Αναζήτηση
Dark shadows - iShow.gr
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Dark shadows - iShow.gr
Είδος
Δραματικό θρίλερ μυστηρίου αμερικανικής παραγωγής 2012
Διάρκεια
113'
Συντελεστές
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
VIDEO
Υπόθεση
Θρίλερ
Δραματική
Το 1750, ο Τζόσουα και η Ναόμι Κόλινς, μαζί με τον μικρό γιό τους Μπάρναμπας, σαλπάρουν από την Αγγλία για να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στην Αμερική. Εκεί θα καταφέρουν να στήσουν μια αλιευτική αυτοκρατορία σε μια μικρή παραλιακή πόλη που τελικά θα πάρει το όνομά τους: Κόλινσπορτ. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Μπάρναμπας (Τζόνι Ντεπ) έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του. Ο Μπάρναμπας, αφέντης της θρυλικής έπαυλης Κόλινγουντ, είναι πλούσιος, ισχυρός και αδιόρθωτος πλέιμποϊ... μέχρι που θα κάνει το τραγικό λάθος να ερωτευτεί την πανέμορφη Τζοσέτ ΝτυΠρέ (Μπέλα Χίθκοουτ) και να ραγίσει την καρδιά της Ανζελίκ Μπουσάρ (Εύα Γκριν). Τότε, η Ανζελίκ – που κάθε άλλο παρά αγγελικά πλασμένη είναι, καθώς είναι μάγισσα – θα τον καταραστεί σε κάτι χειρότερο κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο – θα τον μεταμορφώσει σε βρικόλακα και εν συνεχεία θα τον θάψει... ζωντανό.

Δύο αιώνες σχεδόν αργότερα, ο Μπάρναμπας θα καταφέρει να απελευθερωθεί από τον τάφο του και να επιστρέψει στον κόσμο του 1972, όντας ξένος σε μια ακόμα πιο ξένη γι’ αυτόν πραγματικότητα. Επιστρέφοντας στην έπαυλη Κόλινγουντ, θα συνειδητοποιήσει ότι η άλλοτε υπέρλαμπρη κατοικία του έχει μετατραπεί σε ερείπιο, ενώ οι λιγοστοί εναπομείναντες δυσλειτουργικοί συγγενείς του είναι σε κακή κατάσταση, δέσμιοι των δικών τους σκοτεινών μυστικών.

Η επικεφαλής της μητριαρχικής πια οικογένειας, Ελίζαμπεθ Κόλινς Στόνταρντ (Μισέλ Φάιφερ) είναι η μόνη που ο Μπάρναμπας θα μπορέσει να εμπιστευτεί και να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Η παράξενη όμως, και αναχρονιστική συμπεριφορά του θα εγείρει αμέσως υποψίες στην ψυχίατρο, δρα Τζούλια Χόφμαν (Έλενα Μπόναμ Κάρτερ), η οποία δεν μπορεί καν να διανοηθεί τι είδους προβλήματα σκαλίζει.

Καθώς ο Μπάρναμπας θα ξεκινήσει την προσπάθεια να αποκαταστήσει τη χαμένη φήμη της οικογένειάς του, θα συναντήσει μόνο ένα εμπόδιο: την αρχηγό του Κόλινσπορτ, που ακούει στο όνομα Άντζι... και μοιάζει τραγικά σε μια πολύ παλιά γνώριμη του Μπάρναμπας Κόλινς.

Στην έπαυλη Κόλινγουντ επίσης, κατοικεί ο φορέας προβλημάτων και αδερφός της Ελίζαμπεθ, Ρότζερ Κόλινς (Τζόνι Λι Μίλερ), η επαναστάτρια έφηβη κόρη της, Κάρολιν Στόνταρντ (Κλόι Γκρέις Μόρετζ) και ο 10χρονος προβληματικός γιος του Ρότζερ, Ντέιβιντ Κόλινς (Γκάλι ΜακΓκράθ). Ο Γουίλι Λούμις (Τζάκι Έρλ Χέιλι) είναι ο πολυπαθής επιστάτης του Κόλινγουντ ενώ η Βικτόρια Γουίντερς (Μπέλα Χίθκοουτ) είναι η νταντά του Ντέιβιντ, η οποία κατά έναν μυστήριο τρόπο είναι ολόιδια με την μοναδική αγάπη του Μπάρναμπας, Τζοσέτ.
Trailer
Φωτογραφίες
Πληροφορίες

Ο σκηνοθέτης Τιμ Μπάρτον μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την κλασσική cult σειρά «Dark Shadows», γυρίζοντας ένα γκόθικ κωμικό θρίλερ. Επικεφαλής του υπέρλαμπρου καστ είναι ο Τζόνι Ντεπ, η Μισέλ Φάιφερ και η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ.



Το σενάριο είναι του Σεθ Γκράχαμ-Σμιθ, η πρωτότυπη ιστορία είναι των Τζον Όγκουστ και Γκράχαμ Σμιθ, ενώ βασίζεται στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του Νταν Κέρτις.




ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ



“Ένα πράγμα πρέπει να ξέρεις για την οικογένεια Κόλινς... Αντέχουμε στον χρόνο.”



Ένας παρά τη θέλησή του βρικόλακας με ασυναγώνιστη γοητεία. Μια μυστηριώδης ενζενί, που υποκύπτει στα θέλγητρά του. Μια φθονερή γυναίκα, ταυτόχρονα γητεύτρα και μάγισσα. Μια παράξενη οικογένεια σε μια τρομακτική έπαυλη που κρύβει μυστικά σε κάθε της γωνιά.


Αυτά είναι κάποια από τα βασικά γνώριμα στοιχεία της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς της δεκαετίας του ’60, που άλλαξε άρδην το τοπίο της απογευματινής τηλεόρασης. Σε μια εποχή που είχε ήδη σημαδευτεί από ανατρεπτικά γεγονότα, το “Dark Shadows” κλόνισε την κυριαρχία της σαπουνόπερας με ένα μείγμα γκόθικ μυστηρίου, έρωτα και μελοδράματος. Ξαφνικά, οι νέοι της εποχής έτρεχαν σπίτι για να παρακολουθήσουν τις παράξενες ανατροπές στη ζωή της οικογένειας Κόλινς. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν DVD recorder ή βίντεο για να μαγνητοσκοπήσει κανείς επεισόδια, η σειρά έγινε το συνώνυμο του «τηλεοπτικού ραντεβού» για μια ολόκληρη γενιά αφοσιωμένων φαν.


Ένας από τους λάτρεις της σειράς ήταν και ο Τιμ Μπάρτον, ο οποίος μεγαλώνοντας άλλαξε κι εκείνος με τη σειρά του άρδην το κινηματογραφικό τοπίο με το μοναδικό του στυλ. Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά «Η σειρά είχε μια συγκεκριμένη ενέργεια. Ήταν μεν σαπουνόπερα, αλλά είχε ένα υποβόσκον παράξενο και υπερφυσικό στοιχείο.»


Ο Τζόνι Ντεπ, που πρωταγωνιστεί στον ρόλο του Μπάρναμπας θυμάται, «Δεν υπήρχε κάτι, τουλάχιστον στην απογευματινή ζώνη, στο οποίο να πρωταγωνιστούν βρικόλακες, φαντάσματα και μάγισσες. Εμένα, ανέκαθεν με έλκυε το συγκεκριμένο είδος, από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Έτσι από τότε που είδα για πρώτη φορά το “Dark Shadows” δεν κατάφερα να ξεκολλήσω.»


Η παραπάνω δήλωση του Ντεπ, είναι πιθανότατα κυριολεκτική. Δεκαετίες αργότερα, όχι μόνο ενσαρκώνει τον κεντρικό ρόλο της ταινίας αλλά συνυπογράφει και την παραγωγή μαζί με τον Ρίτσαρντ Ντ. Ζάνουκ, τον Γκράχαμ Κινγκ, την Κρίστι Ντεμπρόφσκι και τον Ντέιβιντ Κένεντι. Η ταινία “Dark Shadows” αποτελεί την όγδοη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον και επισφραγίζει την κινηματογραφική συνεργεία τους. «Προφανώς ο πρώτος άνθρωπος που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο Τιμ,» δηλώνει ο Ντεπ. «Και από την πρώτη στιγμή μπήκε με εξαιρετικό ενθουσιασμό.»


«Ο Τζόνι δίνεται πάντα 100% σε ό,τι κι αν κάνει. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι το συγκεκριμένο έργο τον είχε ενθουσιάσει,» λέει ο Μπάρτον. «Μοιράστηκα τον ίδιο ενθουσιασμό ως προς το πού θα μπορούσαμε να πάμε την ιστορία και ήξερα από την αρχή ότι θα είναι πολύ διασκεδαστική εμπειρία.»


Ο παραγωγός Ρίτσαρντ Ντ. Ζάνουκ, ο οποίος συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη πάνω από δέκα χρόνια, σχολιάζει, «Ο λόγος που κάνω ταινίες μέχρι σήμερα, είναι πιθανότατα ο Τιμ Μπάρτον. Είναι καλλιτέχνης με την πραγματική έννοια του όρου – έχει καταπληκτική τεχνική, ζωηρή φαντασία και καταφέρνει να μεταφράσει ό,τι έχει στο μυαλό του με έναν δικό του, μοναδικά χαρακτηριστικό τρόπο.»


Ο σκηνοθέτης ήθελε να διατηρήσουν το πνεύμα της σειράς στην κινηματογραφική μεταφορά του “Dark Shadows”, αν και όπως παραδέχεται «Είναι δύσκολο να το καταφέρεις αυτό. Δεν μπορείς να κάνεις ένα ακριβές ριμέικ γιατί πολύ απλά η σειρά ολοκληρώθηκε σε 1200 επεισόδια τα οποία είχαν έναν ιδιαίτερο τόνο. Ομολογώ όμως, ότι αποτέλεσε πολύ σημαντική πηγή έμπνευσης.»


Ο παραγωγός Γκράχαμ Κινγκ τονίζει ότι δεν είναι απαραίτητο να ήσουν φαν της σειράς – ή τόσο μεγάλος ώστε να τη θυμάσαι – για να απολαύσεις την ταινία. «Ξέρουμε ότι μέχρι σήμερα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που λατρεύουν το “Dark Shadows”. Ο Τιμ και ο Τζόνι είναι δύο απ’ αυτούς. Αυτό που θέλαμε από την πρώτη στιγμή ήταν να σεβαστούμε μεν το πνεύμα της σειράς, αλλά ταυτόχρονα να κάνουμε μια ταινία για το σύγχρονο κοινό. Με τη βοήθεια της μαγικής σκηνοθεσίας του Τιμ, η ταινία καταφέρνει να γίνει αυτόνομη. Έχει εξωφρενικούς χαρακτήρες και είναι αστεία και παράξενη όσο καμία άλλη.»


Η Κρίστι Ντεμπρόφσκι προσθέτει, «Ήξερα ότι ο Τζόνι και ο Τιμ θα έδιναν άλλη πνοή στο “Dark Shadows” και θα κατάφερναν να ξαναζωντανέψουν τη μαγεία με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Πιστεύω ότι η συγκεκριμένη εκδοχή θα τύχει της αποδοχής και της εκτίμησης των φαν της σειράς ενώ θα προσελκύσει ένα εντελώς νέο κοινό, το οποίο θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τους χαρακτήρες που πολλοί από εμάς λατρέψαμε τόσο.»


Ο παραγωγός Ντέιβιντ Κένεντι είχε συνεργαστεί με τον δημιουργό της σειράς, τον εκλιπόντα Νταν Κέρτις, πολλά χρόνια μετά την ολοκλήρωση της σειράς. Ο Κέρτις λοιπόν, είχε εκμυστηρευτεί στον Κένεντι την πιο ευφάνταστη ίσως ιδέα του. Ο Κένεντι αποκαλύπτει ότι η σατιρική πλευρά της διασκευής του Μπάρτον αποτελούσε ανέκαθεν μέρος του οράματος του Κέρτις. «Όταν ο Τιμ και ο Τζόνι συζητούσαν το τι ήθελαν ακριβώς από την ταινία, περνούσαν τόσο καλά που ήμουν σίγουρος ότι το υλικό βρισκόταν στα καταλληλότερα χέρια. Πραγματικά πιστεύω ότι η συγκεκριμένη ταινία δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς αυτούς τους δύο και την Κρίστι.»


Συνεχίζοντας λέει, «Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν σκληροπυρηνικοί φαν του “Dark Shadows” που θα πουν ότι η σειρά δεν είχε τόσο πολύ χιούμορ. Και πράγματι, έτσι είναι. Ο Νταν όμως, ήθελε να έχει και πιστεύω ότι θα χαιρόταν πάρα πολύ αν ζούσε και έβλεπε το τελικό αποτέλεσμα. Για μένα προσωπικά, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.»


Η συμμετοχή όμως στην ταινία, είναι και για κάποιον ακόμα ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ο λόγος για τη Μισέλ Φάιφερ, μια – κατά δική της δήλωση – «μανιώδη φαν» της σειράς. «Μου είχε γίνει εμμονή,» λέει. «Ήταν η πρώτη σειρά με βρικόλακες στην τηλεόραση. Η μητέρα μου πιθανότατα πίστευε ότι δεν ήταν κακό που την παρακολουθούσα, δεδομένου ότι η σειρά προβαλλόταν το απόγευμα. Εγώ όμως, ανέκαθεν ένιωθα ότι παρέβαινα κάποιον κανόνα, γιατί πολύ απλά αυτό που έβλεπα ήταν τρομακτικό και σέξι, ειδικά για εκείνη την εποχή.»


Η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ θυμάται, «Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, χάρη στη Μισέλ που είχε φροντίσει να παίζονται επεισόδια της σειράς όλο το 24ώρο στο μακιγιάζ, μπόρεσα να αντιληφθώ κι εγώ πόσο αυθεντική ήταν η ιδέα για την εποχή της. Βέβαια, είναι δύσκολο να φανταστώ τον Τιμ και τον Τζόνι να τρομάζουν από αυτό που έβλεπαν,» λέει γελώντας.


Για το σενάριο, ο Σεθ Γκράχαμ-Σμιθ, που μαζί με τον Τζον Όγκουστ έφτιαξε και τον σκελετό της ιστορίας, λέει, «Θέλαμε να έχουμε σκηνές με πραγματικές μάχες, σκηνές με έρωτα, σκηνές με πόθο και γέλιο. Για μένα, ήταν πολύ διασκεδαστικό να συνυφαίνεις το στοιχείο του χιούμορ και του τρόμου.»


Το περισσότερο χιούμορ της ταινίας προκύπτει από τις περιστασιακές περιπέτειες του Μπάρναμπας Κόλινς, ενός πλούσιου γόη του 18ου αιώνα που ραγίζει την καρδιά μιας άκαρδης μάγισσας, ονόματι Ανζελίκ. Όταν ο Μπάρναμπας εκδηλώνει την αγάπη που θρέφει μια άλλη γυναίκα, την αιθέρια Τζοσέτ, η Ανζελίκ αποφασίζει να εκδικηθεί και τους δύο: σκοτώνει την Τζοσέτ και μεταμορφώνει τον Μπάρναμπας σε βρικόλακα χαρίζοντας του την αιώνια ζωή. Βέβαια, αυτή η ζωή δεν λέει και πολλά πράγματα, αφού τελικά τον θάβει ζωντανό για πάντα... ή τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον.


200 χρόνια περίπου αργότερα, ο Μπάρναμπας θα απελευθερωθεί από τον τάφο του χάρη σε μια μάλλον απρόσεκτη ομάδα εργατών. Ο κόσμος του 1972, ασφαλώς, δεν μοιάζει καθόλου με τον κόσμο που άφησε πίσω του ο Μπάρναμπας. «Αυτό και μόνο αποτέλεσε έναυσμα για μια πλειάδα ιδεών,» λέει ο Ντεπ. «Σκεφθείτε έναν πολύ κομψό άνδρα του 1700, ο οποίος μετά από 200 χρόνια αφάνειας, επιστρέφει στο 1972, ίσως την χειρότερη – από άποψη αισθητικής – περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, κατά την οποία οι άνθρωποι αποδέχονται τα πάντα: από μικρά κακάσχημα κουκλάκια τρολ μέχρι μακραμέ κοσμήματα και lava lamps. Σκεφτήκαμε ότι ο βρικόλακάς μας θα μπορούσε να αποτελέσει κάλλιστα τη ματιά που δεν είχαμε εμείς τότε, τη ματιά που μπορεί να εντοπίσει την τρέλα και τον παραλογισμό σε όλα αυτά τα πράγματα.»


Ο Μπάρτον, ο οποίος τη δεκαετία του ’70 ήταν στην εφηβεία, όχι μόνο συμφωνεί αλλά προσθέτει, «Δεν θέλουμε να διακωμωδήσουμε την εποχή εκείνη, αλλά να δούμε την πραγματικότητα από μια άλλη προοπτική. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι εκείνη την εποχή είχαμε δαχτυλίδια που πρόδιδαν τι διάθεσή έχεις και διάφορα άλλα περίεργα πράγματα... Σίγουρα κάθε εποχή έχει τα δικά της παράξενα, αλλά αν κοιτάξεις πίσω, όταν αφήνεις πίσω σου μια εποχή, τότε αυτά που αποτελούσαν τότε την πραγματικότητά σου, αρχίζουν να φαντάζουν ακόμα πιο περίεργα.»


Ξένος σε μια παράξενη εποχή, ο Μπάρναμπας επιστρέφει στο μοναδικό μέρος που γνωρίζει: την άλλοτε υπέρλαμπρη έπαυλη Κόλινγουντ. Εκεί συναντά την κατοικία του σχεδόν κατεστραμμένη και τους λιγοστούς εναπομείναντες συγγενείς του σε εξίσου κακή κατάσταση. Ο Μπάρτον λέει, «Το παν ήταν να συλλάβουμε τη δυναμική της οικογένειας, η οποία ασφαλώς τυχαίνει να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα πρότυπα. Κάθε οικογένεια διέπεται από μια εσωτερική δυναμική, και αυτό ήταν κάτι που πραγματικά με ενδιέφερε.»




“Το όνομά του ήταν Μπάρναμπας Κόλινς, και ήταν ο ωραιότερος άνδρας που υπήρξε ποτέ σ’αυτή την οικογένεια.”



Ο ρόλος του βρικόλακα Μπάρναμπας Κόλινς ήταν έμπνευση του Νταν Κέρτις και ενσαρκώθηκε στη σειρά από τον Τζόναθαν Φριντ. Παρόλο που εμφανίστηκε σχεδόν έναν χρόνο μετά την προβολή του πρώτου επεισοδίου της σειράς, ο ήρωας αυτός ανέβασε στα ύψη την τηλεθέαση και καθόρισε ολόκληρη τη σειρά.


«Ο Μπάρναμπας ήταν ένας πρωτοποριακός χαρακτήρας – ήταν ο πρωταγωνιστής και ήταν βρικόλακας,» λέει ο Γκράχαμ Σμιθ. «Μπορεί σήμερα αυτό να μην φαντάζει και τόσο περίεργο, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κάτι τέτοιο ήταν πραγματικά παράξενο.»


Κατά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, πολλά χρόνια πριν την κινηματογραφική μεταφορά του Μπάρτον, ο Τζόνι Ντεπ είχε επιλεγεί από τον δημιουργό της σειράς για τον ρόλο του Μπάρναμπας. Ο Κέρτις μαζί με τον Ντέιβιντ Κένεντι, ήθελαν να μεταφέρουν τη σειρά στη μεγάλη οθόνη, και στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000, προσέγγισαν τον Ντεπ, προτείνοντας του να ενσαρκώσει τον Μπάρναμπας.


Ο Ντεπ σχολιάζει «Ήταν μεγάλη τιμή για μένα το γεγονός ότι ο Νταν με είχε επιλέξει για τον ρόλο του Μπάρναμπας Κόλινς,» αποκαλύπτοντας παράλληλα ότι ο τρόπος που υποδύθηκε τον ρόλο αποτελεί φόρο τιμής προς τον ηθοποιό που πρωτοενσάρκωσε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. «Για ό,τι κι αν έκανα, σημείο αναφοράς αποτέλεσε η επική ερμηνεία του Τζόναθαν Φριντ. Ο τρόπος που ενσάρκωσε τον χαρακτήρα ήταν συγκλονιστικός, συνεπώς η δική μου προσπάθεια βασίζεται κυρίως στα θεμέλια που έθεσε εκείνος. Το μόνο που κάναμε ήταν να προσθέσουμε κάποια στοιχεία και να του δώσουμε έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπο ομιλίας... Ουσιαστικά δώσαμε περισσότερη έμφαση στην έκφραση μέσω του λόγου.»


Για τον Μπάρτον, κάθε συνεργασία με τον Ντεπ είναι απολαυστική ακριβώς επειδή ο συγκεκριμένος πρωταγωνιστής έχει την ικανότητα να ξεπερνά τον εαυτό του. «Ο Τζόνι προτίθεται να δοκιμάσει τα πάντα. Πάντα θα σκεφτεί κάτι καινούργιο που θα μας αρέσει πολύ. Έτσι, καμία συνεργασία μας δεν μοιάζει με τις άλλες, γεγονός που καθιστά την όλη εμπειρία αναζωογονητική και διασκεδαστική.»


Ο Ζάνουκ σχολιάζει, «Κάθε συνεργασία αυτών των δύο ανθρώπων είναι συγκλονιστική – ο Τιμ κατεβάζει καταπληκτικές ιδέες και ο Τζόνι τις «μεταφράζει» στη μεγάλη οθόνη. Ξέρει καλά ο ένας τον άλλο. Ο Τζόνι βλέποντας και μόνο την έκφραση του Τιμ ξέρει αν του άρεσε κάτι ή όχι. Αντίστοιχα, ο Τιμ δεν χρειάζεται να πει πολλά. Λέει δύο κουβέντες και ο Τζόνι αμέσως καταλαβαίνει τι ακριβώς θέλει.»


Ο μακιγιέρ Τζόελ Χάρλοου ανέλαβε την ευθύνη να μεταμορφώσει τον Ντεπ σε Μπάρναμπας, σε στενή συνεργασία τόσο με τον πρωταγωνιστή όσο και με τον Μπάρτον, προκειμένου να αποδώσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία που απαιτούσε ο ρόλος. Πριν καταλήξουν στο τελικό αποτέλεσμα, πραγματοποίησαν αρκετές δοκιμές για να αποδώσουν τη χλωμή αλλά απόκοσμα γοητευτική φυσιογνωμία. Η δημιουργία της κατάλευκης και εύθραυστης επιδερμίδας απαιτούσε πολλές στρώσεις ειδικού υλικού. «Βλέποντας τον είτε στο πλατό διά ζώσης είτε στο μόνιτορ, ήταν ολόλευκος,» λέει ο Χάρλοου. «Στην πραγματικότητα όμως, χρησιμοποιήσαμε πάρα πολλές αποχρώσεις μέικ-απ προκειμένου να πετύχουμε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.» Για να τονίσει την αντίθεση με τη χλωμάδα του προσώπου, ο Χάρλοου εφάρμοσε σκούρα σκιά στην οφθαλμική κόγχη ενώ τόνισε με σκούρες αποχρώσεις τα ζυγωματικά προκειμένου να αποδώσει την όμοια με νεκρού όψη.


Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα όμως ενός βρικόλακα είναι οι κυνόδοντές του, και ο Ντεπ είχε αρκετές επιλογές στη διάθεσή του. Ο Χάρλοου εξηγεί, «Υπήρχαν κάποιοι που ήταν πιο κοίλοι ενώ κάποιοι άλλοι ήταν πιο ευθείς. Επίσης, είχαμε ένα ζευγάρι κοντούς και ένα ζευγάρι μακριούς κυνόδοντες. Τέλος, είχαμε και ένα ζευγάρι, το οποίο ενεργοποιείτο με κίνηση, με αποτέλεσμα κάθε φορά που ο Ντεπ άνοιγε το στόμα του, οι κυνόδοντες να επιμηκύνονται και να αποκτούν το τελικό τους μήκος.»


Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του Μπάρναμπας ήταν τα μυτερά νύχια στα πολύ μακριά δάχτυλα. Ο Μπάρτον σχολιάζει, «Τα δάχτυλα ήταν πολύ σημαντικά για μένα όπως και ο τρόπος που ένας βρικόλακας αγγίζει κάτι. Νομίζω ότι προσέδωσε μια άλλη συναισθηματική ποιότητα στην έκφραση του χαρακτήρα.»


Ο Χάρλοου εξηγεί, «Τα χέρια του είναι ουσιαστικά σαν να προηγούνται αυτού, είναι σαν να κινείται διά της αφής. Μπορεί να μοιάζει εύκολο εγχείρημα, αλλά είναι πολυσύνθετο, γιατί πρέπει να «μεταμορφώσεις» τα δάχτυλα και να τα κάνεις να δείχνουν λεπτά και μακριά... Για να το καταφέρεις όμως, αυτό, πρέπει να προσθέσεις όγκο και υλικό, και να τα κάνεις αρκετά σταθερά ώστε να μην κάμπτονται όταν αγγίζει αντικείμενα... διαφορετικά χάνεις το πλεονέκτημα της ψευδαίσθησης.»


«Τα χέρια πραγματικά βοήθησαν πολύ στο «χτίσιμο» του χαρακτήρα,» τονίζει ο Ντεπ, «αν και ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα λίγο να μάθω να τα χρησιμοποιώ, δεδομένου ότι ήταν κατά 7,5 εκατοστά μακρύτερα. Μου πήρε λίγο χρόνο μέχρι να το συνηθίσω, αλλά τελικά τα κατάφερα και πιστεύω ότι βοήθησε πάρα πολύ στο να αποδώσουμε έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα.»


Ο Γκράχαμ Κινγκ λέει, «Ο Τζόνι μπήκε από την πρώτη στιγμή στο πετσί του ρόλου. Και μόνο να σκεφτεί κανείς τις ώρες που περνούσε καθημερινά στο μακιγιάζ, καταλαβαίνει με πόση αφοσίωση ρίχτηκε σε αυτό τον ρόλο. Ο Μπάρναμπας λέει και κάνει κάποια πράγματα που είναι κάπως απόκοσμα, η ερμηνεία όμως, του Τζόνι είναι τόσο πειστική που σε κάνει να θεωρείς ότι είναι τα πιο φυσικά πράγματα στον κόσμο. Δεν υπάρχει ηθοποιός που να μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τέτοιους ρόλους από αυτόν.»




“Ο μόνος πραγματικός πλούτος είναι η οικογένεια.”



Όταν ο Βαρνάβας επιστρέφει στην έπαυλη Κόλινγουντ, η μόνη που γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα – και το γεγονός ότι πλέον είναι βρικόλακας – είναι η επικεφαλής πλέον της οικογένειας Ελίζαμπεθ Κόλινς Στόνταρντ. Παρουσιάζοντας τον στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ως μακρινό συγγενή, αποδίδει την μάλλον παράξενη για τα δικά τους δεδομένα συμπεριφορά στο γεγονός ότι η καταγωγή του είναι από την Αγγλία.


«Νομίζω ότι ο Μπάρναμπας ταυτίζεται κατά κάποιο τρόπο με την Ελίζαμπεθ,» λέει ο Ντεπ, «δεδομένου ότι και εκείνη προσπάθησε να καθαρίσει το όνομα της οικογένειας και επιδεικνύει τον ίδιο ζήλο μ’ εκείνον προκειμένου να αποκαταστήσει τη φήμη και την κοινωνική θέση της οικογένειας.»


Η Μισέλ Φάιφερ, που πρωταγωνιστεί στον ρόλο της Ελίζαμπεθ, προσθέτει, «Το να κρατά κανείς τα προσχήματα για εκείνην είναι πολύ σημαντικό. Είναι πολύ υπερήφανη και υπερπροστατευτική με το όνομα της οικογένειας, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που αντιμετώπισαν οι Κόλινς. Όλοι τους είναι κάπως παράξενοι, αλλά νομίζω ότι κανείς τους δεν μπορεί να αντιληφθεί πόσο παράξενοι είναι τελικά.»


Η Φάιφερ αποκαλύπτει πως όταν έμαθε τα σχέδια του Τιμ Μπάρτον να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την αγαπημένη σειρά της νιότης της, «ενθουσιάστηκα και έκανα κάτι που δεν κάνω ποτέ: του τηλεφώνησα και του ζήτησα έναν ρόλο στην ταινία. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν σενάριο, οπότε του είπα ‘Δεν ξέρω αν υπάρχει έστω και κάτι για μένα, αλλά θέλω να ξέρεις ότι είμαι μεγάλη φαν της σειράς’. Ήξερα ότι αν δεν το έκανα αυτό, θα τα έβαζα με τον εαυτό μου, γιατί ήθελα πραγματικά πολύ έναν ρόλο.»


Ο Μπάρτον, που σκηνοθέτησε την Φάιφερ πριν από 20 χρόνια στην ταινία “Batman Returns” λέει σχετικά, «Χάρηκα πάρα πολύ που θα ενσάρκωνε τον ρόλο της Ελίζαμπεθ, γιατί δόθηκε ψυχή τε και σώματι και αυτό θα την έκανε πάρα πολύ πραγματική σε έναν τόσο εξωπραγματικό κόσμο. Ήταν η ιδανική για τον ρόλο της επικεφαλής της οικογένειας, καθώς όλοι οι νεότεροι ηθοποιοί την θαυμάζουν απεριόριστα.»


Κι ενώ η Ελίζαμπεθ προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατήσει την οικογένεια Κόλινς στο ύψος της, υπάρχει ένα άλλο πρόσωπο που κάνει το παν για να την κατακρημνίσει: μια μάγισσα ονόματι Ανζελίκ Μπουσάρ, που κατά τον 20ο αιώνα είναι γνωστή ως Άντζι. «Πριν από πάρα πολλά χρόνια, η Ανζελίκ πληγώθηκε από τον Μπάρναμπας και δεν το ξεπέρασε ποτέ,» λέει ο Μπάρτον. «Όλοι έχουμε βιώσει τέτοιες σχέσεις και όλοι καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο είναι να το ξεπεράσει κανείς, αλλά εκείνη φτάνει στα άκρα, παρόλο που έχουν περάσει κυριολεκτικά αιώνες από τότε.»


Η Εύα Γκριν πρωταγωνιστεί στον ρόλο της γυναίκας που ξέρει πώς είναι να κρατάει μίσος και κακία για μια ολόκληρη ζωή. «Ζει τα πάντα στον υπερθετικό βαθμό – τον πόνο, τον πόθο, την εκδίκηση,» εξηγεί η ηθοποιός. «Είναι ένας εξωφρενικός χαρακτήρας, αλλά εγώ τουλάχιστον δεν την θεωρώ σατανική. Πληγώθηκε ανεπανόρθωτα, έτσι όταν επανεμφανίζεται ο Μπάρναμπας, η Ανζελίκ δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Είναι πιο ισχυρή από ποτέ, κι όμως είναι εξαιρετικά τρωτή γιατί ο Μπάρναμπας είναι η αχίλλειος πτέρνα της. Είναι πεπεισμένη ότι και εκείνος την αγαπάει παράφορα αλλά δεν θέλει να το παραδεχτεί. Θέλει να τον κάνει δικό της, να τον κατακτήσει ολοκληρωτικά.»


«Η Εύα ήταν η πρώτη ηθοποιός που σκέφτηκα για τον ρόλο της Ανζελίκ,» λέει ο Μπάρτον. «Ήταν μεγάλη χαρά για μένα το γεγονός ότι ενσάρκωσε τον συγκεκριμένο ρόλο γιατί του προσέδωσε πολύ περισσότερα στοιχεία απ’ όσα θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Είχε καταπληκτικές ιδέες, ήταν ευχάριστη στη συνεργασία και με εξέπληττε καθημερινά.»


«Ανέκαθεν θαύμαζα τη δουλειά του Τιμ,» λέει η Γκριν. «Είναι εξαιρετικά δημιουργικός και παράλληλα ανοιχτός σε νέες προτάσεις. Ένας ηθοποιός δεν μπορεί να ζητήσει κάτι παραπάνω. Είχαμε την ίδια άποψη και προσέγγιση σε ό,τι αφορούσε την Ανζελίκ. Δεν την διαχειρίστηκε ποτέ ως μία μονοδιάστατη σατανική γυναίκα. Κατάλαβε τον πόνο που βίωνε.»


Η Ανζελίκ είναι μια γυναίκα που το πέρασμα του χρόνου την άλλαξε. Τον 18ο αιώνα, η Ανζελίκ ήταν μια μελαχρινή υπηρέτρια. Ως Άντζι όμως, είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Angel Bay και μια πολύ επιτυχημένη ξανθιά γυναίκα καριέρας. «Ο Τιμ την ήθελε να ενσαρκώνει το Αμερικανικό Όνειρο,» λέει η Γκριν. «Τα πάντα πάνω της είναι τέλεια, υπερβολικά τέλεια: το μακιγιάζ της, τα κόκκινα χείλη της, τα πλατινέ μαλλιά της... Είναι λαμπερή και σοφιστικέ. Σιγά-σιγά όμως, από τη στιγμή που Μπάρναμπας απελευθερώνεται από τον τάφο της, η ‘βιτρίνα’ που έχει κατασκευάσει αρχίζει να γκρεμίζεται.»


Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Ανζελίκ συνειδητοποιεί ότι χάνει τον Μπάρναμπας από την ίδια γυναίκα για δεύτερη φορά. Η νέα νταντά των Κόλινς, η Βικτόρια Γουίντερς, θυμίζει εξαιρετικά την αγαπημένη του Μπάρναμπας, Τζοσέτ ΝτυΠρέ, τη γυναίκα που πριν από δύο αιώνες κέρδισε την καρδιά του και πλήρωσε γι’ αυτό με τη ζωή της.


«Τη στιγμή που ο Βαρνάβας αντικρίζει την Βικτόρια, αναζωπυρώνονται τα αισθήματα που έτρεφε για την Τζοσέτ,» λέει ο Γκράχαμ-Σμιθ. «Η Βίκι από την πλευρά της, δεν μπορεί να εξηγήσει την παράξενη έλξη που νιώθει γι’ αυτόν. Νιώθει σχεδόν από την πρώτη στιγμή μια παράξενη οικειότητα με τον Μπάρναμπας.»


Όταν φτάνει η Βικτόρια στο Κόλινσπορτ, οι θεατές έχουν την αίσθηση ότι προσπαθεί να ξεφύγει από το παρελθόν της. «Σίγουρα κουβαλάει πολλά πράγματα τα οποία προσπαθεί να κρύψει,» επιβεβαιώνει η Μπέλα Χίθκοουτ, που στην ταινία ενσαρκώνει τόσο τον ρόλο της Τζοσέτ όσο και της Βικτόρια. «Προσπαθεί να προστατέψει τον εαυτό της και δεν προτίθεται να χαρίσει σε κανέναν την καρδιά της με την ευκολία που το κάνει η Τζοσέτ. Είναι πολύ πιο εσωστρεφής σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της και όπως τελικά αποδεικνύεται έχει κάθε λόγο να είναι.»


Ο Μπάρτον αποκαλύπτει, «Είναι προφανές ότι η Βικτόρια έχει τα δικά της μυστικά και η Μπέλα έχει την ικανότητα να το αποδώσει αυτό σε έναν ρόλο. Έχει κάτι το μυστηριώδες, κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις με λόγια, αλλά από την πρώτη στιγμή που την είδα είπα ότι η Μπέλα είναι η Βικτόριά μου.»


Στον Κόλινγουντ όμως, υπάρχει και μια ακόμα γυναίκα που έλκεται από τον Βαρνάβα, αν και το ενδιαφέρον αυτής είναι καθαρά επαγγελματικό. Η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ ενσαρκώνει την δρα Τζούλια Χόφμαν, μια ψυχίατρο που έχει κληθεί να παρακολουθήσει το νεότερο μέλος της οικογένειας Κόλινς, τον Ντέιβιντ, μετά τον τραγικό θάνατο της μητέρας του. Υποτίθεται ότι θα παρέμενε στην έπαυλη για έναν μήνα. Πριν τρία χρόνια. Δεδομένου αυτού, η δρ Χόφμαν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην έπαυλη, όπου μπορεί και απολαμβάνει αφειδώς οινοπνευματώδη.


Η Μπόναμ Κάρτερ λέει, «Νομίζω ότι έχει πάψει να είναι ευπρόσδεκτη στην οικεία Κόλινς προ πολλού. Ξαφνικά λοιπόν, εμφανίζεται αυτός ο Μπάρναμπας, ο οποίος είναι υποτίθεται μακρινός συγγενής. Η δρ Χόφμαν έχει να το λέει ότι μπορεί να ‘διαβάσει’ τους ανθρώπους. Από την πρώτη στιγμή τον αντιμετωπίζει με καχυποψία – και μάλλον δικαιολογημένα – καθώς πιστεύει ότι δεν είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι.»


«Η Έλενα είναι νεότερη από την ηρωίδα,» τονίζει ο Μπάρτον, «αλλά το στυλ της ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο. Δεν ξέρω κατά πόσο την κολάκευσε το γεγονός ότι της προτάθηκε ένας ρόλος μιας ηλικιωμένης, αλκοολικής ψυχιάτρου, αλλά κάποιος έπρεπε να τον ενσαρκώσει κι αυτόν, έτσι δεν είναι;» λέει γελώντας.


«Αρχικά σκέφτηκα ότι μπορεί να μου πρότεινε τον ρόλο της σέξι μάγισσας, αλλά τελικά μου πρότεινε τον ρόλο της Δρ. Χόφμαν, πράγμα που θεώρησα... μμμμμ... ενδιαφέρον,» λέει με χιουμοριστική διάθεση. «Είναι σπουδαίος ρόλος και το στυλ της είναι πραγματικά ξεκαρδιστικό: έντονα πορτοκαλί μαλλιά και γελοίες βλεφαρίδες... Πραγματικά τον λάτρεψα αυτόν τον ρόλο, άρα δεν μπορούσα παρά να τον δεχτώ.»


Η δρ Χόφμαν όμως, δεν είναι η μόνη που έχει μια ιδιαίτερη τάση προς το αλκοόλ. Ο Τζάκι Ερλ Χέιλι ανέλαβε τον ρόλο του επιστάτη του Κόλινγουντ, Γουίλι Λούμις, ο οποίος πρέπει να καταφέρει το ακατόρθωτο: να προσπαθήσει μόνος του να συντηρήσει την καταπονημένη έπαυλη... Πράγμα, που τελικά δεν καταφέρνει.


«Ήθελα πολύ να συνεργαστώ με τον Τζάκι,» λέει ο Μπάρτον, «και αυτή πιστεύω ότι ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία. Είναι πάρα πολύ αστείος και σου δίνει την αίσθηση ότι είναι βγαλμένος από τον κόσμο του “Dark Shadows”.»


Περιγράφοντας τον χαρακτήρα που υποδύεται, ο Χέιλι λέει, «Τον Γουίλι θα μπορούσα να τον περιγράψω ως στραβόξυλο. Αδιαφορεί για τα πάντα. Κατά έναν παράξενο τρόπο, απολαμβάνει τη δυσλειτουργία που χαρακτηρίζει την οικογένεια Κόλινς. Ζουν σε μια υπέροχη αλλά υπό κατάρρευση παλιά έπαυλη, και εξακολουθούν να παριστάνουν τους πλούσιους ευγενείς. Και ο Γουίλι δεν έχει κανένα πρόβλημα να παριστάνει τον υπηρέτη τους. Από τη στιγμή που έχει ένα κρεβάτι για να κοιμηθεί, κάποιες ώρες την ημέρα για τον εαυτό του και ένα σίγουρο μέρος για να πιει, είναι μια χαρά. Όταν όμως, θα εμφανιστεί ο Μπάρναμπας, ο Γουίλι θα αποκτήσει νέο σκοπό. Και αυτή η δυναμική είναι συναρπαστική.»


Υπάρχει βέβαια, και κάποιος στο σπιτικό των Κόλινς που δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τον μακρινό συγγενή: η 15χρονη κόρη της Ελίζαμπεθ, Κάρολιν, που ενσαρκώνει η Κλόι Γκρέις Μόρετζ. Η πρώτη εντύπωση που θα σχηματίσει η Κάρολιν για τον Μπάρναμπας είναι με μία λέξη «περίεργος». Και όταν εκείνος θα ζητήσει τη συμβουλή της για το πώς να γοητεύσει μια γυναίκα της σύγχρονης εποχής, και ειδικότερα την Βικτόρια, η συζήτησή τους απλά θα ενισχύσει την αρχική της άποψη.


Η Μόρετζ λέει, «Η ηρωίδα που υποδύομαι είναι μια εκκεντρική έφηβη της δεκαετίας του ’70. Θέλει να διαφέρει από την υπόλοιπη οικογένειά της. Κλείνοντας τα 16 σκοπεύει να φύγει για τη Νέα Υόρκη και εκεί να κάνει αυτό που θέλει.»


«Η Κλόι απέδωσε από την πρώτη στιγμή υπέροχα την ανήσυχη έφηβη. Δεν πιστεύω ότι ταυτίζεται με τον ρόλο σε αυτό το επίπεδο, αλλά τα κατάφερε υπέροχα,» λέει ο Μπάρτον. «Κατάφερε να αποδώσει την εσωτερική οργή και το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης – αυτό που βιώνουμε όλοι στη μετάβασή μας από την παιδική ηλικία στο επόμενο στάδιο.»


Ο μικρότερος ξάδερφος της Κάρολιν, ο Ντέιβιντ, δεν έχει πάντως την ίδια άποψη με εκείνη για τον Μπάρναμπας. Χωρίς να γνωρίζει το γιατί, ο 10χρονος νιώθει μια παράξενη οικειότητα με τον μακρινό Άγγλο συγγενή τους. Ίσως επειδή ο Μπάρναμπας είναι ο μόνος που δεν τον επικρίνει όταν ισχυρίζεται ότι μιλάει με το πνεύμα της νεκρής μητέρας του.


Ο Γκάλι ΜακΓκράθ που ενσαρκώνει τον Ντέιβιντ λέει, «Ανέκαθεν ένιωθε ότι ήταν μόνος του, ακριβώς επειδή όλοι τον αντιμετωπίζουν σαν τρελό. Δεν πιστεύουν ότι μπορεί να επικοινωνήσει με το πνεύμα της μητέρας του και ότι τον προστατεύει παρόλο που είναι νεκρή.»


«Ο Γκάλι είναι από τα παιδιά που σε πείθουν ότι μπορούν να δουν φαντάσματα,» λέει ο σκηνοθέτης. «Έχει την ανάλογη συμπεριφορά. Αυτό δεν μπορείς να το υποδείξεις ή να το εξηγήσεις σε έναν ηθοποιό, πρέπει να το έχει.»


Ο πατέρας του Ντέιβιντ, Ρότζερ Κόλινς, δεν βοηθά καθόλου την κατάσταση του Ντέιβιντ, δεδομένου ότι είναι ο απόλυτος νάρκισσος που αδιαφορεί πλήρως για το παιδί του. «Είναι ένας κενός άνθρωπος,» παραδέχεται ο Τζόνι Λι Μίλερ, που ενσαρκώνει τον ρόλο του Ρότζερ. «Πιστεύω ότι στο παρελθόν υπήρξε στοργικός πατέρας, αλλά μετά τον θάνατο της γυναίκας του άλλαξαν τα πάντα. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι και ο καλύτερος άνθρωπος που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς.»


«Ο Ρότζερ είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας,» προσθέτει ο Μπάρτον. «Το παρελθόν του έχει σημαδευτεί από τραγικά γεγονότα – πρώτα έχασε τη γυναίκα του και τώρα ο γιος του βλέπει φαντάσματα – αλλά η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για έναν γλοιώδη άνθρωπο. Έχει αυτόν τον γελοίο αέρα του ’70. Είναι ίσως ο μοναδικός απ’ όλους τους χαρακτήρες που πραγματικά απολαμβάνει την εποχή του: τις γυναίκες, τη μόδα, τα μεγάλα πέτα,» λέει γελώντας. «Ο Τζόνι πάντως κατάφερε αμέσως να αποδώσει αυτή τη νοοτροπία.»


Χωρίς χρόνο για πρόβες πριν την έναρξη των γυρισμάτων, ο Μπάρτον βρήκε τον τρόπο να βάλει όλους τους πρωταγωνιστές του στο πνεύμα των ρόλων τους. Τους συγκέντρωσε σε ένα φωτογραφικό στούντιο για να «αναβιώσουν» τη διάσημη φωτογραφία με το καστ της τηλεοπτικής σειράς παραταγμένο στο φουαγιέ της έπαυλης Κόλινγουντ.


Ο Μπάρτον θυμάται χαρακτηριστικά, «Μία μέρα πριν το γύρισμα, έβαλαν όλοι τα κοστούμια τους και φωτογραφήθηκαν όπως το αρχικό καστ της σειράς. Ήταν καταπληκτικό. Μέσα σε 30 δευτερόλεπτα, όλοι μπήκαν στο πετσί του ρόλου τους. Ήταν νομίζω, ο καλύτερος τρόπος για να συντονιστούν όλοι οι ηθοποιοί.»




Δείξε το πρόσωπό σου, μικρή τραγουδίστρια!



Στην ταινία, οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν cameo εμφανίσεις γνωστών ηθοποιών. Σε μια από τις βασικές σκηνές, εμφανίζεται ο Κρίστοφερ Λι, που έχει συμμετάσχει σε τέσσερις ταινίες του Τιμ Μπάρτον. Στο “Dark Shadows” ενσαρκώνει τον ντόπιο ψαρά Σίλα Κλάρνεϊ, που καταλήγει δέσμιος των υπνωτικών δυνάμεων του Μπάρναμπας. Ο Ντεπ λέει, «Ο Κρίστοφερ Λι δεν είναι μόνο πρότυπο υποκριτικής για μένα, αλλά και ένας άνθρωπος που θεωρώ φίλο και μέντορά μου. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν καταπληκτικό που μας έκανε την τιμή να παίξει αυτόν τον ρόλο.»


Καθώς η πειθώς του Μπάρναμπας αρχίζει να αποκαθιστά τα πλούτη της οικογένειας, αποφασίζει ότι ήρθε η στιγμή να οργανώσει έναν μεγάλο χορό, ή πιο δόκιμα για την εποχή ένα “Happening”. Το Μεγάλο Φουαγιέ του Κόλινγουντ μεταμορφώνεται λοιπόν σε μια ξέφρενη ντίσκο, με μπάλα-καθρέφτη, strobe-lights και χορευτές μέσα σε κλουβιά.


Όλοι οι κάτοικοι του Κόλινσπορτ ανταποκρίνονται στο κάλεσμα. Μεταξύ αυτών είναι και τέσσερις καλεσμένοι οι οποίοι επιστρέφουν στην έπαυλη Κόλινγουντ μετά από πολλά χρόνια: ο Τζόναθαν Φριντ, η Λάρα Πάρκερ, η Κάθριν Λι Σκοτ και ο Ντέιβιντ Σέλμπι, όλοι αγαπημένοι πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής σειράς. «Ήταν καταπληκτικό που τους είχαμε κοντά μας,» δηλώνει ο Μπάρτον. «Όλοι ήθελαν να φωτογραφηθούν μαζί τους. Και μόνο που ήρθαν και τρόπον τινά «ευλόγησαν» το πλατό, ήταν συναρπαστικό.»


Στο «happening» εμφανίζεται και ο θρύλος της ροκ Alice Cooper, που μάλλον πιάνει εξ απήνης τον Μπάρναμπας, καθώς από το όνομά του, είχε κρίνει ότι επρόκειτο για γυναίκα.


Ο Μπάρτον λέει, «Ο Alice Cooper μεσουρανούσε εκείνη την εποχή και έδωσε διαφορετικό τόνο στην ταινία. Το τρομακτικό είναι ότι από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει καθόλου. Συγκεκριμένα, είχαμε ένα τεύχος του Rolling Stone εκείνης της εποχής, με τον Alice Cooper εξώφυλλο και μπορώ να σας πω ότι σήμερα είναι καλύτερος απ’ ό,τι ήταν τότε. Αυτό είναι πραγματικά παράξενο,» λέει εντυπωσιασμένος.


Και ο Cooper όμως, απόλαυσε το ταξίδι στον χρόνο και την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον Μπάρτον και τον Ντεπ. «Πάντα μου άρεσαν οι δουλειές του Τιμ,» λέει. «Έχουμε κοινά βιώματα και μας αρέσουν οι ίδιες ταινίες τρόμου. Επίσης, πάντα πίστευα ότι ο Τζόνι είναι ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα. Δεν ξέρω κανέναν άλλο ηθοποιό που να το καταφέρνει με τέτοια αρτιότητα.»


Στο «Happening» ο Cooper ερμηνεύει τις επιτυχίες “Ballad of Dwight Fry” και “No More Mr. Nice Guy”. Ο Μπάρτον αποφάσισε να βάλει και άλλα τραγούδια από τη συγκεκριμένη δεκαετία όπως τα “Nights in White Satin” των Moody Blues, το “Season of the Witch” του Donovan, το “Superfly” του Curtis Mayfield, το “Crocodile Rock” του Elton John και το “Top of the World” των Carpenters.


«Μιλάμε για πραγματικά σπουδαία κομμάτια,» λέει ο Ζάνουκ. «Ο Ντάνι Έλφμαν συνέθεσε καταπληκτική μουσική ενώ τα κομμάτια που ακούγονται βοηθούν στο να δοθεί ο κατάλληλος τόνος στην ταινία. Συντελούν στην χρονική τοποθέτηση της ταινίας ενώ εξυπηρετούν και το συναίσθημα που ήθελε να περάσει ο Τιμ.»


Ο Ντάνι Έλφμαν συνεχίζει, «Ήξερα ότι οι σημαντικές και δραματικές σκηνές έπρεπε να επενδυθούν μουσικά με έναν πιο θεατρικό τρόπο. Το ωραιότερο όμως, για μένα ήταν ότι βυθίστηκα στη ρετρό μουσική παλέτα που είχε φανταστεί ο Τιμ. Ήθελε μια μουσική επένδυση που να έχει ως σημεία αναφοράς και την τηλεοπτική σειρά αλλά και τις ταινίες τρόμου του ’70. Γι’ αυτό και η μουσική είναι μινιμαλιστική, απόκοσμη και ατμοσφαιρική, με αποκλειστικά ηλεκτρονικό ήχο και κάποια μεμονωμένα σόλο οργάνων που λειτουργούν ως οδηγοί της μελωδίας.»




“Καλώς ήλθατε στο Κόλινγουντ.
Καλύτερα να μας φανταστείτε σε μια καλύτερη μέρα.”



Τα σκηνικά και τα κοστούμια στο “Dark Shadows” αποτυπώνουν δύο διαφορετικούς αιώνες, με τα περισσότερα να είναι αποτέλεσμα πραγματικής δουλειάς και όχι οπτικών εφέ. Ο Μπάρτον σχολιάζει, «Μετά το ‘Alice in Wonderland’, που γυρίστηκε όλο με green screen, ήταν ωραία εμπειρία να δουλεύουμε με πραγματικά σκηνικά. Το πραγματικό σκηνικό, με όλες τις υφές και τους φωτισμούς του ήταν σημαντικό όχι μόνο για μένα αλλά και για τους ηθοποιούς.»


Ο Ρικ Χάινριχς – που ανέλαβε τον σχεδιασμό παραγωγής – σχολιάζει, «Ο Τιμ πάντα μιλά για την αίσθηση της ταινίας, και μιλάει γι’ αυτή με συναισθηματικές αναφορές. Για εκείνον το σκηνικό είναι ένας από τους χαρακτήρες του.»


Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκονται τα απομεινάρια της αυτοκρατορίας των Κόλινς: η πόλη Κόλινσπορτ και το πατρογονικό Κόλινγουντ. Και τα δύο σκηνικά ήταν δύσκολο να υλοποιηθούν όχι μόνο σε επίπεδο κλίμακας αλλά και δεδομένου ότι έπρεπε να υποστούν πολλές αναπλάσεις κατά τη διάρκεια της ταινίας.


«Αρχικά βλέπουμε το Κόλινσπορτ σαν μια παρθένα ακτογραμμή του Μέιν, την οποία εντοπίζει η οικογένεια Κόλινς. Αργότερα, βλέπουμε να εξελίσσεται σε πόλη ψαράδων,» εξηγεί ο Χάνριχς. «Παρατηρούμε το Κόλινγουντ στα καλύτερά του – κατά τη διάρκεια της ακμής των Κόλιν – μετά από δύο αιώνες σχεδόν υπό κατάρρευση και τέλος ανακαινισμένο. Ήταν πολύ απαιτητικό εγχείρημα, γιατί κάποιες μέρες γυρίζαμε 1972 και κάποιες άλλες 1750.»


Για το Κόλινσπορτ, οι δημιουργοί αρχικά σκέφτηκαν να βρουν ένα πραγματικό ψαροχώρι, είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε στο Μέιν. Ο Χάινριχς λέει, «Κοιτάξαμε πολλές φωτογραφίες. Αναζητήσαμε ιδανικές τοποθεσίες σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά ήταν προφανές ότι δεν μπορούσαμε να βρούμε ένα ψαροχώρι που να πληρεί τις προϋποθέσεις που είχαμε θέσει. Υπήρχαν πολλά συγκεκριμένα προαπαιτούμενα στοιχεία που καθιστούσαν την κατασκευή του μονόδρομο.»


Ο Χάινριχς και η ομάδα του κατασκεύασαν το Κόλινσπορτ του 1972 από το μηδέν στα Pinewood Studios, αξιοποιώντας τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις και «επιστρατεύοντας» το green screen. «Αυτό μας επέτρεψε να έχουμε ακριβώς αυτό που θέλαμε δίνοντας μας ταυτόχρονα και τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης,» σχολιάζει.


Βασικό χαρακτηριστικό επίσης του Κόλινσπορτ είναι και τα δύο αντίπαλα κονσερβοποιεία: στη μία πλευρά του όρμου βρίσκεται το Angel Bay, που αποτελείται από ένα σύνολο κόκκινων και λευκών ξύλινων κτισμάτων και στην άλλη, ακριβώς απέναντί του, βρίσκεται το ερειπωμένο κονσερβοποιείο των Κόλινς, το οποίο κατά τη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε να ανακαινίζεται.


Τα κονσερβοποιεία δεν ήταν απλά προσόψεις: διέθεταν κανονικό εξοπλισμό που η παραγωγή πήρε από πραγματικά κονσερβοποιεία. Τα γραφεία της Angel Bay κατασκευάστηκαν και αυτά στα Pinewood Studios.


Πέρα από το νερό, κατασκευάστηκαν δρόμοι με διάφορα καταστήματα και κτίρια, μεταξύ των οποίων και το Blue Whale Tavern, ένα κατάστημα οικιακών συσκευών, καταστήματα με ναυτικά είδη, καταστήματα ρουχισμού, ένα εστιατόριο, ένα εργαστήριο ταρίχευσης και έναν κινηματογράφο, στον οποίο προβάλλονταν οι ταινίες “Deliverance,” “A Clockwork Orange,” και “Super Fly.”


«Ήταν μοναδικό,» λέει η Μισέλ Φάιφερ. «Θα μπορούσα να μείνω εκεί αρκετές μέρες. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά πλατό που έχω δει ποτέ μου.»


Ψηλά στον λόφο και σε επιβλητική θέση, βρίσκεται η έπαυλη Κόλινγουντ. Για τον σχεδιασμό του εξωτερικού της έπαυλης, ο Μπάρτον και ο Χάινριχς εμπνεύστηκαν από την έπαυλη που χρησιμοποιήθηκε στην τηλεοπτική σειρά – μια πραγματική κατοικία στο Νιούπορτ. Ο Μπάρτον λέει χαρακτηριστικά, «Ως σύνολο, το δικό μας σπίτι είναι μεγαλύτερο, αλλά σίγουρα θυμίζει αυτό της σειράς.»


«Την έπαυλη την κατασκευάσαμε εξ αρχής για τους δικούς μας λόγους,» λέει ο Χάινριχς. «Σίγουρα όσοι έβλεπαν τη σειρά θα εντοπίσουν διαφορές στην αρχιτεκτονική, και ειδικότερα στον κεντρικό πυργίσκο. Η κατοικία έπρεπε να εκπέμπει κάτι το τρομακτικό, να αποπνέει γοητεία και να αντηχεί τη χαμένη του δόξα.»


Οι εσωτερικοί χώροι της έπαυλης κατασκευάστηκαν στα πλατό των Pinewood Studios. «Θέλαμε να δώσουμε την αίσθηση μιας μεγαλοπρεπούς κατοικίας που έχει ζήσει δύσκολα χρόνια,» λέει ο Χάνρινχς. «Για να το καταφέρουμε αυτό, χρειάστηκε να δουλέψουμε τη λεπτομέρεια στο εσωτερικό του σπιτιού. Την πρώτη φορά που μπαίνει ο Μπάρναμπας στο σπίτι, αγγίζει διάφορα πράγματα, χαϊδεύει τα αγάλματα και σχολιάζει το πόσο περίτεχνα είναι. Για να ανταποκρίνονται τα λόγια του στην πραγματικότητα, καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα εξαιρετικά λεπτομερές περιβάλλον.»


Δεδομένης της εγγύτητας του Κόλινγουντ στη θάλασσα και του παρελθόντος της οικογένειας στον χώρο της αλιείας, ο Χάινριχς προέβλεψε στον σχεδιασμό τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού χώρου στοιχεία που μαρτυρούν την θαλασσινή κληρονομιά των Κόλινς: γοργόνες, ψάρια, θαλασσινά μοτίβα απαντώνται σε διάφορα σημεία του σπιτιού καθώς και στα έπιπλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι δύο ιππόκαμποι στο τζάκι καθώς και τα αγάλματα του Ποσειδώνα.


Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σκηνικά είναι αυτό του Μεγάλου Φουαγιέ, του οποίου το δάπεδο κοσμείται από ένα μοτίβο που θυμίζει κύματα, κάτω από τον υπέροχο κρυσταλλένιο πολυέλαιο. Το σκηνικό συμπληρώνουν πορτρέτα μελών της οικογένειας Κόλινς, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Μπάρναμπας και των γονιών του.


Ένα δωμάτιο του Κόλινγουντ στεγάζει και μια κρύπτη, την οποία γνωρίζει μόνο ο Μπάρναμπας και η οποία είναι προσβάσιμη μόνο μέσω μιας κρυφής πόρτας πίσω από το τζάκι του δωματίου ζωγραφικής.


Ο Χάινριχς σχεδίασε και πολλά υπνοδωμάτια, μεταξύ αυτών και το εξάγωνο δωμάτιο της Κάρολιν, με τους μοβ και γεμάτους αφίσες των Iggy Pop, Jimi Hendrix, Janice Joplin, T. Rex και Alice Cooper τοίχους. Ο σχεδιαστής λέει χαρακτηριστικά, «κάθε δωμάτιο έπρεπε ουσιαστικά να αποκαλύπτει πράγματα για τον ένοικό του. Το δωμάτιο της Κάρολιν ήθελα να βρίσκεται ψηλά. Ένιωσα ότι το καλύτερο σημείο θα ήταν να το τοποθετήσω στην κορυφή του πυργίσκου που βρίσκεται πάνω από την είσοδο της κατοικίας.»


Ο Μπάρτον ήθελε η ταινία να αντανακλά την ατμόσφαιρα της δεκαετίας στην οποία διαδραματίζεται, και αυτό το έργο το ανέθεσε στον διευθυντή φωτογραφίας Μπρούνο Ντελμπονέλ. Ο Μπάρτον λέει, «Συζητήσαμε πολύ για το πώς ήταν οι ταινίες της εποχής, για τα χρώματά τους, για την αίσθηση που αποπνέουν. Πραγματικά απόλαυσα τη συνεργασία μας.»


Για τα κοστούμια των δύο τόσο διαφορετικών αιώνων, ο Μπάρτον ζήτησε τη βοήθεια της σχεδιάστριας Κολίν Άτγουντ. «Έχω συνεργαστεί μαζί της πολλές φορές,» λέει ο σκηνοθέτης. «Τη θεωρώ πραγματική καλλιτέχνη. Προσπαθεί πάντα να μπει στην ψυχοσύνθεση του κάθε χαρακτήρα. Προσπαθήσαμε να παραμείνουμε πιστοί στο πνεύμα της εποχής, που επέβαλε στυλιστικές ακρότητες, χωρίς όμως να γελοιοποιήσουμε τα κοστούμια.»


Η Άτγουντ λέει, «ξεκίνησα την έρευνά μου από τον 18ο αιώνα γιατί απαιτούσε περισσότερο χρόνο. Μετά εξέτασα κατά αντιπαραβολή τις δύο εποχές προκειμένου να βρω κοινά σημεία και ενσωμάτωσα στοιχεία και από τις δύο για να καταλήξω στο τελικό αποτέλεσμα.»


«Η προσέγγισή της ήταν πραγματικά μοναδική,» λέει ο Ντεπ. «Από τη στιγμή που φορούσες το κοστούμι, ένιωθες διαφορετικά. Κατάφερα να ανακαλύψω ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο του χαρακτήρα του Μπάρναμπας από τη στιγμή που είδα τα κοστούμια.»


Στα κοστούμια του Μπάρναμπας, η Άτγουντ διατήρησε την γοτθική αίσθηση του 18ου αιώνα και στα κοστούμια του ’70. «Ήθελα να διατηρήσω την κομψότητα του παρελθόντος,’ εξηγεί. «Η κάπα του Μπάρναμπας θυμίζει την κάπα του πρωταγωνιστή της τηλεοπτικής σειράς, αλλά φέρει κάποιες διαφορές.»


Για το πνεύμα της Τζοσέτ, η Άτγουντ σχεδίασε ένα φόρεμα – αντίγραφο κοστουμιού του 18ου αιώνα. Το υλικό που χρησιμοποίησε ήταν νάιλον το οποίο είχε υποστεί ειδική επεξεργασία με αλουμίνιο και είχε διακοσμηθεί με κορδέλες. Όπως απεδείχθη ήταν εντυπωσιακό μέσα στο νερό, πράγμα πολύ σημαντικό αφού για να προσδώσει την αερική αυτή αίσθηση, ο Μπάρτον γύρισε όλες τις αντίστοιχες σκηνές με την Χίθκοουτ να κινείται μέσα σε μια δεξαμενή νερού.


Για το υπόλοιπο καστ, η μόδα του ’70 αποτέλεσε μια γλυκιά επιστροφή στον παλιό καλό καιρό. «Το ’70 το έζησα και ομολογώ ότι τα κοστούμια ξύπνησαν μια γλυκιά νοσταλγία,» λέει ο Τζάκι Ερλ Χέιλι. «Να ξέρετε ότι αν κάποιος θέλει να επαναφέρει τις καμπάνες στη μόδα, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα.»


Η παραγωγή ως σύνολο ξύπνησε μια γλυκιά νοσταλγία τόσο στους δημιουργούς αλλά και στους ηθοποιούς, ειδικά σε αυτούς που παρακολουθούσαν την τηλεοπτική σειρά κατά την πρώτη προβολή της.


Ο Ντέιβιντ Κένεντι λέει χαρακτηριστικά, «Η ταινία είναι ένας φόρος τιμής προς τη σειρά ενώ ταυτόχρονα αποτελεί κάτι το πραγματικά μοναδικό, πρωτότυπο και αυθεντικό.»


«Ό,τι κάναμε, το κάναμε με μεγάλο σεβασμό και προς τη σειρά και προς τον Νταν Κέρτις,» λέει ο Ντεπ. «Ελπίζω οι φανατικοί θαυμαστές της σειράς να αγκαλιάσουν την ταινία όπως την αγκαλιάσαμε κι εμείς. Και να σας πω κάτι; Πιο φανατικοί θαυμαστές της σειράς από τη Μισέλ, τον Τιμ κι εμένα δεν θα βρείτε.»


Ο Μπάρτον συνοψίζει λέγοντας, «Ήθελα να κάνω τη γραμμή ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο αδιόρατη, γιατί πολύ απλά ήθελα να φτιάξω κάτι που θα έχει απήχηση και στις δύο γενιές. Οι καιροί άλλαξαν, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες αντέχουν στον χρόνο!»


Συμμετέχουν
Τζόνι Ντεπ
Barnabas Collins
Μισέλ Φάιφερ
Elizabeth Collins Stoddard
Έλενα Μπόναμ Κάρτερ
Dr. Julia Hoffman
Έβα Γκριν
Angelique Bouchard
Τζάκι Ερλ Χέιλι
Willie Loomis
Τζόνι Λι Μίλερ
Roger Collins
Isabella Heathcote
Victoria Winters
Κλόε Μόρετζ
Carolyn Stoddard
Gulliver ΜακΓκραθ
David Collins
Ray Shirley
Mrs. Johnson
iShow.gr - Ο κόσμος της Showbiz
ΑΪΣΟΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ INTERNET Μ.ΙΚΕ
Επικοινωνία: press@ishow.gr
Τηλ. 211-4100551