών και ψητά αρνιά ―κλεμμένα από παραδίπλα. Η γιορτή, που συνεχίστηκε και την επομένη όπως απαιτεί το έθιμο, εκνεύρισε τους μισθοφόρους των αφεντικών. Ο Πατ Χάμροκ και ο Λίντερφελτ, οι ουσιαστικοί επικεφαλής του ιδιωτικού στρατού του Ροκφέλερ, διάλεξαν Πάσχα να σκορπίσουν το θάνατο. Ειδικά του Τίκα του τα είχαν πολλά μαζεμένα και ο Λίντερφελντ έψαχνε τρόπο να τον ξεφορτωθεί.
Νωρίς το πρωί, κάλεσαν το Λούη και του ζήτησαν να τους παραδώσει έναν απεργό. Όχι Έλληνα ―Ιταλό. Ενδεικτικό της επιρροής του Λούη και πέρα από την ελληνική κοινότητα. Ο Τίκας αρνήθηκε, αφού δεν είχαν ένταλμα. Άρχισαν οι απειλές και οι απεργοί έβγαλαν τα όπλα τους, να δείξουν ότι δεν αποδέχονται την παράδοση του συντρόφου τους. Οι μισθοφόροι του Ροκφέλερ γύρισαν στο κτίριό τους ―μόλις αυτοί ήταν ασφαλείς, άρχισαν τα οπλοπολυβόλα να κροταλίζουν, αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες μες στις σκηνές που είχαν γίνει σουρωτήρι. Πρώτος στόχος ο καταυλισμός. Πασχαλιάτικα, πέφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο, βλέπαν τα παιδιά τους να σκοτώνονται, προσπαθώντας να ξεφύγουν προς τους λόφους. Η Εθνοφρουρά προέλαυνε προς τον καταυλισμό πυροβολώντας ―οι απεργοί προσπαθούσαν να τους κρατήσουν πίσω απαντώντας στα πυρά. Τα πιο πολλά γυναικόπαιδα κατάφεραν να ξεφύγουν μακριά από την Εθνοφρουρά χάρη σε ένα περαστικό τρένο, που χώρισε για λίγη ώρα τα δύο στρατόπεδα. Όμως, κάποιες οικογένειες είχαν καθηλωθεί από τους πυροβολισμούς και τα οπλοπολυβόλα. Κατέφυγαν σε ορύγματα και κελάρια που είχαν σκάψει όταν εμφανίστηκε ο “Θάνατος” στον καταυλισμό. Δυο μητέρες και ένδεκα παιδιά πέθαναν από ασφυξία σε ένα από αυτά τα κελάρια ―ανάμεσα τους η γυναίκα και τα παιδιά του Τσάρλυ Κόστα, που δολοφονήθηκε και εκείνος μόλις η Εθνοφρουρά μπήκε στον καταυλισμό.
«Ο Λούης Τίκας δέχθηκε καταιγισμό πυρών, την ώρα που προσπαθούσε να οδηγήσει τα γυναικόπαιδα σε μέρος ασφαλές», θα γράψει, στα απομνημονεύματά της, η Μητέρα Τζόουνς. Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Όντως, ο Λούης προσπάθησε να βοηθήσει όσους μπορούσε. Βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Όταν η εθνοφρουρά μπήκε μέσα και παρέδωσε τις σκηνές στις φλόγες, τον πιάσαν ζωντανό. Τον παρέδωσαν στον υπολοχαγό Λίντερφελτ. Τον υποχρεώσαν να γονατίσει. Ο Λίντερφελτ του έσπασε το κρανίο με τον υποκόπανο του όπλου του. Μετά, τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Άφησαν την σορό του επί τρεις μέρες μες στον ήλιο, σε σημείο που να φαίνεται από τα περαστικά τρένα. Δίπλα οι σοροί δύο ακόμη μελών του Συνδικάτου. Ο Λίντερφελντ δέχθηκε να τους “αποσύρει” μόνο μετά από επίμονα παράπονα της εταιρίας σιδηροδρόμων.
Μετά την σφαγή του Λάντλοου, οι υπόλοιποι απεργοί του νότιου Κολοράντο, εξοργισμένοι, παίρνουν το νόμο στα χέρια τους. Επιδίδονται σε καταστροφές, πυρκαγιές και ανατινάξεις, κρατώντας την περιοχή επί δεκαήμερο, έως ότου φθάνουν ομοσπονδιακοί στρατιώτες και η απεργία καταλύεται. Ο Ροκφέλερ έχει νικήσει, αλλά δύσκολα μπορεί να πανηγυρίσει την νίκη του: όχι τόσο επειδή αναγκάζεται να αναγνωρίσει το συνδικάτο και να δώσει κάποιες στοιχειώδεις παροχές στους ανθρακωρύχος, όσο επειδή η δημόσια κατακραυγή για την σφαγή στιγμάτισε το όνομα του και τις επιχειρήσεις του για πολύ καιρό.
Η Λαμπρινή Θωμά και ο Νίκος Βεντούρας μιλούν για το ντοκιμαντέρ τους, «Παλληκάρι, ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου», μια μοναδική καταγραφή μίας από τις σημαντικότερες στιγμές του αμερικανικού εργατικού κινήματος, που σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Έλληνα μετανάστη συνδικαλιστή Ηλία Σπαντιδάκη (Λούη Τίκα).
Συνέντευξη στον Κώστα Εφήμερο

Στις 20 Απριλίου κλείνουν 100 χρόνια από τη Σφαγή του Λάντλοου και τη δολοφονία του Λούη Τίκα, Έλληνα μετανάστη, ανθρακωρύχου και ενεργού συνδικαλιστή, από την Εθνοφρουρά του Κολοράντο, η οποία προάσπιζε τα συμφέροντα των Ροκφέλερ ενάντια στους εργαζόμενους. Ήταν και τότε, όπως φέτος, μέρες του Πάσχα.
«Είναι από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, είναι από τις στιγμές που άλλαξαν όχι μόνο την ιστορία αλλά και την ίδια την ιστορική προσέγγιση. Να σου πω μόνο ότι, ο διασημότερος ιστορικός της αμερικανικής αριστεράς, ο Χάουαρντ Ζιν, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λαϊκή ιστορία των ΗΠΑ όταν πρωτοέρχεται σε επαφή με το Λάντλοου. Κι ύστερα, η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, η καταπάτηση κάθε εργατικού δικαιώματος, που κερδίσαμε με αίμα, και η κατάσταση με τους μετανάστες κάνουν την ιστορία επίκαιρη, έναν αιώνα μετά. Η παραλληλία δείχνει ξεκάθαρα πού βρισκόμαστε και ποιος είναι ο δρόμος μας, νομίζω. Όμως, δεν ήταν μόνον αυτό. Υπήρξε προσωπική σχέση, επαφή. Ερωτευτήκαμε αυτόν τον υπέροχο Έλληνα, τον Λούη Τίκα, αλλά και τους ανθρώπους που κρατούν ζωντανή τη μνήμη του, από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο Λάντλοου, στο Κολοράντο. Αυτή η επαφή, με τη μνήμη και με τους ολοζώντανους φορείς της, ήταν που μας οδήγησε να αναζητήσουμε τα βήματα του Ηλία Σπαντιδάκη, του Λούη μας, και να αποφασίσουμε πως έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ντοκιμαντέρ η ιστορία, να αποκτήσει τη δύναμη, από την εικόνα, να νικήσει και το χρόνο και την απόσταση», λέει η Λαμπρινή Θωμά, που μαζί με το φωτογράφο και σκηνοθέτη Νίκο Βεντούρα δούλεψαν το ντοκιμαντέρ «Παλληκάρι - Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου», που σε λίγες ημέρες παρουσιάζεται στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.
«Ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες δημοσιογράφοι που έφτασαν εκεί, στο Λάντλοου, το 2007. Για να φωτογραφίσω την πρώτη φορά, πηδήσαμε μαντρότοιχους», γελάει ο Νίκος. «Οδηγός μας, ο τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ, ο οποίος και μας σύστησε στον Ντέιβιντ Μέισον, τον πολιτειακό ποιητή του Κολοράντο, που έχει γράψει ένα συγκλονιστικό ποίημα χιλίων στίχων για το Λάντλοου.. Μετά τη δημοσίευση του άρθρου, στη Sport Day και στο κυριακάτικο περιοδικό της το SMS, δεν ησυχάσαμε. Ξέραμε ότι έπρεπε να ξαναπούμε αυτήν την ιστορία, έτσι που να φτάσει σε περισσότερο κόσμο. Κι όταν ήρθε η Κρίση, ήμασταν πια σίγουροι.».
«Αρχικά συγκεντρώσαμε υλικό και κάναμε τη σχετική έρευνα στη βιβλιογραφία. Έτσι “συναντηθήκαμε” μεσα από τα βιβλία με τον Elliott Gorn, τον κατ’ εξοχήν ειδικό στη Mother Jones, με τον Thomas G. Andrews, που έχει γράψει ένα εξαίρετο πόνημα πάνω στους πολέμους του Κάρβουνου στο Κολοράντο και με τον Κωστή Καρπόζηλο της Ταξισυνειδησίας, που έχει κάνει καταπληκτική έρευνα πάνω στους Ελληνοαμερικανούς αριστερούς του 20ου αιώνα», συμπληρώνει η Λαμπρινή.

«Η πρώτη μας απόπειρα για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ έγινε το 2010, όταν ήρθαμε σε επαφή με τον Ζήση Παπανικόλα, τον κατ' εξοχήν ειδικό στο θέμα, και προσπαθήσαμε, χωρίς όμως ανταπόκριση, να δούμε αν μπορεί να βρεθεί κάποια χορηγία. Δεν το βάλαμε όμως κάτω, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με όσα μέσα διαθέτουμε οι ίδιοι», λέει.
«Θελήσαμε να πούμε την ιστορία, που άφησε βαθιά σημάδια στην ιστορία των ΗΠΑ, να θυμίσουμε την τέχνη που γεννήθηκε από το Λάντλοου, από το λαϊκό τραγούδι της εποχής ως την επώνυμη σύγχρονη ποίηση - αν και, μεταξύ μας, δε μπορέσαμε να χρησιμοποιήσουμε όλα όσα θέλαμε, γιατί όταν μάθαμε τι απαιτούνταν για τα δικαιώματα λχ του υπέροχου τραγουδιού του Γούντυ Γκάθρυ που κράτησε τη μνήμη ζωντανή, τρομάξαμε και φυσικά δε χρησιμοποιήσαμε το τραγούδι! Δεν ήταν μόνο η ιστορία, ήταν κι οι άνθρωποι. Να σου πω την αλήθεια, γι' αυτό αγαπάω τη δημοσιογραφία, είναι οι άνθρωποι η αιτία της αγάπης μου. Και καταγράψαμε συγκλονιστικούς ανθρώπους. Τον Φράνκ Μάννινγκ και την προσωπική του διαδρομή, τον τρόπο που ανακάλυψε ότι ο πατέρας του είχε πάρει το όνομα Λιούις από τον Λούη Τίκα, τον ξέραμε, και θέλαμε οπωσδήποτε και την ιστορία του και το υπέροχο και βραβευμένο τραγούδι του για το Λούη. Από ανθρώπινης άποψης, για εμάς ήταν αποκάλυψη η Ανελίζ Μπονακίστα, δισέγγονη ανθρακωρύχου και ιστορικός, που μας μίλησε για το όπλο του προπάππου Αμπρόζιο Μπονακίστα, του συμπολεμιστή του Λούη, η οποία κουβαλάει τόσο ζωντανό το βίωμα που λες και καταργεί το χρόνο. Κι αυτό ήταν κάτι που συναντήσαμε σε ολόκληρη την περιοχή, όχι μόνον σε όσους κάναμε συνέντευξη.».
Ζητάω από τη Λαμπρινή να διηγηθεί κάποια περιστατικά. «Τι να σου πω; στο Γουόλσεμπεργκ, εκεί που τρώγαμε με μια ντόπια ερευνήτρια και δασκάλα, ήρθε το 20χρονο γκαρσόνι να μας ρωτήσει αν άκουσε καλά, αν όντως ετοιμάζουμε ντοκιμαντέρ για το Λάντλοου, και ζήτησε από τη συνομιλήτριά μας να ανοίξουν το παλιό, ιστορικό σινεμά, αν είναι, για την προβολή. Έλαμπε ολόκληρος! Στο Λάντλοου, στο μνημείο, ένας 25άρης Καναδός ανθρακωρύχος που συναντήσαμε τυχαία και που είχε κάνει όλο το ταξίδι για προσκύνημα, αρνήθηκε μεν να μας μιλήσει, γιατί αυτό ήταν για κείνον κάτι πολύ προσωπικό, αλλά μου είπε βουρκωμένος - ένας άντρας ως εκεί πάνω!- ότι ήταν πολύ ωραίο αυτό που κάνουμε.».
Συνολικά πήρε πάνω από τέσσερα χρόνια η προετοιμασία, η μελέτη της ιστορίας, η αναζήτηση των ανθρώπων που θα μιλούσαν. Τα λεφτά δεν βρέθηκαν, αλλά όταν όλα ήταν έτοιμα, αποφάσισαν ότι αυτό δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο. Σε μια χρεωμένη Ελλάδα, μία ακόμα παραφουσκωμένη πιστωτική κάρτα δεν αποτελεί πρωτοτυπία.
«Φυσικά υπήρχαν έξοδα. Σημαντικά, αλλά όχι τόσο μεγάλα που να μας εμποδίσουν, καθώς οι νέες τεχνολογίες συμπιέζουν το κόστος, ειδικά αν ξέρεις να χρησιμοποιήσεις φωτογραφικές κάμερες με δυνατότητα βίντεο, οι οποίες υπερέχουν από τις συμβατικές βιντεοκάμερες. Είχαμε εξάλλου καλούς φίλους που μας βόηθησαν όταν προέκυψε θέμα ρευστότητας. Ειδικά θα αναφέρω τον συνεργάτη της Λαμπρινής στις εκπομπές της, τον Παναγιώτη Ανδριόπουλο, και τον καθηγητή του USCD και εξαιρετικό φίλο, Γιάννη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μας φιλοξένησε και μας βοήθησε όταν κάποια αναδρομικά στα οποία προσβλέπαμε καθυστέρησαν», λέει ο Νίκος.
«Δεν θέλω πάντως να δώσω την εντύπωση ότι ήταν τραγικά τα πράγματα. Και φίλους είδαμε και εκδρομές κάναμε εκτός γυρισμάτων, δεν μας έλλειψε τίποτε. Για εμάς, άλλωστε, εκτός από το γύρισμα, το οποίο ήταν σχετικά εύκολο, ήταν και ταξίδι ανακάλυψης και αναψυχής, γιατί αγαπάμε την Αμερική και τους απέραντους δρόμους της. Εν πάσει περιπτώσει, τα καταφέραμε, αγοράσαμε εξοπλισμό, εισιτήρια, πληρώσαμε έναν βοηθό κλπ, βάζοντας πολλή προσωπική δουλειά - έρευνα, επαφές, γράψιμο, σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, ήχο τα κάναμε όλα μόνοι. Σε άλλα είχαμε και τη βοήθεια των φίλων μας - κάποιοι μας βοήθησαν στο τράνσκριπτ, άλλοι στη μετάφραση, έχουμε μέχρι και δωρεάν μουσική γραμμένη ειδικά για το ντοκιμαντέρ από τον αδελφό μου, που είναι κλασσικός μουσικός».
«Υπήρξαν φάσεις που σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε στο κοινό, να ζητήσουμε χρηματοδότηση. Όμως, τελικά, το είδαμε λίγο ακτιβιστικά», συμπληρώνει η Λαμπρινή. «Είμαστε τυχεροί να έχουμε και οι δύο δουλειά, και αφού δεν πληρωνόμαστε και αφού οι φίλοι μας βοήθησαν δωρεάν, ε, είπαμε θα μας πάρει κανά-δυο χρόνια να ξεχρεώσουμε μεν, μπορούμε να επιβιώσουμε όμως - πώς να ζητήσουμε από τον κόσμο που δεν έχει; Ύστερα, καλύτερα να δώσουν στο The Press Project ότι θα έδιναν για το ντοκιμαντέρ, ώστε να κρατήσουμε ενεργούς τους server και να συνεχίσουμε το πυρ κατά βούληση κατά των δυνάμεων του σκότους!», γελάει. «Και πάλι, ίσως τους χρειαστούμε αργότερα. Υπάρχει μια τεράστια, παραγνωρισμένη ιστορία, η ιστορία των Ελλήνων εργατών και εργαζομένων έξω από τα σύνορά μας - ιστορία που είναι γεμάτη αγωνιστές και στιγμές μοναδικής ομορφιάς του ανθρώπου, οι οποίες παραμένουν μακριά από το ευρύ κοινό. Λέμε λοιπόν να βουτήξουμε στα βαθιά. Με τον Νίκο δουλεύουμε δέκα χρόνια μαζί, έγραφα και φωτογράφιζε επαγγελματικά για χρόνια, δεν χρειάζεται σχεδόν να μιλάμε πια, βλέπουμε τον κόσμο με το ίδιο βλέμμα. Ξέρω πως θα τα καταφέρουμε. Κι όχι μόνο γιατί αγαπάμε τη δουλειά μας και μας δίνει τεράστια χαρά η ίδια η δημιουργία, αλλά και γιατί είμαστε πια βέβαιοι ότι οι ιστορίες αυτές σε περιμένουν μαζί με καταπληκτικούς ανθρώπους και την αλήθεια τους.».
Λούης Τίκας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Λούης Τίκας (Luis Tikas ή Ηλίας Σπαντιδάκης) ήταν Έλληνας συνδικαλιστής από την Κρήτη, που δολοφονήθηκε το 1914 στο Κολοράντο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια μιας μεγαλειώδους εργατικής απεργίας στα ορυχεία. Η μνήμη του είναι ακόμα ζωντανή στα αμερικανικά συνδικάτα.
Το ελληνικό όνομα του Τίκα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης. Γεννήθηκε στην Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Πριν φύγει έβγαλε μια φωτογραφία φορώντας την παραδοσιακή κρητική στολή και την άφησε ως ενθύμιο στους συγγενείς του. Δεν επρόκειτο να ξανανταμωθούν. Στις ΗΠΑ μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Λούης Τίκας (Luis Tikas), με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων.
Από το λιμάνι της Νέας Υόρκης πήγε στο Κολοράντο. Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1,75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown. Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες.
Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα. Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία.

Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Ήταν τζέντλεμαν: οι φωτογραφίες της συλλογής Ντολντ, που υπάρχουν στην πολιτειακή βιβλιοθήκη του Ντένβερ, δείχνουν έναν Αμερικανό πολίτη χωρίς μουστάκι – κάτι ασυνήθιστο για την κρητική κοινότητα – που δεν θα ξεχώριζε από έναν ντόπιο.
Συνδικαλιστής - Ηγέτης
Ο Τίκας ήταν συνειδητός ριζοσπάστης. οι εργάτες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους εύρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων. Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική. Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί.
Επίσης, ήταν κακοπληρωμένοι και γινόταν μεγάλη εκμετάλλευση από τις εταιρίες σε βάρος των εργατών. Σπίτια και καταστήματα ανήκαν στην εταιρία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια 25 % ακριβότερα από την ελεύθερη αγορά. Επιλογή άλλη δεν υπήρχε, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν και να ψωνίζουν από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων. Το 1912, ο Λούης Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο. Το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, που ήταν σκλαβοπάζαρα. Στις 19 Νοεμβρίου ήταν επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Τότε αναδείχτηκε η ηγετική κορφή του συνδικαλιστή Τίκα, με αποτέλεσμα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, που αναζητούσαν τρόπους να απαλλαγούν από εργατοπατέρες τύπου «Σκλήρη». Στη διάρκεια αυτής της απεργίας συνέβησαν πολλά: όργιο εγκάθετων, προβοκάτσιες (μπήκε φωτιά στο κτίριο δίπλα στο πηγάδι του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις. Ο Λούης Τίκας δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση και την αδικία. Ήρθε σε επαφή με την «Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής» (United Mine Workers of America), άρχισε να περιοδεύει στις ανθρακοφόρες περιοχές του Ντένβερ και του Πουέμπλο και να συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία για ατυχήματα και τραυματισμούς την περίοδο 1912-13. Επίσης, για την πολιτική των εταιριών και τη συμπεριφορά των υπευθύνων. Ενημερώνει πως αν οι συνθήκες δεν αλλάξουν θα ξεκινήσει «βιομηχανικός πόλεμος», όπως τον ονομάζει.
Ο Τίκας σύντομα αποκτά την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και εξελίσσεται σε ηγετική μορφή. Ο "Λούης ο Έλληνας" (Louis the Greek) ή ο "Λίο ο Κρητικός" (Leo the Cretan), όπως τον αποκαλούσαν έγινε θρύλος. Όμως, οι εταιρίες που ανήκαν κυρίως στον Τζον Ροκφέλερ δεν υποχωρούν. Τουναντίον καιροφυλακτούν να τον πλήξουν.

Η αιματηρή απεργία του Λάντλοου
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13000 ανθρακωρύχοι. Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών του Λάντλοου ήταν τα παρακάτω:

• Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.
• Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.
• Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.
• Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.
• Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να την καταπνίξει προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν - ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
Ήταν φανερό ότι στις 20 Απριλίου 1914 η εθνοφρουρά θα εισέβαλε και θα εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και οι περισσότεροι κοιμούνταν αφού την προηγούμενη γιόρταζαν το ελληνικό Πάσχα. Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή: μερικοί από τους απεργούς ήταν οπλισμένοι. Το Κολοράντο αποτελούσε μέρος της Άγριας Δύσης. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους. Σύμφωνα με την μαρτυρία της Μαίρη Χάρρις, γνωστής και ως Mother Jones, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του. Σύμφωνα με την Mother Jones οι πιστολάδες είχαν καταναλώσει πολύ ουίσκι από το κοντινό σαλούν και βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση. Τα επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».

Ο θάνατος του Τίκα
Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.
Ο απόηχος της θυσίας
Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες. Στο περιοδικό «The Masses» ο αρθρογράφος Μαξ Ίστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο. Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν.
Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντρο Γουίλσον έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα. Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε. Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα - ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί - και σε μια παρωδία δίκης, που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελντ, ο οποίος δολοφόνησε τον Τίκα. Όμως, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα. Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη σε σιωπηλή διαδήλωση.
Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας "Masses". Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ’ όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου.

Η μνήμη του Τίκα
• Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
• Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: "Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας", όπου περιγράφεται η ζωή του Έλληνα πρωταγωνιστή του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
• Τη ζωή του Τίκα επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας το 1991 γράφοντας τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο.
• Επίσης, το 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ (Frank Manning) στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι». Το τραγούδησε στις ετήσιες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο Λάντλοου από την Ένωση Ανθρακωρύχων και το 2007 το τραγούδησε και στην Ελλάδα.
• Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
• Στο Ρέθυμνο, τόπος καταγωγής του, προς τιμήν του, υπάρχει οδός Ηλία Σπαντιδάκη.

• Το 2013 η δημοσιογράφος Λαμπρινή Θωμά και ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας γύρισαν το ντοκιμαντέρ Παλικάρι (Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου)


17/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ«Εφ.Συν.»

Ένα ντοκιμαντέρ για τον «αμοιρολόιτο» Λούις Τίκας
Ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας μιλάει στην «Εφ.Συν.» για τον Ελληνα ηγέτη των ανθρακωρύχων που δολοφονήθηκε στα ορυχεία των Ροκφέλερ στη μεγάλη σφαγή του Λάντλοου .

Ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας μιλάει στην «Εφ.Συν.» για τον Ελληνα ηγέτη των ανθρακωρύχων που δολοφονήθηκε στα ορυχεία των Ροκφέλερ στη μεγάλη σφαγή του Λάντλοου το 1914
Της Αφροδίτης Τζιαντζή

Στις 20 Απριλίου συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Σφαγή του Λάντλοου – όταν η εθνοφρουρά του Κολοράντο και οι ιδιωτικοί φύλακες του ορυχείου των Ροκφέλερ άνοιξαν πυρ στον καταυλισμό των ανθρακωρύχων, αφήνοντας τουλάχιστον 19 νεκρούς, από τους οποίους 11 παιδιά και δύο γυναίκες.
Εθνοφρουροί πυροβόλησαν πισώπλατα τρεις ηγέτες των ανθρακωρύχων, μεταξύ τους τον Λούις Τίκας ή Ηλία Σπαντιδάκη από τα Λουτρά Ρεθύμνου. Τα αιματηρά γεγονότα της 20ής Απριλίου 1914 και η πολύνεκρη ένοπλη σύγκρουση που ακολούθησε δεν διδάσκονται στα σχολικά εγχειρίδια και το όνομα του Τίκας παραμένει άγνωστο για τους περισσότερους.
Μάχη εταιρικής εξουσίας και εργατών
Για τον σπουδαίο ιστορικό Χάουαρντ Ζιν, η Σφαγή του Λάντλοου, για την οποία πρωτάκουσε 18 χρόνων στο ομώνυμο τραγούδι του Γούντι Γκάθρι, είναι «η αποκορύφωση της πιο βίαιης μάχης μεταξύ εταιρικής εξουσίας και εργατών στην αμερικανική ιστορία».
Γι’ αυτή τη μάχη μιλάει το ντοκιμαντέρ «Το παλικάρι – Ο Λούις Τικας και η Σφαγή του Λάντλοου», που σκηνοθέτησε ο Νίκος Βεντούρας -με σενάριο και παραγωγή της Λαμπρινής Θωμά- και προβάλλεται απόψε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Η ιδέα ξεκίνησε το 2008 σε ένα ταξίδι στις ΗΠΑ: «Μάθαμε για τον Λούις Τίκας από μια ανάρτηση στο μπλογκ “Ιστολόγιον” και αποφασίσαμε να πάμε στο Λάντλοου, εφόσον δεν έχει πάει ποτέ Ελληνας δημοσιογράφος. Μιλήσαμε με τον Ελληνοαμερικανό ερευνητή Ζήση Παπανικόλας, αυθεντία στο θέμα, συγγραφέα του βιβλίου “Ο αμοιρολόιτος” για τη ζωή του Λούις Τίκας», μας λέει ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας.
Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται επίσης ο τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ, απόγονος ανθρακωρύχων, ο πατέρας του οποίου βαφτίστηκε Λούις από τον Λούις Τίκας, ο βραβευμένος ποιητής του Κολοράντο Ντέιβιντ Μέισον, που έχει γράψει ένα έμμετρο έπος για τη Σφαγή του Λάντλοου, ο Ελληνας ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος, Αμερικανοί ιστορικοί, συγγραφείς, απόγονοι μεταναστών απεργών.

Ο παραλληλισμός με το σήμερα αναπόφευκτος: «Οπως οι μετανάστες εδώ αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα ή μεταναστεύουν οι Ελληνες, έτσι τότε υπήρχαν Ελληνες σε αυτή τη θέση και αντιμετώπιζαν τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση. Δεν ήταν ισότιμοι πολίτες. Επρεπε να αγωνιστούν γι’ αυτό».
Το «Παλικάρι» διηγείται παράλληλα την ιστορία της γυναικείας χειραφέτησης μέσα από τους εργατικούς αγώνες: «Μέσα από το κίνημα οι μετανάστριες αποκτούν φωνή, έρχονται σε αντιπαράθεση με την πολιτεία και τα αφεντικά. Εμβληματική μορφή είναι η Μάδερ Τζόουνς, που είχε μεταβεί στο Λάντλοου για να εμψυχώσει τους εργάτες και να πετύχει η απεργία». Η απεργία πνίγηκε στο αίμα, το συνδικάτο ηττήθηκε, λίγα χρόνια αργότερα στο Κολοράντο κυριάρχησε η Κου Κλουξ Κλαν. Ομως οι αγώνες του Λάντλοου άφησαν βαριά παρακαταθήκη.
«Αξίζει να ειπωθεί η ιστορία του»
Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 2013, όταν έγινε το δεύτερο ταξίδι στο Λάντλοου, που είναι σήμερα μια πόλη φάντασμα, με μόνη ένδειξη όσων συνέβησαν εκεί το μνημείο που ανήγειρε το Συνδικάτο των Ανθρακωρύχων: «Είναι μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί γιατί πολλοί δεν τη γνωρίζουν, και όσα συνέβησαν τότε οδήγησαν σε σημαντικές εξελίξεις στην εργατική ασφάλεια, τα δικαιώματα, τους μισθούς, τη γυναικεία χειραφέτηση. Ομως είναι και ένα μοντέλο για το πώς πρέπει να αντιδράσουν οι άνθρωποι σήμερα».
Θα έβλεπε ο σκηνοθέτης έναν Λούις Τίκας στη Μανωλάδα; «Ναι, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Ο Τίκας ήταν ένας από τους πολλούς. Την εργατική εκπροσώπηση αναλάμβαναν τα συνδικάτα που δεν δέχονταν καν μετανάστες. Ο Τίκας και άλλοι μετανάστες ήταν η εξαίρεση, διεκδικώντας οι ίδιοι αιτήματα. Αυτό είναι ένα μοντέλο για το σήμερα που οι μετανάστες εργάτες είναι απλοί παρατηρητές στα συνδικάτα, όταν τους επιτρέπεται να συμμετέχουν, γιατί είναι δύο κατηγορίες, των “νόμιμων” μεταναστών και των “παράνομων”. Είναι κάποια ιστορικά μοντέλα που διαφυλάσσουν κάποια προνόμια παρά εξασφαλίζουν ίσα δικαιώματα».
Συμμετέχουν
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551