Αποτελείται από 2 ξεχωριστές νουβέλες, οι πρωταγωνιστές των οποίων στο τέλος θα συναντηθούν στην αίθουσα δικαστηρίου.
Η πρώτη αναφέρεται στην τέλεια οργανωμένη ληστεία, μόνο που ο αρχηγός της συμμορίας δεν έχει λάβει υπόψη του 2 σημαντικές λεπτομέρειες: η ολοκαίνουρια λεωφόρος, από την οποία θα το έσκαγαν με τα κλοπιμαία, έχει σκαφτεί κατά τη διάρκεια της νύχτας κι έχει μετατραπεί σε Κρανίου τόπο. Επίσης, κάποιος πρέπει να φυλάει το αυτοκίνητο τη νύχτα, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να τους κλέψουν τα λάστιχα. Η δεύτερη ιστορία μιλάει για έναν αποτυχημένο φυσικό, άβουλο κι αποτυχημένο, που απολύεται για άλλη μια φορά απ΄τη δουλειά του. Μπαίνει σε ένα μπαρ για να πνίξει τον πόνο του, όπου ο ιδιοκτήτης τον περνάει για επιθεωριτή του Υγειονομικού καιτου δίνει μίζα. Η ζωή του ήρωα αλλάζει, αφού κάνει το ίδιο κόλπο με το αλκοολόμετρο σε κάθε εστιατόριο ή μπαρ, που μπαίνει.
Το χρήμα ρέει, η γυναίκα του τον έχει στα «ώπα-ώπα», αλλά στο τέλος οι εστιάτορες αποφασίζουν ότι δεν μπορούν να τον «ταϊζουν» άλλο, και το επίπεδο των εστιατορίων της πόλης ανεβαίνει σε πρωτοφανή ύψη. Στο τέλος ο ψευδο-επιθεωρητής συλλαμβάνεται, αλλά αθωώνεται, καθώς ο δικαστής χαρακτηρίζει τις μίζες που έπαιρνε «συλλογική φιλανθρωπία». Η Εφορία, όμως, έχει άλλη άποψη...